ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.152/2015)

 

  23 Μαΐου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείοντα,

 

ν.

 

Χ. Γ.,

 

Εφεσίβλητου.

____________________

 

 

Κ. Πετρίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τον Εφεσείοντα. 

Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε.,  για τον Εφεσίβλητο.

____________________

 

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με δώδεκα λόγους έφεσης, ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν, υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του, ως εκπροσώπου της Δημοκρατίας, αποζημιώσεις στη βάση ιατρικής αμέλειας, που το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι επέδειξε ιατρός του Νοσοκομείου Πάφου, κατά τη χειρουργική επέμβαση που διενεργήθηκε στον Εφεσίβλητο, τον Φεβρουάριο του 2004.

 

Η έφεση καλύπτει όλες ανεξαιρέτως τις πτυχές της πρωτόδικης απόφασης.  Οι λόγοι έφεσης 1-4 αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων που κατέθεσαν στη δίκη.  Με το λόγο έφεσης 6 προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αυθαίρετα και αναιτιολόγητα, και ειδικά, με το λόγο έφεσης 7, το εύρημα ότι ο ιατρός ο οποίος χειρούργησε τον Εφεσίβλητο στο Νοσοκομείο Πάφου απέτυχε να επιδείξει τον βαθμό επιμέλειας που αναμενόταν από ιατρό της ειδικότητας του.  Ο λόγος έφεσης 5 διασυνδέεται με το λόγο έφεσης 7 και αφορά στη «δέσμη βιβλιογραφίας» που παρουσιάστηκε από τον Εφεσείοντα κατά τη δίκη.  Παραπονείται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την αξιολόγησε, ειδικά στην κρίση του κατά πόσο η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στο Νοσοκομείο Πάφου δεν ήταν ενδεδειγμένη.  Με το λόγο έφεσης 8 προσβάλλεται το εύρημα ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του χειρουργού ιατρού και των ζημιών του Εφεσίβλητου.  Με το λόγο έφεσης 9 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η διαπίστωση ως προς τις σωματικές βλάβες που ο Εφεσίβλητος είχε υποστεί.  Τέλος, με τους λόγους έφεσης 10-12 προσβάλλονται ως εσφαλμένα όλα τα ποσά που επιδικάστηκαν υπέρ του Εφεσίβλητου, οι ειδικές αποζημιώσεις, οι γενικές αποζημιώσεις και οι τόκοι αντίστοιχα.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι τα ακόλουθα:  Την 26.1.2004 ο Εφεσίβλητος, λόγω έντονων πόνων και εμετών, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Πάφου.  Εκεί διαγνώστηκε με χολοκυστίτιδα, λιθίαση χοληδόχου πόρου και λιπώδη διήθηση του ήπατος.  Την 10.2.2004 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ανοιχτής χολοκυστεκτομής με σκοπό την αφαίρεση των λίθων.  Κατά την επέμβαση ο χειρουργός ιατρός Φυλακτής Κωνσταντινίδης, αποφάσισε να μην προβεί στην αφαίρεση των λίθων και επιχειρήθηκε η διενέργεια αναστόμωσης για παράκαμψη τους.  Μετά την επέμβαση ο Εφεσίβλητος παρουσίαζε προβλήματα υγείας, όπως πόνους και δυσπεψία. 

Τέσσερα περίπου χρόνια μετά, την 18.3.2008 και ενώ ο Εφεσίβλητος βρισκόταν στη Γερμανία σε επαγγελματικό ταξίδι, υπέστη λιποθυμικό επεισόδιο και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Augustinerinnen όπου διαγνώστηκε με ίκτερο, αυξημένα ποσοστά χολής και αεροχολία.  Δύο ημέρες μετά υποβλήθηκε σε ανοιχτή χειρουργική επέμβαση από τον ιατρό Tobias Beckurts και την ομάδα του, και αφού προηγήθηκαν δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος ενδοσκοπικά με τη χρήση της μεθόδου ERCP.  Κατά την επέμβαση διαπιστώθηκε η ύπαρξη χολαγγειογενούς σήψης, χολόστασης και χοληχοδοδωδεκαδαχτυλικού συριγγίου.  Οι λίθοι από τη χοληφόρο οδό αφαιρέθηκαν χειρουργικά και έγινε ξέπλυμα και έλεγχος της.  Κλείστηκε το συρίγγιο και έγινε τοποθέτηση Τ-ενθέματος παροχέτευσης.  Ο Εφεσίβλητος μεταφέρθηκε σε μονάδα εντατικής παρακολούθησης. 

 

Την 10.4.2008 ο Εφεσίβλητος υποβλήθηκε σε δεύτερη ανοιχτή χειρουργική επέμβαση υπό ολική νάρκωση για τοποθέτηση χολογενούς αναστόμωσης, δηλαδή σύνδεσης μεταξύ του χοληδόχου πόρου και του λεπτού εντέρου η οποία είχε καταστεί αναγκαία λόγω του κλεισίματος της διόδου.  Κατά την επέμβαση αυτή διαπιστώθηκε σκλήρυνση ολόκληρου του παγκρέατος.  Ο Εφεσίβλητος νοσηλεύτηκε και πάλι στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης.  Έλαβε εξιτήριο την 17.4.2008. 

 

Η ύπαρξη λίθων στη χολή είχε προκαλέσει οξεία παγκρεατίτιδα, τα δε επανειλημμένα επεισόδια οξείας παγκρεατίτιδας οδήγησαν σε χρόνια ανεπάρκεια του παγκρέατος.  Μεταξύ 30.4.2009 και 4.5.2009 ο Εφεσίβλητος νοσηλεύτηκε για παγκρεατίτιδα – χολαγγειίτιδα ως αποτέλεσμα των πολλαπλών χειρουργικών επεμβάσεων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ιατρός ο οποίος χειρούργησε τον Εφεσίβλητο στο Νοσοκομείο Πάφου συνειδητά  άφησε τους λίθους μέσα στον Εφεσίβλητο και προχώρησε σε παράκαμψη τους χρησιμοποιώντας τη μέθοδο «χοληδοχοδωδεκαδαχτυλικής αναστόμωσης side-to-side», δηλαδή ένωση του χοληδόχου πόρου με τον δωδεκαδάκτυλο.  Η επιλογή της αναστόμωσης «side-to-side», όπως επίσης διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν η ενδεικνυόμενη για την περίπτωση του Εφεσίβλητου.  Αυτή εφαρμόζεται μόνο σε ασθενείς με χαμηλό προσδόκιμο ζωής.  Ως πλέον σημαντικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το γεγονός ότι αφέθηκαν οι λίθοι στη χοληφόρο οδό του Εφεσίβλητου, ενέργεια ιατρικά ανεπίτρεπτη.  Οι λίθοι αυτοί εμπόδιζαν τη διοχέτευση της χολής στο έντερο και προκάλεσαν βακτηριακές μολύνσεις επικίνδυνες για τη ζωή του.

 

Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου.

 

Τα δύο πρώτα σημεία που αναπτύσσονται στην αιτιολογία του, αφορούν συγκεκριμένες θέσεις του Εφεσίβλητου που προβάλλεται ότι θα έπρεπε να απορριφθούν γιατί δεν ήταν δικογραφημένες. 

 

Η θέση ότι δεν δικογραφείτο ότι μετά την επέμβαση ο Εφεσίβλητος συνέχισε να παρουσιάζει προβλήματα υγείας είναι ανυπόστατη.  Αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης ότι μετά την εγχείρηση στο Νοσοκομείο Πάφου παρουσιάστηκαν συμπτώματα για τα οποία ο Εφεσίβλητος επισκέφθηκε επανειλημμένα το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Νοσοκομείου Πάφου.  Επρόκειτο, αναφέρεται, για έντονους πόνους στην κοιλιακή χώρα, δυσκολία στη χώνευση και ψηλό πυρετό, που όχι μόνο δεν υποχωρούσαν, αλλά επιδεινώνονταν συνεχώς.  

 

Η θέση ότι ο θεράπων ιατρός του Εφεσίβλητου στο Νοσοκομείο Πάφου δεν του είχε εξηγήσει τί ακριβώς είχε κάνει και ότι δεν του είπε ότι δεν είχε αφαιρέσει τις πέτρες, που όντως δεν δικογραφείτο, δεν προβλήθηκε από τον Εφεσίβλητο κατά τη δίκη ως βάση της αγωγής του.  Η αγωγή εδραζόταν σε ιατρική αμέλεια κατά τη διενέργεια της επεμβάσεως και όχι στην παράλειψη ενημέρωσης του Εφεσίβλητου από τον ιατρό.  Και ο Εφεσίβλητος αποζημιώθηκε για τα αποτελέσματα της επέμβασης και όχι γιατί δεν ενημερώθηκε από τον ιατρό.

 

Τα άλλα τέσσερα σημεία είναι επιχειρήματα κατά της αποδοχής του Εφεσίβλητου ως αξιόπιστου μάρτυρα.  Υποδεικνύεται ότι ο Εφεσίβλητος αναφέρθηκε σε καθημερινά συμπτώματα μετά την εγχείρηση και ότι επισκέφθηκε επανειλημμένα τις πρώτες βοήθειες και δύο φορές ιδιώτες ιατρούς, χωρίς να παρουσιάσει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τη θέση του.  Αντίθετα, κατέθεσε ότι δεν απουσίασε ούτε μία ημέρα από την εργασία του ως ξενοδοχειακός υπάλληλος.  Ο Εφεσίβλητος υποστήριξε ότι συχνά ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή για τη χώνευση, αλλά δεν θυμόταν ποιο φάρμακο ελάμβανε.  Το τελευταίο σημείο αφορά τις επισκέψεις του ιατρού Κωνσταντινίδη στο ξενοδοχείο όπου εργαζόταν ο Εφεσίβλητος.  Ο Εφεσίβλητος ουδέποτε του παραπονέθηκε, αντίθετα τον περιποιείτο, δικαιολογώντας αντεξεταζόμενος ότι αυτό γινόταν καθ’ υπόδειξη της διεύθυνσης του ξενοδοχείου.

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό τις διαχρονικά αναλλοίωτες αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του εφετείου στην κρίση αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Ότι αυτή ανήκει κατεξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Και πως κατά κανόνα το εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάνει τα ευρήµατα στα οποία προέβη σε σχέση µε την αξιοπιστία, το εφετείο δεν επεµβαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1).  Το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική λόγω λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).

 

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι τα προβληθέντα σημεία θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, που βασίστηκε και στη διαπίστωση ότι αυτή «βρίσκει σε μεγάλο βαθμό έρεισμα στην ιατρική μαρτυρία», διαπίστωση που δεν ήταν ούτε αυθαίρετη, ούτε εσφαλμένη, όπως εισηγείται ο Εφεσείοντας.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 2 αφορά στη μαρτυρία του ιατρού Κωνσταντίνου Καποδίστρια, παθολόγου, ο οποίος παρακολούθησε τον Εφεσίβλητο μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία.  Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι σχολίασε τη μαρτυρία του επιλεκτικά και ότι την παρερμήνευσε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τον ιατρό Καποδίστρια ως εμπειρογνώμονα σε θέματα παθολογίας, που μπορούσε να καταθέσει αναφορικά με επιπλοκές μετά από χειρουργικές επεμβάσεις, παρά το ότι δεν είχε την ειδικότητα του χειρουργού.  Ο ιατρός Καποδίστριας έδωσε την εικόνα αντικειμενικού και αξιόπιστου μάρτυρα που, όπως εμφατικά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «έδινε τεκμηριωμένες απαντήσεις και επεξηγούσε με τρόπο κατανοητό την άποψη του».  Τίποτα από όσα εισηγείται ο Εφεσείων δεν παρέχει έρεισμα για παρέμβαση μας στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ιατρού Καποδίστρια και τί το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να αποκομίσει από αυτή.  Ο λόγος έφεσης 2 επίσης απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 3 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ιατρού Beckurts.  Στο πλαίσιο του λόγου αυτού αναφέρεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του χειρουργού ιατρού στο Νοσοκομείο Πάφου να αφεθούν οι λίθοι μέσα στον Εφεσίβλητο δεν ήταν η ενδεδειγμένη, ήταν εσφαλμένο και σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Ο Εφεσείων εισηγήθηκε κατ’ αρχάς ότι ο ιατρός Beckurts δεν μπορούσε να δώσει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας γιατί ήταν θεράπων ιατρός και η μαρτυρία του δεν μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητη.

 

    Ο ιατρός που περιθάλπει ένα ασθενή κατά κανόνα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να μαρτυρήσει για την κατάσταση του.  Και εφόσον κριθεί ως αξιόπιστος η μαρτυρία του είναι υψίστης σημασίας για το δικαστήριο.  

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα είχε εντυπωσιαστεί από τα προσόντα και την εμπειρία του ιατρού Beckurts, ο οποίος του έκανε και εξαιρετική εντύπωση.  Ήταν, ανέφερε, σαφής και λεπτομερής και «κατέστησε την όλη διαδικασία ξεκάθαρη».  Στη βάση των προσόντων και της εμπειρίας του, τον αποδέχτηκε ως εμπειρογνώμονα και βασίστηκε στη μαρτυρία του, δικαιολογώντας την κρίση του με παραπομπές σε επιμέρους ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε ο μάρτυρας.  Διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επέμβασης μας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία του ιατρού Beckurts ως ειλικρινή και αξιόπιστη.  Σε αυτή την έκταση, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αποδεχτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ιατρού Beckurts, κατέληξε στο εύρημα ότι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο Εφεσίβλητος στο Νοσοκομείο Πάφου δεν ήταν ο ενδεδειγμένος.  Αυτή την πτυχή εξετάζουμε στο πλαίσιο του λόγου έφεσης 7. 

 

Με το λόγο έφεσης 4 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του ιατρού Κωνσταντινίδη.  Συναφής είναι ο λόγος έφεσης 5, που αφορά την αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με «δέσμη βιβλιογραφίας» που ο ιατρός Κωνσταντινίδης παρουσίασε για να υποστηρίξει τις θέσεις του.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε ανάλυση της μαρτυρίας του ιατρού Κωνσταντινίδη.  Επεσήμανε και κατέγραψε στοιχεία έλλειψης σταθερότητας στις θέσεις του, ασυνέπειας και προσπάθεια να δικαιολογήσει τις ενέργειες του με αναφορές που δεν ευσταθούσαν.  Σημείωσε ακόμη ότι οι αναφορές του για τις ενέργειες του κατά την επέμβαση στον Εφεσίβλητο δεν καταγράφονταν στο φάκελο ασθενούς, όπως είχε επιχειρήσει να πείσει το Δικαστήριο.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε την κατάληξη του να απορρίψει τη μαρτυρία του ιατρού Κωνσταντινίδη και τις θέσεις που υποστηρίζονταν με τη βιβλιογραφία που ο μάρτυρας επέλεξε να παρουσιάσει και τίποτα δεν δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση.  Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 επίσης απορρίπτονται. 

 

Με το λόγο έφεσης 6 προβάλλεται ότι βασικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ιατρική αντιμετώπιση που έτυχε ο Εφεσίβλητος και τη μετέπειτα κατάσταση του ήταν αυθαίρετα, δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία ή και είναι ασυμβίβαστα ή και αντίθετα με αυτή. 

 

Δεν δίδεται εξήγηση, ούτε και παραπομπή στη μαρτυρία γίνεται στην αιτιολογία του λόγου, το περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα ή την ενώπιον μας αγόρευση της εκπροσώπου του.  Προστίθεται μόνο ότι «εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί στους Λόγους Έφεσης 1 έως 5 ανωτέρω».  Ότι δηλαδή η αξιολόγηση υπήρξε εσφαλμένη και το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αποδεχτεί την εκδοχή του ιατρού Κωνσταντινίδη. 

Στο στάδιο της έφεσης δεν χωρούν διαζευκτικές προσεγγίσεις.  Ο εφεσείων οφείλει να έχει σαφή τοποθέτηση έναντι της πρωτόδικης κρίσης και να αιτιολογεί τη θέση του.  Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 7 προσβάλλει τη βασική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ιατρός Κωνσταντινίδης υπήρξε αμελής.  Εγείρεται ξανά το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και ειδικά σε σχέση με τη «δέσμη βιβλιογραφίας» που παρουσίασε η υπεράσπιση, το οποίο έχει απαντηθεί.

 

Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται αφορά στο βαθμό δεξιότητας που το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε ως κριτήριο για να θεωρήσει το ιατρό Κωνσταντινίδη αμελή επειδή δεν το πέτυχε.  Έπρεπε, αναφέρει ο Εφεσείων, να ήταν ο βαθμός δεξιότητας που αναμενόταν από το μέσο ικανό κύπριο ιατρό της συγκεκριμένης ειδικότητας και όχι αυτός που θα αναμενόταν από τον μέσο ή άριστο γερμανό ιατρό.  Η μαρτυρία του ιατρού Beckurts που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, συνεχίζει η επιχειρηματολογία, αφορούσε αποκλειστικά την πρακτική που ακολουθείται στη Γερμανία, με τα μέσα που διατίθενται στο συγκεκριμένο ιατρικό κέντρο και δεν αφορούσε καθόλου την πρακτική που ακολουθείτο στην Κύπρο και τα μέσα που διατίθενται στα κρατικά νοσηλευτήρια της Κύπρου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από την νομολογία με αναφορά στην Αγγελή ν. Βορκά (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 761, 775-7 και τις εκεί αναφορές στις αγγλικές αποφάσεις Bolam ν. Friern Hospital Management Committee [1957] 2 All E.R. 118 και Bolitho and Others v. City and Hackney Health Authority [1993] 4 Med.L.R. 381, που έχουν οριοθετήσει τις προεκτάσεις της ιατρικής αμέλειας.  Και τις εφάρμοσε ορθά στα περιστατικά της ενώπιον του υπόθεσης.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη θέση του ιατρού Beckurts ότι δεν είχε γίνει χοληδοχοδωδεκαδακτυλική αναστόμωση «side-to-side» στην Κύπρο.  Δέχτηκε ότι εφόσον θα είχε προηγηθεί τέτοια, ο ιατρός Beckurts θα το είχε διαπιστώσει.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως πειστική την απάντηση που είχε δώσει, ότι το συρίγγιο που είχε διαγνώσει δεν ήταν αναστόμωση που είχε γίνει στην Κύπρο, όπως του υποβλήθηκε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την θέση του ιατρού Beckurts και ως προς την ορθότητα της μεθόδου της χοληδοχοδωδεκαδακτυλικής αναστόμωσης «side-to-side», όταν αυτή γίνεται.  Ότι αποκλείεται ως οριστική λύση για άτομα με προσδόκιμο ζωής και ότι δεν βρίσκει αναγνώριση στο σύγχρονο επιστημονικό κόσμο.  Αποδέχτηκε ακόμα τη θέση του ότι όλοι οι λίθοι μπορούν και είναι απαραίτητο να αφαιρούνται και ότι απαγορεύεται να αφήνονται μέσα στον ασθενή.

 

    Αναστόμωση είναι η σύνδεση με ειδική τεχνική του χοληδόχου πόρου και του λεπτού εντέρου.  Γίνεται όταν η χολή δεν μπορεί να διοχετευτεί, λόγω της ύπαρξης λίθων στη χοληφόρο οδό.  Στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι «Κατά την επέμβαση αυτή ο Δρας Κωνσταντινίδης έλαβε την απόφαση να μην προβεί στην αφαίρεση των λίθων και επιχειρήθηκε η διενέργεια αναστόμωσης για παράκαμψη τους». Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί τη θέση του ιατρού Beckurts ότι δεν είχε γίνει αναστόμωση στην Κύπρο, σημαίνει ότι με την αναφορά στα ευρήματα του ότι «επιχειρήθηκε η διενέργεια αναστόμωσης», το πρωτόδικο Δικαστήριο εννοεί ότι επιχειρήθηκε, αλλά δεν έγινε αναστόμωση. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ιατρός Κωνσταντινίδης απέτυχε να επιδείξει το βαθμό επιμέλειας που αναμενόταν από πρόσωπο της ειδικότητας του επειδή «συνειδητά άφησε τους λίθους μέσα στον [Εφεσίβλητο]» και «αποφάσισε να προχωρήσει» σε παράκαμψη τους, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο χοληδοχοδωδεκαδακτυλικής αναστόμωσης «side-to-side», η οποία δεν ενδεικνυόταν στην περίπτωση νέου, κατά τα άλλα υγειούς ατόμου, όπως ήταν ο Εφεσίβλητος.  Αναφέρει ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «Η απόφαση αυτή, όπως και ο μετέπειτα τρόπος διενέργειας της συγκεκριμένης αναστόμωσης, με οδηγούν στο ότι οι ιατροί του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, και ιδιαίτερα ο θεράπων ιατρός του Ενάγοντα, απέτυχαν να επιδείξουν τον βαθμό επιμέλειας που αναμένεται από πρόσωπα της ειδικότητας τους».

 

Πιο σημαντικό, θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το γεγονός ότι αφέθηκαν  οι λίθοι μέσα στον Εφεσίβλητο που, όπως ανέφερε, ήταν ιατρικά ανεπίτρεπτο και είχε δημιουργήσει κατάσταση η οποία ήταν επικίνδυνη για τη ζωή του Εφεσίβλητου.  Όπως εμφατικά ανέφερε αποτελούσαν «ωρολογιακή βόμβα» εντός του Εφεσίβλητου.

 

Αντιλαμβανόμαστε ότι το ορθό είναι να αφαιρούνται οι λίθοι.  Αν δεν αφαιρεθούν οι λίθοι που αποφράσσουν τη χοληφόρο οδό, θα πρέπει να γίνει αναστόμωση ώστε να μπορεί να διοχετευτεί η χολή.  Εν προκειμένω, δεν έγινε ούτε αυτό.  Δηλαδή, ενώ δεν αφαιρέθηκαν οι λίθοι που απόφραζαν την χοληφόρο οδό, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει, δεν έγινε ούτε αναστόμωση ή, για την ακρίβεια, δεν επιτεύχθηκε αναστόμωση, εφόσον «επιχειρήθηκε» τέτοια και η αποτυχία αφορούσε στον «τρόπο διενέργειας της».  Επομένως, ο λόγος έφεσης 7 και η συναφής πτυχή του λόγου έφεσης 3 απορρίπτονται.

 

    Οι λόγοι έφεσης  8 και 9 είναι αλληλένδετοι.  Με το λόγο έφεσης 9 αμφισβητείται ότι ο Εφεσείων υπέστη το σύνολο των σωματικών βλαβών που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Με το λόγο έφεσης 8 αμφισβητείται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαπιστωθείσας ιατρικής αμέλειας και της ζημιάς του Εφεσίβλητου, δηλαδή των όποιων σωματικών του βλαβών, καταλοίπων και αποτελεσμάτων ήθελε επικυρωθεί ότι υπέστη.  Οι θέσεις προωθούνται και πάλι με διαζευκτικές προσεγγίσεις, περιττεύει όμως περαιτέρω σχολιασμός του τρόπου προώθησης της έφεσης.

 

    Ο ιατρός Beckurts εξήγησε προς ικανοποίηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επεμβάσεις στη Γερμανία κατέστησαν αναγκαίες προς αντιμετώπιση των χειρισμών στην Κύπρο και ότι είχε ενώπιον του ένα ασθενή σε έκτακτη ανάγκη με κίνδυνο για την ζωή του.

 

Περαιτέρω, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις βλάβες και τα κατάλοιπα στον Εφεσίβλητο βασίζονταν στη μαρτυρία που έκαμε αποδεχτή.  Από αυτή προέκυπτε ότι ο Εφεσίβλητος είχε υποστεί τις βλάβες τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε και, χωρίς δυσκολία, ότι αυτές ήταν απότοκο της αμέλειας που είχε επιδειχτεί κατά τη αντιμετώπιση που έτυχε στο Νοσοκομείο Πάφου.  Επομένως και οι λόγοι έφεσης 8 και 9 απορρίπτονται.

 

Ο λόγος έφεσης 10 αφορά στις ειδικές αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν.  Το μεγαλύτερο κονδύλι αφορά στη χρέωση του Νοσοκομείου στη Γερμανία.  Κατά τον Εφεσείοντα, το ποσό που καταβλήθηκε στο Νοσοκομείο ήταν €19.226,66 και όχι €21.226,66 που επιδικάστηκε.  Πέραν τούτου, εφόσον ο Εφεσίβλητος είχε ιατρική ασφάλεια που του κατέβαλε όλο το ποσό που πλήρωσε, δεν θα έπρεπε να του επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό, αφού με αυτό τον τρόπο έχει αποζημιωθεί διπλά.

 

Υποδεικνύει ο Εφεσείων ότι ενώ το άθροισμα των δύο τιμολογίων του Νοσοκομείου Augustinerinnen ανέρχεται σε €21.226,66 (€20.893,87 και €332,79) το τραπεζικό έμβασμα με το οποίο πληρώθηκε το πρώτο αναφέρει ποσό €18.893,87, δηλαδή €2.000 λιγότερα.  

 

Θα αναμέναμε ότι η εκπρόσωπος του θα μας είχε επίσης υποδείξει ότι ο Εφεσίβλητος είχε κατά την αντεξέταση του διευκρινίσει ότι το ποσό του εμβάσματος ήταν κατά €2.000 μικρότερο του τιμολογίου του Νοσοκομείου, γιατί είχε πληρώσει με την πιστωτική του κάρτα το ποσό των €2.000, όταν ακόμα βρισκόταν στη Γερμανία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο που τον είχε αποδεχτεί ως αξιόπιστο μάρτυρα προδήλως είχε αποδεχτεί την εξήγηση που δόθηκε, γι’ αυτό και επιδίκασε υπέρ του το μεγαλύτερο ποσό.

 

Το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης του Εφεσίβλητου δεν συζητείται στην πρωτόδικη απόφαση.  Όπως αναφέρει ο Εφεσίβλητος και επιβεβαιώνουμε, τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί με τη δικογραφία.

 

Σε κάθε περίπτωση η Mitheo Ltd v. Koudounas (1988) 1 C.L.R. 796, 800-5, στην οποία παραπέμπει ο Εφεσείων, αφορούσε σε ωφελήματα από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πριν την σχετική τροποποίηση της νομοθεσίας.

 

Το δεύτερο κονδύλι των ειδικών αποζημιώσεων εκ €1.465,64 αφορά στα έξοδα φαρμακευτικής αρωγής.  Υποστηρίζει ο Εφεσείων ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε το ποσό, αφού η κατάσταση αγορών που παρουσίασε ο Εφεσίβλητος για να αποδείξει την επιμέρους αξίωση του, κατά παραδοχή του ιδίου, περιλάμβανε και άλλα άσχετα φάρμακα, ενώ για τα συγκεκριμένα που αφορούσαν τις επίδικες βλάβες του ελάμβανε «επιδότηση και/ή έκπτωση».

 

Από την κατάσταση αγορών που παρουσιάστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ξεχώρισε τα ποσά που αφορούσαν τρία συγκεκριμένα φάρμακα που αφορούσαν την επίδικη περίπτωση, που συμποσούνταν στο ποσό που επιδίκασε.

 

Καταλήγουμε ότι καμιά πτυχή του λόγου δεν μπορεί να επιτύχει και επομένως ο λόγος έφεσης 10 επίσης απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 11 προσβάλλεται η επιδίκαση €70.000 γενικών αποζημιώσεων ως εσφαλμένη, αυθαίρετη και αναιτιολόγητη και πως το ποσό θα έπρεπε να ήταν κατά πολύ χαμηλότερο.  Το μόνο που αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου και δεν αναπτύχθηκε περαιτέρω στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφαση του με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις με ίδιες ή παρόμοιες περιστάσεις. 

Είναι η διαχρονικά σταθερή θέση της νομολογίας ότι τα ποσά που έχουν επιδικαστεί σε άλλες υποθέσεις είναι καθοδηγητικά μόνο και πως κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της στοιχεία. (Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, 312).  Δεν υπάρχει δικαστικό προηγούμενο αναφορικά με τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων.  Η μόνη αρχή δικαίου που είναι σχετική με την επιδίκαση αποζημιώσεων είναι ότι η αποζημίωση πρέπει, στο σύνολο της, να είναι δίκαια και λογική (Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789, 795).  Δεν ήταν επομένως αναγκαίο το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφερθεί σε οιαδήποτε υπόθεση που προσομοίαζε με την περίπτωση του Εφεσίβλητου.  Εφόσον υπήρχε τέτοια, θα μπορούσε να είχε λάβει από αυτή καθοδήγηση, δεν έχει όμως αναφερθεί από τον Εφεσείοντα κάποια.

 

Ό,τι απομένει να εξετάσουμε είναι κατά πόσο η αποζημίωση που επιδικάστηκε ήταν δίκαια και λογική.  Η τάση των Δικαστηρίων είναι να αποβλέπουν στο θέμα των αποζημιώσεων, ειδικώς αναφορικά με τον ανθρώ­πινο πόνο, με περισσότερη ανθρωπιστική διάθεση, χωρίς όμως να παρεκκλίνουν από τη βασική αρχή ότι οι αποζημιώ­σεις δεν είναι, ούτε για πλουτισμό του παθόντα, ούτε για τιμωρία του υπαίτιου, αλλά για την επαναφορά, στο μέτρο του δυνατού, με χρήματα, του παθόντα στην προηγούμενη του κατάσταση (Σπύρου, 312).  Στη Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, 74-5, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε ότι «Η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου».  Αναφέρθηκε ακόμα ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές.

 

Ο Εφεσίβλητος, που γεννήθηκε το 1958 και εργάζεται ως μάγειρας σε ξενοδοχείο, λόγω της χρόνιας παγκρεατίτιδας, θα υποφέρει από διάρροιες, λόγω της χολώδους γαστρίτιδας θα υποφέρει από πόνους στο επιγάστριο και λόγω της διαταραγμένης ανατομίας θα παθαίνει χολαγγειίτιδες και μολύνσεις.  Η κατάσταση αυτή είναι μόνιμη και δεν μπορεί να διορθωθεί.  Πέραν τούτων, λόγω της χρόνιας παγκρεατίτιδας του απαγορεύεται η κατανάλωση αλκοόλ, η κατανάλωση ποσότητας ζάχαρης και μεγάλων ποσοτήτων λίπους.  Σε περίπτωση κατανάλωσης λίπους ο Εφεσίβλητος θα έχει διάρροιες.  Πρέπει να λαμβάνει φαρμακευτική θεραπεία δια βίου και να υποβάλλεται σε συστηματικούς ελέγχους με ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα.  Έχει αυξημένο κίνδυνο παρουσίασης διαβήτη και καρκίνου στο πάγκρεας.  Όταν θα υποφέρει από επίθεση παγκρεατίτιδας θα έχει πυρετούς, έντονους πόνους, ενώ κινδυνεύει ακόμη και με θάνατο.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως το ποσό των €70.000 αποτελούσε δίκαια και εύλογη αποζημίωση λαμβάνοντας υπόψη, όπως ανέφερε, «το είδος και τη φύση των κακώσεων που υπέστη ο [Εφεσίβλητος], την μαρτυρία των ιατρών και του ιδίου ως προς τη σημερινή του κατάσταση, την ηλικία του, τον πόνο και την ταλαιπωρία που αυτός πέρασε, και την ταλαιπωρία που θα έχει στο μέλλον λόγω της μόνιμης πλέον κατάστασης του».  Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο για να επέμβουμε στην επιμέρους κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έλαβε υπόψη κάθε σχετική παράμετρο και κατέληξε σε δίκαια και λογική αποζημίωση.  Ο λόγος έφεσης 11 απορρίπτεται.

 

    Ο λόγος έφεσης 12 αφορά στον επιδικασθέντα τόκο.  Είναι η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να επιδικαστεί τόκος από 10.2.2010 που καταχωρίστηκε η Έκθεση Απαίτησης και όχι από 29.7.2008 που καταχωρίστηκε η αγωγή.  Ως βάση προβάλλεται η καθυστέρηση στην προώθηση της αξίωσης και γίνεται επίκληση της Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, 495-6.  

    Η αγωγή καταχωρίστηκε μόλις τρεις μήνες μετά την επιστροφή του Εφεσίβλητου από τη Γερμανία.  Η Έκθεση Απαίτησης καταχωρίστηκε 19 μήνες μετά.  Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη ότι ο Εφεσίβλητος συνέχιζε να έχει προβλήματα και να υποφέρει.  Στις περιπτώσεις σοβαρών σωματικών βλαβών, όπως εν προκειμένω, ενδείκνυται η απαίτηση να καταχωρείται αφότου αποκρυσταλλωθεί η κατάσταση της υγείας του ενάγοντα και διαφανούν τα προβλήματα που θα συνεχίσουν να τον ταλαιπωρούν, παράμετροι που θα πρέπει να δικογραφηθούν δεόντως, ώστε να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης που ο παθών δικαιούται.  Στις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν διαφάνηκε ότι υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στην καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης που επέβαλλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καθορίσει τον τόκο από την καταχώριση της.  Ο λόγος έφεσης 12 επίσης απορρίπτεται.

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

    €3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

 

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο