ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2015)

 

14 Μαΐου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

HASAN ABUL HASHEM

Εφεσείοντας,

v.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                          Εφεσίβλητου.

......................

 

Σ. Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του Εφεσείοντα το ποσό των €1.500 ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση δυνάμει του περί Κατ’ Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου του 2001, Ν.144(Ι)/2001.

Τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν παραδεκτά. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εφεσείων ήταν 30 ετών, βρισκόταν νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν εργαζόταν. Στις 10.2.2010 κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ένοχος σε κατηγορία παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Ο Εφεσείων καταχώρισε έφεση, στο πλαίσιο της οποίας στις 3.5.2010, η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη και ο Εφεσείων αφέθη ελεύθερος αφού είχε όμως παραμείνει στη φυλακή για 46 μέρες. Ο Εφεσείων απέστειλε επιστολή στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με την οποία ζητούσε αποζημίωση δυνάμει του Ν.144(Ι)/2001. Με επιστολή του ο Διευθυντής πρότεινε το ποσό των €1.500, πρόταση την οποία ο Εφεσείων δεν απεδέχθη. Το εν λόγω ποσό ισούται με το κατώτατο όριο μισθού (για την περίοδο που παρέμεινε στη φυλακή) που ίσχυε κατά την ημερομηνία σύνταξης της επιστολής του Διευθυντή, σύμφωνα με τον περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου, Κεφ. 183, αυξημένο κατά 25%.

Ο Ν.144(Ι)/2001 έχει θεσπιστεί για να παρέχει τη δυνατότητα αποζημίωσης ατόμου στο οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης και είτε έχει αθωωθεί με απόφαση του Εφετείου, είτε η ποινή έχει αντικατασταθεί με χρηματική ή άλλου είδους μη στερητική της ελευθερίας του ποινή, είτε η ποινή έχει ανατραπεί και έχει διαταχθεί η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Το άρθρο 4 προνοεί για την ακολουθητέα διαδικασία, βάσει της οποίας ο δικαιούχος υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για αποζημίωση, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της κατ’ έφεση απόφασης και ο τελευταίος οφείλει εντός άλλων τριών μηνών να αποφασίσει περί της αποδοχής ή απόρριψης της αίτησης του. Ο δικαιούχος έχει άλλους τρεις μήνες για να αποφασίσει κατά πόσο θα αποδεχθεί την πρόταση και σε περίπτωση μη αποδοχής της ή απόρριψης της αίτησης του από τον Γενικό Διευθυντή, τότε μπορεί να εγείρει αγωγή κατά του Γενικού Εισαγγελέα ζητώντας αποζημίωση με βάση τα άρθρα 3 και 5. Το άρθρο 3 αναγνωρίζει το δικαίωμα για αποζημίωση και το άρθρο 5 περιέχει τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Το άρθρο 5 προνοεί τα ακόλουθα:

«5.—(1) Για τον καθορισµό της αποζηµίωσης λαµβάνονται υπόψη—

(α) Η περίοδος της ποινής φυλάκισης, την οποία ο δικαιούχος πράγµατι έχει εκτίσει·

(β) η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου·

(γ) το επάγγελµα ή η απασχόληση του δικαιούχου αµέσως πριν από την καταδίκη του και η πραγµατική απώλεια εισοδήµατος συνεπεία της παραµονής του στη φυλακή για την περίοδο που είχε παραµείνει εκεί.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η αποζηµίωση, που θα χορηγηθεί δεν µπορεί να υπερβαίνει την πραγµατική απώλεια εισοδήµατος του δικαιούχου, όπως η τελευταία καθορίζεται βάσει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), αυξηµένη κατά 25%.

Νοείται ότι, εάν ο δικαιούχος δεν απώλεσε εισόδηµα ή εάν το ποσό που απώλεσε είναι µικρότερο του ποσού που θα εισέπραττε αν το εισόδηµα του ήταν ίσο µε το εκάστοτε σε ισχύ κατώτατο όριο µισθών βάσει του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόµου, Κεφ. 183, η αποζηµίωση δε θα µπορεί να υπερβαίνει το ποσό που θα εισέπραττε αν είχε τέτοιο εισόδηµα αυξηµένο κατά 25%.

(3) Μετά τον καθορισµό της αποζηµίωσης, ο διευθυντής πληροφορεί εγγράφως το δικαιούχο για το ποσό της αποζηµίωσης που θα του χορηγηθεί.»

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η αξίωση του Εφεσείοντα ήταν για €10.000. Θεωρούμε ορθή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η απαίτηση του Εφεσείοντα αφορά «το ποσό των Ευρώ 10.000,00 σεντ ως γενικές αποζημιώσεις για στέρηση της ελευθερίας του για περίοδο 46 ημερών». Αυτή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί αντιγραφή της πρώτης παραγράφου της έκθεσης απαίτησης και βρίσκει έρεισμα και στο παρακλητικό όπου ο Εφεσείων αξίωνε το ποσό των €10.000 «όπως πιο πάνω αναφέρεται ως γενικές αποζημιώσεις».  Η θέση του Εφεσείοντα πως η αξίωση του αφορά στο ποσό των €50.000 καθότι προέβη σε αύξηση της κλίμακας της αγωγής καταβάλλοντας τα σχετικά τέλη ουδόλως βρίσκει έρεισμα στον φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας ούτε και επιβεβαιώθηκε από την πλευρά του Εφεσίβλητου.  Επομένως, αυτή η θέση κρίνεται παντελώς αβάσιμη.

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως η μοναδική βάση αγωγής ήταν ο Ν.144(Ι)/2001. Αποτελεί εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η αγωγή είχε και ως ξεχωριστή βάση απαίτησης, τη στέρηση της ελευθερίας του.

Αυτή η εισήγηση προβλήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία και εξετάστηκε εκτεταμένα και σχολαστικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η βασική διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως στην έκθεση απαίτησης αναφερόταν ρητώς πως ο Εφεσίβλητος (εκεί εναγόμενος) εναγόταν «ως διάδικος σύμφωνα με τον Κατ’ έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμο του 2001» και περιγράφεται η διαδικασία που ακολουθήθηκε με την αποστολή της επιστολής απαίτησης στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, την πρόταση του τελευταίου με την προσφορά ποσού εκ €1.500 και την απόρριψη της πρότασης από τον Εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η έκθεση απαίτησης περιορίζεται σε αξίωση με βάση τον Ν.144(Ι)/2001 και ότι σε αυτή δεν υπάρχει αναφορά σε οποιοδήποτε αστικό αδίκημα, παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος ή άλλη βάση αγωγής.

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Οι λόγοι έφεσης 3-8 αφορούν στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πρόνοιες του Ν.144(Ι)/2001 και λανθασμένα θεώρησε πως η υπόθεση αφορούσε παράνομη ή λανθασμένη φυλάκιση. Λόγω της συνάφειας τους, θα εξεταστούν μαζί.     

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Stefan Grant v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 144/2021, ημερ. 28.11.2017, ο Ν.144(Ι)/2001 δημιούργησε το δικαίωμα για αποζημιώσεις και προσδιόρισε παράλληλα τον τρόπο καθορισμού τους, θέτοντας και ανώτατο όριο. Με βάση τη νομολογία, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία ενός νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια. Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του Νομοθέτη. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Νικολάου v. Total Properties Ltd κ.ά. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1358 και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις πιο πάνω αρχές και ερμήνευσε ορθά τις εν λόγω πρόνοιες, σημειώνοντας ότι όλοι οι παράγοντες που απαριθμούνται στο άρθρο 5(1) λαμβάνονται υπόψη, αναλόγως βεβαίως των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης, και ότι η χρονική διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας είναι ένας από αυτούς τους παράγοντες. Απέρριψε δε την εισήγηση του Εφεσείοντα η οποία επαναλήφθηκε και κατ’ έφεση, ότι με βάση το άρθρο 5 παρέχεται η ευχέρεια στον δικαιούχο να αιτηθεί αποζημίωση για την απώλεια εισοδήματος βάσει του άρθρου 5(1)(γ) και επιπρόσθετη αποζημίωση για στέρηση της ελευθερίας βάσει του άρθρου 5(1)(α). Τέτοια ερμηνεία σαφώς δεν προκύπτει από τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου.

Είναι ακριβώς με αυτό το δεδομένο, δηλαδή ότι η προταθείσα από τον Γενικό Διευθυντή αποζημίωση ήταν η μέγιστη που μπορούσε να λάβει ο Εφεσείων και είναι σε αυτό το πλαίσιο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο η πρόταση του Γενικού Διευθυντή ήταν ορθή. Εξού και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως «τεκμαίρεται δε ότι η υπό του Διευθυντή καθορισθείσα αποζημίωση έλαβε υπόψη όλους τους παράγοντες που εκτίθενται στο άρθρο 5(1) του Νόμου και το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν ορθά αξιολογήθηκαν από τον Διευθυντή όλα τα δεδομένα περιλαμβανομένης της στέρησης της ελευθερίας του δικαιούχου». Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε έλεγχο επί απόφασης διοικητικού οργάνου εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή ότι δεν προέβη το ίδιο σε καθορισμό της αποζημίωσης αλλά σε απλή επικύρωση της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, όπως αποδίδεται σε αυτό με τους λόγους έφεσης 6 και 7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να καθορίσει τη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση που προβλέπεται από τον Νόμο, αναφέροντας ρητώς ότι έκρινε σκόπιμο να επιδικάσει στον Εφεσείοντα «το ποσό που καθορίσθηκε από τον Διευθυντή ως η δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» η οποία «άλλωστε, συνιστά την μέγιστη αποζημίωση».

Επομένως οι λόγοι έφεσης 3 και 6-8 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.  

Ούτε και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 κρίνονται βάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε ανεφέρθη σε «λανθασμένη φυλάκιση», ούτε και φαίνεται να εξέλαβε αυτή ως «παράνομη φυλάκιση». Εκείνο το οποίο ανέφερε το Δικαστήριο ήταν πως διέκρινε την αγγλική νομολογία στην οποία ο δικηγόρος του Εφεσείοντα παρέπεμψε, στη βάση του ότι εκείνη ασχολείται «με το αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης προσώπου (false imprisonment) και αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν από τα Αγγλικά Δικαστήρια συνεπεία διάπραξης αυτού και δεν έχουν να κάνουν με την εξεταζόμενη περίπτωση κατά την οποία ο Ενάγων στερήθηκε της ελευθερίας του λόγω λανθασμένης καταδίκης από αρμόδιο (competent) Δικαστήριο».

Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €1.500 το οποίο ήταν το ανώτατο όριο το οποίο ο Εφεσείων δικαιούτο ως αποζημίωση βάσει του Νόμου. 

Με τον λόγο έφεσης 9 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα καταδίκασε τον Εφεσείοντα στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. Αποτελεί καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το ζήτημα των εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και ότι η γενική αρχή είναι πως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Ιωάννου v. Κουννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εκεί όπου διαπιστώνει ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά αλλά βασιζόμενο σε λανθασμένες αρχές (βλ. Kyriacou v. Leontiou (1987) 1 C.L.R. 420).

Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι τα έξοδα προκλήθηκαν εξ υπαιτιότητας του Εφεσείοντα με την απόρριψη της προσφερθείσας από τον Διευθυντή πρότασης. Παρομοίωσε την υπό κρίση περίπτωση με την περίπτωση πληρωμής στο Δικαστήριο (payment into Court) λέγοντας ότι αν ο ενάγων δεν αποδεχθεί το ποσό της πληρωμής και στο τέλος της ημέρας επιδικαστεί υπέρ του το ίδιο ή μικρότερο ποσό, τότε αυτός καταδικάζεται στα έξοδα τα οποία προέκυψαν από τη στιγμή που ο ενάγων έλαβε την ειδοποίηση πληρωμής.

Είναι γνωστή η νομική αρχή ότι σε περίπτωση πληρωμής στο Δικαστήριο από τον εναγόμενο, το ζήτημα των εξόδων παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο συνυπολογίζει τα δεδομένα ενώπιον του. Ο κανόνας είναι πως ο ενάγων δικαιούται σε όλα τα έξοδα της αγωγής αν ανακτήσει ποσό μεγαλύτερο από αυτό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, ενώ θα του αποστερηθούν τα έξοδα μετά την πληρωμή όταν ανακτά χαμηλότερο ποσό από το καταβληθέν στο Δικαστήριο. Χρήσιμη ανάλυση του ζητήματος προσφέρει η υπόθεση Κυριάκου v. Πιλόττου, Πολ. Έφ. Αρ. 98/2012, ημερ. 14.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A116.

Θεωρούμε άστοχη την παρομοίωση της άρνησης αποδοχής της προσφοράς του Διευθυντή με την πληρωμή στο Δικαστήριο. Λαμβάνουμε υπόψη ότι στην υπεράσπιση του ο Εφεσίβλητος αναγνωρίζει ότι το ποσό των €1.500 αποτελεί την ορθή και δίκαιη αποζημίωση, πλην όμως αυτό δεν κατετέθη στο Δικαστήριο σύμφωνα με τη Δ.22 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών η οποία προνοεί για την πληρωμή στο Δικαστήριο. Βεβαίως το κράτος θεωρείται πάντοτε φερέγγυο, όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 404 και Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.6) (1993) 1 Α.Α.Δ 788.  

Από τη στιγμή όμως που δεν είχε γίνει πληρωμή στο Δικαστήριο και επομένως τα χρήματα δεν ήταν δεσμευμένα και στη διάθεση του Εφεσείοντα, τότε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά και δεν καθοδηγήθηκε ορθά ως προς το ζήτημα των εξόδων.

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, και ειδικότερα τη μη αποδοχή της μέγιστης αποζημίωσης είτε μέσω της πρότασης του Διευθυντή είτε αμέσως μετά την καταχώριση της υπεράσπισης, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.

Ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης 9 κρίνεται βάσιμος. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα έξοδα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διαταγή όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.

Με τον λόγο έφεσης 10 αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε τόκο επί του ποσού των αποζημιώσεων από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης (20.2.2015) και όχι από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής (14.9.2010).

Για αυτή του την κατάληξη το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε ακριβώς την ίδια αιτιολογία, επιδικάζοντας τον τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Με αυτά τα δεδομένα, για τους ίδιους λόγους η αποστέρηση του τόκου από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής δεν κρίνεται δικαιολογημένη.

Ο λόγος έφεσης 10 επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τον τόκο παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διαταγή όπως ο τόκος επί του ποσού των €1.500 επιδικάζεται από τις 14.9.2010,  ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.

Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 9 και 10 κρίνονται βάσιμοι και επιτυγχάνουν.

Η πρωτόδικη απόφαση ως προς το επιδικασθέν ποσό της αποζημίωσης επικυρώνεται πλην της διαταγής ως προς τα έξοδα και τον τόκο. Η πρωτόδικη απόφαση για τα έξοδα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διαταγή όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.  Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τον τόκο παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διαταγή όπως ο τόκος επιδικάζεται από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, ήτοι από τις 14.9.2010.

Καθοδηγούμενοι από τις υποθέσεις Genzyme Corporation v. Kayat Trading Limited, Πολ. Έφεση Αρ. 199/2014, ημερ. 25.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A250 και Ξενοφώντος v. Rajab (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2605, ενόψει του αποτελέσματος και της μερικής επιτυχίας της Έφεσης, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστεί μέρος του συνολικού ποσού των εξόδων της Έφεσης το οποίο καθορίζουμε στο ποσό των €1.000, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

         

 

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο