ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 200/2015)

 

14 Mαΐου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΤΖΗΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείων

ν.

 

CAC CORAL LIMITED

Εφεσίβλητης

_________________________

Μιχάλης Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης με Ανδρέα Ρήγα για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Αναφέρουμε από τώρα πως αρχικά εφεσίβλητη  ήταν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. Όμως, με σχετική ειδοποίηση ημερ. 29.10.2020 των δικηγόρων της, η οποία υπογράφεται και εκ μέρους της CAC CORAL LIMITED, η «CAC CORAL LIMITED έχει αυτόματα αντικαταστήσει και/ή υποκαταστήσει την εφεσίβλητη-ενάγουσα στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση», εξού και στον τίτλο της απόφασης εμφαίνεται ως εφεσίβλητη η εταιρεία CAC CORAL LIMITED.  

 

O εφεσείων, τραπεζικός υπάλληλος το 1999, υπέβαλε στις 14.1.1999 αίτηση για συμμετοχή στο Σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», το οποίο προσέφερε τότε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, στο εξής «η Τράπεζα». Όπως καταγραφόταν στο έντυπο της αίτησης,           «Ο “Εθνοεπενδυτής” είναι ένας θεσμός με ειδικές πρόνοιες και αφορά αποκλειστικά την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών ΑΞΙΩΝ. Με βάση το θεσμό αυτό παραχωρούνται σε δραστήριους ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού. Το ύψος των διευκολύνσεων αυτών θα κυμαίνεται από £10.000 μέχρι £30.000, κατά την απόλυτη κρίση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ.» 

 

Λίγες ημέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 4.2.1999, η Τράπεζα με επιστολή της προς τον εφεσείοντα τον ενημέρωνε πως με ευχαρίστηση είχε εγκρίνει την παραχώρηση σε αυτόν πιστωτικών διευκολύνσεων ύψους ΛΚ20.000. Μάλιστα τον καλούσε, εάν συμφωνούσε με τους όρους συμμετοχής στο Σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» και με κάποιους άλλους όρους, οι οποίοι είχαν καταγραφεί στην εν λόγω επιστολή, να υπογράψει την εν λόγω επιστολή και να την επιστρέψει στην Τράπεζα υπογεγραμμένη. Ο εφεσείων, όπως σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέγραψε την επιστολή ημερ. 4.2.1999 αυθημερόν και την παρέδωσε στην Τράπεζα. 

 

Κατά την πιο πάνω ημερομηνία υπέγραψε και πληρεξούσιο έγγραφο (Power of Attorney), με το οποίο διόριζε το Χρηματιστηριακό Γραφείο «Severis & Athienitis Securities», ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του σε σχέση με τα πιο κάτω:

 

«1. Να αγοράζει, πωλεί, μεταβιβάζει, αποδέχεται μεταβίβαση οποιωνδήποτε κινητών αξιών που είναι εγγεγραμμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

 

2. Να ενεργεί ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος μου/μας αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με κινητές αξίες που θα αποκτώνται μετά την ημερομηνία του παρόντος εγγράφου, στο όνομα μου/μας, σύμφωνα με το περιεχόμενο της παραγράφου 1 ανωτέρω.

3. Να υπογράφει οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο/α συμπεριλαμβανομένων και εγγράφου εκχώρησης/ενεχυρίασης των πιο πάνω κινητών αξιών προς όφελος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ προς εξασφάλιση των οποιωνδήποτε υποχρεώσεων μου/μας που απορρέουν από τη συμμετοχή μου/μας στο Σχέδιο, καθώς και οποιεσδήποτε συναφείς πληρεξουσιοδοτήσεις.

4.  Με σκοπό τη συμμετοχή μου στο Σχέδιο να δανείζεται και/ή λαμβάνει τραπεζικές διευκολύνσεις και/ή ανοίγει τραπεζικό λογαριασμό στο όνομά μου/μας στο κεντρικό κατάστημα Λευκωσίας (529) ή σε οποιοδήποτε άλλο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ κατά την κρίση της και να χειρίζεται τούτο μέσα στα πλαίσια των όρων του Σχεδίου και να εκδίδει, υπογράφει, οπισθογραφεί, αποδέχεται επιταγές  ή οποιαδήποτε έγγραφα συναφή με τη λειτουργία του λογαριασμού, να δίνει οδηγίες αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τη λειτουργία του λογαριασμού.

5.  […]

6.  […]»

 

 

 

Τον Ιανουάριο του 2001 ο εφεσείων αντικατέστησε το πιο πάνω Χρηματιστηριακό Γραφείο με το Χρηματιστηριακό Γραφείο «Εθνική Χρηματιστηριακή (Κύπρου) Λτδ» με επιστολή του προς την Τράπεζα υπογράφοντας και παραδίδοντας σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο.

Τέλος, ο εφεσείων επίσης στις 4.2.1999 υπέγραψε και Έγγραφο Ενεχυρίασης Τίτλων Αξιών, σύμφωνα με το οποίο, σε αντάλλαγμα και για εξασφάλιση της Τράπεζας για τις διευκολύνσεις που αυτή θα του παρείχε, αυτός θα ενεχυρίαζε προς όφελός της τις μετοχές που θα αγόραζε. Για την ίδια εξασφάλιση, ενεχυρίασε προς όφελος της Τράπεζας, με σχετικό έγγραφο, μετοχές της εταιρείας                            «I. G. Kasoulides & Sons Ltd», που αυτός κατείχε στις 4.2.1999. 

 

Ο λογαριασμός ανοίχθηκε και αγοράσθηκαν και πωλήθηκαν χρηματιστηριακές αξίες μέσω των χρηματιστηριακών γραφείων που ο εφεσείων είχε εξουσιοδοτήσει. Μάλιστα τον Νοέμβριο του 1999, ο λογαριασμός του παρουσίαζε κέρδη, με αποτέλεσμα ο εφεσείων με επιστολή του προς την Τράπεζα ημερ. 5.11.1999, ζήτησε όπως «εκδοθεί επιταγή για το ποσό των ΛΚ98.000,- από το λογαριασμό μου στον ‘Eθνοεπενδυτή’», αίτημα το οποίο η Τράπεζα ικανοποίησε.

 

Στην πορεία δυστυχώς για τον εφεσείοντα, τα πράγματα άλλαξαν. Ο λογαριασμός του παρουσίαζε υπέρβαση του συμβατικού ορίου. Το δε ύψος των εξασφαλίσεων έπεσε κάτω από την υφιστάμενη οφειλή, με την Τράπεζα να αποστέλλει, συνεχώς, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, επιστολές προς τον εφεσείοντα, ζητώντας από αυτόν να φροντίσει «για την συμπλήρωση των εξασφαλίσεων με την εκχώρηση νέων αξιών και/ή την πραγματοποίηση κατάθεσης στο λογαριασμό ανάλογου ύψους, προκειμένου να καλυφθεί πλήρως η οφειλή σας και να υπάρξει το συμφωνημένο περιθώριο ασφαλείας του λογαριασμού σας. Ελπίζουμε ότι θα ανταποκριθείτε θετικά στην παράκλησή μας».       Ο εφεσείων όμως δεν ανταποκρίθηκε θετικά στις πιο πάνω παρακλήσεις. 

 

Έτσι, μεταξύ 9.5.2006 και 11.5.2006 η Τράπεζα πώλησε το σύνολο των ενεχυριασθεισών προς όφελός της μετοχών, που τη δεδομένη στιγμή κατείχε ο εφεσείων, με το εισπραχθέν ποσό να πιστώνεται στο λογαριασμό του, το οποίο όμως δεν ήταν αρκετό για να εξοφληθεί το χρέος του. Λίγες ημέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 12.7.2006, η Τράπεζα με επιστολή της προς τον εφεσείοντα, τερμάτισε τη λειτουργία του λογαριασμού του μεταφέροντας το χρεωστικό υπόλοιπο, ύψους ΛΚ27.937,08, στις Οριστικές Καθυστερήσεις, με νέο αριθμό λογαριασμού. Ταυτόχρονα τον ενημέρωνε «ότι η πιο πάνω οφειλή σας, πέραν των προμηθειών, Τραπεζικών δικαιωμάτων κλπ από τη μεταφορά της στις Καθυστερήσεις, επιβαρύνεται με αυξημένο επιτόκιο», στο οποίο γινόταν ειδική αναφορά. Με την ίδια επιστολή τον καλούσε όπως εντός επτά ημερών προβεί σε εξόφληση των υποχρεώσεών του προς την Τράπεζα ενημερώνοντάς τον πως εάν αυτός δεν ανταποκρινόταν θετικά θα προχωρούσε στη λήψη εναντίον του «κάθε ενδεδειγμένου μέτρου προς προστασία των συμφερόντων της».

 

Ο εφεσείων δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό, με αποτέλεσμα η Τράπεζα να καταχωρίσει στις 20.7.2007 αγωγή εναντίον του αξιώνοντας το πιο πάνω ποσό, πλέον τόκους, πλέον έξοδα. Η αγωγή επεδόθη στον εφεσείοντα στις 25.6.2008, ο οποίος με επιστολή του προς την Τράπεζα ημερ. 3.7.2008 ζητούσε τα ακόλουθα: «Σε συνέχεια προσωπικής συνάντησής μου με την κα Τούλια Θεμιστοκλέους και επειδή σκοπός μου είναι να διευθετήσω τις οικονομικές μου εκκρεμότητες με τον Εθνοεπενδυτή, παρακαλώ να ανασταλούν τα δικαστικά μέτρα που έχουν κινηθεί εναντίον μου για ένα μήνα. Αντιλαμβάνομαι ότι, αν σε ένα μήνα δεν διευθετηθούν οι οικονομικές μου εκκρεμότητες, η δικαστική διαδικασία θα προχωρήσει». Η Τράπεζα με επιστολή της ημερ. 4.7.2008, απάντησε στον εφεσείοντα πως δεν μπορούσαν να ανασταλούν τα δικαστικά μέτρα, όμως τον ενημέρωνε πως επειδή τα Δικαστήρια κλείνουν στις 10.7.2008 και ανοίγουν στις 10.9.2008, αυτός θα είχε τον χρόνο για να διευθετήσει την οφειλή του.

 

Η οφειλή δεν διευθετήθηκε και ο εφεσείων στις 9.12.2008 καταχώρισε, μέσω συνηγόρου, σημείωμα εμφάνισης στην αγωγή. Στις 12.3.2009 καταχώρισε το δικόγραφο Υπεράσπισής του. Σε αυτό παραδεχόταν την ύπαρξη της συμφωνίας, τους όρους αυτής, τον διορισμό χρηματιστηριακών γραφείων με την υπογραφή εκ μέρους του πληρεξουσίων εγγράφων, και την υπογραφή του εγγράφου ενεχυρίασης τίτλων αξιών. Με γενικότητα είχε δικογραφήσει τη θέση πως «το χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο οι ενάγοντες ισχυρίζονται είναι αναληθές, απαράδεκτο και εξωπραγματικό», για να προσθέσει πως «το όποιο υπόλοιπο οφείλεται εν πάση περιπτώσει δεν είναι αυτό το οποίο οι ενάγοντες ισχυρίζονται αλλά πολύ χαμηλότερο», χωρίς βεβαίως να διευκρινίζει ποιο είναι αυτό το χαμηλότερο χρεωστικό υπόλοιπο. Στις 31.3.2009 οι ενάγοντες καταχώρισαν Απάντηση στην Υπεράσπιση με την οποία επαναλάμβαναν τα όσα είχαν παραθέσει στην Έκθεση Απαίτησης.

 

H αγωγή ορίστηκε για ακρόαση αρκετές φορές, χωρίς όμως να αρχίσει. Στις 22.4.2013, ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση τροποποίησης του δικογράφου του και στις 31.5.2013 το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα τροποποίησης. Με την τροποποιημένη Υπεράσπισή του, που καταχωρίστηκε στις 13.6.2013, ο εφεσείων υποστήριζε ότι η Τράπεζα ουδέποτε τερμάτισε την επίδικη συμφωνία. Ακόμη ότι το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities, για το οποίο γινόταν αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης, ουδέποτε διορίστηκε από τον ίδιο, για να προσθέσει πως «ακόμα και αν υπεγράφη τέτοιο πληρεξούσιο έγγραφο, αυτό ήτο καθ΄ υπόδειξη των εναγόντων». Ήταν ακόμη η δικογραφημένη του θέση πως «οι ενάγοντες παράνομα και αντισυμβατικά προέβαιναν σε πράξεις και/ή χρέωναν και/ή πίστωναν τον επίδικο λογαριασμό βασιζόμενοι σε εντολές από μη εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο και/ή μη πληρεξούσιο αντιπρόσωπο και/ή μη εξουσιοδοτημένο χρηματιστηριακό γραφείο». Τέλος ήταν η θέση του πως η Τράπεζα είχε προβεί σε λανθασμένες και/ή μη ορθές χρεοπιστώσεις και ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο που αξίωνε ήταν αναληθές, απαράδεκτο και εξωπραγματικό για να καταλήξει πως το όποιο υπόλοιπο οφείλεται, αυτό είναι πολύ χαμηλότερο, χωρίς όμως και πάλι να αναφέρει ποιο είναι αυτό.  

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, εκ μέρους της Τράπεζας κατέθεσε η Τούλια Θεμιστοκλέους (Μ.Ε.1). Μαρτυρία έδωσε και ο εναγόμενος (Μ.Υ.1), ο οποίος κάλεσε δύο μάρτυρες, τον οικονομολόγο, Πανίκο Χριστοφόρου (Μ.Υ.2), ο οποίος το 1999 ήταν Λειτουργός στο Τμήμα Εκκαθάρισης στο Χ.Α.Κ., και τον χρηματιστή Χαράλαμπο Ασσιώτη (Μ.Υ.3), ο οποίος από τις αρχές του 1999 συνεργαζόταν με την εταιρεία Severis & Athienitis Securities Ltd.         Ο ίδιος ήταν, ως ανέφερε, ο προσωπικός χρηματιστής και χρηματιστηριακός σύμβουλος του εφεσείοντα από τις αρχές του 1999 μέχρι και τον Απρίλιο του 2000, όταν διέκοψε τη συνεργασία του με την εν λόγω εταιρεία.

 

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά σημείωσε πως τα επίδικα θέματα κατά την ακροαματική διαδικασία, είχαν περιορισθεί.  Καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση πως:

 

«Η προσοχή της υπεράσπισης επικεντρώνεται σε τρία πινακίδια συναλλαγών.  Όπως θα φανεί και στη συνέχεια τούτα είναι τα τεκμήρια 8/1, 8/25 και 8/26.  Αυτά τα τρία πινακίδια συναλλαγών είναι που απασχόλησαν την ακροαματική διαδικασία και συνακόλουθα αυτά είναι που οι μάρτυρες κλήθηκαν να σχολιάσουν.

 

Και σε αυτό όμως το πλαίσιο διαπιστώνεται ότι κάποια περαιτέρω γεγονότα δεν αμφισβητούνται και συνεπώς επιβάλλεται να αναφερθούν πρώτα.  Αφορούν τούτα το πολύκροτο στη διαδικασία τεκμήριο 8/25. ….»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του, βρήκε πως η Τράπεζα όφειλε «να είχε απορρίψει τα Τεκμήρια 8/26 και 19» και πως οι χρεώσεις των εν λόγω τεκμηρίων ήταν έξω από τη συμφωνία των διαδίκων. Όπως σημείωσε, αυτά αφορούσαν σε «αξίες που δεν αγοράστηκαν μέσω του σχεδίου και γι΄ αυτό δεν της επιτρεπόταν να τις χρηματοδοτήσει και επιπλέον, το αίτημα που είχε μπροστά της δεν ήταν για αγορά μετοχών, αλλά για κάλυψη του χρηματιστή, πράξη που δεν ενέπιπτε στους όρους του σχεδίου». Για να προσθέσει πως το χρηματιστηριακό γραφείο «δεν είχε τέτοια εξουσία και επιπλέον η τράπεζα είχε υποχρέωση να ελέγξει ότι η χρηματοδότηση γινόταν με βάση τους όρους του σχεδίου και αν διαπίστωνε το αντίθετο, όπως εδώ που οι μετοχές είχαν ήδη πωληθεί, να απορρίψει την απαίτηση».

 

Στη βάση των πιο πάνω, δικαίωσε εν μέρει την Τράπεζα αφαιρώντας από το αξιούμενο ποσό, το ποσό των ΛΚ21.583,53 (το οποίο αφορούσε στις τέσσερις συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις). Εν κατακλείδι, εξέδωσε προς όφελός της, απόφαση για το ποσό των ΛΚ7.904,45 (€13.516,60), με τόκο προς 11.5%, από 1.1.2007, του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, πλέον έξοδα.

  

Ούτε ο εναγόμενος, αλλά ούτε και η Τράπεζα έμειναν ικανοποιημένοι από την πρωτόδικη απόφαση. Ο εναγόμενος, με την έφεσή του, έχοντας προς όφελός του την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Τράπεζα δεν ενομιμοποιείτο να αξιώνει τις τέσσερις συγκεκριμένες χρεώσεις, οι οποίες, ως ελέχθη, συμποσούνται σε ΛΚ21.583,53, εισηγείται, με τον πρώτο λόγο έφεσης, πως «Παρόλο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ορθά στο εύρημα ότι οι χρεώσεις που έγιναν στο λογαριασμό του Εναγομένου την 1.9.1999 εκ συνολικού ποσού Λ.Κ.21.583,53σ, βάση των ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ 8/26 και 19, ήταν λανθασμένες και έξω από την συμφωνία των διαδίκων, εντούτοις η τελική του απόφαση και κατάληξη να αφαιρέσει το ποσό αυτό από το χρεωστικό υπόλοιπο των Λ.Κ.29,487,99σ που υπήρχε την 28.2.2007, χωρίς να υπολογίσει τον χρεωστικό τόκο που χρεώθηκε επί του ποσού των €21.583,53σ από την 1.9.1999 μέχρι και την 27.2.2007, είναι εντελώς λανθασμένη και άδικη.» Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με τον πρώτο, θεωρεί ότι δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον του, αφού ο λογαριασμός του δεν ήταν χρεωστικός αλλά πιστωτικός και συνεπώς κακώς καταδικάστηκε στα έξοδα της αγωγής, τα οποία ζητά όπως επιδικαστούν προς όφελός του.

    

Η Τράπεζα με αντέφεση θεωρεί πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

(α)  βρήκε ότι οι τέσσερις πιο πάνω χρεώσεις ημερ. 1.9.1999 στο λογαριασμό του εφεσείοντα, δυνάμει των Τεκμηρίων 8/25, 8/26 και 19, ήταν λανθασμένες και εκτός της συμφωνίας των διαδίκων και κατ΄ επέκταση θεωρεί πως εσφαλμένα δεν της επιδικάστηκαν και τα εν λόγω ποσά (Πρώτος λόγος αντέφεσης),

(β)  κατέληξε και/ή αποφάσισε ότι η χρηματοδότηση της αγοράς των μετοχών που αναφέρονται στα Τεκμήρια 8/25, 8/26 και 19 έγινε από τον εφεσείοντα προσωπικά και όχι μέσω του Σχεδίου της εφεσίβλητης. Για το θέμα αυτό θεωρεί πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε «ως ορθή και δικαιολογημένη και/ή αληθοφανή τη θέση του εφεσείοντα» (Δεύτερος λόγος αντέφεσης),

(γ) ερμήνευσε τη συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων για σκοπούς διενέργειας συναλλαγών στο ΧΑΚ. Παράπονο εκφράζει και για τον τρόπο που προσέγγισε το πληρεξούσιο έγγραφο που ο εφεσείων υπέγραψε (Τρίτος λόγος αντέφεσης),

(δ)  αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του Μ.Υ.3 και κατ΄ επέκταση κακώς απεδέχθη και τους δύο ως αξιόπιστους μάρτυρες (Τέταρτος λόγος αντέφεσης)

(ε)   αξιολόγησε την πραγματική μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, υπό το φως μάλιστα της αξιόπιστης μαρτυρίας της κας Τούλιας Θεμιστοκλέους (Μ.Ε.1) και του κ. Πανίκου Χριστοφόρου (Μ.Υ.2) (Πέμπτος λόγος αντέφεσης). 

 

Kατά την ακροαματική διαδικασία έγινε πολύς λόγος για το          Τεκμήριο 8/25. Επρόκειτο για έγγραφο που απεστάλη προς την Τράπεζα από το Χρηματιστηριακό Γραφείο Severis & Athienitis Securities που είχε εξουσιοδοτηθεί από τον εφεσείοντα. Με το εν λόγω έγγραφο το Χρηματιστηριακό Γραφείο ζητούσε, τον Μάϊο του 1999, από την Τράπεζα να χρεώσει τον λογαριασμό του εφεσείοντα σε σχέση με συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις και ταυτόχρονα να πιστώσει τον δικό του λογαριασμό με το συνολικό ποσό των ΛΚ24.922,31. Η Τράπεζα λόγω του γεγονότος ότι ο λογαριασμός του εφεσείοντα παρουσίαζε τη δεδομένη χρονική στιγμή υπέρβαση, αποφάσισε να επιστρέψει ως απλήρωτες τις χρηματιστηριακές πράξεις 1 και 4 από το Τεκμήριο 8/25. Το Χρηματιστηριακό Γραφείο που εκπροσωπούσε τότε τον εφεσείοντα, επανήλθε, τον Σεπτέμβρη του 1999, ζητώντας από την Τράπεζα όπως πληρωθούν και οι χρηματιστηριακές πράξεις 1 και 4. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 19.  Να κάνουμε μία μικρή παρένθεση εδώ για να πούμε πως ο εφεσείων κατά την ακρόαση της αγωγής είχε αμφισβητήσει αυτή τη θέση της Τράπεζας υποβάλλοντας προς την Τούλια Θεμιστοκλέους (Μ.Ε.1) τα εξής «Σου υποβάλλω ότι δεν λες την αλήθεια κυρία μάρτυς ότι εξαναστάληκε αυτή η εντολή. Τι έχεις να πεις;»  Με άλλα λόγια, προσπάθησε να καταλογίσει σκοπιμότητα στην Τράπεζα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα για τις πιο πάνω θέσεις της Υπεράσπισης, τις οποίες και απέρριψε.

 

«Άλλο μείζων ζήτημα είναι το κατά πόσο μετά την απόρριψη του αιτήματος για χρηματοδότηση των σχετικών αξιών από την τράπεζα, το χρηματιστηριακό γραφείο αποτάθηκε εκ νέου για χρηματοδότηση των πράξεων 1 και 4 του τεκμηρίου 8/25.  Επί του προκειμένου επίμονη και πολυεπίπεδη ήταν η αντεξέταση του συνηγόρου υπεράσπισης που αμφισβήτησε ότι έγινε κάτι τέτοιο, καθώς ότι η τράπεζα διατηρούσε αρχείο φύλαξης τέτοιων εγγράφων, δηλαδή ως το τεκμήριο 19.  Απερίφραστη ήταν η θέση και οι αιχμές του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η Θεμιστοκλέους ψεύδεται σε σχέση με τη γνησιότητα του τεκμηρίου 19 και ότι ποτέ το χρηματιστηριακό γραφείο απέστειλε τούτο το έντυπο στην τράπεζα. Παραγνωρίζει προφανώς ο συνήγορος δυο βασικά ζητήματα.  Το πρώτο είναι αυτό το τεκμήριο 8/26.  Αν και το τεκμήριο 8/26 ουδεμία σχέση έχει με το τεκμήριο 8/25, εντούτοις υποστηρίζει τον ισχυρισμό της Θεμιστοκλέους ότι η τράπεζα διατηρούσε αρχείο με απέραστες, νοείται απλήρωτες, συναλλαγές και ότι οι συναλλαγές που απορρίπτονταν επανέρχονταν στη συνέχεια. Το τεκμήριο 8/26 φέρει δυο σφραγίδες της τράπεζας, η πρώτη με ημερομηνία, 09.06.1999, δηλαδή ότι παρελήφθη τούτη την ημερομηνία, και η δεύτερη 01.09.1999, δηλαδή ότι τότε ήταν που εγκρίθηκε.

[…] 

Παρεμβάλλω εδώ και κάτι ακόμα. το τεκμήριο 8/26 εξαρχής παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και όχι μετά από αντεξέταση του συνηγόρου υπεράσπισης. Υπό αυτή την έννοια δυσκολεύομαι να αντιληφθώ την πλεκτάνη που η υπεράσπιση καταλογίζει στη Θεμιστοκλέους. Εν ολίγοις, γιατί το χρηματιστηριακό γραφείο να ξαναέστειλε το τεκμήριο 8/26 αλλά όχι το τεκμήριο 8/25;  Από τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι για μόνο λόγο αυτή την ύπαρξη του τεκμηρίου 8/26, το οποίο φέρει σφραγίδα ημερομηνίας 01.09.1999, εμμέσως επιβεβαιώνεται η θέση της Θεμιστοκλέους σε δυο θέματα. πρώτον ότι η τράπεζα διατηρούσε αρχείο με απέραστες συναλλαγές και δεύτερον ότι το χρηματιστηριακό γραφείο επανερχόταν μετά την απόρριψη της πληρωμής για να ζητήσει, εκ νέου, χρηματοδότηση.»

 

        [Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

Τα ίδια ισχύουν και για το Τεκμήριο 8/26. Και γι΄ αυτές τις πράξεις αρχικά η Τράπεζα απέρριψε την πληρωμή τους λόγω υπέρβασης ορίου. Το Χρηματιστηριακό όμως γραφείο του εφεσείοντα επανήλθε σε μεταγενέστερο χρόνο και ζήτησε πληρωμή.  Σε αυτό τον χρόνο, το όριο του λογαριασμού του, επέτρεπε τη χρηματοδότηση των πράξεων, εξού και το Τεκμήριο 8/26 φέρει σφραγίδα έγκρισης ημερ. 1.9.1999, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής στο ΧΑΚ. 

 

Ξεκινούμε από την αντέφεση, αφού εάν αυτή επιτύχει, τότε η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Εύστοχα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης, παρέπεμψαν στην υπόθεση Καραγιάννης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2379, όπου εκεί σημειώνεται ότι «οι εντολές προήρχοντο από τον εφεσείοντα 1, απευθείας ή μέσω αντιπροσώπου του, ο οποίος ουδέποτε αμφισβήτησε τις πράξεις που είχαν γίνει». Τα ίδια ισχύουν και εδώ.

 

Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί πως ο ρόλος της Τράπεζας σε τέτοιες υποθέσεις, είναι η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων. Όπως τέθηκε στη Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, «Εάν ο εφεσείων αμφισβητούσε την ορθότητα ή την ύπαρξη οποιωνδήποτε εντολών που φερόταν να είχε δώσει, αυτό σίγουρα θα συνιστούσε διαφορά μεταξύ του ιδίου και του χρηματιστή του, εναντίον του οποίου είχε υποχρέωση όπως κινηθεί δικαστικά, καθιστώντας τον τριτοδιάδικο, ή καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο ήθελε κρίνει πρέποντα».  Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκε και η πρόσφατη απόφαση στη Διακουρτή ν. B2kapital Cyprus Ltd,  Πολ. Έφ. Αρ. 174/2015, ημερ. 10.4.2024

 

Εν προκειμένω, το Χρηματιστηριακό Γραφείο, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του εφεσείοντα, απέστειλε στην Τράπεζα τα Τεκμήρια 8/26 και 19, απαιτώντας ουσιαστικά να καταβληθούν τα ποσά τα οποία αντιστοιχούσαν στα ποσά των επίδικων χρηματιστηριακών αξιών που ο εφεσείων είχε αγοράσει μέσω του σχεδίου «Εθνοεπενδυτής». Η Τράπεζα κατέβαλε την 1.9.1999 τα εν λόγω ποσά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει τα πιο πάνω, όμως σημειώνει πως «τη στιγμή  που η Τράπεζα πλήρωνε τα Τεκμήρια 8/26 και 19 πλήρωνε ανύπαρκτες αξίες. Η αναφορά σε ανύπαρκτες νοείται πάντα σε σχέση με το σχέδιο, εφόσον η πώληση τούτων είχε ήδη διενεργηθεί και εν πάση περιπτώσει προηγηθεί της χρηματοδότησης. Δηλαδή τούτη η ενέργεια της Τράπεζας ήταν έξω από τους όρους της συμφωνίας (11ον όρο) εφόσον οι ίδιες αξίες και οι πράξεις που προηγήθηκαν δεν διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του σχεδίου. Κατ΄ επέκταση αυτό σημαίνει ότι ουδέποτε ενεχυριάστηκαν από την Τράπεζα. Το γεγονός και μόνο ότι το προϊόν της πώλησης κατατέθηκε στον επίδικο λογαριασμό δεν αποδεικνύει οτιδήποτε.»

 

Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε. Το γεγονός ότι οι εν λόγω χρηματιστηριακές αξίες δεν είχαν ενεχυριασθεί προς όφελος της Τράπεζας, δεν μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος του εφεσείοντα. Η ενεχυρίαση των χρηματιστηριακών αξιών δεν συμφωνήθηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του προσώπου που ελάμβανε μέρος στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», εν προκειμένω του εφεσείοντα, αλλά της Τράπεζας. Εν πάση περιπτώσει, να επαναλάβουμε πως στο δικόγραφο του εφεσείοντα αυτό που ο τελευταίος ισχυρίστηκε ήταν πως η Τράπεζα παράνομα και αντισυμβατικά βασίστηκε «σε εντολές από μη εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο και/ή μη πληρεξούσιο αντιπρόσωπο και/ή μη εξουσιοδοτημένο χρηματιστηριακό γραφείο». Όμως, το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities που είχε προβεί στις εν λόγω χρηματιστηριακές πράξεις εκ μέρους του εφεσείοντα ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Συνεπώς, αυτή η βασική υπεράσπισή του είχε καταρριφθεί. 

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων ουδέποτε στο δικόγραφό του είχε προβάλει τη θέση πως το συγκεκριμένο χρηματιστηριακό γραφείο ενήργησε, για τις συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις, εκτός των όρων του πληρεξουσίου εγγράφου που υπέγραψε. Κατ΄ επέκταση, τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε σε σχέση με τις συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις, όχι μόνο ήταν εκτός δικογραφημένων θέσεων, αλλά ουδέποτε ο εφεσείων εξέφρασε παράπονο κατά του χρηματιστή του ή επεφύλαξε οποιοδήποτε δικαίωμα εναντίον του ή ακόμη και εναντίον της Τράπεζας. Και του δόθηκε αυτή η δυνατότητα αρκετές φορές, τόσο με τις επιστολές που του απέστελλε η Τράπεζα πριν από τον τερματισμό της συμφωνίας, αλλά και μετά τον τερματισμό. Μάλιστα όταν καταχωρίστηκε και του επεδόθη η αγωγή, αυτός το μόνο που ζήτησε ήταν χρόνο για να διευθετήσει τις οικονομικές του εκκρεμότητες, χωρίς αναφορά σε μη δεσμευτικές εντολές εκ μέρους των χρηματιστηριακών γραφείων που αυτός είχε εξουσιοδοτήσει.    

 

Η  Τούλια Θεμιστοκλέους (Μ.Ε.1), η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημείωσε πως «Κάποιος όμως έπρεπε στο τέλος της ημέρας να πληρώσει τη συναλλαγή και από τη στιγμή που ο χρηματιστής, μας την ξαναστέλλει και μας ενημερώνει ότι ο πελάτης ο ίδιος δεν πλήρωσε την εν λόγω πράξη, εμείς χρεώσαμε τον λογαριασμό του. Είχαμε εξουσιοδότηση από το χρηματιστηριακό του γραφείο».

 

Συμφωνούμε. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε επιλήψιμο στις πιο πάνω ενέργειες της Τράπεζας, ούτε και βεβαίως διαπιστώνουμε ότι αυτή προέβη σε αυθαίρετες χρεώσεις χρεώνοντας τον λογαριασμό του εφεσείοντα με τις συγκεκριμένες χρηματιστηριακές πράξεις, για τις οποίες το χρηματιστηριακό γραφείο του εφεσείοντα, δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον τελευταίο, δήλωνε τα ακόλουθα προς την Τράπεζα για τις συγκεκριμένες αγορές «Με βάση το/τα εις χείρας σας πληρεξούσιο/α έγγραφο/α του/των παραπάνω προσώπου/ων, σας εξουσιοδοτούμε να χρεώσετε τον λογαριασμό ενός εκάστου των εν λόγω προσώπων με τα παραπάνω αντίστοιχα ποσά που τους αφορούν, με ταυτόχρονη πίστωση του λογαριασμού μας …….. με το συνολικό ποσό των Λ.Κ. ……..».  Η Τράπεζα, στη βάση των πιο πάνω, ικανοποίησε το αίτημα και δεν διαπιστώνουμε εκ μέρους της, παράβαση της συμφωνίας που είχε συνάψει με τον εφεσείοντα. Θα προσθέσουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα στην απόφασή του:

 

«Ας μην ξεχνάμε όμως και το εξής. από τούτη την πληρωμή η τράπεζα δεν είχε να κερδίσει οτιδήποτε πέραν της προμήθειας για τη χρηματοδότηση των πράξεων.  Τα ποσά των τεκμηρίων 8/26 και 19 δεν παρέμειναν στην τράπεζα.  Απλώς εισπράχθηκαν από την τράπεζα, δηλαδή χρεώθηκε ο λογαριασμός του εναγομένου, και πάραυτα πιστώθηκε ο λογαριασμός του χρηματιστηριακού γραφείου.  Από αυτό και μόνο καθίσταται σαφές ότι η τράπεζα δεν επεδίωξε να χρεώσει τον εναγόμενο για να αποκομίσει όφελος.  Το μόνο στοιχείο που επεξηγεί τον τρόπο που λειτούργησε η τράπεζα, είναι αυτή ακριβώς η ετεροχρονισμένη απαίτηση του χρηματιστηριακού γραφείου για αποπληρωμή των τεκμηρίων 8/26 και 19».

 

 

Σε συμφωνία με τις θέσεις της εφεσίβλητης, βρίσκουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι οι χρεώσεις των τεκμηρίων 8/26 και 19 είναι λανθασμένες και έξω από τη συμφωνία των διαδίκων», ήταν εσφαλμένη. Η εφεσίβλητη δικαιούται σε απόφαση και για τα εν λόγω ποσά.  Οι σχετικοί λόγοι αντέφεσης είναι βάσιμοι. Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι αντέφεσης.

 

Η έφεση του ενάγοντα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αφού οι δύο λόγοι έφεσης έχουν ως βάση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ότι οι χρεώσεις δυνάμει των Τεκμηρίων 8/26 και 19 είναι λανθασμένες. 

 

Εν κατακλείδι, η αντέφεση επιτυγχάνει. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ούτως ώστε αυτή να αφορά σε ολόκληρο το ποσό που η Τράπεζα αξίωσε με την Έκθεση Απαίτησής της. Ο τόκος, η έναρξη του τόκου και η κεφαλαιοποίηση αυτού, παραμένουν ως έχουν στην πρωτόδικη απόφαση. Η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας τροποποιείται κατά τρόπο ώστε αυτά να υπολογισθούν στην κλίμακα του επιδικασθέντος, με την απόφαση μας, ποσού. 

 

Επιδικάζονται προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα €3.500 έξοδα αντέφεσης και έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.    

 

                                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο