ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.302/2015)

 

  14 Μαΐου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

1.    Ευανθίας Κυριάκου,

2.    Παρασκευά Παρασκευά,

 

Εφεσείοντες,

ν.

 

Ταμείο Δια Πλεονάζον Προσωπικόν,

 

Εφεσίβλητων.

____________________

 

 

Ε. Νικολάου (κα) για Κώστας Π. Χ’’Κωστής & Σία ΔΕΠΕ,  για τους Εφεσείοντες. 

Ζ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

____________________

 

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με δύο λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την οποία απορρίφθηκαν οι Αιτήσεις των Εφεσείοντων για αποζημίωση λόγω πλεονασμού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η απόλυση τους είχε γίνει λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης στην οποία απασχολούνταν στο νέο τους εργοδότη και ήταν παράνομη ως αντιβαίνουσα τους περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμους του 2000 και 2003,[1] στη συνέχεια ο Ν.104(Ι)/2000.

 

Οι Εφεσείοντες απασχολούνταν για χρόνια στη Συνεργατική Εταιρεία ΕΣΕΛ – ΣΠΟΛΠ Λτδ, η οποία διατηρούσε και διαχειριζόταν υπεραγορές και καταστήματα λιανικής πώλησης εμπορευμάτων σε όλη την Κύπρο.  Μεταξύ αυτών διαχειριζόταν και την επιχείρηση ενός καταστήματος πώλησης λευκών ειδών και ειδών προίκας στη Λεμεσό.  Το κατάστημα δεν εμπορευόταν άλλα προϊόντα και ήταν το μοναδικό κατάστημα του είδους της εργοδότριας εταιρείας στη Λεμεσό.  Οι Εφεσείοντες απασχολούνταν σε αυτό το κατάστημα για ολόκληρη την περίοδο της εργοδότησης τους μέχρι την 30.6.2010 που απολύθηκαν, «λόγω πλεονασμού» όπως αναφερόταν σε επιστολές ημερ.28.6.2010 που τους δόθηκαν. Η Εφεσείουσα για οκτώ σχεδόν χρόνια και ο Εφεσείων για 25 χρόνια.

 

Την 1.7.2010 η εργοδότρια εταιρεία συμφώνησε με τον κ. Πούππο, μέχρι τότε υπεύθυνο του συγκεκριμένου καταστήματος, και του παραχώρησε τη διαχείριση του υπό όρους, μεταξύ των οποίων και την εργοδότηση του προσωπικού το οποίο ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία του καταστήματος.  Οι Εφεσείοντες προσλήφθηκαν από την ίδια ημέρα στην υπηρεσία του κ. Πούππου ως πωλητές στο κατάστημα, με χαμηλότερο όμως μισθό και μειωμένα ωφελήματα.

 

Εφόσον με τις αιτήσεις τους οι Εφεσείοντες στρέφονταν μόνο εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι η απόλυση τους  είχε γίνει λόγω πλεονασμού.

 

    Σύμφωνα με το άρθρο 18(α) των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 έως (Αρ.2) του 2003,[2] στη συνέχεια ο Ν.24/1967,«εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο».  Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 20(β), «δεν δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού αποκλειστικώς λόγω τερματισμού της συμβάσεως απασχολήσεως συνεπεία αλλαγής εργοδότου, όταν ο νέος εργοδότης ανανεώνει την υφισταμένην σύμβασιν απασχολήσεως».  Αλλαγή εργοδότη λαμβάνει χώρα μόνον όταν η αλλαγή αυτή είναι το αποτέλεσμα της μεταβίβασης επιχείρησης ή τμήματος επιχείρησης από έναν εργοδότη σε άλλο «ως έχει» (Demades Auto Suppl. (L/ssol) Ltd v. Ιωαννίδου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 228, 235) ενώ ανανέωση της σύμβασης απασχόλησης σημαίνει ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης απασχόλησης, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση των απορρεουσών από την υφιστάμενη σύμβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, με εξαίρεση βέβαια την αλλαγή του προσώπου του εργοδότη (Καστράππης κ.ά. v. Kallenos (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 509, 513).

    Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε το ζήτημα, στις περιπτώσεις που τερματίζεται η απασχόληση ενός εργοδοτούμενου για το λόγο ότι ο εργοδότης έπαυσε να διεξάγει την επιχείρηση στην οποία απασχολείτο ο εργοδοτούμενος, τότε ο εργοδοτούμενος δικαιούται πληρωμή από το Ταμείο λόγω πλεονασμού εκτός αν η παύση της λειτουργίας της επιχείρησης οφείλεται σε μεταβίβαση της επιχείρησης «ως έχει» σε άλλο εργοδότη και ο νέος εργοδότης ανανεώσει την υφιστάμενη σύμβαση απασχόλησης του εργοδοτούμενου.  Δηλαδή ένας εργοδοτούμενος δεν δικαιούται σε πληρωμή από το Ταμείο αν ο νέος εργοδότης, ο οποίος ανέλαβε την επιχείρηση στην οποία εργοδοτείτο ο εργοδοτούμενος,  μετά από τη μεταβίβαση της «ως έχει» σε αυτόν, του προσφέρει εργασία με τους ίδιους όρους της προηγούμενης εργοδότησης του.  Αν ο εργοδοτούμενος εργοδοτηθεί από το νέο εργοδότη μετά από σύναψη νέας σύμβασης απασχόλησης, με νέους όρους ως αποτέλεσμα ξεχωριστών διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών, τότε ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού. 

 

    Όπως έχουμε αναφέρει, οι Εφεσείοντες προσλήφθηκαν στην υπηρεσία του κ. Πούππου ως πωλητές στο κατάστημα την 1.7.2010, την επομένη δηλαδή ημέρα της απόλυσης τους από την εργοδότρια εταιρεία, με μειωμένες ωστόσο απολαβές και την κατάργηση κάποιων ωφελημάτων τους.  Ο κ. Πούππος είχε καταθέσει ότι, επειδή οι όροι της συμφωνίας ήταν πιεστικοί για τον ίδιο, αναγκάστηκε να μεταφέρει κάποιο από το δικό του οικονομικό κόστος στο προσωπικό του καταστήματος.  Είχε ενημερώσει τους Εφεσείοντες ότι σε περίπτωση κατάληξης σε συμφωνία με την εργοδότρια εταιρεία ο μισθός τους θα έπρεπε να μειωθεί ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει.  Θεωρήθηκε ως δεδομένο, ανέφερε, ότι οι Εφεσείοντες θα έπαιρναν αποζημίωση από το Ταμείο και δέχθηκαν τη μείωση στις απολαβές τους και την κατάργηση ωφελημάτων τους.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συμφωνία μεταξύ της εργοδότριας εταιρείας και του κ. Πούππου και η υλοποίηση της συνιστούσε μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης στην έννοια του Ν.104(Ι)/2000.  Ότι η απόλυση των Εφεσείοντων είχε γίνει λόγω αυτής της μεταβίβασης και επομένως ότι ήταν παράνομη στη βάση του άρθρου 10 του Ν.104(Ι)/2000, που υπερισχύει του άρθρου 18 του Ν.24/1967 και, επομένως, όχι λόγω πλεονασμού.

 

    Με την απόσυρση του λόγου έφεσης 1, με τον οποίο προσβαλλόταν το εύρημα ότι η απόλυση των Εφεσείοντων έγινε λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης του καταστήματος στο νέο διαχειριστή, παραμένει το ζήτημα της ερμηνείας των σχετικών άρθρων του Ν.104(Ι)/2000, που καλύπτεται από τους εναπομείναντες λόγους έφεσης 2 και 3.

 

    Με το λόγο έφεσης 2, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παραγνώρισε ότι η μορφή και το περιεχόμενο της συμφωνίας για αλλαγή στη διαχείριση, απέκλειε τη δυνατότητα ανανέωσης των υφιστάμενων συμβάσεων των Εφεσείοντων.  Η μαρτυρία, που ήταν αναντίλεκτη και έγινε αποδεχτή, ήταν ότι ο κ. Πούππος δεν θα αναλάμβανε τη διαχείριση του καταστήματος αν δεν μείωνε τους μισθούς των Εφεσείοντων.  Επισημαίνουν δηλαδή οι Εφεσείοντες ότι η μείωση των απολαβών τους ήταν προϋπόθεση για τη μεταβίβαση της επιχείρησης.  Αν δεν μειώνονταν οι απολαβές τους δεν θα πραγματοποιείτο η μεταβίβαση της επιχείρησης του καταστήματος, η εργοδότρια εταιρεία θα σταματούσε τη λειτουργία του και οι Εφεσείοντες θα απολύονταν ως πλεονάζον προσωπικό.

 

    Όμως δεν είναι αυτό που συνέβη και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε την υπόθεση στη βάση του τι είχε πράγματι συμβεί και όχι στη βάση του τι θα μπορούσε να είχε γίνει στην περίπτωση που δεν πραγματοποιείτο η μεταβίβαση της επιχείρησης του καταστήματος.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.  

   Με το λόγο έφεσης 3, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο  ερμήνευσε τις πρόνοιες των σχετικών άρθρων του Ν.104(Ι)/2000 σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Ν.24/1967, με αποτέλεσμα η κατάληξη του να μην συνάδει με τον σκοπό των διατάξεων αυτών.

 

    Στο περίγραμμα αγόρευσης τους, οι Εφεσείοντες ουσιαστικά αποδέχονται την ερμηνεία των σχετικών άρθρων του Ν.104(Ι)/2000 από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι οι διατάξεις του, στις περιστάσεις της υπόθεσης τους, αλλά και την κυπριακή πραγματικότητα όσον αφορά στην αγορά εργασίας, δεν εξυπηρετούν τα δικαιώματα των εργοδοτούμενων, όπως είναι ο σκοπός της σχετικής Οδηγίας προς εφαρμογή της οποίας θεσπίστηκε ο Νόμος.  Επομένως, δεν θα έπρεπε να υπερισχύσουν του Ν.24/1967, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εφόσον εφαρμοζόταν ο Ν.24/1967, οι Εφεσείοντες θα αποζημιώνονταν από το Ταμείο.

 

    Το άρθρο 10 του Ν.104(Ι)/2000 προνοεί ότι:

 

«(1) Σε περίπτωση που τερματίζεται η εργασιακή σχέση λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης είτε από τον εκχωρητή είτε από τον εκδοχέα και αυτό δεν οφείλεται σε λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που προϋποθέτουν μεταβολή στο επίπεδο της απασχόλησης, η απόλυση είναι παράνομη και ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε αποζημίωση υπολογιζόμενη σύμφωνα με τα έτη υπηρεσίας και τους όρους εργασίας που ίσχυαν στην επιχείρηση του εκχωρητή, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά, των διατάξεων των Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 εώς 1994.

(2) Απόλυση λόγω μεταβίβασης που πραγματοποιείται πριν τη μεταβίβαση θεωρείται ως απόλυση λόγω μεταβίβασης.

(3) Σε περίπτωση που ο εργοδότης τερματίζει την εργασιακή σχέση για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, πριν ή μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης, ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε πληρωμή βάσει των διατάξεων των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 έως 1994».

 

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι με την εισαγωγή του Ν.104(Ι)/2000 στην περίπτωση που ο εργοδότης έπαυσε να διεξάγει την επιχείρηση του λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης σε άλλον εργοδότη ή κατάργησε ένα τμήμα λόγω μεταβίβασης του τμήματος σε άλλο εργοδότη εντός των προνοιών του Ν.104(Ι)/2000, η παύση διεξαγωγής της επιχείρησης ή η κατάργηση τμήματος δεν αποτελούν πλέον αυτοτελή λόγο νόμιμου τερματισμού της απασχόλησης του προσωπικού που απασχολείτο στην επιχείρηση ή στο τμήμα και κατά συνέπεια απόλυση εργοδοτούμενου λόγω παύσης διεξαγωγής επιχείρησης ή κατάργησης τμήματος  συνεπεία μεταβίβασης της επιχείρησης σε άλλο επιχειρηματία θεωρείται ως παράνομη απόλυση, αφού οι πρόνοιες του Ν.104(Ι)/2000 κατισχύουν των προνοιών του Ν.24/1967Παρέπεμψε στη CTC-Ari Airport Ltd ν. Ανδρέου κ.ά. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2635, 2642-3, όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Πριν τη θέσπιση του Ν.104(Ι)/2000, η παύση της επιχείρησης στην οποία απασχολείτο ο εργοδοτούμενος αποτελούσε νόμιμο λόγο τερματισμού της απασχόλησης του λόγω πλεονασμού (Άρθρο 18(α) του περί Τερματισμού Απασχολήσεων Νόμου (Ν. 24/67)).

 

Με το Ν.104(Ι)/2000 η παύση της επιχείρησης, εάν οφείλεται σε μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν αποτελεί πλέον από μόνη της λόγο νόμιμου τερματισμού της απασχόλησης του προσωπικού που απασχολείτο στην επιχείρηση. Τερματισμός επιτρέπεται μόνο για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Απολύσεις λόγω μεταβίβασης για άλλο από τους παραπάνω λόγους, είτε πριν είτε μετά τη μεταβίβαση, είναι παράνομες (Άρθρα 5(1) και 10(1)(2) του Ν.104(Ι)/2000).

 

Εν προκειμένω, με δεδομένη την κοινή θέση ότι η μεταβίβαση έγινε εντός των πλαισίων του Ν.104(Ι)/2000 και συνεπακόλουθα ότι εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου 1 κατ' επίκληση του Άρθρου 18(1) του Ν.24/1967, ήταν παράνομος, εν όψει των προνοιών των Άρθρων 5(1) και 10(1) του Ν.104(Ι)/2000, που κατισχύουν των προνοιών του Άρθρου 18(1) του Ν.24/1967».

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τις σχετικές πρόνοιες του Ν.104(Ι)/2000 και ορθά επίσης έκρινε ότι είχαν εφαρμογή στην ενώπιον του υπόθεση.  Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3.

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

    €3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσείοντων.

 

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 

 

 

 

      



[1]   Σήμερα οι περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμοι του 2000 έως 2018.

[2]   Σήμερα οι περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμοι του 1967 έως 2022.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο