ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 32/2015)

 

 

 31 Μαΐου, 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

 

 

 

ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

 

 

 

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

 

ν.

 

 

ΑΔΜΗΤΟΥ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗ,

 

 

 

 

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

 

 

 

 

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

 

Ι. Σταυρούλια (κα) με Ε. Φιλιππίδου (κα) για Πατρίκιος Παύλου & Σία ΔΕΠΕ,           για τον Εφεσίβλητο.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η ορθότητα της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απερρίφθη η Αγωγή υπ’ αρ. 2526/2009 στη βάση του ότι αυτή ήταν                   πρόωρη, καθώς και στη βάση του ότι δεν υφίστατο, από πλευράς                                    των Εναγόντων/Εφεσειόντων, αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου/Εφεσίβλητου.

 

Με την πιο πάνω Αγωγή οι Ενάγοντες/Εφεσείοντες αξίωναν εναντίον του Εναγόμενου/Εφεσίβλητου:

 

«(α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος υποχρεούται να αποζημιώσει τους Ενάγοντες δι΄ οιονδήποτε ποσό ήθελε επιδικασθεί υπέρ των Εναγόντων στις αγωγές Ε.Δ. Λεμεσού υπ' αρ. 3330/08 και 1216/08 στη βάση του Περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης Νόμου και των όρων του υπ' αρ. 208842 Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου που συνήφθη μεταξύ των Εναγόντων και του Εναγομένου για το υπ' αρ. YR 021 όχημα το οποίο ενεπλάκη σε ατύχημα κατά ή περί την 26/10/2006 στον δρόμο Λεμεσού-Πάφου ενόσω οδηγείτο από τον Evgeny Kostyukov ο οποίος δεν εκαλύπτετο ασφαλιστικά να οδηγεί το υπ' αρ. εγγραφής YR021 όχημα.

 

(β) Αποζημιώσεις για τα ποσά που αξιούν και/ή επιδικασθούν εις όφελος των Εναγόντων στις αγωγές Ε.Δ. Λεμεσού αρ. 3330/08 και 1216/08 και/ή τα οποία οι Ενάγοντες θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στους Ενάγοντες στις πιο πάνω αγωγές ως ενδιαφερόμενοι ασφαλιστές και/ή με βάση τον Νόμο και/ή την Εσωτερική Συμφωνία μεταξύ του Ταμείου Ασφαλιστών και του Υπουργού Οικονομικών και/ή της Συμφωνίας Ταμείου Ασφαλιστών.»

 

 

Επίδικο θέμα της πιο πάνω Αγωγής, όπως ορθά εξαρχής εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν οι πρόνοιες του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν. 96(I)/2000).

 

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται αναγκαία, για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης της ουσίας της επίδικης διαφοράς και των όσων έπονται, η παράθεση των πιο κάτω μη αμφισβητούμενων γεγονότων όπως αυτά αποτυπώθηκαν και στην πρωτόδικη Απόφαση.

 

Ο Εναγόμενος/Εφεσίβλητος υπέβαλε πρόταση προς τους Ενάγοντες/Εφεσείοντες για την ασφαλιστική κάλυψη του οχήματος του με αριθμό εγγραφής YR021. Εκδόθηκε προς τούτο πιστοποιητικό ασφάλισης που κάλυπτε τον Εναγόμενο/Εφεσίβλητο ως ασφαλισμένο, την Vera Sokolova και τη Λήδα Πιτσιλλίδου, καθώς και οιοδήποτε πρόσωπο κάτοχο αδείας οδηγού πέραν των δύο χρόνων και ηλικίας άνω των 25 ετών και ουχί άνω των 70 ετών που οδηγεί με την εντολή ή εξουσιοδότηση του ασφαλισμένου. Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω εκδόθηκε το υπ' αριθμό 208842 ασφαλιστικό συμβόλαιο.

Οι Ενάγοντες/Εφεσείοντες εξαιρούσαν την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης ενόσω ο οδηγός του ρηθέντος οχήματος ευρίσκετο υπό την επήρεια αλκοόλ πέραν του επιτρεπόμενου από το νόμο ορίου.

 

Στις 26/10/2006 το ρηθέν όχημα οδηγήθηκε από τον Evgeni Kostyukov, ηλικίας 19 ετών και ενώ αυτός βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνευματωδών, πέραν του επιτρεπόμενου ορίου. Ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα επί του αυτοκινητοδρόμου Λεμεσού-Πάφου με το όχημα υπ' αριθμό εγγραφής ΕΤΖ449. Το δυστύχημα οφειλόταν, σύμφωνα με την Έκθεση Απαιτήσεως, στην αποκλειστική αμέλεια του ρηθέντος οδηγού που οδηγούσε με ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης 267 αντί 50mg και δεν είχε άδεια οδηγού για δύο χρόνια.

 

Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο θάνατος του Kostyukov και ο τραυματισμός του οδηγού του οχήματος ΕΤΖ449 Κωνσταντίνου Μικελλίδη.

 

Εναντίον των διαχειριστών της περιουσίας του Evgeni Kostyukov ηγέρθηκαν δύο Αγωγές. Ο Κωνσταντίνος Μικελλίδης καταχώρησε εναντίον της Μύριας Προκοπίου, διαχειρίστριας του αποβιώσαντα Evgeni Kostyukov, την Αγωγή υπ’ αρ. 3330/2008 με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του. Η ιδιοκτήτρια Εταιρεία του αυτοκινήτου ΕΤΖ449 καταχώρησε εναντίον του διαχειριστή του αποβιώσαντα Evgeni Kostyukov, την Αγωγή υπ’ αρ.1216/2008 διεκδικώντας τη ζημιά του αυτοκινήτου.

Η Αγωγή υπ’ αρ. 3330/2008 απερρίφθη στις 15/3/2012 ως διευθετηθείσα και ο δικηγόρος του ενάγοντα σε αυτή παρέλαβε από την ασφαλιστική Εταιρεία των Εφεσειόντων το ποσό των 300.000 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις και το ποσό των €50.000 ως δικηγορικά έξοδα, προς πλήρη εξόφληση της εν λόγω Αγωγής.

 

Η Αγωγή υπ’ αρ. 1216/2008 απερρίφθη στις 26/4/2010 λόγω μη προώθησής της. Είχε προηγηθεί η εξώδικη διευθέτηση της στις 5/8/2009 με την καταβολή στην Ενάγουσα, ιδιοκτήτρια Εταιρεία, του ποσού των €4.500 πλέον €1.000 δικηγορικά έξοδα.

 

Τόσο για τις πιο πάνω Αγωγές όσο και για τις διαπραγματεύσεις, οι Ενάγοντες/Εφεσείοντες αντάλλαξαν αλληλογραφία με τους δικηγόρους του Εναγόμενου/Εφεσίβλητου. Οι Ενάγοντες/Εφεσείοντες ανέλαβαν την υπεράσπιση των πιο πάνω Αγωγών αφού προηγουμένως τους απεστάλη ειδοποίηση σύμφωνα με το Νόμο. Ειδοποίησαν προς τούτο τον Εναγόμενο/Εφεσίβλητο ότι θα απαιτούσαν εναντίον του την καταβολή οποιουδήποτε ποσού θα κατέβαλλαν στις πιο πάνω Αγωγές και ότι είχε δικαίωμα να διορίσει δικηγόρο για να υπερασπιστεί ή να παρέμβει σε αυτές.

 

Στις 22/6/2012 οι Ενάγοντες/Εφεσείοντες αιτήθηκαν και πέτυχαν την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης τους δια της συμπερίληψης των ποσών των αποζημιώσεων που είχαν καταβληθεί στις πιο πάνω Αγωγές.

 

Ο Εναγόμενος/Εφεσίβλητος με την Υπεράσπιση του είχε εγείρει ως προδικαστικές ενστάσεις ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αποκαλύπτετο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του και ότι η Αγωγή ήταν πρόωρη γιατί δεν είχε επιδικασθεί και/ή καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό στις πιο πάνω Αγωγές.

 

Εξετάζοντας το ζήτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η Αγωγή, καθώς και οι αιτούμενες μέσω αυτής θεραπείες, ήταν πρόωρες στη βάση του ότι, κατά το στάδιο καταχώρησης της Αγωγής, δεν είχε γεννηθεί και αποκρυσταλλωθεί αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων/Εφεσειόντων εναντίον του Εναγόμενου/Εφεσίβλητου. Η εν λόγω κρίση προσβάλλεται μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης.

 

Πέραν και ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι, με δεδομένο ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση οι Αγωγές 1216/2008 και 3330/2008 είχαν απορριφθεί και είχε επέλθη εξώδικος διακανονισμός των απαιτήσεων των εναγόντων σε αυτές χωρίς να εκδοθούν δικαστικές αποφάσεις, δεν μπορούσαν να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 14 του Ν. 96(I)/2000 ώστε ο ασφαλιστής, δηλ. οι Εφεσείοντες, να δικαιούνται να ανακτήσουν το καταβληθέν ποσό. Η ορθότητα της εν λόγω προσέγγισης προσβάλλεται μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν ήτο απολύτως σαφές σε ποία νομική βάση οι Εφεσείοντες στήριζαν την απαίτησή τους, καθώς ήτο σαφές ότι αυτή εδράζετο στους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στο οποίο ενσωματώνονταν και οι πρόνοιες του Ν. 96(Ι)/2000. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε θέματος παράβασης των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθώς και ότι λανθασμένα απεφάνθη ότι οι Εφεσείοντες έπρεπε να αποδείξουν ότι ο Εφεσίβλητος είχε δώσει εντολή ή είχε εξουσιοδοτήσει τον αποβιώσαντα οδηγό να οδηγήσει το όχημα κατά παράβαση των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και πιστοποιητικού ασφάλισης.

 

Ο 1ος και 4ος Λόγος Έφεσης κρίνεται σκόπιμο να εξετασθούν μαζί.

 

Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να σημειώσουμε αυτό που και το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε στο πλαίσιο εξέτασης του υπό συζήτηση θέματος αναφορικά με τις Αγωγές επί των οποίων στηρίζετο η απαίτηση των Εναγόντων/Εφεσειόντων. Η μεν Αγωγή υπ’ αρ. 1216/2008 είχε καταχωρηθεί στις 22/4/2008, η δε Αγωγή υπ’ αρ. 3330/2008 την 8/8/2008 και, αμφότερες, είχαν διευθετηθεί εξώδικα, ενώ καταβλήθηκαν τα ποσά που αφορούσε η καθεμιά μετά την έγερση της υπό κρίση Αγωγής η οποία είχε καταχωρηθεί στις 21/5/2009, ήτοι, η μεν υπ’ αρ. 1216/2008 στις 5/8/2009, η δε υπ’ αρ. 3330/2008 στις 4/2/2012. 

 

Εξετάζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο την αιτούμενη θεραπεία (Α) που αφορούσε στην έκδοση απόφασης αναγνωριστικής των δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο,  έκρινε ότι δεν μπορούσε να έχει «αίσια κατάληξη» αφού εμπεριείχε «υστερογενή», όπως την χαρακτήρισε, θεραπεία γιατί, σύμφωνα με την Αριστείδου v. Λοϊζίδου (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, «όταν καταχωρήθηκε η κρινόμενη αγωγή δεν είχε γεννηθεί και αποκρυσταλλωθεί αγώγιμο δικαίωμα» των Εφεσειόντων εναντίον του Εφεσίβλητου. Όπως συγκεκριμένα το έθεσε, επρόκειτο για δικαίωμα που προκύπτει από το Νόμο, «όταν και εφόσον πληρωθούν οι προϋποθέσεις του και δεν τίθεται θέμα έκδοσης διατάγματος δηλωτικού δικαιωμάτων που ούτως ή άλλως παρέχει ο Νόμος».

 

Σε ό,τι δε αφορά την αιτούμενη θεραπεία (Β) που αφορούσε στη διεκδίκηση αποζημιώσεων που αξίωναν και/ή θα επιδικάζονταν προς όφελος των Εναγόντων στις Αγωγές 1216/2008 και 3330/2008 και/ή που θα υποχρεώνονταν οι Εφεσείοντες να καταβάλουν στους Ενάγοντες στις πιο πάνω Αγωγές, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επικαλέστηκε την υπόθεση Αριστείδου v. Λοϊζίδου (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, 303, στην οποία υπεδείχθη ότι δεν χωρεί αγωγή για ποσά που πιθανόν να καταστούν πληρωτέα στο μέλλον, κατέληξε ότι, κατά το χρόνο έγερσης της Αγωγής, οι Eφεσείοντες, «πέραν των εκκρεμουσών αγωγών, τεκμ.1 και 2, δεν είχαν καταβάλει οποιονδήποτε ποσό, ώστε να γεννηθεί απαίτηση δικαίωμα εναντίον του εναγόμενου είτε δυνάμει του ασφαλιστηρίου εγγράφου, είτε ακόμα δυνάμει των προνοιών του Νόμου».

 

Η ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, αφού επεσήμανε ότι η Αγωγή, όπως αρχικά είχε καταχωρηθεί και πριν την τροποποίηση της, ήτο μια αγωγή αναγνωριστική του δικαιώματος των Εφεσειόντων να ζητήσουν θεραπεία από τον Εφεσίβλητο στη βάση του Ν. 96(I)/2000 και των προνοιών του σχετικού Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου, υποστήριξε ότι ως τέτοια, δηλ. αναγνωριστική, με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να θεωρηθεί πρόωρη. Επικαλέστηκε προς τούτο τις πρόνοιες του Άρθρου 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960, οι οποίες διαλαμβάνουν τα εξής:

 

«41. Έκαστov δικαστήριov εv τη ασκήσει της πoλιτικής αυτoύ δικαιoδoσίας θα έχη εξoυσίαv όπως εκδίδη δεσμευτικάς αvαγvωρίσεις δικαιώματoς είτε ζητείται ή ηδύvατo vα ζητηθή oιαδήπoτε παρεπoμέvη θεραπεία ή όχι.»

 

 

 

Στην υπόθεση PROGRESSIVE INSURANCE CO LIMITED v. Λουκά Πίττακου κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 377/2014, ημερ. 22/5/2023, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, γίνεται μια ανασκόπηση των αρχών και της νομολογίας αναφορικά με τις αρχές έκδοσης αποφάσεων οι οποίες είναι αναγνωριστικές δικαιώματος.

 

Μεταξύ άλλων γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Rolls - Royce PLL v. Unite the Union (2009) EWCA Civ. 387, όπου τονίστηκε, μεταξύ άλλων, πως η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση δηλωτικής και/ή αναγνωριστικής θεραπείας είναι διακριτική. Πρέπει να υπάρχει μια πραγματική και παρούσα διαφορά μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με την ύπαρξη ή έκταση νομικού δικαιώματος.

 

Στην υπόθεση PROGRESSIVE INSURANCE (ανωτέρω) γίνεται παραπομπή και στο Σύγγραμμα Bullen and Leake Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ. 384, όπου συνοψίζεται και αναλύεται η σχετική αγγλική νομολογία και οι αρχές που αναπτύχθηκαν αναφορικά με την έκδοση δηλωτικών αποφάσεων. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα ακόλουθα

 

The action for a declaration is a useful and important procedural method for ascertaining and determining the legal right of parties, or for the determination of a point of law or the construction of a document and for the determination of the validity of orders or decisions of inferior courts or tribunals…. ."

 

Accordingly, the action for a declaration may be used in a great variety of circumstances, and may be accompanied by other claims for ancillary or specific or alterative relief or remedies…... 

 

……on the other hand an action for a declaration only lies for a declaration of legal right and only against a defendant who has asserted a right or formulated a claim against the plaintiff or controverted the claim of the plaintiff to his legal right (see Re Clay [1911] 1 Ch. 66).

 

 

 

Όπως προκύπτει, αναγνωριστική απόφαση εκδίδεται μόνο όταν ένας εναγόμενος έχει προβάλει δικαίωμα, διατυπώσει απαίτηση ή αμφισβητήσει την απαίτηση του ενάγοντα στην ενάσκηση των νομικών του δικαιωμάτων.  Για να ενδείκνυται η έκδοση αναγνωριστικής απόφασης, το τεθέν ερώτημα θα πρέπει να είναι πραγματικό (real) και όχι υποθετικό (hypothetical) ή αφηρημένο (abstract) (βλ. και το Σύγγραμμα Zamir and Woolf the Declaratory Judgment              (4η έκδοση 2011) σελ. 151-152).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο τόσο στους όρους του ασφαλιστηρίου εγγράφου, όσο και στις πρόνοιες του Ν. 96(I)/2000, υπογράμμισε ότι αυτά δεν εξισώνονται με αποπληρωμή εκείνων των ποσών που ενδεχομένως θα κληθεί να καταβάλει στο μέλλον ο ασφαλιστής δυνάμει αυτών και ότι μόνο με την καταβολή των ποσών εκ μέρους των ασφαλιστών δυνάμει της δικαστικής απόφασης γεννάται το δικαίωμα των ασφαλιστών και η αντίστοιχη υποχρέωση του ασφαλισμένου.

 

Αναφέρει ο σχετικός όρος του Ασφαλιστηρίου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, Τεκμηρίου 8, υπό τον τίτλο ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ:

 

«Σε περίπτωση που αναγκαστούμε να καταβάλουμε οποιοδήποτε ποσό με βάση τις διατάξεις του Νόμου, το οποίο δεν θα είμαστε υπόχρεοι να καταβάλουμε δυνάμει των Όρων του Ασφαλιστηρίου, τότε εσείς ή/και οποιοσδήποτε οδηγός οφείλετε να επιστρέψετε το ποσό αυτό σε μας και εμείς δικαιούμαστε να επιζητούμε την ανάκτηση του ποσού αυτού από εσάς ή/και τον οδηγό

 

                                   (Η έμφαση είναι του του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Σε ό,τι αφορά το Νόμο Ν. 96(I)/2000 σχετικό είναι το Άρθρο 14 (1), (4) και (5), το οποίο σε συνδυασμό, προβλέπει, ουσιαστικά, ότι, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης σε σχέση με ευθύνη που απαιτείται να καλύπτεται από ασφαλιστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Νόμου, είναι υπόχρεος να καταβάλει αποζημίωση σε σχέση με ευθύνη για θάνατο, σωματική βλάβη ή ζημιά, ασχέτως εξαιρέσεων του ασφαλιστηρίου εγγράφου που δυνατόν να παρέχουν δικαίωμα αναίρεσης ή ακύρωσης του. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, δικαιούται να διεκδικήσει ανάκτηση του καταβληθέντος ποσού.

 

 

Σε συμφωνία με τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, λέμε ότι, κατά το χρόνο καταχώρησης της Αγωγής, δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσειόντων για ανάκτηση καταβληθέντων ποσών είτε δυνάμει της Σύμβασης, είτε δυνάμει του Νόμου. H ανάκτηση του ποσού από τον ασφαλισμένο είτε με βάση τους όρους του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου, είτε με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, διενεργείται στην περίπτωση που οι ασφαλιστές, αναγκαστούν και/ή υποχρεωθούν να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό. Κατά το χρόνο έγερσης της Αγωγής στην υπό συζήτηση περίπτωση, οι Εφεσείοντες δεν είχαν αναγκαστεί ή υποχρεωθεί να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό. Ο εξώδικος διακανονισμός, ο οποίος επετεύχθη στις Αγωγές 1216/2008 και 3330/2008, ήταν μεταγενέστερος της καταχώρησης της Αγωγής.

 

Στην υπόθεση PROGRESSIVE INSURANCE (ανωτέρω), η οποία αφορούσε και εκείνη την έκδοση δηλωτικής και/ή αναγνωριστικής απόφασης προς όφελος της Εφεσείουσας, ασφαλιστικής εταιρείας, για ανάκτηση ποσών τα οποία ήθελε κληθεί να καταβάλει στους ζημιωθέντες από σύγκρουση με όχημα που καλύπτετο από ασφαλιστήριο και το οποίο ασφάλιζε τη χρήση του από την αποβιώσασα οδηγό του, τονίστηκε ότι:

 

«Εκείνο που ουσιαστικά απαιτείται να υπάρχει ως υπόβαθρο, για τη  δημιουργία της προϋπόθεσης απαίτησης ανάληψης πληρωμής είναι η ύπαρξη πραγματικού γεγονότος επί του οποίου να βασίζεται έννομο συμφέρον και όχι η εκ των προτέρων δήλωση ότι στην περίπτωση δημιουργίας αυτού του γεγονότος θα υπάρξει η τοιαύτη νομική σχέση.»

 

 

Και δεν είναι μόνο αυτό το ζήτημα που εγείρεται στην υπό συζήτηση περίπτωση. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες καταχώρησαν την Αγωγή πριν αποζημιώσουν τους Ενάγοντες στις Αγωγές 1216/2008 και 3330/2008 μέσω εξώδικης διευθέτησης και ενώ εκκρεμούσε η Αγωγή.

 

Χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης και στις δύο πιο πάνω Αγωγές, οι οποίες και απερρίφθησαν, οι διάδικες πλευρές κατέληξαν σε εξώδικο διακανονισμό, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να καταβληθεί και καταβλήθηκε, από τους Εφεσείοντες, στους Ενάγοντες στις Αγωγές, το ποσό που στο πλαίσιο του εν λόγω διακανονισμού είχε συμφωνηθεί.

 

Εκείνο το οποίο οι Εφεσείοντες παραβλέπουν είναι το γεγονός ότι για να δικαιούντο ανάκτηση του ποσού που κατέβαλαν στους ζημιωθέντες από τη χρήση του ασφαλισμένου οχήματος, από τον Εφεσίβλητο, ασφαλισμένο τους, σε σχέση με ευθύνη του οδηγού του οχήματος που δεν καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο έγγραφο, ήταν η προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης σε σχέση με την ευθύνη έναντι τρίτου που κάλυπτε το ασφαλιστήριο, όπως διαλαμβάνεται στο εδάφιο (1) του Άρθρου 14 του Ν. 96(Ι)/2000 και όχι η απλή συμφωνία για πληρωμή εξωδικαστικά.

Δεν είναι άνευ σημασίας να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι τέτοια φαίνεται να ήταν και η αντίληψη των συνηγόρων των Εφεσειόντων, ότι, δηλαδή, προαπαιτούμενο για την ανάκτηση ποσού ήταν η έκδοση δικαστικής απόφασης στις Αγωγές 1216/2006 και 3330/2008, όπως προκύπτει από την επιστολή ημερ. 27/3/2009 που είχαν αποστείλει στους δικηγόρους του Εφεσιβλήτου (Τεκμήριο 30), με την οποία τον πληροφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Επειδή λοιπόν ο πελάτης σας είναι πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα θίγονται από την έκβαση των αγωγών των τρίτων, που ήγειραν αγωγή, δύναται να παρέμβει στη διαδικασία και υπερασπισθεί τα δικαιώματα του.

 

Εάν δεν επιθυμεί να παρέμβει, οι πελάτες μας όταν εκδοθεί απόφαση στις αγωγές 3330/08 και 1216/06 Ε.Δ. Λεμεσού θα αναζητήσουν την επανάκτηση των ποσών των αποφάσεων εναντίον του κ. Άδμητου Πιτσιλλίδη.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση PROGRESSIVE INSURANCE (ανωτέρω), για να δικαιούτο η ασφαλιστική εταιρεία να διεκδικήσει ανάκτηση από την περιουσία της αποβιωσάσης, θα έπρεπε να είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση στις αγωγές που είχαν καταχωρηθεί από τους ζημιωθέντες και η ασφαλιστική εταιρεία να είχε καταβάλει προς τους εκεί ενάγοντες την όποια επιδικασθείσα αποζημίωση. Τονίσθηκε, περαιτέρω, ότι, δεδομένου ότι τέτοιο γεγονός δεν είχε, στην υπόθεση εκείνη, κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, επισυμβεί, «τότε όντως τα γεγονότα καθίσταντο υπό την αίρεση και υπόθεση της έκδοσης δικαστικής απόφασης εναντίον της περιουσίας της αποβιωσάσης», καθώς και ότι ορθώς μία από τις δύο θεραπείες με την οποία επιζητείτο η έκδοση δηλωτικής απόφασης για την καταβολή στην ασφαλιστική εταιρεία του ποσού που η ασφαλιστική εταιρεία θα επιβαρύνετο στις αγωγές που είχαν καταχωρηθεί από τους ζημιωθέντες, «καθίστατο υποθετική».

 

Κατά συνέπεια στην υπό συζήτηση περίπτωση, το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσειόντων για ανάκτηση καταβληθέντων ποσών είτε δυνάμει της Σύμβασης, είτε δυνάμει του Νόμου, θα αποκρυσταλλώνετο εάν είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις στις προαναφερθείσες Αγωγές 1216/2008 και 3330/2008 και οι Εφεσείοντες είχαν καταβάλει στους δικαιούχους τα επιδικασθέντα ποσά                    (βλ. PROGRESSIVE INSURANCE (ανωτέρω)). Είναι, συνεπώς, προφανές ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τους σκοπούς ανάκτησης από τον ασφαλιστή ποσού που καταβλήθηκε, είναι η έκδοση δικαστικής απόφασης.

 

Τι συνιστά, δε, δικαστική απόφαση ρητώς προνοείται στο Άρθρο 2 του Νόμου Ν. 96(I)/2000  και «σημαίνει απόφαση ή διάταγμα που εκδίδεται από αρμόδιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας, για την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που αφορά σε αποζημιώσεις για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου».

 

Στην υπόθεση Φωτοπούλου κ.ά. v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία (Δημόσια) Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1246, λέχθηκε ότι:

 

«Το Άρθρο 14 λοιπόν επιβάλλει υποχρέωση στην ασφαλιστική εταιρεία να πληρώνει προς ικανοποίηση δικαστικής απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον προσώπου που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο έγγραφο (Άρθρο 14(1)(α)) όσο και εναντίον προσώπου που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο έγγραφο (Άρθρο 14(1)(β)), όπως ήταν ο Ανδρέας Συμεού. Θέτει όμως το Άρθρο 14 όρους οι οποίοι πρέπει να πληρούνται για να εφαρμόζεται. Τους επισημαίνουμε: 

 

1. Πρέπει να έχει εκδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης.

 

2. Πρέπει να έχει εξασφαλιστεί δικαστική απόφαση.

 ................................................................................................

 

3. Το επιδικασθέν ποσό πρέπει να είναι «σε σχέση με ευθύνη για θάνατο ή για σωματική βλάβη ή για ζημιά σε περιουσία» (Άρθρο 14(4)).

 ........................................................................................................

 

4. Η δικαστική απόφαση πρέπει να είναι «σε σχέση με ευθύνη που απαιτείται να καλύπτεται από ασφαλιστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 4 (Άρθρο 14(1)) και, είτε να αποτελεί ευθύνη που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο στην περίπτωση απόφασης εναντίον προσώπου που δικαιούται να οδηγεί σύμφωνα με το ασφαλιστήριο (Άρθρο 14(1)(α)), είτε να αποτελεί ευθύνη που θα εκαλύπτετο, αν αυτό παρείχε κάλυψη, στη περίπτωση απόφασης εναντίον προσώπου που δεν περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο (Άρθρο 14(1)(β)).»

 

 

Το ότι για τους σκοπούς του Νόμου Ν. 96(Ι)/2000 και εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 14 προϋπόθεση είναι η έκδοση δικαστικής απόφασης και όχι εξώδικης διευθέτησης, έχει τονισθεί και στην υπόθεση Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Βλάχου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2013, ημερ. 25/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A446 στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια. Όπως επισημάνθηκε:

 

«Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 96(Ι)/2000 είναι σαφείς και δεν επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας απ’ εκείνη που μεταδίδει το ίδιο το κείμενο στο συνετό και λογικό άνθρωπο ότι δηλαδή εφαρμόζεται στην περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης και όχι εξώδικης διευθέτησης με την Ασφαλιστική Εταιρεία της πληρωτέας αποζημίωσης. Η προϋπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 15 του πιο πάνω Νόμου το οποίο πραγματεύεται περί των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για καταβολή αποζημίωσης από την Ασφαλιστική Εταιρεία, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14.»

 

 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Η υπόθεση Βλάχου (ανωτέρω), την οποία η κα Ερωτοκρίτου επικαλέστηκε, διακρίνεται στα γεγονότα από την υπό συζήτηση περίπτωση.

 

Σε εκείνη την υπόθεση το όχημα του Εφεσίβλητου, για το οποίο η Εφεσείουσα Ασφαλιστική Εταιρεία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη, οδηγήθηκε από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό και ενεπλάκη σε δυστύχημα με άλλο όχημα, προκαλώντας του ζημιές. Η Εφεσείουσα πληροφόρησε τον Εφεσίβλητο για την πρόθεση της να καλύψει τη ζημιά του ιδιοκτήτη του άλλου οχήματος που υπέστη από το δυστύχημα, καθώς και ότι θα αποτείνετο στον ίδιο για κάλυψη του ποσού που ήθελε πληρώσει για το σκοπό αυτό, χωρίς, όμως, να τύχει οποιασδήποτε ανταπόκρισης από τον Εφεσίβλητο. Σε μεταγενέστερο στάδιο ακολούθησε επιστολή, όπου η Εφεσείουσα πληροφορούσε τον Εφεσίβλητο ότι είχαν καταλήξει σε συμφωνία καταβολής αποζημιώσεων στον ιδιοκτήτη, που ήταν και ο οδηγός του άλλου οχήματος, συγκεκριμένου ποσού το οποίο προτίθετο να πληρώσει προς πλήρη και τελική διευθέτηση των αξιώσεων του τελευταίου από το επίδικο δυστύχημα. Μετά την καταβολή του ποσού, η Εφεσείουσα καταχώρισε αγωγή αξιώνοντας εναντίον του Εφεσίβλητου την πληρωμή στην ίδια του ποσού που κατέβαλε, επικαλούμενη παραβίαση, από πλευράς του Εφεσίβλητου, των προνοιών του μεταξύ τους Ασφαλιστικού Συμβολαίου, εφόσον το όχημα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οδηγείτο από πρόσωπο για το οποίο δεν παρείχετο από το Συμβόλαιο ασφαλιστική κάλυψη.

 

Στην υπόθεση εκείνη υπήρχε σχετικός όρος από την Πρόταση Ασφάλισης (στοιχείο 3), η οποία (Πρόταση Ασφάλισης) αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης μεταξύ της Ασφαλιστικής Εταιρείας και του ασφαλιζόμενου, η οποία διαλάμβανε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«3. Σε περίπτωση που το όχημα οδηγείται από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό ή υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή φαρμάκων ή ναρκωτικών, είσαστε προσωπικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε απαίτηση που θα εγερθεί.»

 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσείουσα, έχοντας προβεί πρώτα σε διακανονισμό της απαίτησης και, στη συνέχεια, σε πληρωμή του συμφωνηθέντος ποσού, μπορούσε να απαιτήσει την πληρωμή από τον Εφεσίβλητο στη βάση του πιο πάνω όρου από την Πρόταση Ασφάλισης περί προσωπικής του ευθύνης για οποιαδήποτε απαίτηση που θα εγείρετο σε περίπτωση που το όχημα οδηγείτο από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό. Κρίθηκε ότι οι πρόνοιες της Πρότασης Ασφάλισης ήταν σαφείς ότι ο ασφαλισμένος θα ήτο προσωπικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε απαίτηση ήθελε εγερθεί στην περίπτωση που το όχημα του οδηγείτο από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό είτε με ή χωρίς τη συγκατάθεση του. Δεν θεώρησε ότι στην εν λόγω υπόθεση εγείρετο θέμα δικαιώματος ανάκτησης ποσού που η Ασφαλιστική Εταιρεία πλήρωσε με βάση συγκεκριμένο όρο - τον Όρο 4 - του Ασφαλιστηρίου που προνοούσε ότι, σε περίπτωση που η Εφεσείουσα προέβαινε σε πληρωμή ποσού προς διακανονισμό απαίτησης στο οποίο περιλαμβάνετο ποσό που δεν καλύπτετο από το ασφαλιστήριο, τότε ο ασφαλισμένος θα υποχρεούτο να καταβάλει στην Εφεσείουσα το μη καλυπτόμενο από το ασφαλιστήριο ποσό.

 

Είναι σαφές ότι στην πιο πάνω υπόθεση ό,τι απασχόλησε ήταν η παραβίαση, από πλευράς του Εφεσίβλητου, του Ασφαλιστικού Συμβολαίου ένεκα του γεγονότος ότι το όχημα του βρέθηκε στην κατοχή τρίτου ατόμου, μη εξουσιοδοτημένου να το οδηγεί και, συνακόλουθα, η ευθύνη του Εφεσίβλητου, με βάση τη ρητή πρόνοια του σχετικού όρου, για την καταβολή του ποσού που η Εφεσείουσα Ασφαλιστική Εταιρεία πλήρωσε για κάλυψη της ζημιάς του άλλου οχήματος.

 

Είναι προφανές ότι δεν είναι τέτοια η υπό κρίση περίπτωση.

 

Επανερχόμαστε και σε ένα άλλο επιχείρημα που προωθήθηκε στη συζήτηση της παρούσας Έφεσης.

 

Συγκεκριμένα, προβλήθηκε εκ μέρους των Εφεσειόντων η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε ότι η τροποποίηση που είχε λάβει χώρα για σκοπούς συμπερίληψης στην Αγωγή των ποσών των αποζημιώσεων που αξιώνονταν ανέτρεχε στο χρόνο καταχώρισης του αρχικού δικογράφου, καθώς και το ότι μέσω αυτής θα επιλύοντο όλες οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων σε μια διαδικασία καθιστώντας τοιουτοτρόπως αχρείαστη την έγερση νέας αγωγής στη βάση αναγνωριστικής απόφασης των δικαιωμάτων των Εφεσειόντων εναντίον του Εφεσίβλητου και αποφεύγοντας τον κατακερματισμό και πολλαπλότητα της διαδικασίας, διασώζοντας, με αυτό τον τρόπο, δικαστικό χρόνο και έξοδα.

 

Σε συμφωνία με τα όσα σχετικά υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσίβλητου, λέμε ότι η τροποποίηση που έλαβε χώρα, ενώ η Αγωγή εκκρεμούσε, για τη συμπερίληψη των ποσών που εξωδίκως είχαν συμφωνηθεί με τρίτους για τη ζημιά που είχαν υποστεί από την εμπλοκή του ασφαλισμένου οχήματος στο επίδικο τροχαίο, δεν θεραπεύει το κενό που υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο της καταχώρισης της Αγωγής και τη μη ύπαρξη, κατ’ εκείνο το στάδιο, αποκρυσταλλωμένης απαίτησης των Εφεσειόντων κατά του Εφεσίβλητου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν θεραπεύει ούτε και το κενό που υπήρχε λόγω της μη εξασφάλισης δικαστικής απόφασης για σκοπούς ενεργοποίησης των προνοιών του Ν. 96(Ι)/2000 (Άρθρο 14), ώστε να μπορεί να γεννηθεί και αποκρυσταλλωθεί αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσειόντων εναντίον του Εφεσίβλητου και αντίστοιχη υποχρέωση του Εφεσίβλητου για σκοπούς ανάκτησης καταβληθέντων ποσών.

 

Ορθώς, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην υπό κρίση περίπτωση «υπό όποια σκοπιά και αν αντικριστεί η απαίτηση, οι ενάγοντες αφενός πλήρωσαν τις απαιτήσεις χωρίς να εκδοθούν δικαστικές αποφάσεις, και αφετέρου αυτό έγινε μεταγενέστερα της έγερσης της παρούσας αγωγής».

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.

 

Η κατάληξη αυτή και η επικύρωση της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με το πρόωρο της Αγωγής και των αιτούμενων θεραπειών της και της μη τήρησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 14 του Νόμου λόγω της μη έκδοσης δικαστικής απόφασης, καθιστά αχρείαστη την εξέταση των άλλων δύο Λόγων Έφεσης (2ος και 3ος Λόγος Έφεσης).

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα €3600, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

 

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

                                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                           Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο