ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 34/2024)

 

 17 Μαΐου, 2024

 

[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ MANPREET SINGH GHARU ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS.

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΕ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 105, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 115/2008/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

 

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ MANPREET S1NGN GHARU ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ (ΧΩΚΑΜ) ΣΤΗ ΜΕΝΟΓΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΕ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ/Η ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18ΠΣΤ ΤΟΥ ΚΕΦ. 105 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15(5) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008.

 

......................

 

Π. Πιερίδης, για τον Αιτητή.

Θ. Παπανικολάου (κα) μαζί με Ε. Κίτσιου (κα), για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Αιτητής παρών.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΔΑΥΙΔ, Δ.: Ο Αιτητής, υπήκοος Ινδίας, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 25.9.2023 με άδεια παραμονής ως εργάτης. Του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής, με ισχύ μέχρι την 24.12.2023. Δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για να διευθετήσει την άδεια παραμονής και εργασίας του στη Δημοκρατία, ενώ παρέλειψε να εγγραφεί στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (ΤΑΠΜ) συνεχίζοντας έκτοτε, μετά την εκπνοή της ως άνω ημερομηνίας, να διαμένει στη Δημοκρατία. Στις 07.01.2024, εντοπίστηκε από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) να κινείται ύποπτα σε χώρο στάθμευσης οχημάτων στη Λευκωσία, όπου και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Ανάφερε ότι διαμένει στη Λευκωσία, χωρίς όμως να δηλώνει την ακριβή διεύθυνση διαμονής του, ενώ δήλωσε πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ούτε εντοπίστηκε στην κατοχή του, το διαβατήριο του. Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, στις 08.01.2024, εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφ.105) καθότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 25.12.2023, ημερομηνία λήξης της άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία. Αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο εφαρμογής άλλων, εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Ενόψει δε της απώλειας του διαβατηρίου του, έγιναν οι νόμιμες ενέργειες μέσω της Ύπατης Αρμοστείας της Ινδίας στην Κύπρο, για έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων προς το σκοπό προώθησης των αναγκαίων διαδικασιών απέλασης του.  Στις 12.02.2024, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 20.02.2024, το διάταγμα κράτησης του Αιτητή, ημερομηνίας 08.01.2024, ακυρώθηκε και εκδόθηκε εκ νέου διάταγμα κράτησης κατά του Αιτητή, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000).

       

        Στις 08.03.2024, ο Αιτητής καταχώρισε την υπό συζήτηση αίτηση, επιζητώντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση και/ή περαιτέρω κράτηση και/ή φυλάκιση του παράνομη και/ή καταχρηστική, διατάσσοντας τους Καθ’ ων η Αίτηση όπως αποφυλακίσουν και/ή απελευθερώσουν αυθωρεί τον Αιτητή ή και να άρουν αυθωρεί την κράτηση και/ή φυλάκισή του.

        Στο ως άνω αίτημα, που υποστηρίζεται με Ένορκη Δήλωση του δικηγόρου Μιχάλη Πιερίδη, αντέδρασαν οι Καθ’ ων η Αίτηση, καταχωρώντας, στις 21.03.2024, Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης.  Στην ένσταση τους, την οποία  συνοδεύει και υποστηρίζει Ένορκη Δήλωση του Μιχάλη Ιωάννου, Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, προκρίνεται ικανός αριθμός λόγων ένστασης. Μεταξύ άλλων, προτάσσεται ότι ο Αιτητής κωλύεται να προωθήσει την υπό συζήτηση Αίτηση, καθ’ ην έκταση ότι επιδιώκεται μέσω της είναι έλεγχος νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης ημερομηνίας 08.01.2024 και 22.02.2024, τα οποία, ως διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου, υπόκεινται σε Προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Η Αίτηση, προκρίνεται, στερείται ουσιαστικού και/ή νομικού ερείσματος και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, αφού επιδιώκεται ο έλεγχος διατάγματος εναντίον του οποίου ο Αιτητής ουδέποτε άσκησε προσφυγή. Προτάσσεται περαιτέρω ότι η Αίτηση είναι πρόωρη και καταδικασμένη να αποτύχει, αφού η διάρκεια της κράτησης του Αιτητή, υπο τις περιστάσεις, είναι εύλογη και/ή νόμιμη και/ή αναγκαία, χωρίς να ενεργοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(7)((α) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000). Ο λόγος κράτησης του Αιτητή, προκρίνεται, εξακολουθεί να υφίσταται, ενώ οι διοικητικές διαδικασίες που αφορούν στο αίτημα του για διεθνή προστασία και/ή στην ολοκλήρωση της προσφυγής που ήγειρε ενώπιων του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, μετά την απόρριψη του αιτήματός του, εξετάζονται με τη δέουσα επιμέλεια και χωρίς καθυστερήσεις. Αποτελεί θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η διάρκεια της κράτησης του δεν παραβιάζει το άρθρο 11 του Συντάγματος ή το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ ή το άρθρο 6 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων ή το άρθρο 9ΣΤ που Ν. 6(Ι)/2000 και τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ.  Η συνέχιση της κράτηση του Αιτητή, προκρίνουν, υπο τις περιστάσεις και εκρεμούντων διαδικασιών που εμποδίζουν την απέλαση του, είναι επιβεβλημένη, ενώ για λόγους δημοσίας τάξης, ο τελευταίος δεν μπορεί να αφεθεί να διακινείται ελεύθερος στη Δημοκρατία.          

        Παρεμβάλλεται ότι με την άδεια του Δικαστηρίου, για την πλευρά του Αιτητή καταχωρήθηκε Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση από τον ως άνω Μιχάλη Πιερίδη, μέσω της οποίας προβάλλεται η θέση πως το γεγονός ότι στις 20.02.2024, το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 8.1.2024 ακυρώθηκε και αναστάληκε το διάταγμα απέλασης, ενώ εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης, βάσει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000) περιήλθε σε γνώση  της πλευράς του Αιτητή μέσω της ένστασης που καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, αποτέλεσε θέση του Αιτητή ότι ο τελευταίος δεν είχε ξαναδεί προηγουμένως το διάταγμα κράτησης, ημερομηνίας 20.2.2024 και σχετική προς τον ίδιο επιστολή, ίδιας ημερομηνίας. Τα δύο πιο πάνω έγγραφα, προκρίνεται, τα οποία εν πάση περιπτώσει αδυνατεί να διαβάσει και να αντιληφθεί το περιεχόμενο τους, αφού δεν αντιλαμβάνεται την αγγλική γλώσσα, ουδέποτε του δόθηκαν.

        Στον αντίποδα των πιο πάνω, συμπληρωματικώς προβαλλόμενων θέσεων της πλευράς του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση, με Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση του ειδικού αστυφύλακα Γεώργιου Γεωργίου, που υπηρετεί στην ΥΑΜ Αρχηγείου και είναι τοποθετημένος στον χώρο κράτησης απαγορευμένων μεταναστών στη Μεννόγεια, για την καταχώρηση της οποίας έλαβαν επίσης άδεια, παραπέμπουν στην κατάθεση του αστυφύλακα ο οποίος συνέλαβε τον Αιτητή στις 07.01.2024 για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας  (Τεκμήριο 3 - ερυθρό 70 στην Ένορκη Δήλωση του Μιχάλη Ιωάννου που συνοδεύει την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης) στην οποία καταγράφεται ότι ο εν λόγω αστυφύλακας παρέδωσε στον Αιτητή γραπτώς τα δικαιώματα του ως συλληφθέντα στην αγγλική γλώσσα, την οποία ο Αιτητής μιλούσε και αντιλαμβανόταν, τα οποία παρέλαβε και υπέγραψε. Σε κάθε περίπτωση, υποδεικνύει ο ως άνω ομνύων, αστυφύλακας Γ. Γεωργίου, ο ίδιος, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του, στις 20.2.2024 και ώρα 13:32 παρέδωσε στον Αιτητή, ο οποίος κρατείτο στο χώρο κράτησης παράνομων μεταναστών στη Μεννόγεια, αντίγραφο επιστολής ίδιας ημερομηνίας με επισυνημμένο το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 20.02.2024, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Αφού δε ο ίδιος του διάβασε το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής και ο Αιτητής το κατανόησε, αρνήθηκε να υπογράψει την εν λόγω επιστολή στην παρουσία του. Προς επίρρωση των αναφορών του παρέπεμψε στο Τεκμήριο 5 της Ένορκης Δήλωσης του Μιχάλη Ιωάννου που συνοδεύει την Ειδοποίηση περί Πρόθεσης Ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση (Ερυθρό 74).

        Δεν αμφισβητεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή την έκδοση των ως άνω διαταγμάτων κράτησης του τελευταίου. Υποδεικνύει, ωστόσο, ότι η μη κοινοποίηση του διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 20.02.2024, στον Αιτητή, παρεμπόδισε ουσιαστικά τον τελευταίο στην άσκηση του νόμιμου δικαιώματος του του να προσφύγει στο αρμόδιο Δικαστήριο για ακύρωση της κράτησης του, υποδεικνύοντας ότι τούτο συνεπάγεται τη μη ισχύ της διοικητικής πράξης, δηλαδή της απόφασης για κράτηση του Αιτητή ημερομηνίας 20.02.2024. Παράλληλα, προκρίνει πως η κράτηση του Αιτητή, από τις 12.02.2024, ημερομηνία κατά την οποία ο τελευταίος υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, με συνακόλουθο δικαίωμα παραμονής και ελεύθερης διακίνησης σύμφωνα με το άρθρο 8(1)(α) και 9(δ)(1) του περί Ν.6(Ι)/2000, είναι παράνομη. Μέχρι και την κοινοποίηση στον Αιτητή του διατάγματος ημερομηνίας 20.02.2024, (ως υποστηρίζει μέσω της καταχώρισης της ένστασης στην παρούσα διαδικασία, ήτοι στις 21.03.2024), ο Αιτητής κρατείτο παράνομα, υποδεικνύοντας ότι το εκδοθέν διάταγμα κράτησης στις 20.02.20024, δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ ώστε να νομιμοποιείται ολόκληρη η περίοδος.  Σε κάθε περίπτωση, υποδεικνύεται, το διάταγμα κράτησης προέρχεται από αναρμόδιο όργανο αφού η Ανώτερη Λειτουργός του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δεν είναι αρμόδιο πρόσωπο για να εκδώσει διάταγμα κράτησης. Τέτοιο δικαίωμα, υποστηρίζει, διατηρεί ο Υπουργός Εσωτερικών.

        Έχω εξετάσει με πολλή προσοχή τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των συνηγόρων, τις οποίες προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψιν του Δικαστηρίου, όπως και όσα διά ζώσης έθεσαν υπόψιν μου κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης. Ομοίως τη νομολογία και αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψαν, όπως και άλλη σχετική με το ζήτημα που απασχολεί στην παρούσα.

        Στην υπόθεση Δημητράκης Χ”Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, αναφέρθηκε ότι: 

«Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη. Απαραίτητη προϋπόθεση δι' έκδοση του εντάλματος η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Βλέπε Καρφοπούλου (1998) 1 A.Α.Δ. 55).»

 

Ομοίως, στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου Ζάνα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, 1162-3 αναφέρθηκε ότι:

 

«Η ελευθερία του ατόµου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δηµοκρατική κοινωνία, διεπόµενη από το κράτος δικαίου. Σε περίπτωση παράνοµης κράτησης ή περιορισµού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να αµφισβητήσει τη νοµιµότητα της τοιαύτης κράτησης, µέσω του προνοµιακού εντάλµατος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.

 

Το ένταλµα Habeas Corpus είναι άµεσο δραστικό µέτρο για την απελευθέρωση ατόµου από παράνοµη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε αυτή ενεργείται από δηµοσία αρχή, ή ιδιώτη. Είναι µια θεραπεία η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση.»

 

Αιτητής, που στο πλαίσιο διαδικασίας ως η υπό συζήτηση, διαπιστώνεται ότι τελεί υπό παράνομη κράτηση, αφήνεται αμέσως ελεύθερος, δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου (Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388).

Επανερχόμενος στην υπό συζήτηση περίπτωση, εντοπίζεται ότι ο Αιτητής, στις 08.01.2024 τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ίδιας ημερομηνίας, που εκδόθηκαν εναντίον του δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, (Κεφ.105). Ως αναντίλεκτο τούτο παρέμεινε, ενώ τελούσε υπό κράτηση δυνάμει του ως άνω διατάγματος, στις 12.02.2024, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν, το ως άνω διάταγμα κράτησης, ημερομηνίας 08.01.2024, να ακυρωθεί και εναντίον του πλέον να εκδοθεί διάταγμα κράτησης, δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου (άρθρο 9ΣΤ(2)(δ)). Παράλληλα, το διάταγμα απέλασης του ανεστάλη, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί της αίτησης για διεθνή προστασία που υπέβαλε στις 12.02.2024. Προφανώς, η υποβολή εκ μέρους του Αιτητή αιτήματος για διεθνή προστασία, είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000) αντί του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105). Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(1) του ως άνω περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση αιτητή, απλώς και μόνο λόγω της ιδιότητας του ως αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, απαγορεύεται. Ωστόσο, στο ίδιο άρθρο του ως άνω νόμου, προβλέπεται στη συνέχεια, (εδάφιο 2) ότι:

«Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(α) ..........................................................................................

(β) ..........................................................................................

(γ) ...........................................................................................

 

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

(ε) ...........................................................................................

(στ) .......................................................................................».

 

        Ταυτόχρονα στο άρθρο 9ΣΤ(3) του Ν.6(Ι)/2000, καθορίζονται τα εναλλακτικά μέτρα τα οποία ο Υπουργός μπορεί να επιβάλει, αντί της κράτησης, ώστε να διασφαλιστεί ο κίνδυνος διαφυγής.

        Στο διάταγμα κράτησης, ημερομηνίας 20.02.2004, καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε, κατ’ εξαίρεση, η κράτηση του συγκεκριμένου αιτητή ενώ παράλληλα υποδεικνύονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά, άλλα, λιγότερο περιοριστικά και εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του ως άνω περί Προσφύγων Νόμου.

Παρεμβάλλεται ότι το διάταγμα κράτησης, ημερομηνίας 08.01.2024, δεν προσβλήθηκε καν, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ενώπιον του αρμόδιου προς τούτο Δικαστηρίου ως η πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ(3)(α) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφ. 105). Αντίθετα, ο Αιτητής επέλεξε να καταχωρίσει απευθείας την υπό συζήτηση αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, χωρίς να αμφισβητήσει, στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τη νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος. Κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του για έκδοση ή μη προνομιακών ενταλμάτων του είδους, δεν δύναται να προβεί σε έλεγχο της νομιμότητας του  διατάγματος κράτησης (βλ. “Προνομιακά Εντάλματα (Αρχές και Υποθέσεις)” Π. Αρτέμης, σελ. 82, παράγραφος 3.16). Στο πλαίσιο εξέτασης αιτήσεων για την έκδοση ή μη προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, εκείνο που μπορεί να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο,  είναι η διάρκεια της κράτησης και όχι η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης (Khlaief (Aρ.1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402, Fasel ν. Δημοκρατίας, Π.Ε. 236/2015, ημερ. 31.3.2016).

Η μη προσβολή της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 08.01.2024, ενώπιων του αρμόδιου καθ’ ύλην Δικαστηρίου είναι δεδομένη. Η συζήτηση του ζητήματος στο πλαίσιο της παρούσας, ειδικής δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατή. Το ως άνω διάταγμα κράτησης, μέχρι την ακύρωση και «αντικατάστασή» του με το διάταγμα ημερομηνίας 20.02.2024, στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, παρέμεινε ισχυρό και αλώβητο, εκφεύγοντας του ελέγχου και δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

Σε σχέση με το διάταγμα κράτησης του Αιτητή, ημερομηνίας 20.02.2024, στη βάση του οποίου, ως έχει ήδη σημειωθεί, κρατείται πλέον ο Αιτητής, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι επίσης δεν προσβλήθηκε ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην Δικαστηρίου (άρθρο 9ΣΤ(6)(α) του Ν.6(Ι)/2000. Στην εξέλιξη της διαδικασίας και κατά τον τρόπο που ως άνω έχει αναφερθεί, η πλευρά του Αιτητή προβάλλει τη θέση  ότι η έκδοση του εν λόγω διατάγματος, στη βάση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, περιήλθε σε γνώση του μέσω του δικηγόρου του κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε ένσταση από την πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Η μη κοινοποίηση του διατάγματος, υποδεικνύει, παρεμπόδισε τον τελευταίο να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα του προσφεύγοντας στο Δικαστήριο για ακύρωση της κράτησης του, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι παραβιάστηκαν Συνταγματικά του δικαιώματα, όπως το δικαίωμα για πληροφόρηση,  ως και το άρθρο 9ΣΤ(5) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προβλέπει για την αναγκαιότητα διάταγμα του είδους να επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή. Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, προκρίνεται, η απόφαση για κράτηση του, ημερομηνίας 20.02.2024, θα πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη.

Ευθύς εξ’ αρχής θα πρέπει να σημειωθεί πως οι προβαλλόμενοι για την πλευρά ου Αιτητή ισχυρισμοί περί μη επίδοσης / γνωστοποίησης του διατάγματος ημερομηνίας 20.02.2024 στον ίδιο και μη κατανόησης από μέρους του της αγγλικής γλώσσας, παρέμειναν στο τέλος της ημέρας γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί.  Επί του ειδικότερου δε τούτου ζητήματος, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση, έθεσε υπόψιν του Δικαστηρίου θέσεις, στοιχεία και τεκμήρια, τα οποία στο τέλος της ημέρας παρέμειναν χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση, στη βάση των οποίων καταδεικνύεται ότι ο Αιτητής ενημερώθηκε για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος κράτησης του, το οποίο επιδόθηκε στον ίδιο μαζί με σχετική συνοδευτική επιστολή την ίδια μέρα, ενώ του εξηγήθηκε το περιεχόμενο τους στην αγγλική γλώσσα, την οποία ο ίδιος φαίνεται να είναι σε θέση να γνωρίζει.  

Προκρίνεται επίσης από την πλευρά του Αιτητή, ζήτημα αναρμοδιότητας της Λειτουργού του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που παρουσιάζεται να υπογράφει το σχετικό διάταγμα κράτησης, ημερομηνίας 20.02.2024. Δεν χρειάζεται αισθάνομαι να λεχθούν πολλά. Με δεδομένο ότι ο Υπουργός δύναται, δυνάμει του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962, (Ν.23/1962) να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο, το οποίο κατέχει αρμόδια θέση στην Υπηρεσία του, να εξασκήσει εξουσίες εκ μέρους του, η εισήγηση εκ μέρους της πλευράς του Αιτητή ότι το σχετικό διάταγμα, ημερομηνίας 20.2.2024, είναι παράνομο, αφού δεν υπογράφεται από τον ίδιο τον Υπουργό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Ρητά υποδεικνύεται από την πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση, παραμένοντας τούτο αναντίλεκτο, ότι η Ανώτερη Λειτουργός Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης η οποία υπογράφει το σχετικό διάταγμα κράτησης, είναι εξουσιοδοτημένη προς τούτο. Συνακόλουθα, κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου της κανονικότητας, το οποίο παρέμεινε αλώβητο, το ζήτημα δεν θα μπορούσε περαιτέρω να απασχολήσει.

        Ως έχει ήδη σημειωθεί στο πλαίσιο εξέτασης αιτήσεων για την έκδοση ή μη προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, εκείνο που μπορεί να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι η διάρκεια της κράτησης και όχι η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης. Η εξουσία του Δικαστηρίου, ως υποδεικνύει η νομολογία, αφορά στον έλεγχο κατά πόσο η κράτηση, λόγω αδικαιολόγητης υπό τις περιστάσεις παράτασης της, κατέστη εκ των υστέρων παράνομη.

        Ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Ν.6(Ι)/2000 στο οποίο προνοείται πως η κράτηση κάποιου αιτητή θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και μόνο για όσο χρονικό διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο 2 του ως άνω άρθρου. Ως στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) του ως άνω νομοθετήματος, προβλέπεται ότι:

«Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης».

 

        Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε στην υπόθεση Khlaief (ανωτέρω):

«…Η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας. Η απόκλιση επιτρέπεται από το Άρθρο 11.2(στ) “προς το σκοπό απελάσεως”. Δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός με την επ΄ αόριστο αναβολή της απέλασης, ούτε να απολήγει ουσιαστικά σε αδικαιολόγητη κράτηση. Γενομένη με την προοπτική της απέλασης, εξυπακούεται ότι η απέλαση θα γίνει εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται προς διευθέτηση της. Άλλως, ο λόγος της συνέχισης της καταρρέει. Τούτο επιτάσσει δε όχι μόνο το όλο πνεύμα του Άρθρου 11 προς το σκοπό προστασίας των δικαιωμάτων του αλλοδαπού αλλά και η ίδια η επιδίωξη της απέλασης που είναι η άνευ χρονοτριβής αποκατάσταση της νομιμότητας με το ακραίο και αποτελεσματικό μέτρο της απομάκρυνσης του διαπιστωθέντος μη δικαιούμενου να ευρίσκεται στη Δημοκρατία αλλοδαπού.»

 

        Κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί από τη νομολογία ότι η διάρκεια της κράτησης προς το σκοπό της απέλασης, δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων μιας υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη. Περιορίζεται στο χρόνο που είναι εύλογος, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, για να γίνει κατορθωτή η απέλαση. (Fasel v. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Στην ΧΧΧ Al Lakoud, Πολ. Έφ. 95/20, ημερομηνίας 08.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:A232, όπου η κράτηση είχε διαταχθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας, υποδείχθηκε πως:

 

«Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης δεν εξετάζετο μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης, επισημαίνοντας ότι εξετάζεται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται, εξετάζονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης και ότι αυτές εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.»

       

        Στην υπό συζήτηση περίπτωση δεδομένη ήταν η άρνηση του Αιτητή να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας όσον αφορά την εκτέλεση του αρχικού διατάγματος κράτησης και απέλασης, οδηγώντας τις αρμόδιες αρχές να προβούν σε συνεννοήσεις για την έκδοση σχετικών ταξιδιωτικών εγγράφων για να γίνει κατορθωτή η εκτέλεση του εν λόγω διατάγματος απέλασης. Στην εξέλιξη των πραγμάτων, αποφάσισε να δρομολογήσει διαδικασίες για εξασφάλιση διεθνούς προστασίας, οι οποίες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι ο λόγος που δεν διενεργήθηκε η απέλαση του Αιτητή είναι η εκκρεμότητα της εξέτασης της αίτησης του για παροχή ασύλου. Ο σκοπός της απέλασης δεν έχει εγκαταλειφθεί, παρά μόνο αυτή έχει ανασταλεί ως αποτέλεσμα της καταχώρισης από τον Αιτητή της αίτησης για διεθνή προστασία. Υπό τις περιστάσεις, το χρονικό διάστημα που παρήλθε, δεν είναι τέτοιας διάρκειας που να υποδηλοί, είτε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο κρατείται ο Αιτητής είτε παράλειψη προώθησης του με τη δέουσα επιμέλεια.

        Συνεκτιμώντας όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, την εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, τον τρόπο δράσης και λειτουργίας των αρμόδιων αρχών και οργάνων της Δημοκρατίας σε συνδυασμό θεωρούμενα με τη στάση και συμπεριφορά του ίδιου του Αιτητή και τον χρόνο ο οποίος στο μεταξύ έχει διαρρεύσει, εντάσσοντας στα στο δικαιοδοτικό πλαίσιο στο οποίο αφορά η παρούσα διαδικασία, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος που έφερε προς απόδειξη ότι η διάρκεια της κράτησης του εκφεύγει του εύλογου χρονικού διαστήματος και ότι εκ της διάρκειας της κατέστη παράνομη.

        Οι αιτιάσεις και τα παράπονα του κρίνονται ανεδαφικά.

        Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο