ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.388/2017)

 

 

  29 Μαΐου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1965 (9/1965) ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ

 

 

1. ΙΩΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2. ΧΡΥΣΟΥΛΛΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσειόντων,

 

ν.

 

1. MELOUNDA DEVELOPMENT LTD,            

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

                                 ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ

 

Εφεσίβλητων.

____________________

 

 

Αίτηση ημερ. 24.1.2024 για επαναφορά της Έφεσης

 

Σ. Ψάλτης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.,  για τους Εφεσείοντες-Αιτητές. 

Γ. Τρίγκας για Θεόδωρο Μ. Ιωαννίδη,  για την Εφεσίβλητη 1-Καθ΄ης η Αίτηση.

Μ. Τσαγγάρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τον Εφεσίβλητο 2-Καθ΄ου η Αίτηση.

 

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες αιτούνται την επαναφορά της έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, που απορρίφθηκε την 15.12.2023 λόγω μη εμφάνισης τους κατά την προδικασία. 

 

Η έφεση είχε απορριφθεί δυνάμει του Καν.11(β) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, που προνοεί ότι: «Παράλειψη εμφάνισης του εφεσείοντος κατά την προδικασία, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης, εκτός αν το Εφετείο κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την αναβολή της προδικασίας σε μελλοντική ημερομηνία».[1]  Έφεση που απορρίπτεται λόγω παράλειψης εμφάνισης του εφεσείοντα κατά την προδικασία, μπορεί να επαναφερθεί δυνάμει του Καν.11(δ) που προνοεί ότι: «Έφεση ή αντέφεση, η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης διαδίκου να εμφανιστεί κατά την προδικασία, βάσει του (α), (β), (γ), ανωτέρω μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση διά κλήσεως, εάν το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον».

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα που υποστηρίζει την Αίτηση, δικηγόρος τους ήταν ο Π.Κ..  Ο Π.Κ. είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης και οι Εφεσείοντες αποφάσισαν να διορίσουν άλλο δικηγόρο.  Δεν κατέστη κατορθωτό να επισκεφθούν τον Π.Κ. στη φυλακή για να τον ενημερώσουν, έτσι ενημερώθηκε το γραφείο του, όπου «είχαν ήδη γίνει αρκετές παραιτήσεις προσωπικού».  Αναφέρεται ότι ο Π.Κ. αποφυλακίστηκε λίγες μέρες πριν την 15.12.2023 και την προηγούμενη ημέρα, 14.12.2023 ενημέρωσε τους Εφεσείοντες ότι δεν θα μπορούσε να τους αντιπροσωπεύει στην έφεση.  Προηγήθηκε ηλεκτρονικό του μήνυμα στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο είχε ζητήσει να δοθούν οδηγίες για περιγράμματα, αναφερόμενος και στο ενδεχόμενο αλλαγής δικηγόρου των Εφεσείοντων.  Και δεν εμφανίστηκε κατά την προδικασία παρά το ότι το Δικαστήριο, μέσω του Πρωτοκολλητή, έδωσε οδηγίες για φυσική παρουσία.  Αναφέρει ο Εφεσείων ότι ενημερώθηκαν στη συνέχεια ότι ουδείς είχε εμφανιστεί στο Δικαστήριο και ότι η έφεση τους απορρίφθηκε.

 

Ο Εφεσίβλητος 2 δεν έχει ένσταση στην Αίτηση, ενώ η Εφεσίβλητη 1 καταχώρισε ένσταση.  Είναι η θέση της ότι δεν υφίσταται εύλογη δικαιολογία για την επαναφορά της έφεσης και ότι οι Εφεσείοντες ουσιαστικά επικαλούνται την αμέλεια του τότε δικηγόρου τους και τη δική τους ολιγωρία να μεριμνήσουν για την υπόθεση τους, ενώ ήταν ενήμεροι ότι η έφεση ήταν ορισμένη την 15.12.2023.

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαυροσκούφη κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.360/2016, ημερ.5.10.2023, είχαμε την ευκαιρία να προβούμε σε ανασκόπηση της νομολογίας αναφορικά με το ζήτημα της επαναφοράς έφεσης που έχει απορριφθεί στο στάδιο της προδικασίας, είτε λόγω παράλειψης εμφάνισης του εφεσείοντα κατά την προδικασία, είτε γιατί ο εφεσείων παρέλειψε να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης.  Στην τελευταία περίπτωση η επαναφορά  εξετάζεται στη βάση της επιφύλαξης του Καν.13(β) που προνοεί ότι: «Νοείται ότι έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν».[2]  

 

Είχαμε στην Μαυροσκούφη παρατηρήσει ότι η νομολογία ως προς την ερμηνεία του Καν.11(δ) είχε ακολουθήσει τη νομολογία αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του εφετείου να επαναφέρει έφεση που είχε απορριφθεί δυνάμει του Καν.13, όπου ο Κανονισμός αυτός δεν προέβλεπε πότε η έφεση θα μπορούσε να επαναφερθεί.  Όταν εισήχθη η επιφύλαξη του Καν.13, που δεν έχει το ίδιο λεκτικό με τον Καν.11(δ), η νομολογία δεν διέκρινε την μια περίπτωση από την άλλη, αφήνοντας την κάθε περίπτωση να εξαρτάται από τις συνθήκες που την περιβάλλουν. 

 

Αναμφίβολα όμως το γεγονός ότι οι δύο Κανονισμοί έχουν διαφορετικό λεκτικό έχει τη σημασία του και δεν μπορεί να αγνοείται.  Η επαναφορά όταν « … το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον», δεν προϋποθέτει απαρέγκλιτα ότι η παράλειψη « … οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν». 

 

Στην  Χαράκης κ.ά. ν.  Λουκά κ.ά. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2080, 2083-4, το Εφετείο εξηγώντας πώς ασκείται η δικαστική κρίση ως προς το κατά πόσο είναι «πρέπον», ανέφερε ότι «το ζήτημα επαφίεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία, όπως είναι θεμελιωμένο, θα πρέπει να ασκείται πάντοτε δικαστικά και με γνώμονα το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης» και ότι «Το Δικαστήριο θα πρέπει να διασφαλίσει στους διαδίκους την κατοχύρωση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης το οποίο προνοείται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και με το οποίο διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η ευκαιρία στους διαδίκους να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του Δικαστηρίου»

 

Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών (Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 698, 704) και δεν επαναφέρεται έφεση όταν η απόρριψη της οφείλεται σε αδιαφορία, αμέλεια ή σφάλμα του διαδίκου (Cyprus Import Corp. Ltd v. Σενέκης (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1108, 1113).  Όμως, η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστάσεων. 

 

Εν προκειμένω, οι περιστάσεις υπήρξαν άκρως ιδιαίτερες.  Ο δικηγόρος, μετά την αποφυλάκιση του, λίγες μέρες προηγουμένως, παρέλειψε να εμφανιστεί κατά την προδικασία, αφήνοντας τους Εφεσείοντες εκτεθειμένους.  Την προηγούμενη της προδικασίας, είχε ενημερώσει τους Εφεσείοντες ότι δεν θα τους αντιπροσώπευε και οι Εφεσείοντες είχαν πρόθεση να τον αντικαταστήσουν και να διορίσουν άλλο δικηγόρο.  Όμως, δεν τους ενημέρωσε ότι δεν είχε πρόθεση να εμφανιστεί κατά την προδικασία.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, θα θεωρούσαμε ότι θα ήταν πρέπον να μην ταυτίσουμε τους Εφεσείοντες με τη συμπεριφορά του δικηγόρου τους και να επιτρέψουμε την επαναφορά της έφεσης.

 

Η Αίτηση εγκρίνεται και η έφεση επαναφέρεται.

 

€1.500 έξοδα της Αίτησης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης 1 και εναντίον των Εφεσείοντων.

 

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.



[1] Εφαρμόζονται δυνάμει του Καν.31 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023.

[2]   Η επιφύλαξη εισήχθη με τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό του 1998.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο