ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 79/2024)

                                                                                                            (i-justice)

 

29 Μαΐου, 2024

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤHΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΙΑΣΩΝΑ ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/04/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 163/2021

 

 

 

 

 Π. Χατζηπέτρου με Χρ. Σωτηρίου για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές με την παρούσα Αίτηση ζητούν άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο), ημερ. 30/4/2024, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής υπ’ αρ. 163/2021 και/ή το Διάταγμα παράδοσης κατοχής του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/3255, Φ/Σχ. 42/02Ε1, Τμήμα 0, Τεμ. 761, Τοποθεσία «ΑΜΜΙΕΣ ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ», Κοινότητα Λιοπετρίου, Αμμόχωστος (εφεξής το επίδικο ακίνητο), προς τους Ενάγοντες.

 

Επιπλέον, επιδιώκεται η έκδοση Διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της ως άνω Απόφασης και/ή του Διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση της Μελίνας Ιάσωνα Λαμπριανού, η οποία είναι η Εναγόμενη 1 στην Αγωγή υπ’ αρ. 163/2021 και πρώην σύζυγος του Εναγόμενου 2 στην εν λόγω Αγωγή.

 

Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε και συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση από τη Μελίνα Ιάσωνα Λαμπριανού, με την οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια πιστό αντίγραφο του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος της Αγωγής 163/2021 (Τεκμήριο 1 στη συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση), της Υπεράσπισης  και Ανταπαίτησης των Αιτητών (Τεκμήριο 2 στη συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση) και της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση των Εναγόντων (Τεκμήριο 3 στη συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση).

 

Προτού γίνει αναφορά στους λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη, για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των περιστατικών της υπόθεσης, η αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση των Αιτητών και όπως προκύπτουν από το σύνολο των τεκμηρίων (Τεκμήρια 1 και 2), τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω Ένορκη Δήλωση.

 

Στις 13/5/2021 καταχωρήθηκε με την ένδειξη ταχείας εκδίκασης η Αγωγή με αρ. 163/2021 από την Hellenic Bank Public Company Limited, η οποία στρεφόταν εναντίον της Μελίνας Ιάσωνα Λαμπριανού και του Κυριάκου Μιλτιάδους (Αιτητών στην υπό κρίση Αίτηση). Δια της Αγωγής τους οι Ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι οι Εναγόμενοι/Αιτητές ήταν παράνομοι επεμβασίες ακινήτου ιδιοκτησίας, στην οποία οι Ενάγοντες ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες και αξίωναν την παράδοση της ελεύθερης και κενής κατοχής του επίδικου ακινήτου, καθώς επίσης και ενδιάμεσα οφέλη.

 

Κατά το στάδιο ολοκλήρωσης των δικογράφων, οι δικηγόροι των Εναγόντων αιτήθηκαν όπως δοθούν οδηγίες για καταχώριση έγγραφης μαρτυρίας, εφόσον ήταν η θέση τους ότι επρόκειτο για υπόθεση η οποία έπρεπε να τύχει εκδίκασης με τη διαδικασία ταχείας εκδίκασης. Στο στάδιο εκείνο οι δικηγόροι των Αιτητών (Εναγομένων) προέβαλαν τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση.

 

Το Κατώτερο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές επί του δικαιοδοτικού ζητήματος που είχε εγερθεί, κατέληξε με την ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 31/10/2022 (Τεκμήριο 1 στην αρχική Ένορκη Δήλωση) ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την Αγωγή δεδομένης της αξίας της επίδικης διαφοράς. Μεταξύ άλλων, το Κατώτερο Δικαστήριο κατέληξε ότι η επίδικη αξία της διαφοράς  αφορούσε σε οφειλόμενα ενοίκια βάσει ενοικιαστικής αξίας η οποία καθορίστηκε με δήλωση του συνηγόρου των Εναγόντων, επισημαίνοντας παράλληλα, ότι η οπισθογράφηση της Αγωγής καθόριζε και την αξία της επίδικης διαφοράς «παρέχοντας έτσι καθ΄ύλην δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να εκδικάσει την υπόθεση», καθώς και ότι, σε περίπτωση που καταβαλλόταν από μέρους των Αιτητών (Εναγομένων) το ποσό των αιτούμενων εξόδων εντός 10 ημερών, η Αγωγή θα τερματιζόταν.

 

Στην τελική του Απόφαση, ημερ. 30/4/2024 (Τεκμήριο 2 στην αρχική Ένορκη Δήλωση), ενόψει της εκ νέου έγερσης του ζητήματος της δικαιοδοσίας, το Κατώτερο Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60[1], επισημαίνοντας ότι αυτό παρείχε εξουσία στο Δικαστήριο να εκδικάσει την υπόθεση, απέρριψε την αξίωση των Εναγόντων για οφειλόμενα ενοίκια ελλείψει μαρτυρίας περί ζημιάς και εξέδωσε Διάταγμα ανάκτησης κατοχής του επίδικου ακινήτου, με το οποίο διατάσσονταν οι Αιτητές όπως παραδώσουν στους Ενάγοντες ελεύθερη και κενή κατοχή του ακινήτου εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της Απόφασης του Δικαστηρίου.

 

Ως Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για θεραπεία, εξειδικεύονται, ουσιαστικά, οι ακόλουθοι:

 

─  Ενώ στην ενδιάμεση Απόφαση του, ημερ. 31/10/2022, το Κατώτερο Δικαστήριο είχε, μετά που ηγέρθηκε από πλευράς Αιτητών ζήτημα ως προς την καθ’ ύλην δικαιοδοσία του, αποφασίσει ότι είχε δικαιοδοσία να αποδώσει θεραπεία μόνο καθόσον αφορά τα διεκδικούμενα διαφυγόντα ενοίκια, εκδίδοντας την υπό έλεγχο Απόφαση του ημερ. 30/4/2024, ανέτρεψε ευθέως και ρητώς την προηγούμενη του Απόφαση, εκδίδοντας Διάταγμα ανάκτησης κατοχής του ακινήτου.

 

─  Το Κατώτερο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Εφετείο του ιδίου του εαυτού του, αναθεώρησε δική του προηγούμενη Απόφαση υπερβαίνοντας τοιουτοτρόπως τη δικαιοδοσία του.

 

Οι Αιτητές προβάλλουν ότι, ενώ με την ενδιάμεση Απόφαση του το Κατώτερο Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση μόνο καθόσον αφορά τη διεκδίκηση από τους Ενάγοντες οφειλόμενων ενοικίων, σε πλήρη αναίρεση των πιο πάνω ευρημάτων του, στην τελική του Απόφαση εξέδωσε Διάταγμα ανάκτησης κατοχής του ακινήτου το οποίο προηγουμένως είχε αναγνωρίσει ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει. Ήταν η θέση των Αιτητών ότι υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση υπέρβαση δικαιοδοσίας από πλευράς του Κατώτερου Δικαστηρίου, εφόσον αυτό αναθεώρησε δική του προηγούμενη Απόφαση σε σχέση με το δικαιοδοτικό ζήτημα. Όπως τέθηκε από τους Αιτητές, το Κατώτερο Δικαστήριο αποφαινόμενο με την ενδιάμεση του Απόφαση ότι δεν θα μπορούσε να εκδώσει Διάταγμα ανάκτησης κατοχής του ακινήτου και στην απουσία έφεσης από μέρους των Εναγόντων, οι οποίοι ούτως ή άλλως είχαν δηλώσει ότι η αξία της επίδικης διαφοράς ήταν τα οφειλόμενα ενοίκια, υπερέβη πασίδηλα τη δικαιοδοσία του.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών προώθησαν τους προαναφερθέντες λόγους με γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε συμφώνως των οδηγιών του Δικαστηρίου, την οποία υιοθέτησαν κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης.

 

Να υπενθυμίσω κατ’ αρχάς ότι σύμφωνα με πάγια και διαχρονική νομολογία τα Προνομιακά Διατάγματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση, εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των Κατώτερων Δικαστηρίων.

 

Άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος παρέχεται όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995)                    1 Α.Α.Δ. 692).

 

Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία, που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω κανόνας θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004)                 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993)                 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464 και Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ 116).

 

Η νομολογία σχετικά με τις περιπτώσεις συγκρουσιακών προνοιών ή αντιφατικότητα μεταξύ των αποφάσεων ισότιμων Δικαστηρίων, στην οποία έγινε αναφορά και από τους ευπαίδευτους συνήγορους των Αιτητών στη γραπτή αγόρευσή τους, είναι σαφής. Όπου ένα υφιστάμενο διάταγμα αναιρείται από άλλο ομοιόβαθμο Δικαστήριο αναμφίβολα προκύπτει ζήτημα υπέρβασης εξουσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Russell Ritchie κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ 639, είναι σχετικό:

 

«Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Γεώργιος Χατζηαλεξάνδρου (Αρ. 2) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366, το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί κάποιας μορφής υπέρβαση εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.

 

Η ίδια αρχή περί της σύγκρουσης των δύο διαταγμάτων και ο αναιρετικός χαρακτήρας του μεταγενέστερου διατάγματος, σημειώθηκε και στην υπόθεση RCK Sports Ltd (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571, όπου επίσης τονίστηκε ότι το δικαστήριο, εκδίδοντας το διάταγμα που αναιρούσε υφιστάμενο διάταγμα του ίδιου δικαστηρίου, ενήργησε με υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας.

 

Όπως σημειώνεται και στην υπόθεση Αντρέα ν. Takis D. Chamboulides Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 6, αφού οι αιτητές του δεύτερου διατάγματος γνώριζαν την ύπαρξη του ήδη εκδοθέντος συντηρητικού διατάγματος, αντιφατικού προς το διάταγμα που αξίωναν, η επιλογή τους ήταν ενσυνείδητη. Από την άλλη, η έκδοση του νέου αντιφατικού διατάγματος, θέτει την εταιρεία και τους συμβούλους της ενώπιον του διλήμματος σε ποιο από τα δύο διατάγματα να υπακούσουν, βρισκόμενοι έτσι, ούτως ή άλλως, αντιμέτωποι με τυχόν συνέπειες για παρακοή διατάγματος.»

 

 

Στην υπόθεση Γεώργιος Χατζηαλεξάνδρου (Αρ. 2) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366, το Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής: 

 

«Με έχει προβληματίσει έντονα η υπόθεση. Το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί είδος υπέρβασης εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.»

 

 

Όπως προκύπτει, το Κατώτερο Δικαστήριο με την ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 31/10/2022 κατέληξε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση δεδομένης της αξίας της επίδικης διαφοράς, όπως προέκυπτε από την οπισθογράφηση και η οποία αφορούσε στο ποσό των οφειλόμενων ενοικίων βάσει της ενοικιαστικής αξίας του επίδικου ακινήτου, η οποία καθορίστηκε από τους Ενάγοντες σε ποσό €525 μηνιαίως. Η πιο πάνω κατάληξη του έγινε χωρίς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν περιορίζετο στα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα ενοίκια, επισημαίνοντας ότι σε αυτή επιζητείτο συγχρόνως και η παράδοση του επίδικου ακινήτου.

 

Στην τελική του Απόφαση και, δεδομένης της εκ νέου έγερσης του ζητήματος της δικαιοδοσίας, το Κατώτερο Δικαστήριο, παραπέμποντας στο Άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, κατέληξε ότι μέσω αυτού του παρεχόταν η εξουσία να εκδικάσει την υπόθεση.

 

Ό,τι επομένως προκύπτει είναι ότι το Κατώτερο Δικαστήριο τόσο στο πλαίσιο της ενδιάμεσης Απόφασης του, όσο και στο πλαίσιο της Τελικής Απόφασης, κατέληξε ότι κέκτητο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση. Δεδομένου δε του γεγονότος ότι δεν υπήρξε διαφορετική κατάληξη ως προς το δικαιοδοτικό ζήτημα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για την ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου και μάλιστα εις τρόπον ώστε η μία να αναιρεί την άλλη. Το αν υπάρχει ή όχι ανάμεσα στις δύο Αποφάσεις που το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε  οποιαδήποτε διαφορά στο σκεπτικό επί τη βάσει του οποίου απεφάνθη ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, τούτο επ’ ουδενί λόγο συνιστά περίπτωση υπέρβασης δικαιοδοσίας.

 

Εξυπακούεται πως αν οι Αιτητές διαφωνούν με την ορθότητα της Τελικής Απόφασης και ειδικότερα με την κατάληξη του ως προς το ζήτημα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του μπορούν κάλλιστα να την προσβάλλουν με έφεση.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεν έχω ικανοποιηθεί ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα.

 

Ως εκ τούτου η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

            Δ.



[1] (3) Έκαστoς Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμoδιότητα vα ακoύει και vα απoφασίζει για-

(α) Οπoιαδήπoτε αγωγή στηv oπoία τo αμφισβητoύμεvo πoσό ή η αξία της επίδικης αιτίας δεv υπερβαίvει πρoκειμέvoυ περί Αvώτερoυ Επαρχιακoύ Δικαστή τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000,00) και πρoκειμέvoυ περί Επαρχιακoύ Δικαστή τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000,00).

(β) Οπoιαδήπoτε αγωγή για τηv αvάληψη κατoχής oπoιασδήπoτε ακίvητης ιδιoκτησίας, ή oπoιαδήπoτε αγωγή βασιζόμεvη σε αδικoπραξία πoυ διαπράχθηκε σε σχέση με ακίvητη ιδιoκτησία στηv oπoία η αξιoύμεvη θεραπεία περιλαμβάvει έκδoση απαγoρευτικoύ διατάγματoς και στηv oπoία δεv αμφισβητείται o τίτλoς της ακίvητης ιδιoκτησίας, χωρίς vα λαμβάvεται υπόψη ότι λόγω της αξίας της επίδικης ακίvητης ιδιoκτησίας, η αγωγή δε θα ήταv της αρμoδιότητας Αvώτερoυ Επαρχιακoύ Δικαστή ή Επαρχιακoύ Δικαστή,  σύμφωvα με τις πρόvoιες της παραγράφoυ (α) τoυ παρόvτoς εδαφίoυ:[….]

(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο