ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε37/2017

 

28 Μαΐου, 2024

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

GRAND FUTUR VII HOLDINGS LTD

Εφεσείοντες/Μεσεγγυούχοι

ΚΑI

 

CHEESELINE LTD

Εφεσίβλητοι/Αιτητές

ΚΑΙ

1.  BELLAPAIS SUPPLIERS LIMITED

                                     2.  ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                                     3.  ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Καθ’  ων η Αίτηση

-----------------------------

Κων/νος Δαμιανός για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες

Π. Σπανός, για Μάρκο Π. Σπανό & Σία, για Εφεσίβλητους

------------------

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Στις 14.12.2012, εκδόθηκε τελική απόφαση υπέρ των εναγόντων, εφεσιβλήτων και εναντίον των εναγομένων 1,2 και 3, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για το ποσό  των €119.534,62, πλέον τόκο και έξοδα, στην αγωγή αρ. 5292/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Η εκτέλεση της, εξαιρουμένων των εξόδων, αναστάληκε για ένα χρόνο. Εκδοθείσας της απόφασης, ως ανωτέρω, οι εναγόμενοι κατέστησαν εξ αποφάσεως οφειλέτες, έναντι των εναγόντων, εφεσιβλήτων. Του εν λόγω ποσού και των τόκων μη πληρωθέντων, όταν τούτο κατέστη πληρωτέο, οι εφεσίβλητοι, ως εξ αποφάσεως πιστωτές,  προχώρησαν στην έκδοση εντάλματος κατάσχεσης περιουσίας εις χείρας τρίτου, ήτοι εντάλματος μεσεγγύησης, κατά του επιλεγόμενου μεσεγγυούχου.  Εν προκειμένω, τη θέση αυτή προσέλαβε συγκεκριμένη εταιρεία, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, ήτοι οι μεσεγγυούχοι νυν εφεσείοντες. 

 

Στο σημείο αυτό, να αναφερθεί ότι αίτηση από εξ αποφάσεως πιστωτή, για την έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης, προς το σκοπό είσπραξης του λαβείν του, υποβάλλεται κατ’ επίκληση του άρθρου 73 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.  Η διαδικασία για την άσκηση της, εν λόγω, εξουσίας, προβλέπεται στα λοιπά άρθρα 74 έως 81 του εν λόγω νόμου και στη Δ.43, των εφαρμοζομένων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, ενέκρινε δια κλήσεως αίτηση των εφεσιβλήτων, η οποία είχε υποβληθεί στη βάση των πιο πάνω διατάξεων και απευθυνόταν, ειδικά, κατά των εναγομένων 1, εξ αποφάσεως οφειλετών στην αγωγή, καθώς, επίσης, κατά των εφεσειόντων, μεσεγγυούχων.  Στη διαδικασία που ακολούθησε, πρόβαλαν ένσταση μόνο οι εφεσείοντες.

 

Τα γεγονότα που παρατίθενται πιο πάνω, δεν είναι υπό αμφισβήτηση, όπως ούτε και ό,τι θα αναφερθεί, σχετικά, στη συνέχεια.  Αυτά, αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι εφεσείοντες προσέλαβαν την ιδιότητα του μεσεγγυούχου.  Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι 1, με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 27.4.2012, (η αρχική συμφωνία), πώλησαν στους εφεσείοντες ένα ακίνητό τους,  το οποίο βρίσκεται στη Λεμεσό. Τούτο, συνέβηκε μερικούς μήνες πριν από την έκδοση της υπό αναφορά απόφασης στις 14.12.2012.  Τοιουτοτρόπως, οι εναγόμενοι 1 είχαν να λαμβάνουν από τους εφεσείοντες, αγοραστές του ακινήτου, το τίμημα πώλησης που ανερχόταν στο συμφωνηθέν  ποσό των €3.100.000.-, πληρωτέο με δόσεις. Για την ακρίβεια, μέρος αυτού πληρώθηκε κατά την υπογραφή της συμφωνίας. Το υπόλοιπο, €1.840.000.- θα πληρωνόταν με τρεις ισόποσες ετήσιες δόσεις.  Με την καταβολή της τελευταίας δόσης, οι εναγόμενοι 1 συμφώνησαν  να προβούν στη μεταβίβαση του ακινήτου στους εφεσείοντες, ελεύθερο κάθε υποθήκης ή άλλων επιβαρύνσεων, χρεών ή δικαιωμάτων τρίτων προσώπων, («free of any mortgages or other incumbrances, debts or third-party rights whatsoever», (όρος 5(β)).  Επιπρόσθετα, τα εν λόγω μέρη συμφώνησαν ότι οι δόσεις θα κατατίθεντο από τους εφεσείοντες, απευθείας στους δανειστές, των εναγομένων 1, προς εξόφληση των  χρεών των τελευταίων, τα οποία ήταν εξασφαλισμένα με υποθήκες και άλλες επιβαρύνσεις, (όρος 5(δ)). Ο πιο πάνω όρος, συνεπάγετο την πληρωμή ποσού €1.200.000.-. για το οποίο το ακίνητο  ήταν βεβαρυμένο, ως ανωτέρω, προς όφελος τραπεζών, όπως οι εναγόμενοι 1 δήλωναν στο προοίμιο της αρχικής συμφωνίας. 

 

Λόγω του κουρέματος των καταθέσεων, που επεσυνέβη το Μάρτιο του 2013, τα πιο πάνω συμβαλλόμενα μέρη συνήψαν, μεταξύ τους, στις 29.3.2013 και μια δεύτερη συμφωνία, συμπληρωματική, (supplemental), όπως την αποκάλεσαν. Με αυτή, τροποποίησαν τον τρόπο πληρωμής του πιο πάνω υπολοίπου, επεκτείνοντας το χρόνο προς τούτο.  Επιπρόσθετα, τα μέρη συμφώνησαν, στον όρο 4 της τελευταίας συμφωνίας, ότι οι λοιποί όροι της αρχικής συμφωνίας θα παρέμεναν σε ισχύ, (All other terms and conditions of the Agreement remain in full force and effect.).  Κατά τα λοιπά, αποτελεί κοινό τόπο ότι, οι δύο συμφωνίες θα διαβάζονταν μαζί, ως μία.  Στη βάση, λοιπόν, των όρων της συμπληρωματικής συμφωνίας, το υπόλοιπο του τιμήματος  εκ ποσού, €1.795.000.- (δηλαδή €1.840.000 - €45.000= €1.795.000.-, αφού ποσό €45.000.- είχε ήδη πληρωθεί στις 9.10.2012), θα πληρωνόταν και πάλι σε ετήσια βάση, με μικρότερες, όμως, δόσεις.  Η πρώτη,  εκ ποσού €250.000.-, θα πληρωνόταν στις 30.4.2013 και οι υπόλοιπες εκ ποσού €200.000.- η κάθε μία, την 30η Απριλίου κάθε επόμενου έτους, μέχρι εξοφλήσεως, περιλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων. 

 

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσείοντες, δεδομένων των προαναφερθέντων όρων πώλησης του ακινήτου, σε συνάρτηση με τους όρους πληρωμής του υπολοίπου του τιμήματος, εισηγήθηκαν ότι η περίπτωση τους δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 73 του Νόμου, Κεφ. 6.  Η θέση τους, συναφώς, δεν έγινε δεκτή.   Με την παρούσα έφεση, επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, διά της αμφισβήτησης της ορθότητας των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, αναφορικά με επιμέρους λόγους που είχαν προβάλει πρωτοδίκως, στο πλαίσιο της ένστασης τους και απορρίφθηκαν.  Η προσπάθεια αυτή επιχειρείται με ευάριθμους λόγους έφεσης.

 

Οι εφεσείοντες, στη βάση των προαναφερθέντων λόγων, εισηγούνται, κατ’ αρχάς, ότι το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία από την οποία να προέκυπτε ότι το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς του ακινήτου, εκ ποσού, €1.795.000.- αρκούσε για να εξοφλείτο το ποσό του €1.200.000.- και οι δεδουλευμένοι τόκοι τους οποίους οι εναγόμενοι 1 όφειλαν στους δανειστές τους.  Επιπρόσθετα, εισηγούνται ότι το Δικαστήριο, εκδίδοντας το διάταγμα μεσεγγύησης, παραγνώρισε τα δικαιώματα τους, όπως αυτά προβλέπονταν από τους όρους των προαναφερθεισών  συμφωνιών.  Ειδικά, τη δυνατότητα που αυτοί τους παρείχαν να εξοφλούσαν τους δανειστές των εναγομένων 1, ώστε να αποκτούσαν το ακίνητο ελεύθερο υποθηκών και επιβαρύνσεων. Τούτο δε όπως επίσης, αναφέρουν, «για τον απλό λόγο ότι το Διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να υπάρχει πρόνοια ότι η πληρωμή προς τους Εφεσίβλητους από τους Εφεσείοντες, δυνάμει του Διατάγματος, θα ικανοποιήσει, χωρίς άλλο, τις συμβατικές υποχρεώσεις των Εφεσιβλήτων με τέτοιο τρόπο που οι Εφεσείοντες θα δικαιούνται να αιτηθούν διατάγματος ειδικής εκτέλεσης.» Οι συνήγοροι, από την πλευρά των εφεσιβλήτων, ουσιαστικά, εισηγούνται ότι η ικανοποίηση του διατάγματος μεσεγγύησης που εξέδωσε το Δικαστήριο, δε θα προκαλούσε οποιαδήποτε δυσχέρεια στην εκπλήρωση των όρων των εν λόγω συμφωνιών από τα συμβαλλόμενα μέρη σε αυτές και δη από τους εφεσείοντες.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, αντίστοιχων θέσεων των μερών, σημειώνεται, κατ’ αρχάς, ότι οι εφεσείοντες, δεν αμφισβήτησαν ότι οι εναγόμενοι 1 είχαν συμφέρον στο τίμημα που αυτοί συμφώνησαν να τους καταβάλλουν, ως οι αγοραστές του ακινήτου, προϋπόθεση την οποία θέτει το άρθρο 73 του Νόμου, Κεφ. 6, για την έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης, (βλ. Carna Plants Ltd v. Masalcha & Others (1990) 1 Α.Α.Δ. 28).  Τα γεγονότα, καταδεικνύουν ότι πρόκειται για κλασσική, μάλιστα, περίπτωση, σε σχέση με την οποία δικαιολογείτο η επίκληση από τους εφεσίβλητους, εξ αποφάσεως πιστωτές, των προνοιών του άρθρου 73 ανωτέρω.  To άρθρο αυτό προβλέπει ότι:

«73. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των άρθρων 82 και 87 του Μέρους VIII, όταν ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρο (is beneficially interested) σε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, που τελούν υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο τρίτου προσώπου στη Δημοκρατία ή όταν το τρίτο αυτό πρόσωπο είναι οφειλέτης του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους δύναται να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη δικαστική απόφαση με αίτηση του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου με το οποίο το τρίτο αυτό πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και εξεταστεί σχετικά με την ιδιοκτησία που έχει στα χέρια του και η οποία αναφέρεται στο ένταλμα, και με το οποίο διατάσσεται να μην παραιτηθεί εν τω μεταξύ από τη φύλαξη αυτής.»

 

Οι εναγόμενοι 1, λοιπόν, με την υπογραφή της αρχικής συμφωνίας πώλησης του ακινήτου, απέκτησαν συμφέρον στο ποσό των €3.100.000.  Συγχρόνως, οι εφεσείοντες, ως οι αγοραστές, κατέστησαν οφειλέτες έναντι των εναγομένων 1 για το πιο πάνω ποσό, έστω και αν η πληρωμή μέρους αυτού, ήτοι €1.795.000.-, αναβλήθηκε για να γίνει με ετήσιες δόσεις.  Οι συνέπειες της πιο πάνω συμβατικής σχέσης αναφέρεται στο απόσπασμα που ακολουθεί, από το σύγγραμμα The Supreme Court Practice – 1982, να έχουν ως εξής:   «But the distinction must be borne in mind between the case where there is an existing debt, payment whereof is deferred, and the case where both the debt and its payment rest in the future.  In the former case there is an attachable debt, in the latter case there is not.”.  Εν προκειμένω, η πιο πάνω διευθέτηση δεν απάλλαξε, ασφαλώς, τους εφεσείοντες από την ιδιότητα τους, ως οι οφειλέτες των εναγομένων 1.   Οι τελευταίοι δε, ως εξ αποφάσεως οφειλέτες έναντι των εφεσιβλήτων για ποσό €119.534,62.- πλέον τόκους, μετά και την υπογραφή της συμπληρωματικής συμφωνίας, είχαν να λαμβάνουν από τους εφεσείοντες, μεσεγγυούχους, ποσό €1.795.000.-, πληρωτέο σε ισόποσες, ετήσιες δόσεις. Μέρος του ποσού αυτού ανερχόμενου σε €1.200.000.- υποχρεούντο, με βάση τις εν λόγω συμφωνίες, να το καταβάλουν στους δανειστές των εναγομένων 1, προς άρση των υποθηκών και λοιπών βαρών, που υπήρχαν επί του ακινήτου. Τούτο, προκειμένου οι εφεσείοντες να λάμβαναν το πωληθέν ακίνητο, κατά τη μεταβίβασή του, σ’  αυτούς, ελεύθερο κάθε επιβαρύνσεως. 

 

Η μαρτυρία, σε σχέση με τα υπό εξέταση θέματα, προήλθε αποκλειστικά, από τους εφεσείοντες. Είναι οι πωλητήριες συμφωνίες, δηλαδή η αρχική και η συμπληρωματική, τις οποίες αυτοί κατέθεσαν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένστασης τους.  Δεν προσκόμισαν κάποια άλλη μαρτυρία αναφορικά με το ύψος των τελευταίων οφειλών τους, προς τους δανειστές τους.  Εμφανώς, οι αριθμοί ομιλούν αφ’  εαυτών.  Το τίμημα πώλησης ήταν €3.100.000.  Τούτο, με την υπογραφή της κύριας συμφωνίας, έλαβε τη μορφή άμεσης οφειλής προς τους εναγομένους 1.  Οφειλόταν από τους εφεσείοντες ως οι αγοραστές του ακινήτου.  Ωστόσο, με βάση τους όρους της συμπληρωματικής συμφωνίας, που παρατίθενται, πιο πάνω, η καταβολή του αναστάληκε, προκειμένου να πληρωνόταν με δόσεις.  Με την καταβολή  στους δανειστές των εναγομένων 1 του ποσού του €1.200.000.-, θα παρέμενε υπόλοιπο €595.000.-, (€1.795.000 - €1.200.000=€595.000.-), για πληρωμή  στους ιδίους, προς εξόφληση του τιμήματος πώλησης.  Εμφανώς, πρόκειται για πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που οι εφεσείοντες, ως μεσεγγυούχοι, έπρεπε να πληρώσουν στους εφεσίβλητους, με βάση το ένταλμα μεσεγγύησης, δηλαδή €119.534,62.-, πλέον τόκους. Επομένως, το Δικαστήριο, ορθώς, εξέδωσε το εν λόγω ένταλμα.  Με τις κατάλληλες οδηγίες για την εκτέλεση του, οι εφεσείοντες δεν θα εμποδίζονταν να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα με τους εναγόμενους 1, όσον αφορά τις μεταξύ τους συμφωνίες πώλησης του ακινήτου. 

 

Ακριβώς, το Δικαστήριο, με το διάταγμα μεσεγγύησης που εξέδωσε, προέβλεψε για το χρόνο πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους.  Συγκεκριμένα, διέταξε όπως αυτό πληρωθεί με το πέρας της καταβολής του ποσού του €1.200.000 προς τους δανειστές των εναγομένων 1 και την απαλλαγή του πωληθέντος ακινήτου από τις υποθήκες και τα άλλα εμπράγματα βάρη.  Τούτο, βασικά, είναι ό,τι ενδιάφερε τους εφεσείοντες, ως μεσεγγυούχους, όπως έχει ήδη προαναφερθεί.  Το Δικαστήριο δε, εκδίδοντας το διάταγμα μεσεγγύησης, τόνισε ότι αυτό θα αφορούσε μελλοντικές δόσεις, επισημαίνοντας ότι, «το διάταγμα θα ενεργοποιείται όταν οι δόσεις αυτές καθίστανται πληρωτέες».  Η απόφαση και το διάταγμα, σχετικά, του Δικαστηρίου, ουδόλως επηρέασαν τη συμβατική σχέση που προέκυψε από τις υπό αναφορά πωλητήριες συμφωνίες, σε οποιαδήποτε πτυχή τους. Οπωσδήποτε, δε θα εμπόδιζε τους εφεσείοντες να αιτηθούν, με την εξόφληση του τιμήματος, εφόσον τούτο θα ήταν αναγκαίο, την ειδική εκτέλεση των συμφωνιών, προσφεύγοντας στο δικαστήριο για τον σκοπό αυτό.   Κατά συνέπεια, η απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνεται ορθή.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €5.000.- πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                             Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο