ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2024)

 

14 Ιουνίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.38/2024

 

ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Μ. Β. Α.Δ.Τ. [   ] ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 1ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΝΟΜΟΥ ΑΡ.94(Ι), ΑΡΘΡΟ 79(3)

 

____________________

 

 

Θ. Αθανασίου και Σ. Παπαγεωργίου για Θανάσης Μ. Αθανασίου Δ.Ε.Π.Ε. και Δημήτρης Τσολακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, να μην της χορηγήσει άδεια για να καταχωρίσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας της κατοικίας της, ημερ.1.2.2024, που είχε εκδοθεί από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο.

 

Με το λόγο έφεσης 1 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος, εφόσον ο όρκος και η πληροφορία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου «ήτο κενού περιεχομένου και/ή ελλιπές».

 

Η διερεύνηση αφορούσε αριθμό αδικημάτων κατά παράβαση του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν.94(Ι)/2004, του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004, Ν.91(Ι)/2004 και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000.

 

Το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 79(3) του Ν.94(Ι)/2004, το οποίο προνοεί ότι:

 

«Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου ή οποιασδήποτε άλλης εξουσίας που παρέχεται από την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία, όταν δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση οποιουδήποτε εξουσιοδοτημένου λειτουργού ότι υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι σε οίκημα, περιλαμβανομένης της κατοικίας, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα που προνοείται στην τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή ότι θα ανευρεθεί απόδειξη διάπραξης ή πιθανής διάπραξης τέτοιου αδικήματος, τότε ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί το λειτουργό αυτό ή κάθε άλλο κατονομαζόμενο στο ένταλμα πρόσωπο να εισέλθει και ερευνήσει το κατονομαζόμενο στο ένταλμα οίκημα, περιλαμβανομένης της κατοικίας».

 

 

Οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο για την έκδοση εντάλματος έρευνας, «εύλογη υποψία να πιστεύεται», δεν διαφέρουν από τις πολυσυζητημένες τελευταίως προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, που περικλείονται στη φράση «εύλογη αιτία να πιστεύεται», εν προκειμένω, ότι στο χώρο που το ένταλμα εξουσιοδοτούσε να ερευνηθεί θα ανευρίσκονταν τα αναφερόμενα αντικείμενα.

 

Στον όρκο που υποστήριζε την αίτηση του Τμήματος Τελωνείων αναφερόταν ότι:

 

«Το Τμήμα Τελωνείων βρίσκεται σε συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την Κυπριακή Αστυνομία, αναφορικά με τα θέματα λαθρεμπορίου.  Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, λήφθηκε πληροφορία στις αρχές Ιανουαρίου 2024, από το ΟΠΕ  Λευκωσίας, στην οποία αναφέρεται ότι ο κος [Α.Κ.] ΑΔΤ. […], ο οποίος διαμένει στην οδό […], προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες αδασμοαφορολόγητα καπνικά προϊόντα από τις κατεχόμενες περιοχές και τα αποθηκεύει στην οικία  και αποθηκευτικούς χώρους της οικίας, της κας [αναφέρεται το όνομα της Εφεσείουσας] με αριθμό δελτίου ταυτότητας […], που βρίσκεται στην οδό […] Λευκωσία.  Η εν λόγω οικία βρίσκεται σε αδιέξοδο και εκεί σύμφωνα με την πληροφορία, καθημερινά μεταβαίνουν άτομα τα οποία αγοράζουν τα αδασμοαφορολόγητα καπνικά προϊόντα κυρίως κούτες με τσιγάρα.»

 

 

 

    Το ένταλμα ζητήθηκε και εκδόθηκε:

 

 

«... με σκοπό την ανεύρεση και κατάσχεση καπνικών ή άλλων προϊόντων που προέρχονται από τις κατεχόμενες περιοχές και ενδεχομένως αποκρύπτονται εκεί από το εν λόγω πρόσωπο καθώς επίσης και τιμολόγια, παραγγελίες, σχετική αλληλογραφία, αποδείξεις πληρωμών, αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία, σε μηχανογραφημένη ή άλλη μορφή, καθώς και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.»

 

 

 

    Ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου είχε τεθεί και η ίδια η πληροφορία την οποία είχε λάβει το Τμήμα Τελωνείων από τον ΟΠΕ Λευκωσίας.  Το καταγράφει ο Δικαστής στο ένταλμα που εξέδωσε.  Η πληροφορία είχε διαβιβαστεί με ηλεκτρονικό μήνυμα που εκτυπώθηκε και το έγγραφο τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου.  Το περιεχόμενο της ήταν ότι:

 

«Διαβιβάστηκε πληροφορία ημερομ.2/1/2024 κοντά μας που αναφέρει ότι ο [Α.Κ.] ΔΤ[…] […], αποθηκεύει αδασμολόγητα καπνικά προϊόντα σε μικρή αποθήκη οικίας στην οδό […], οικία όπου διαμένει η [αναφέρεται το όνομα της Εφεσείουσας] ΔΤ […].  Σύμφωνα με την πληροφορία, πιθανό να υπάρχει συμφωνία με την ίδια και τον [Α.Κ.] για να χρησιμοποιεί την αποθήκη της εν λόγω κατοικίας.  Η κατοικία βρίσκεται σε αδιέξοδο και η αποθήκη στο πίσω μέρος της οικίας στην οδό […] και καθημερινά ως αναφέρει η πληροφορία μεταβαίνουν άτομα για αγορά καπνικών προϊόντων κυρίως κούτες τσιγάρων.»

 

    Η μαρτυρία η οποία συνέθετε την πληροφορία  δεν τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου.  Ενδεχομένως, ούτε το Τμήμα Τελωνείων, που αιτήθηκε την έκδοση του εντάλματος, την είχε υπόψη του, εκτός και αν είχε κάποια περαιτέρω ενημέρωση από την Αστυνομία την οποία, σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε έθεσε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

    Στη Μ.Θ., Πολ. Αίτ. Αρ.90/2024, ημερ.3.6.2024, στην οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, αναδεικνύεται η διαφορά μεταξύ της παράθεσης μαρτυρίας, στη βάση της οποίας μπορεί να θεμελιωθεί «εύλογη αιτία να πιστεύεται» και της αναφοράς σε πληροφορία, απογυμνωμένης από στοιχεία μαρτυρίας, η οποία εξ αντικειμένου δεν μπορεί να τεκμηριώσει «εύλογη αιτία να πιστεύεται».  Είχε αναφερθεί ότι:

 

«Είναι ορθή η θέση του Αιτητή ότι η πληροφορία, τουλάχιστο με τον τρόπο που τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν συνιστούσε μαρτυρία για την εμπλοκή του.  Ό,τι μεταφέρθηκε στο κατώτερο Δικαστήριο συνιστούσε τη γνώμη ή εκτίμηση του πληροφοριοδότη, που μπορεί να βασιζόταν σε δική του παρατήρηση στο χώρο του εγκλήματος, να ήταν δηλαδή ο ίδιος ο πληροφοριοδότης αυτόπτης μάρτυρας, σε ομολογία του Αιτητή προς τον ίδιο ή σε μαρτυρία που δόθηκε στον πληροφοριοδότη από άλλο πρόσωπο που ήταν παρόν στη σκηνή του εγκλήματος ή γνώριζε διαφορετικά.  Μπορεί όμως η γνώμη ή εκτίμηση του πληροφοριοδότη της Αστυνομίας να μην είχε τέτοια βάση.  Επομένως, δεν μπορούσε να της αποδοθεί μαρτυρική αξία από το κατώτερο Δικαστήριο.»   

    Καταλήγουμε ότι εγειρόταν εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ότι το υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκές, ουσιαστικά ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να μπορούσε να τεκμηριώσει «εύλογη υποψία να πιστεύεται» ότι στην κατοικία της Αιτήτριας θα ανευρίσκονταν τα αναφερόμενα αντικείμενα, έτσι ώστε να μπορούσε να εκδοθεί ένταλμα για την έρευνα της.   

 

    Όπως εξηγείται στην Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 221, με αναφορά στην εύλογη υποψία για τη διάπραξη του αδικήματος από τον ύποπτο, που απαιτείται για την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του, η δικαστική έρευνα πρέπει να φέρνει «σε φως γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα για την ύπαρξη της απαραίτητης εύλογης υπόνοιας».  Όταν απουσιάζουν, το ζήτημα «δεν είναι ούτε κακή εφαρμογή του νόμου, ούτε κακή εκτίμηση των γεγονότων ή της μαρτυρίας, ούτε κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Αντιμετωπίζουμε αποκλειστικά περίπτωση μη εκπλήρωσης ρητής προϋπόθεσης για την άσκηση της νομοθετικά παρεχόμενης στο Δικαστήριο δικαιοδοσίας για την έκδοση του επίδικου εντάλματος».  Πρόκειται δηλαδή για περίπτωση υπέρβασης εξουσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα.  Επομένως, στοιχειοθετούνταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της σχετικής άδειας.  

 

    Ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.

 

    Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ότι η έκδοση του εντάλματος ήταν αναγκαία.  Το ζήτημα της μη τεκμηρίωσης αναγκαιότητας για την έκδοση του εντάλματος προωθείται αυτοτελώς, ανεξάρτητα δηλαδή από το εγειρόμενο με το λόγο έφεσης 1 ζήτημα.  Εδράζεται στην απουσία χρονικού προσδιορισμού «ως προς το πότε ο πληροφοριοδότης «έλαβε γνώση» για τα όσα πληροφόρησε τις αρχές».

 

    Υπέδειξε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας ότι ενώ η Αστυνομία έλαβε την πληροφορία την 2.1.2024, την διαβίβασε στο Τμήμα Τελωνείων την 12.1.2024 και η αίτηση για την έκδοση του εντάλματος έρευνας υποβλήθηκε μόλις την 1.2.2024, ουσιαστικά ένα ολόκληρο μήνα μετά την λήψη της πληροφορίας.

 

    Στην πληροφορία αναφερόταν ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο «αποθηκεύει» στην αναφερόμενη αποθήκη.  Γινόταν και αναφορά σε πιθανή συμφωνία μεταξύ του συγκεκριμένου προσώπου και της Εφεσείουσας για τη χρήση της αποθήκης της.  Η εύλογη εντύπωση που δημιουργείτο ήταν ότι επρόκειτο για μια διαρκή κατάσταση και όχι μια πρόσκαιρη αποθήκευση, που θα καθιστούσε την έρευνα μάταιη και επομένως όχι αναγκαία, αν δεν επραγματοποιείτο σύντομα μετά τη λήψη της πληροφορίας.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

    Η έφεση επιτυγχάνει.

 

    Παρέχεται κατ’ ακολουθίαν άδεια στην Εφεσείουσα να καταχωρήσει αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας της κατοικίας της, για το λόγο ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, εφόσον δεν είχε τεθεί ενώπιον του μαρτυρία η οποία να μπορούσε να τεκμηριώσει «εύλογη υποψία να πιστεύεται» ότι στην κατοικία της Εφεσείουσας θα ανευρίσκονταν τα αναφερόμενα αντικείμενα

 

    Η αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε πέντε μέρες και να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.  Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες σε συνεννόηση με τον αδελφό Δικαστή που θα την εκδικάσει

     Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας η οποία έχει προηγηθεί, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, και θα είναι ανακτήσιμα μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης με κλήση.

 

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

 

 

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο