ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12/2016)

 

6 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,  ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΦΟΙΒΟΣ ΜΑΡΔΑΠΙΤΤΑΣ

Εφεσείων

ν.

 

1.    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ

2.    ΜΑΡΙΑΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ

Εφεσίβλητων

 

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22/06/2021

 

1.  ΑΘΗΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,  2. ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΤΟΒΑΝΗ, 3. ΑΝΝΑ ΔΟΥΚΑΝΑΡΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΦΟΙΒΟΥ ΜΑΡΔΑΠΙΤΤΑ

Εφεσείουσες

ν.

 

1.    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ

2.    ΜΑΡΙΑΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ

Εφεσίβλητων

_________________

Αντώνης Α. Παπαλλής για Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.

Γιώργος Τσαρδελής για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:-  H παρούσα διαφορά παραπέμπει σε χρόνο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974. Ο Φοίβος Μαρδαπίττας με αγωγή που καταχώρισε το 2010, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου, εναντίον δύο τέκνων του Κλεάνθη Χριστοφίδη (ο οποίος κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής είχε ήδη τελευτήσει), αξίωσε θεραπείες σε σχέση με συμβάσεις πώλησης τεμαχίων/οικοπέδων, στο κατεχόμενο χωριό Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου, που καταρτίσθηκαν, ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, μεταξύ του ιδίου και του Κλεάνθη Χριστοφίδη, στις 25.5.1972 και 16.8.1972. Δυστυχώς, ο πανδαμάτωρ χρόνος ενίκησε και τον ενάγοντα, αφού στις 26.10.2020 και αυτός ετελεύτησε, εξού και στον τίτλο της εφέσεως εμφαίνονται τώρα οι διαχειρίστριες της περιουσίας του. 

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης, ο ενάγων είχε αγοράσει από τον Κλεάνθη Χριστοφίδη τα πιο πάνω τεμάχια/οικόπεδα δυνάμει των πιο πάνω συμβάσεων, καταβάλλοντας, ως καταγράφεται, «το συμφωνημένο αντίτιμο πλην του ποσού των Λ.Κ.3.700». Για το κατ΄ ισχυρισμόν υπόλοιπο του τιμήματος, ο ενάγων είχε δικογραφήσει πως είχε «παραχωρήσει πριν από την τουρκική εισβολή, μεταχρονολογημένη επιταγή πληρωτέα την 2.10.1974 προς πλήρη εξόφληση. Εξαιτίας της τουρκικής εισβολής και των γεγονότων που ακολούθησαν αυτή, η εν λόγω επιταγή δεν κατέστη δυνατόν να πληρωθεί».

 

Στην Έκθεση Απαίτησης καταγράφεται ακόμη πως μετά από έρευνα που διεξήχθη από τον ενάγοντα στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, διαπιστώθηκε ότι τα εν λόγω τεμάχια/οικόπεδα «αδικαιολόγητα και/ή άνευ δικαιώματος, είναι δηλωμένα ή/και μεταβιβασμένα δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα τους επ΄ ονόματι των εναγομένων και πιο συγκεκριμένα τα οικόπεδα με αριθμούς 85.4 και 85.6 επ΄ ονόματι του εναγομένου 1 και τα οικόπεδα με αριθμούς 85.7 και 202/5/1/11 επ΄ ονόματι της εναγομένης 2».

 

Για τις ενέργειες του ενάγοντα, λίγους μήνες πριν από την καταχώριση της αγωγής, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί την παρ. 8 της Έκθεσης Απαίτησης: 

«Εξαιτίας του εν λόγω γεγονότος, κατά ή περί τα μέσα Μαίου 2010, ο ενάγων επισκέφθηκε την κ. Αρτεμισία Κλεάνθη Χριστοφίδη, σύζυγο του Κλεάνθη Χριστοφίδη και μητέρα των εναγομένων, στην οικία της στο Συνοικισμό ΑΗΚ Α΄ με σκοπό να συζητήσουν σχετικά με το θέμα της αγοραπωλησίας των εν λόγω οικοπέδων. Στην εν λόγω συνάντησή τους, η Αρτεμισία Κλεάνθη Χριστοφίδη επιβεβαίωσε στον ενάγοντα ότι όντως ο σύζυγος της του πώλησε τα εν λόγω τέσσερα οικόπεδα. Επιπλέον επιβεβαίωσε και την αποπληρωμή από τον ενάγοντα όλου του οφειλόμενου χρηματικού ποσού, με την έκδοση επιταγής από τον τελευταίο, καθώς και το γεγονός ότι ο σύζυγός της εξέδωσε επ΄ ονόματι του ενάγοντα εξοφλητική απόδειξη. Αναφορικά με το ποσό των Λ.Κ.3.700 για το οποίο ο ενάγων εξέδωσε επιταγή η οποία δεν πληρώθηκε εξαιτίας της τουρκικής εισβολής, ο ενάγων κατέστησε σαφές στην Αρτεμισία Κλεάνθη Χριστοφίδη ότι ήταν και είναι πρόθυμος να εκπληρώσει τις δικές του υποχρεώσεις δυνάμει της συμφωνίας πώλησης που συνήψε με τον Κλεάνθη Χριστοφίδη καταβάλλοντας εντόκως το υπόλοιπο χρηματικό ποσό, ταυτόχρονα με την επ΄ ονόματί του μεταβίβαση των ως άνω οικοπέδων. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, η κ. Αρτεμισία Κλεάνθη Χριστοφίδη ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι δεν μπορεί να του προσφέρει οποιαδήποτε επιπλέον βοήθεια και προέτρεψε τον τελευταίο όπως επικοινωνήσει με τον υιό της, εναγόμενο 1 και του παραχώρησε τον αριθμό τηλεφώνου του.»

   

 

Αδυνατούμε να αντιληφθούμε γιατί ήταν ουσιώδη τα πιο πάνω γεγονότα και μαρτυρία (η οποία θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί), αφού η Αρτεμισία Κλεάνθη Χριστοφίδη ουδεμία συμβατική σχέση είχε με τον ενάγοντα.

 

Εν κατακλείδι, ο ενάγων είχε αξιώσει διάταγμα με το οποίο να ακυρώνονται οι μεταβιβάσεις των πιο πάνω τεμαχίων/οικοπέδων στα τέκνα του αντισυμβαλλόμενου του και διάταγμα με το οποίο να εγγράφονται στον ίδιο. Διαζευκτικά και/ή επιπρόσθετα, αξίωσε εναντίον των τέκνων αποζημιώσεις ύψους €500.000, αφού σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, «Η σημερινή αξία-τρέχουσα τιμή των εν λόγω ακινήτων ανέρχεται στα €500.000». 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και αξιολόγησε μάρτυρες, δέκα τον αριθμό, και αφού έθεσε ενώπιον του και το περιεχόμενο  τεκμηρίων, δεκαέξι τον αριθμό, απέρριψε την αγωγή. Παραθέτουμε αυτολεξεί το μέρος της απόφασης του που αφορά στους λόγους απόρριψης:

 

«…. Ενόψει της υπογραφής των δύο γραπτών συμβάσεων στις 25/05/1972 και 16/08/1972, του θανάτου του πατέρα των Εναγομένων 1 και 2 το 2007 και καταχώρησης της αγωγής το 2010, η καθυστέρηση που υπήρξε από τον Ενάγοντα στην αξίωση των δικαιωμάτων του, είχε ως αποτέλεσμα η πλευρά των Εναγομένων 1 και 2 να βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσει τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, εφόσον αυτοί αγνοούν εντελώς τα γεγονότα στα οποία αυτή στηριζόταν, αλλά και στη συνέχεια εξελίχθηκαν, με συνέπεια να πλήττεται άμεσα το δημόσιο συμφέρον σε ότι αφορά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και να καθίσταται, θα έλεγα, αδύνατη η δίκαιη δίκη.

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, κρίνω ότι η καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώρηση της αγωγής οδηγεί από μόνη της στην απόρριψή της από το Δικαστήριο.

 

Ανεξάρτητα από την κατάληξη αυτή, εξετάζοντας το θέμα της παράβασης της συμφωνίας, το Δικαστήριο θεωρεί ότι, με βάσει τα όσα έχουν αναφερθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματά του, αυτός ο οποίος, με τη συμπεριφορά του, παρέβη τη μεταξύ τους γραπτή συμφωνία είναι ο Ενάγοντας, του οποίου και αν ακόμα γίνετο αποδεκτή η μαρτυρία του, που δεν έγινε, ότι εξέδωσε επιταγή, αυτή δεν πληρώθηκε κατά την ημέρα που ήταν πληρωτέα και στη συνέχεια δεν απευθύνθηκε, αν όχι αμέσως μετά τα γεγονότα του 1974, τουλάχιστον μετά τον επαναπατρισμό του το 1982, στον πατέρα των Εναγομένων 1 και 2, προσφέροντάς του το υπόλοιπο ποσό, να ζητήσει τη μεταβίβαση και εγγραφή των τριών οικοπέδων για τα οποία υπήρχε η μεταξύ τους γραπτή συμφωνία.  Επομένως, αυτός που εξ υπαιτιότητάς του και που παρέβη και ευθύνεται για τη μη εκπλήρωση και υλοποίηση της γραπτής συμφωνίας είναι ο ίδιος ο Ενάγοντας και όχι ο πατέρας των Εναγομένων 1 και 2.»

 

 

Με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Δεν θα χρειαστεί να σχολιάσουμε τους λόγους έφεσης και ειδικότερα τον λόγο έφεσης που αφορά στην αξία των κατεχόμενων ακινήτων, σύμφωνα με τον οποίο «λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή την Έκθεση Εκτίμησης και ότι η προσέγγιση του υπήρξε πολιτική παρά νομική».  Για το θέμα αυτό, θα αρκεστούμε να σημειώσουμε πως αδικαιολόγητα στο δικόγραφo του ο ενάγων είχε καθορίσει την αξία των ακινήτων κατά τον χρόνο καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης για να αξιώσει αποζημιώσεις.  

 

Αδυνατούμε να αντιληφθούμε ποια ήταν η αιτία αγωγής εναντίον των τέκνων του αποβιώσαντος.  Όχι τυχαία, ο ενάγων δεν φαίνεται να είχε δικογραφήσει οιανδήποτε αιτία αγωγής εναντίον τους.                   Η αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης ότι «οι εναγόμενοι μέχρι και σήμερα και παρά τις συνεχείς εκκλήσεις από τον ενάγοντα αρνούνται να μεταβιβάσουν τα εν λόγω τέσσερα τεμάχια επ΄ ονόματί του, αμφισβητώντας την κυριότητα και/ή τα δικαιώματα του επί των εν λόγω ακινήτων», δεν απεκάλυπτε αιτία αγωγής.

 

Το γεγονός ότι ο Κλεάνθης Χριστοφίδης δεν ήταν εν ζωή κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής, δεν ενομιμοποιούσε τον ενάγοντα να κινηθεί δικαστικώς εναντίον των τέκνων του, τα οποία, χρόνια μετά τις κατ΄ ισχυρισμόν συμβάσεις, είχαν αποκτήσει τα τεμάχια/οικόπεδα δυνάμει δωρεάς. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος αποβιώνει, τα όποια δικαιώματα και υποχρεώσεις από την καταρτισθείσα σύμβαση, δεν αποσβέννυνται συνεπεία του θανάτου. Το εν ισχύϊ δίκαιο μας έχει προνοήσει και για τέτοιες εξελίξεις (Άρθρο 34 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου (Κεφ. 189) και Φιλίππου ν. Σάουρου κ.ά. (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 346).  

 

Εν κατακλείδι, εάν ο ενάγων είχε αγώγιμο δικαίωμα, το είχε εναντίον του προσώπου με το οποίο είχε συμβληθεί, δηλαδή του  Κλεάνθη Χριστοφίδη. Ούτε είναι ορθό, με κάθε σεβασμό, οι εφεσείουσες να λέγουν στο περίγραμμα αγόρευσης τους πως              «Ο Φοίβος Μαρδαπίττας ήταν πάντα πρόθυμος να εκπληρώσει τις δικές του υποχρεώσεις βάσει των γραπτών συμφωνιών και κάλεσε τους εναγόμενους 1 και 2/εφεσίβλητους 1 και 2 να εκπληρώσουν και οι ίδιοι τις υποχρεώσεις που είχε ο πατέρας τους, πωλητής των επίδικων οικοπέδων». Ούτε χρειάζεται να ενδιατρίψουμε στη γνωστή αρχή του δικαίου των συμβάσεων (privity of contract), δυνάμει της οποίας δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (Εlectromatic Const. v. Azov (1988) 1 C.L.R. 768 και Ελένη Τσιάκκιρου & Ιάκωβος Ιακώβου υπό την ιδιότητα τους ως Διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχάλη Γαβριήλ ν. Atlantic Insurance Co. Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 177/2015, ημερ. 22.11.2023). Ορθά στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσίβλητων καταγράφεται πως              «… ο Φοίβος Μαρδαπίττας και/ή οι Εφεσείοντες απαίτησαν την αξίωση τους από λανθασμένους Εναγόμενους και/ή συμπεριέλαβαν στην πρωτόδικη διαδικασία διάδικους με τους οποίους καμία συμβατική σχέση δεν υπήρχε, και κατ΄ επέκταση κανένα αγώγιμο δικαίωμα δεν είχε εξαρχής ενάντια στους Εφεσίβλητους».   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε απορρίψει την αγωγή για τον πιο πάνω λόγο. Και βεβαίως, οι εναγόμενοι, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είχαν εκπροσωπηθεί στην πρωτόδικη διαδικασία από άλλο συνήγορο, θα μπορούσαν να είχαν δρομολογήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, για να εξεταστεί προδικαστικά η μη αποκάλυψη αιτίας αγωγής (Κ. Π. Ερωτοκρίτου  & Σία κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. Ε94/2017, ημερ. 11.12.2023).   

 

Ως ελέχθη, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, και γιατί βρήκε πως η καθυστέρηση που υπήρξε εκ μέρους του ενάγοντα να κινηθεί δικαστικώς εναντίον των δύο εναγομένων, είχε ως αποτέλεσμα αυτοί να βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία «να αντιμετωπίσουν τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, εφόσον αγνοούν εντελώς τα γεγονότα στα οποία η αξίωσή του στηριζόταν». Εμείς, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ασκώντας τις ευρείες εξουσίες που παρέχονται από το Άρθρο 25(3) του Ν.14/1960, ως αυτός τροποποιήθηκε, και από +τη Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, απορρίπτουμε την αγωγή γιατί ο ενάγων δεν είχε αποκαλύψει οιονδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εναγομένων. Σε τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να τίθεται θέμα εξέτασης καθυστέρησης στην καταχώριση της αγωγής.

    

Η έφεση απορρίπτεται, με €4.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσίβλητων.

 

 

                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο