ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                         

(Πολιτική Έφεση Αρ. E167/2017)

 

17 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

1.     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΛΑΟΥΡΗ

                                    Εφεσείουσα/Εναγόμενη 3,

 

2.     ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ

Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

                                                          Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

 

 

KAI ΩΣ ΕΧΕΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 18(6) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2015 ΕΩΣ 2022 (Ν.169(Ι)/15).

 

 

 

1.   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΛΑΟΥΡΗ

                                    Εφεσείουσα/Εναγόμενη 3,

 

2.     ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ

Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

v.

 

THEMIS  PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

 

 

 

Ε. Αντωνιάδου (κα) για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.

Χρ. Μαυρικίου (κα) για Αγάπιος Κακογιάννης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

………….

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Στις 10.04.2008, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ.748/2005, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης (ενάγουσας) και σε βάρος της εφεσείουσας 1 (εναγόμενης 3), με την οποία η τελευταία διατασσόταν όπως πληρώσει στην ενάγουσα, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με τους εναγόμενους 1 και 2, το ποσό των €212.501,36 πλέον τόκους και έξοδα. Βάση της ως άνω αγωγής, αποτέλεσαν τραπεζικές διευκολύνσεις που η ενάγουσα παραχώρησε στην εναγόμενη 1 με την εγγύηση των εναγόμενων 2 και 3.

 

        Στην εξέλιξη των πραγμάτων και προς εξασφάλιση της ως άνω απόφασης, η ενάγουσα προχώρησε στην καταχώρηση ΜΕΜΟ επί ακίνητης περιουσίας των εναγόμενων. Περαιτέρω, στις 14.06.2016, έρευνα στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο σε σχέση με την ακίνητη περιουσία της εναγόμενης 3, αποκάλυψε ότι η τελευταία, στις 27.07.2005, μεταβίβασε επ’ ονόματι της εφεσείουσας 2, μητέρας της, δυνάμει δωρεάς, το ακίνητο υπ’ αρ. εγγραφής [   ], Φ/Σχ. 45/52, Τεμάχιο 660, χωράφι, ½ μερίδιο, στο χωριό Άρμου της Επαρχίας Πάφου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, με απόφαση του, ημερομηνίας 19.07.2017, απορρίπτοντας πανομοιότυπες ενστάσεις της εφεσείουσας 1 και της εφεσείουσας 2, ενέκρινε σχετική αίτηση της εφεσίβλητης, που η τελευταία στήριζε στις πρόνοιες των Κεφ. 62 και Κεφ. 6, ακυρώνοντας την ως άνω μεταβίβαση του ακινήτου από την εφεσείουσα 1 προς την εφεσείουσα 2, ως καταδολιευτική, διατάσσοντας ταυτόχρονα την επανεγγραφή του ως άνω ακινήτου, στο όνομα της εφεσείουσας 1. Παρεμβάλλεται ότι η εφεσείουσα 1, μέχρι την 20.10.2016, ημερομηνία καταχώρησης της ως άνω αίτησης για ακύρωση της μεταβίβασης, δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι του ως άνω εξ’ αποφάσεως χρέους της.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του, προχωρώντας στην εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη, κατά τον ουσιώδη χρόνο της μεταβίβασης του ακινήτου, ήτοι τρεις μήνες περίπου μετά την επίδοση της ως άνω αγωγής στην εφεσείουσα 1, θα πρέπει να θεωρηθεί πιστωτής, ως η έννοια του όρου περιλαμβάνεται στο σχετικό νόμο. Κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, υπέδειξε, θα μπορούσε να αποδοθεί στην εφεσείουσα 1 πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει την εφεσίβλητη – εξ’ αποφάσεως δανειστή, να ανακτήσει τα ποσά που της οφείλονταν. Παραπέμποντας στις σχετικές δηλώσεις που έγιναν στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο εκ μέρους των εφεσείουσων σε σχέση με την συγκεκριμένη μεταβίβαση, ότι δηλαδή επρόκειτο για μεταβίβαση δυνάμει δωρεάς, απέρριψε την προβαλλόμενη από την πλευρά τους εισήγηση ότι επρόκειτο περί πώλησης. Έκρινε, επίσης, ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που μεταφέρθηκε στους ώμους τους, να καταδείξουν ότι η μεταβίβαση δυνάμει δωρεάς του ακινήτου έγινε καλή τη πίστη και χωρίς πρόθεση να παρεμποδιστεί η εφεσίβλητη να εισπράξει το εξ αποφάσεως χρέους της. Η μεταβίβαση του μεριδίου της εφεσείουσας 1 στην εφεσείουσα 2 μητέρα της, τον Ιούλιο του 2005, καθ’ ον χρόνο εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία εναντίον της, τρεις μήνες μετά την επίδοση της αγωγής στην εφεσείουσα 1 και πριν την έκδοση απόφασης σε βάρος της, έχοντας προηγηθεί, δώδεκα χρόνια προηγουμένως, η αρχική μεταβίβαση του ακινήτου από την εφεσείουσα 2 στην θυγατέρα της εφεσείουσα 1 και στον τότε γαμπρό της (εναγόμενο 2 στην αγωγή Αρ. 735/2005), κρίθηκε πως καθιστούσε φανερό ότι η συναλλαγή δεν ήταν γνήσια, ως έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί, αλλά το αποτέλεσμα οικογενειακής συνεννόησης να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος σε σχέση με το επίδικο ακίνητο, έχοντας σκοπό να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους εξ’ αποφάσεως πιστωτές να εξασφαλίσουν το λαβείν τους. Ομοίως, η εξόφληση από την πλευρά της εφεσείουσας 2, του ½ δανείου για την εξασφάλιση του οποίου είχε εγγραφεί Υποθήκη επί του ως άνω ακινήτου προς όφελος Συνεργατικού Ιδρύματος, χωρίς να διευκρινιστεί ποιος ήταν ο οφειλέτης του εν λόγω χρέους, κρίθηκε ότι αποτελούσε αναγκαία πράξη ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση του ανάλογου μεριδίου επ’ ονόματι της τελευταίας.  Υποδεικνύοντας καταληκτικά ότι τυχόν άλλες εξασφαλίσεις του εξ αποφάσεως χρέους στην Αγωγή Αρ. 748/2005, δεν μπορούν να επιδράσουν ως προϋπόθεση ή περιορισμός για την επιτυχία της αίτησης της εφεσίβλητης 1, προχώρησε στην έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων.

        Η Πρωτόδικη Απόφαση, προσβάλλεται από τις εφεσείουσες, από κοινού, με έξι λόγους έφεσης. Πέραν από την αμφισβήτηση της κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας (6ος Λόγος Έφεσης), αποτελεί θέση τους ότι η έκδοση του διατάγματος ακύρωσης της μεταβίβασης, λαμβάνοντας υπόψιν μόνο το χρόνο που τούτη επιτεύχθηκε, χωρίς ουσιαστικά να συνεκτιμάται το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ήταν εξασφαλισμένη με αριθμό Υποθηκών και ΜΕΜΟ προς όφελος της, συνιστά νομικό και πραγματικό σφάλμα (1ος Λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, προκρίνεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου δεν έγινε καλή τη πίστη (2ος Λόγος Έφεσης) και ότι εσφαλμένα έκρινε πως η εφεσίβλητη αποτελεί πιστωτή στην έννοια του νόμου, ο οποίος βρισκόταν στη σκέψη της εφεσείουσας 1 - χρεώστη κατά το χρόνο της μεταβίβασης και ότι η τελευταία είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει την ανάκτηση του χρέους (3ος Λόγος Έφεσης). Προκρίνεται, επίσης, ότι εσφαλμένα κρίθηκαν ως αναξιόπιστες οι εφεσείουσες 1 και 2 σε σχέση με την προβαλλόμενη από την πλευρά τους αιτία της μεταβίβασης του ακινήτου, συναρτώντας το ζήτημα με το γεγονός ότι η εφεσείουσα 2 είχε αγοράσει σε προγενέστερο χρόνο το ακίνητο με δικά της χρήματα μεταβιβάζοντας το στην εφεσείουσα 1 θυγατέρα της και στον τότε σύζυγο της τελευταίας, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση ή αναζήτηση διευκρινήσεων, μέσω αντεξέτασης των εφεσείουσων/ενόρκως δηλούντων για το γεγονός ότι η εφεσείουσα 2 προέβη σε αποπληρωμή δανείου, για την εξασφάλιση του οποίου υποθηκεύτηκε το ακίνητο (4ος Λόγος Έφεσης). Τέλος, προβάλλεται πως κατά παρέκκλιση σχετικής νομολογίας, η αίτηση ημερομηνίας 20.10.2016, πάσχει στη μορφή και τον τίτλο αφού δεν παρουσιάζει στον τελευταίο την εφεσείουσα 2, ως ενδιαφερόμενο μέρος (5ος Λόγος Έφεσης).

         

        Στρέφοντας κατά προτεραιότητα την προσοχή στον αμέσως πιο πάνω,  5ο Λόγο Έφεσης, θα πρέπει να εντοπιστεί ότι σε κανένα  στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας δεν φαίνεται να τέθηκε, από οποιασδήποτε πλευρά, ζήτημα ορθότητας του τίτλου της Αίτησης ημερομηνίας 20.10.2016. Ούτε απασχόλησε το ζήτημα το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι γεγονός ότι η ως άνω Αίτηση προωθήθηκε από την πλευρά της εφεσίβλητης, χωρίς να προστεθεί στον τίτλο της, ως καθ’ ης η αίτηση, και η εφεσείουσα 2. Ωστόσο, η αίτηση επιδόθηκε  τόσο στην εφεσείουσα 1 (εναγόμενη 3 στην Αγωγή Αρ. 748/2005) όσο και στην Ελένη Πατσαλίδου (εφεσείουσα 2), με τις τελευταίες να εμφανίζονται στη διαδικασία και να καταχωρούν ξεχωριστές Ενστάσεις, προβάλλοντας τις θέσεις τους, χωρίς να απασχολήσει την διαδικασία το ζήτημα του τίτλου της αίτησης. Με δεδομένη τη συμμετοχή των εφεσείουσων και την προβολή των θέσεων τους, τόσο στο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και κατά το στάδιο της Έφεσης, χωρίς να επηρεάζονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τα δικαιώματα τους ως αποτέλεσμα των όποιων ελλείψεων – παρατυπιών εντοπίζονται στον τίτλο της αίτησης, το ζήτημα του τίτλου της αίτησης, απολήγει πραγματικά τυπικής μορφής και ήσσονος σημασίας, μη δυνάμενο να επιδράσει  καταλυτικά, γενικότερα στη διαδικασία και ειδικότερα στην υπό συζήτηση Έφεση. 

 

Ούτε η αμφισβήτηση της κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει την εφεσείουσα ως πιστωτή εκ του νόμου, μπορεί να υιοθετηθεί. Έχοντας κατά νου τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, τόσο του Κεφ. 62 όσο και του Κεφ. 6, (άρθρα 4 και 91(Α) αντίστοιχα) όσο και τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων P. Zenios Trad. Ltd κ.ά. ν. Μ. Χατζηπαύλου & Υιός Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2322), στον όρο πιστωτής, δεν περιλαμβάνονται μόνο εξ’ αποφάσεως πιστωτές, αλλά και πρόσωπα που αντικειμενικά ορωμένων των πραγμάτων, ο χρεώστης μπορεί να αντιληφθεί ότι οφείλει ή δυνατόν να οφείλει ενδεχόμενο χρέος. Στην υπο συζήτηση περίπτωση, όχι μόνο είχε προηγηθεί η επίδοση της Αγωγής Αρ. 748/2005 στην εφεσείουσα 1, αλλά σε βάρος της, στη εξέλιξη των πραγμάτων, ειδικότερα στις 10.04.2008, εκδόθηκε σχετική απόφαση, την οποία ουδέποτε η εφεσείουσα 1 αμφισβήτησε. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθ’ όλα ικανοποιητικά και ορθά,  εξήγησε, γιατί η εφεσίβλητη θα πρέπει να θεωρηθεί πιστωτής εν τη εννοία του νόμου,  αφού κάλλιστα μπορούσε να βρίσκεται στη σκέψη της εφεσείουσας 1, με την τελευταία να προσπαθεί να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει την εφεσίβλητη από το να ανακτήσει τα ποσά που της οφείλονταν.

 

Συνακόλουθα, ο σχετικός 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Η πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης κάποιου πιστωτή να ανακτήσει οφειλόμενο προς αυτόν χρέος, σύμφωνα με τις πρόνοιες των ως άνω νομοθετημάτων (Κεφ.62 και Κεφ. 6), αποτελεί από μόνη της, ικανή βάση, δυνάμενη να δικαιολογήσει την επιτυχία αιτημάτων του είδους.  Άλλωστε, η υποχρέωση ενός εξ’ αποφάσεως οφειλέτη να εξοφλήσει το χρέος του, δεν υφίσταται μόνο έναντι του εξ’ αποφάσεως πιστωτή αλλά και έναντι της έννομης τάξης, με δεδομένο ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφορά καίρια την απονομή της δικαιοσύνης και άπτεται του κύρους και της αποτελεσματικότητας των δικαστικών διαδικασιών (Γεωργιάδου ν. Alpha Bank Ltd, Π.Ε. 127/2011, ημερ. 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:D99). Στην υπο συζήτηση περίπτωση είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εκδοθείσα σε βάρος της εφεσείουσας 1 απόφαση, ημερομηνίας  10.04.2008, είχε εκδοθεί αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με τους άλλους δύο εναγόμενους στην Αγωγή Αρ. 748/2005. Η εφεσείουσα 1, έναντι των εξ’ αποφάσεως πιστωτών, είχε ευθύνη για ολόκληρο το εξ’ αποφάσεως χρέος. Πέραν δε του γεγονότος, ως ορθά επισήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο,  ότι η τυχόν ύπαρξη άλλων εξασφαλίσεων του χρέους, με δεδομένο ότι το τελευταίο εξακολουθεί να υφίσταται, δεν αποτελεί εκ του νόμου αναγνωρισμένη αιτία ή λόγο για μη ακύρωση μεταβίβασης ακινήτου η οποία κρίνεται καταδολιευτική, θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί ότι στην υπο συζήτηση περίπτωση, οι θέσεις των εφεσείουσων για την αξία άλλων ενυπόθηκων ακινήτων, που ανήκαν σε τρίτους ή μεριδίου ακινήτου της εφεσείουσας 1, επί του οποίου ενεγράφη, στην εξέλιξη του χρόνου, σχετική επιβάρυνση (ΜΕΜΟ), παρέμειναν γενικές και αόριστες τοποθετήσεις, χωρίς την παράθεση οποιουδήποτε στοιχείου και κατάλληλης προς τούτο μαρτυρίας, ικανών να πείσουν, όχι μόνο για την πραγματική τους αξία, αλλά και ότι αυτά θα μπορούσαν πράγματι να αξιοποιηθούν προς ικανοποίηση του εξ’ αποφάσεως χρέους.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ούτε ο 1ος Λόγος Έφεσης μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται.

 

Ο 2ος  και ο 4ος  Λόγοι Έφεσης αλληλοσυνδέονται. Μέσω τους, ουσιαστικά προβάλλεται από την πλευρά των εφεσείουσων, ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υιοθέτησε τις εισηγήσεις τους, ως τέθηκαν υπόψη του με τις ένορκες δηλώσεις τους που συνοδεύουν τις ενστάσεις στην αίτηση ημερομηνίας 20.10.2016, μέσω των οποίων προκρίνεται πως η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου έγινε με καλή πίστη και ότι αυτή δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως δωρεά, παραπέμποντας μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι σε πρότερο χρόνο, το μακρινό 1993, η εφεσείουσα 2 είχε αγοράσει ολόκληρο το ακίνητο μεταβιβάζοντας το στο όνομα της εφεσείουσας 1 -  θυγατέρας της και του τότε συζύγου της τελευταίας (½ μερίδιο σε έκαστο εξ’ αυτών), ενώ για την επίδικη μεταβίβαση επ’ ονόματι της του μεριδίου του ακινήτου της θυγατέρας της (1/2), στις 27.07.2005, η εφεσείουσα 2 προχώρησε στην εξόφληση ανάλογου μέρους δανείου που στο μεταξύ το ακίνητο εξασφάλιζε, ως ενυπόθηκο.

 

        Ως ρητά προβλέπεται στη σχετική νομοθεσία (άρθρο 3(2) του Κεφ.62 και άρθρο 91(Α) του Κεφ.6), σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση, καθ’ ην έκταση η μεταβίβαση ή διάθεση της περιουσίας γίνεται σε συγγενικό πρόσωπο του δικαιοπάροχου ή εκχωρητή (του βαθμού που καθορίζεται στο σχετικό άρθρο), όχι με χρηματικό αντάλλαγμα ή καλή αντιπαροχή, το βάρος απόδειξης ότι η μεταβίβαση ή εκχώρηση της περιουσίας έγινε με καλή πίστη και όχι με πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει πιστωτές του δικαιοπάροχου ή εκχωρητή, μεταφέρεται στους τελευταίους. Απόδειξη, βέβαια που ικανοποιείται στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Βαγγέλη ν. Κωστάκης Κουρέας & Υιός Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 415).

 

Έχουμε εξετάσει με πολύ προσοχή, τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του  Πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ζήτημα όπως και τις θέσεις των πλευρών. Δεν έχουμε πειστεί ότι το τελευταίο παρέλειψε να λάβει υπόψη του οποιοδήποτε από αυτά ή ότι στη βάση όσων είχαν τεθεί υπόψη του, κατέληξε σε συμπεράσματα ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή που συγκρούονται με την κοινή λογική, κατά τρόπο, που όχι μόνο θα επέτρεπε αλλά και θα επέβαλλε την παρέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου (Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288).

 

Συμπλέοντας κατ’ αρχή με την προσέγγιση της ευπαίδευτης Πρωτόδικης Δικαστή, ότι στη βάση της σχετικής δήλωσης στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο, καθ’ ον χρόνο διενεργείτο η επίδικη μεταβίβαση του ακινήτου, η τελευταία έγινε δυνάμει δωρεάς και συνακόλουθα το βάρος απόδειξης ότι η μεταβίβαση έγινε με καλή πίστη και χωρίς πρόθεση να παρεμποδιστεί ή να καθυστερήσει η εφεσίβλητη να εισπράξει το λαβείν της, μεταφέρθηκε στους ώμους των εφεσείουσων, θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε, πειστικά, τους λόγους για τους οποίους δεν κατάφεραν στην συγκεκριμένη περίπτωση οι εφεσείουσες να αποσείσουν το συγκεκριμένο βάρος.  

 

        Η μεταβίβαση του μεριδίου της εφεσείουσας 1 στην εφεσείουσα 2, μητέρα της, 12 ολόκληρα χρόνια μετά την αρχική μεταβίβαση του από την τελευταία στην εφεσείουσα 1 θυγατέρα της και στον τότε γαμπρό της, ως πραγματικό γεγονός, από μόνο του, δεν αποσείει ασφαλώς το βάρος που βρίσκεται επί τους ώμους των εφεσείουσων σε σχέση με τη μεταβίβαση του μεριδίου της εφεσείουσας 1 επί του ακινήτου, μήνες μόλις μετά την επίδοση προς την τελευταία της Αγωγής Αρ. 748/2005.  Ούτε βεβαίως, η προβαλλόμενη εξόφληση μέρους δανείου που εξασφάλιζε το επίδικο ακίνητο, παρουσιάζεται ικανή, από μόνη της, να πείσει για τις θέσεις των εφεσείουσων για το ζήτημα. Ως υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτέλεσε πράξη αναγκαία για την μεταβίβαση του μεριδίου της εφεσείουσας 1 επι του ακινήτου στην μητέρα της, εφεσείουσα 2. Επί του συζητούμενου, δεν παρέλειψε επίσης να εντοπίσει το γεγονός πως δεν τέθηκε καν υπόψη του Δικαστηρίου σε ποιου το όφελος είχε συναφθεί το δάνειο, μέρος του οποίου παρουσιάζεται να αποπλήρωσε η εφεσείουσα 2 για να καταστεί δυνατή, στο τέλος της ημέρας, η αποδέσμευση του μεριδίου του ακινήτου της εφεσείουσας 1 από την υποθήκη και η μεταβίβαση του, στη συνέχεια, επ’ ονόματι της εφεσείουσας 2.

 

        Συνακόλουθα, ως και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης  και οι αλληλοσυνδεόμενοι  2ος και 4ος Λόγοι Έφεσης, απορρίπτονται.  

        Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω, είναι πως η Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

        Επιδικάζονται προς όφελος της εφεσίβλητης και σε βάρος των εφεσείουσων έξοδα, ύψους €3.200, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.

                                               

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                             

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο