ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 270/2015)

 

12 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Χ. ΠΙΕΡΗ

Εφεσείοντας,

v.

 

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ

                                                          Εφεσίβλητης.

......................

 

Θ. Ανδρέου μαζί με Στ. Ανδρέου (κα) για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ρήγας, για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία επιδικάστηκε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα και ακόμη ενός προσώπου, του εναγόμενου 2 στην πρωτόδικη διαδικασία, το ποσό των €176.475,08 πλέον τόκος και έξοδα, ως οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας για συμμετοχή σε επενδυτικό σχέδιο, και εκδόθηκαν διατάγματα πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών από την Εφεσίβλητη ως παραλήπτη αυτών και διάθεσης του προϊόντος πώλησης προς ικανοποίηση της εν λόγω απόφασης. Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν πλήρους ακρόασης για τον Εφεσείοντα και απόδειξης εναντίον του εναγόμενου 2.

Αποτέλεσε κοινό έδαφος πως στις 17.1.2002 ο Εφεσείων συνήψε την ως άνω συμφωνία δυνάμει της οποίας η Εφεσίβλητη άνοιξε τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του με παραχώρηση ορίου μέχρι ΛΚ50.000 για τον σκοπό αγοραπωλησίας μετοχών στο ΧΑΚ. Προς εξασφάλιση της εν λόγω συμφωνίας, ο εναγόμενος 2 εγγυήθηκε προσωπικά όλες τις υποχρεώσεις του Εφεσείοντα δυνάμει αυτής και ο εναγόμενος 2 υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο, διορίζοντας το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities Ltd ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του και έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών προς όφελος της Εφεσίβλητης.

Στην υπεράσπιση του ο Εφεσείων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης περί υπογραφής από τον ίδιο πληρεξουσίου και εγγράφου ενεχυρίασης μετοχών. Ισχυρίστηκε ότι το αξιούμενο ποσό ήταν υπερβολικό και ή προέκυπτε από παράνομες χρεώσεις και απέδιδε στην Εφεσίβλητη παραβίαση ρητών και ή εξυπακουόμενων υποχρεώσεων της έναντι του Εφεσείοντα στη βάση διαβεβαιώσεων της για την επιτυχία του επενδυτικού σχεδίου. Παραδέχθηκε πως με επιστολή της ημερ. 12.7.2006, η Εφεσίβλητη τερμάτισε τον επίδικο λογαριασμό και ζήτησε εξόφληση του κατ’  ισχυρισμό οφειλόμενου υπολοίπου.

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης κατέθεσαν ένας μάρτυρας για κάθε πλευρά, η ΤΘ, υπάλληλος της Εφεσίβλητης και ο Εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης ως πλήρως αξιόπιστη, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα. Κατέληξε ότι ο Εφεσείων υπέγραψε πληρεξούσιο με το οποίο διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του για την αγοραπωλησία των μετοχών το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities Ltd. Περαιτέρω κατέληξε ότι ο Εφεσείων υπέγραψε επίσης έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών, με το οποίο όλες οι μετοχές που θα αγοράζονταν από αυτόν θα ενεχυριάζονταν υπέρ της Εφεσίβλητης ως εξασφάλιση, με δικαίωμα της τελευταίας να τις πωλήσει έναντι της οφειλής του Εφεσείοντα προς αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την παραδεκτή από την υπεράσπιση θέση πως η Εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή τερματισμού συνεπεία της παράβασης της συμφωνίας από τον Εφεσίβλητο και ικανοποιήθηκε ότι η Εφεσίβλητη απέδειξε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, εξού και εξέδωσε απόφαση και διατάγματα ως ανωτέρω.

Αυτό το τελευταίο σκέλος της απόφασης για την απόδειξη του ύψους του κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού αποτελεί το αντικείμενο και των τεσσάρων λόγων έφεσης. Αποδίδεται κυρίως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το βάρος απόδειξης και θεώρησε ως αποδεκτή και ικανοποιητική μαρτυρία τις εντολές του Εφεσείοντα για τις χρηματιστηριακές πράξεις, οι οποίες με τη σειρά τους αποτέλεσαν τη βάση για την ανάλογη χρέωση στον επίδικο λογαριασμό. Λόγω της συνάφειας όλων των λόγων έφεσης, αυτοί θα εξεταστούν μαζί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την περιγραφή του τρόπου λειτουργίας του επενδυτικού λογαριασμού που διατηρούσε ο Εφεσείων στην Εφεσίβλητη δυνάμει της επίδικης συμφωνίας. Συγκεκριμένα, δέχθηκε πως ο Εφεσείων έδινε εντολές στο χρηματιστηριακό γραφείο, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του δυνάμει του πληρεξουσίου που είχε υπογράψει, για αγοραπωλησία μετοχών. Όταν η συναλλαγή πραγματοποιείτο, το γραφείο απέστελλε στην Εφεσίβλητη τα πινακίδια συναλλαγής (contract notes) με την εξουσιοδότηση για τη χρέωση ή πίστωση του λογαριασμού, οπότε και η Εφεσίβλητη προέβαινε στις ανάλογες πληρωμές, ήτοι το τίμημα αγοράς, την προμήθεια του χρηματιστή και το τέλος του ΧΑΚ με την ανάλογη χρέωση στον λογαριασμό του Εφεσείοντα. Οι αγορασθείσες μετοχές ενεχυριάζονταν προς όφελος της Εφεσίβλητης. Σε περίπτωση πώλησης, η Εφεσίβλητη λάμβανε το καθαρό ποσό κάθε πινακιδίου πώλησης, αφαιρουμένης της προμήθειας του χρηματιστή και του τέλους του ΧΑΚ και πίστωνε τον επίδικο λογαριασμό. Η μάρτυρας της Εφεσίβλητης κατέθεσε όλες τις εξουσιοδοτήσεις που έλαβε από το χρηματιστηριακό γραφείο και αφορούσαν όλες τις πράξεις που έγιναν και χρεωπιστώνονταν στον επίδικο λογαριασμό. Όλες οι αξίες εγγράφονταν στο όνομα του Εφεσείοντα και ενεχυριαζόνταν προς όφελος της Εφεσίβλητης. Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός το σύνολο των συναλλαγών του Εφεσείοντα, με την επιφύλαξη του κατά πόσο αυτές έγιναν κατόπιν εντολών του Εφεσείοντα.

Η επιφύλαξη αφορούσε στον ισχυρισμό που ο Εφεσείων προέβαλε κατά τη μαρτυρία του πως, παρά την υπογραφή των εν λόγω εγγράφων, εντούτοις ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις συναλλαγές αλλά οι εντολές για αυτές δίδονταν εξολοκλήρου από τον εργοδότη του, εναγόμενο 2, ο οποίος και τον είχε παροτρύνει στη συμμετοχή στο εν λόγω σχέδιο για την αγορά μετοχών της εταιρείας του εναγόμενου 2, L.A. Atteshlis Shipping Ltd. Ο Εφεσείων επικαλέστηκε προφορική συνομιλία του με τον εναγόμενο 2 ο οποίος παραδέχθηκε ότι ήταν αυτός που έδινε τις εντολές, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον αριθμό της ταυτότητας του Εφεσείοντα.

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν δικογραφείτο και επομένως η μαρτυρία επί τούτου δεν μπορούσε να τύχει αξιολόγησης, πόσω μάλλον να γίνει δεκτή. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τα δικόγραφα και ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να επεκτείνεται στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα (βλ. Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 826 και Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 A.A.Δ. 24).

Έχει νομολογιακά αναγνωρισθεί η διάκριση μεταξύ της σχέσης τράπεζας και πελάτη για το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού και της σχέσης πελάτη και χρηματιστηριακού γραφείου για την αγοραπωλησία μετοχών. Το άνοιγμα του τραπεζικού λογαριασμού έγινε από την Εφεσίβλητη τράπεζα δυνάμει της επίδικης συμφωνίας για παραχώρηση στον Εφεσείοντα πιστωτικών διευκολύνσεων με σκοπό τη διατήρηση επενδυτικού λογαριασμού στο όνομα του. Αποτελούσε όρο της εν λόγω συμφωνίας ότι η διαχείριση και διεκπεραίωση των μετοχών θα γινόταν από το χρηματιστηριακό γραφείο το οποίο θα είχε την ευθύνη παρακολούθησης αυτών. Η αγοραπωλησία των μετοχών έγινε από το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities Ltd κατόπιν υπογραφής πληρεξουσίου από τον Εφεσείοντα με το οποίο τους εξουσιοδοτούσε να προβαίνουν στην αγοραπωλησία και να ενεργούν ως αντιπρόσωποι εξ ονόματος και για λογαριασμό του. Σχετικές επί τούτου είναι οι υποθέσεις Βυρίδου v. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Εφέσεις 217/2013 και 218/2013, ημερ. 26.10.2021, Κυριακίδης v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 185/2012, ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179, Παπαχριστοδούλου v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2016) 1Β Α.Α.Δ 1502, Κουλλαπής v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2376 και Ζερβός v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2357.

Σε αυτή τη διάκριση προέβη και το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο κατέληξε πως η Εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι ο Εφεσείων είχε όντως δώσει εντολές στον χρηματιστή του. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, «η μόνη υποχρέωση που είχε η [Εφεσίβλητη] ήταν να παρουσιάσει την εντολή/εξουσιοδότηση που  της απέστελλε ο χρηματιστής στη βάση των οποίων προέβαινε στις χρεοπιστώσεις του επίδικου λογαριασμού όπως και έπραξε με την κατάθεση του Τεκμ. 9 το οποίο και δεν αμφισβητήθηκε». Είναι εντός αυτού του πλαισίου που η μάρτυρας της Εφεσίβλητης ανέφερε πως η Εφεσίβλητη δεν έχει σχέση ή ανάμειξη στη λήψη αποφάσεων από τον Εφεσείοντα για αγορά ή πώληση αξιών καθότι αυτή είναι χρηματοδοτικός οργανισμός και πως «δεν έχει υποχρέωση να ελέγχει τις εντολές που έδινε ο [Εφεσείων] στο χρηματιστή του εφόσον υπήρχε το πληρεξούσιο». Την ίδια θέση επανέλαβε και στην αντεξέταση της πως «την τράπεζα δεν την ενδιέφερε αν δίνονταν οδηγίες και πώς δίνονταν από το χρηματιστηριακό γραφείο», δηλώνοντας άγνοια κατά πόσο ο Εφεσείων είχε ποτέ δώσει οδηγίες στο χρηματιστηριακό γραφείο.

Ο Εφεσείων αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αξιολόγησε την εν λόγω μαρτυρία και ειδικότερα την άγνοια της μάρτυρα ως προς το κατά πόσο είναι ο ίδιος ο Εφεσείων που έδωσε τις οδηγίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η μάρτυρας ήταν ειλικρινής και αξιόπιστη, δίδοντας πειστικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που της είχαν υποβληθεί, ενώ επεσήμανε ότι αυτή υπέστη περιορισμένη αντεξέταση και «αφορούσε στην υποβολή μιας γενικής θέσης ότι έπρεπε η ενάγουσα να διασφαλίζει την γνησιότητα των συναλλαγών από το χρηματιστηριακό γραφείο». Η εισήγηση του Εφεσείοντα αναφορικά με τη μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρα δεν κρίνεται βάσιμη. Αντιθέτως, η μάρτυρας έθεσε με σαφήνεια τον ρόλο και την ιδιότητα της Εφεσίβλητης αναφορικά με την επίδικη συμφωνία και η άγνοια της ως προς το κατά πόσο ο Εφεσείων έδωσε τις εντολές καταδεικνύει την ειλικρίνεια της, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Ενόψει ακριβώς αυτής της διάκρισης, την οποία σαφώς αναγνώρισε και η μάρτυρας, από τη στιγμή που σύμφωνα με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, παρουσιάστηκαν το πληρεξούσιο, όλες οι συναλλαγές οι οποίες έγιναν στο όνομα του Εφεσείοντα από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του οι οποίες αποτέλεσαν παραδεκτό γεγονός, και οι ανάλογες χρεοπιστώσεις στον επίδικο επενδυτικό λογαριασμό, αυτή ήταν πλήρως ικανοποιητική μαρτυρία για να καταδείξει το ύψος του οφειλόμενου ποσού. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στις υποθέσεις Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 1238, Γρηγορίου v. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229 και Χατζηγαβριήλ v. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 668. Στις εν λόγω υποθέσεις επισημαίνεται η ως άνω διάκριση και ειδικότερα η ιδιότητα της τράπεζας ως η δανειοδότρια και πάροχος των πιστωτικών διευκολύνσεων στον λογαριασμό στο όνομα του πελάτη και όχι ως η εντολοδόχος της διαβίβασης των εντολών για την αγοραπωλησία των μετοχών. Στις δύο τελευταίες μάλιστα δεν είχαν κατατεθεί οι εντολές για αγοραπωλησίες μετοχών, παρά μόνο η κατάσταση λογαριασμού και επιπρόσθετα τα πινακίδια συναλλαγών στη δεύτερη, τα οποία κρίθηκαν ικανοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο για να στοιχειοθετηθεί το χρεωστικό υπόλοιπο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο περιεχόμενο της κατάστασης του ΧΑΚ με όλες τις χρηματιστηριακές συναλλαγές του Εφεσείοντα, η οποία αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός και οι οποίες είχαν διενεργηθεί στο όνομα του από τον χρηματιστή αντιπρόσωπο του. Έχει ήδη λεχθεί ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα ότι δεν ήταν αυτός που έδωσε τις εντολές δεν λήφθηκε υπόψη. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι αν πρόθεση του Εφεσείοντα ήταν να αμφισβητήσει τη διενέργεια από τον ίδιο των εντολών, τότε θα έπρεπε να προσθέσει το χρηματιστηριακό γραφείο ως διάδικό μέρος, «κάτι το οποίο δεν έπραξε με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί του να παραμένουν μετέωροι και χωρίς αξία». Πράγματι αυτή η προσέγγιση βρίσκει έρεισμα στην υπόθεση Καραγιάννης κ.ά. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2379, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε εκείνη την υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο εφεσείων δεν είχε εμπλέξει το χρηματιστηριακό γραφείο μέσω του οποίου γίνονταν οι αγορές των μετοχών και επομένως δεν ήταν δυνατή η εξέταση των όποιων παραπόνων του για κακή διαχείριση του χαρτοφυλακίου του. Στην ίδια υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε πως ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε τις πράξεις που είχαν γίνει,  όπως ακριβώς και στην υπό κρίση περίπτωση.

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι, πριν την αποστολή της επιστολής τερματισμού, η Εφεσίβλητη απέστειλε συνολικά τέσσερις επιστολές στον Εφεσείοντα ενημερώνοντας τον για τα προβλήματα που παρουσιάζονταν στον λογαριασμό του, χωρίς οποιαδήποτε ανταπόκριση ή διαμαρτυρία εκ μέρους του. Αυτό το εύρημα που σε κάθε περίπτωση δεν ήταν καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης και το οποίο αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα, ήταν καθόλα ορθό ενόψει της μαρτυρίας πως οι επιστολές στάληκαν στη δηλωθείσα από τον Εφεσείοντα διεύθυνση με ταχυδρομείο και δεν επιστράφηκαν πίσω στην Εφεσίβλητη (βλ. Πιττάκα v Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895). Είναι δε παράδοξο ο ίδιος ο Εφεσείων να δέχεται ότι παρέλαβε μόνο την επιστολή τερματισμού, ενώ όλες οι τέσσερις προαναφερόμενες επιστολές είχαν σταλεί στην ίδια διεύθυνση.

Η μάρτυρας άντλησε τη γνώση της για τις επιστολές από το περιεχόμενο του φακέλου στον οποίο είχε πρόσβαση στα πλαίσια των καθηκόντων της για την παρακολούθηση των ειδικών τρεχούμενων λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου, και επομένως δεν πρόκειται για εικασία όπως χαρακτηρίζεται στους λόγους έφεσης από τον Εφεσείοντα.

Ο Εφεσείων αναφέρθηκε στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Κιτρομηλίδη κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 126/2013, ημερ. 1.7.2020, προς υποστήριξη των θέσεων του. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε συμμετοχή του εφεσίβλητου 1 στο σχέδιο παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων με σκοπό την επένδυση σε αξίες και με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο χρηματιστηριακό γραφείο το οποίο ήταν τριτοδιάδικος στην αγωγή. Η εφεσίβλητη 2, σύζυγος του εφεσίβλητου 1, είχε υπογράψει περιορισμένη εγγύηση ενεχυριάζοντας δικές της μετοχές. Ήταν η βασική και δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου 1 πως ουδέποτε είχε δώσει γραπτές εντολές για διάφορες συναλλαγές αξιών. Στην υπεράσπιση της η εφεσίβλητη 2 παραδέχθηκε ότι αυτή έδινε, αντικανονικά, τις εντολές στους χρηματιστές εν αγνοία του εφεσίβλητου 1 ενώ από τη μαρτυρία κατεδείχθη ότι η εφεσείουσα τράπεζα γνώριζε για την ανάμειξη της εφεσίβλητης 2. Μάλιστα σε κατοπινό χρόνο η εφεσίβλητη 2 υπέγραψε πληρεξούσιο στην ίδια χρηματιστηριακή σε αντάλλαγμα τη συμμετοχή του εφεσίβλητου 1 στο επενδυτικό σχέδιο της εφεσείουσας. Είναι σε αυτή τη βάση που το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη διάκριση των διαδικασιών μεταξύ αφενός τράπεζας και επενδυτή και αφετέρου επενδυτή και χρηματιστηριακής, προσθέτοντας όμως ότι υπάρχει και έμμεση σχέση μεταξύ τράπεζας και χρηματιστηριακής. Προχώρησε ως εξής:

«Οποιαδήποτε προβλήματα δημιουργούνται μεταξύ επενδυτή και χρηματιστηριακής αντανακλώνται ή επηρεάζουν χωρίς αμφιβολία την αξίωση της τράπεζας έναντι του επενδυτή όταν διαφαίνεται ότι οι εντολές που μετατράπηκαν σε χρεοπιστώσεις σε βάρος του επενδυτή, δεν ήταν είτε δικές του είτε νόμιμες είτε σαφείς.»

 

        Έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη η αγωγή. Στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας υπήρχαν ως διάδικοι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και η δικογραφημένη και αποδεκτή μαρτυρία αναφορικά με το ποιος έδινε τις εντολές για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές και ενδεχομένως το σημαντικότερο εν γνώση της τράπεζας. Επομένως, η κατάληξη ήταν απόρροια των δεδομένων εκείνης της υπόθεσης.

        Σαφώς τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται καθότι ο Εφεσείων δεν δικογράφησε ισχυρισμό με τον οποίο να αρνείται ότι έδωσε τις εντολές ούτε και προωθήθηκε διαδικασία εναντίον του συνεναγόμενου 2 και ή του χρηματιστηριακού γραφείου. Αντιθέτως, με βάση την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, είχε αποδειχθεί η υπογραφή του πληρεξουσίου, η ισχύς αυτού και η διενέργεια εντολών δυνάμει αυτού για λογαριασμό και στο όνομα του.

        Ενόψει της προσκομισθείσας αξιόπιστης μαρτυρίας και του παραδεκτού των συναλλαγών, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμών ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη του οφειλόμενου ποσού με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Ορθά επεσήμανε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να ανατρέψει το περιεχόμενο των καταστάσεων, εφόσον στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε (βλ. Ιωαννίδης κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491, Θεοδώρου v. Hellenic Bank Ltd (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2059 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479).

Με βάση τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη, η οποία έφερε το βάρος απόδειξης, απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό το κατ’  ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού.  

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, δεν διακρίνεται από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω οποιαδήποτε προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα των επιστολών και την αποδοχή των εντολών όπως προέβαλε ο Εφεσείων. Τέτοιοι ισχυρισμοί οι οποίοι τείνουν να πλήξουν το κύρος της δικαιοσύνης θα πρέπει να προβάλλονται με φειδώ και εκεί όπου φαίνεται να υπάρχει σοβαρή ένδειξη ως προς τούτο.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας καταρρίπτουν και την όποια εισήγηση για παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ότι ο Εφεσείων στερήθηκε δίκαιης δίκης και παράλειψε να αντεξετάσει τη μάρτυρα της Εφεσίβλητης. Τα πρακτικά καταδεικνύουν ότι η διαδικασία διεξήχθη με δικαίωμα στην κάθε πλευρά να προσκομίσει τη μαρτυρία της και να αντεξέτασει τον μάρτυρα της άλλης πλευράς, χωρίς σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής να εγερθεί ζήτημα εκ μέρους του Εφεσείοντα μη δίκαιης δίκης ή αποστέρησης οποιουδήποτε δικαιώματος του.

Όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

Η Έφεση απορρίπτεται.

€4.000 έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

                                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ                                         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο