ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3/2023

 

20 Ιουνίου, 2024

 

 [ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 95/70 ΚΑΙ Ν.97/70

ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥANDREW GEORGIOU

Εφεσίβλητου

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 4/2023

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 95/70 ΚΑΙ Ν.97/70

ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ NEOPHYTOS GEORGIOU

Εφεσίβλητου

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 5/2023

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 95/70 ΚΑΙ Ν.97/70

ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ JAKE MARDELL

Εφεσίβλητου

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6/2023

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 95/70 ΚΑΙ Ν.97/70

ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ NICHOLAS RUSSEL JAMES GILLIE

Εφεσίβλητου

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7/2023

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 95/70 ΚΑΙ Ν.97/70

ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ BRENDA LAVERTY

Εφεσίβλητης

----------------------------

 

Στ. Ερωτοκρίτου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Εφεσείοντα για Γ.Ε.

Ηρ. Μ. Κυριακίδης με Θ. Πιερίδη για Ηρακλή Μ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους

------------------------

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.  Η παρούσα διαδικασία, αφορά πέντε όμοιες μεταξύ τους  εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν.  Η μέθοδος αυτή, της συνεκδίκασης, εφαρμόστηκε από το εντελώς αρχικό στάδιο της εκδίκασης των πέντε ξεχωριστών αιτήσεων, μία για κάθε ένα καθ’  ου η αίτηση και τώρα εφεσίβλητο, οι οποίες είχαν καταχωριστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.   Με τις εν λόγω αιτήσεις, η αρμόδια αρχή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, (Η.Π.Α), ζητούσε, μέσω της αρμόδιας αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας, την έκδοση, σε αυτήν, των εφεσιβλήτων, εκζητουμένων, όπως τούτοι, επίσης, θα αναφέρονται από τούδε και στο εξής.  Οι αιτήσεις, εξετάστηκαν μαζί, από Δικαστή του εν λόγω Δικαστηρίου, έχουσα αρμοδιότητα προς τούτο.   Η Δικαστής, αφού έλαβε υπόψη και τις ιδιαιτερότητες που υπήρχαν σε σχέση με την κάθε αίτηση, τις  ενέκρινε.  Διέταξε, έτσι, την κράτηση των εκζητουμένων για τα περαιτέρω, που ενέπιπταν, πλέον, στην αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

 

Η πιο πάνω κατάληξη η οποία ήταν το αποτέλεσμα ακρόασης και προσφοράς μαρτυρίας, εκατέρωθεν, βρήκε αντίθετους τους εκζητούμενους.  Γι’  αυτό, ο κάθε ένας από αυτούς αιτήθηκε, για τον εαυτό του, την έκδοση hapeas corpus ad subjiciendum, επιδιώκοντας την απελευθέρωση του.  Οι πέντε αυτές όμοιες αιτήσεις, συνεκδικάστηκαν από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο κοινής και πάλι διαδικασίας, στη βάση του υλικού που είχε κατατεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Ο ευπαίδευτος, αδελφός Δικαστής, ενέκρινε τις πέντε εν λόγω αιτήσεις και διέταξε την άμεση απελευθέρωση των εκζητουμένων, αιτητών, ενώπιον του.  Αυτοί, προφανώς, είναι ελεύθεροι, αφού δεν αναφέρθηκε να τελούν υπό οποιοδήποτε περιορισμό.  Οι παρούσες εφέσεις, καταχωρίστηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα, στο πλαίσιο προώθησης των προαναφερθέντων αιτημάτων της αρμόδιας αρχής των Η.Π.Α. σε σχέση με τους εφεσίβλητους.  

 

Οι αιτήσεις και η διαδικασία, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, για την έκδοση των εκζητουμένων στις Η.Π.Α., βασίστηκαν στον περί του Εγγράφου, που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996 (Κυρωτικός) Νόμος του 2008,  Ν.8(ΙΙΙ)/2008, (ο Νόμος 8(ΙΙΙ)2008).  Οι αιτήσεις που ακολούθησαν για την έκδοση, στην κάθε περίπτωση, εντάλματος habeas corpus, υποβλήθηκαν δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/1970, (Ν.97/1970), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος 97/1970).   

 

Σύμφωνα με πρόνοιες του πιο πάνω νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία εκζητούμενος τεθεί υπό κράτηση με σκοπό την έκδοση του, τούτος, με αίτηση για ένταλμα habeas corpus, η οποία υποβάλλεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, δύναται να επιδιώξει την ανάκτηση της ελευθερίας του, διά της κήρυξης της διαταγής που οδήγησε στην κράτηση του, ως παράνομης.  Ο Νόμος 97/1970, στο άρθρο 10(3)[1], αυτού, προβλέπει τρεις διαφορετικές περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να στηριχθεί αίτηση, ως η προαναφερθείσα. Επιπρόσθετα, στο εν λόγω εδάφιο προβλέπεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί την πιο πάνω εξουσία, «μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού».  Η συγκεκριμένη επιφύλαξη παραπέμπει, ευθέως, στη γενική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει, μεταξύ άλλων, ένταλμα habeas corpus, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.  Τέτοια, μάλλον, είναι η περίπτωση· το θέμα τούτο δεν έθιξε οποιαδήποτε πλευρά.

 

Το προαναφερθέν, όμοιο, λοιπόν, αίτημα καθενός των εκζητούμενων, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερίδετο σε αριθμό λόγων σχετικών με τη διαδικασία που είχε λάβει χώρα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Μετά από την εξέταση τους, απορρίφθηκαν όλοι, πλην ενός.  Ο ευπαίδευτος Δικαστής, έκανε δεκτό τον όμοιο λόγο, που προβλήθηκε εκ μέρους καθενός των εκζητουμένων, ότι: «Δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία δυνάμενη να οδηγήσει σε έκδοση του αιτητή».  Ήταν δε η κατάληξη του, συναφώς, ότι: «…το μαρτυρικό υλικό που παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ανεπαρκές, και εξ αντικειμένου, δεν παρείχε τη δυνατότητα στο πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε να ικανοποιηθεί ότι υπήρχαν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι τα αδικήματα που αποκαλύπτονταν είχαν διαπραχθεί από οιονδήποτε από τους Αιτητές».

 

Κατ’ αρχάς, να λεχθεί πως, σε κάθε περίπτωση, το πεδίο εξέτασης αίτησης για έκδοση εκζητούμενου προσώπου, προσφέρει το μαρτυρικό υλικό το οποίο την συνοδεύει.  Η απαίτηση αυτή και όλες οι λοιπές απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για να καθίσταται δυνατή η ευόδωση αίτησης όπως η προαναφερθείσα, προβλέπονται στο Άρθρο 8, του Νόμου 8(ΙΙΙ)/2008, υπό τον τίτλο «Διαδικασίες Έκδοσης Φυγοδίκων και Απαιτούμενα Έγγραφα».  Στην προκειμένη περίπτωση, σχετική είναι η παράγραφος 3 αυτού, όπου προνοούνται τα εξής:

 

«3. Αίτηση για έκδοση προσώπου το οποίο καταζητείται για δίωξη, υποστηρίζεται επίσης από:

(α)  αντίγραφο του εντάλματος ή διατάγματος σύλληψης

(β)  αντίγραφο του κατηγορητηρίου, αν υπάρχει, και

(γ)  έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης η οποία να περιέχει περίληψη της μαρτυρίας των μαρτύρων και να περιγράφει πραγματική και γραπτή μαρτυρία και να φανερώνει εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διάπραξε. Για το σκοπό αυτό δεν είναι ανάγκη να αποστέλλονται αυτούσιες οι ένορκες δηλώσεις ή η μαρτυρία των μαρτύρων.»[2], (ο τονισμός προσετέθη).

 

 

Ειδικά, ο λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός από το Δικαστήριο, εξετάστηκε υπό το πρίσμα της υποπαραγράφου (γ) της παραγράφου 3, ανωτέρω. 

 

Ό,τι, τελικώς, οδήγησε, συγκεκριμένα, τον ευπαίδευτο Δικαστή, στην κρίση του να εκδώσει ένταλμα habeas corpus σε σχέση με τον κάθε ένα από τους εκζητούμενους, ήταν η διαπίστωση του πως, «Εν προκειμένω, δεν ήταν αρκετό να περιγράφεται η αποδιδόμενη εμπλοκή των Αιτητών και να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι οι αναφερόμενοι λογαριασμοί ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους ανήκαν ή ότι αυτοί τους χειρίζονταν ή ότι αυτοί πληρώθηκαν ή διατηρούν ή χειρίζονται κάποιο από τους τραπεζικούς λογαριασμούς που περιγράφονται. Που μπορεί και να είναι πλήρως τεκμηριωμένες θέσεις με μαρτυρία, η οποία όμως δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.». Η πιο πάνω διαπίστωση, του Δικαστηρίου, προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης, άμεσα σχετικούς μεταξύ τους. Για την ακρίβεια, προβάλλεται  μέσω αυτών ότι το Δικαστήριο έσφαλε, όσον αφορά την κατάληξη του ότι οι εφεσίβλητοι δε διασυνδέθηκαν με τις αποδιδόμενες σ’  αυτούς παράνομες δραστηριότητες. Προς τούτο, γίνεται  εισήγηση ότι η προσκομισθείσα  μαρτυρία,  ήταν επαρκής για την ικανοποίηση της παραγράφου 3(γ) του Νόμου 8(ΙΙΙ)/2008, δηλαδή φανέρωνε εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι οι εκζητούμενοι  διέπραξαν τα υπό αναφορά αδικήματα. 

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, όταν αποφάσιζε την έγκριση των αιτήσεων για έκδοση των εκζητουμένων, είχε ενώπιον του έκθεση γεγονότων περιέχουσα περίληψη της μαρτυρίας, σε σχέση με την εμπλοκή καθενός των εκζητουμένων  στα αδικήματα που περιγράφονταν, σε αυτή.    Σημειώνεται, πως τα υπό αναφορά  αδικήματα αφορούν: συνωμοσία για διάπραξη απάτης με τη χρήση νέων τεχνολογιών επικοινωνίας, συνωμοσία για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και διακεκριμένη κλοπή ταυτότητας. Αυτά δε φέρεται να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο μαζικής προώθησης σε αγγλόφωνους επενδυτές από όλο τον κόσμο, ενός εξελιγμένου σχεδίου επενδυτικής απάτης. Εν πάση περιπτώσει, η εμπλοκή των εκζητουμένων προκύπτει από γεγονότα που αναφέρονται στην περίληψη της μαρτυρίας.  Αυτή, εκτίθεται στα τεκμήρια 19 έως 23 της ένορκης δήλωσης του Βοηθού Εισαγγελέα Andrew Jones, μέρος της οποίας αποτελεί και η ένορκη δήλωση του Ταχυδρομικού Επιθεωρητή Michael Memoli.  Ειδικά, ο Επιθεωρητής Memoli, με τη συνδρομή και άλλων ειδικών, ερεύνησε τα της διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων από τους εκζητούμενους και παρέθεσε περιληπτικά τη μαρτυρία που προέκυψε στην ένορκη δήλωσή του που έχει προαναφερθεί. Μεταξύ άλλων, εξηγεί ότι η μαρτυρία, προήλθε από  «έγγραφα, φωτογραφίες, βίντεο, επικοινωνίες και άλλα αρχεία από τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των κατηγορουμένων, τραπεζικά αρχεία από τους λογαριασμούς της αμερικάνικης εταιρείας κέλυφος (Shell Company US) και ξένους λογαριασμούς και έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων και τα θύματα του προγράμματος.».  Επομένως, δεν είναι η περίπτωση απουσίας, σχετικής  μαρτυρίας.

 

Μετά και τον πιο πάνω προσδιορισμό της πηγής της μαρτυρίας, ο Επιθεωρητής Memoli, με αναφορά σε αυτή, παραθέτει τον τρόπο εμπλοκής και τη δράση καθενός από τους εκζητούμενους στην εφαρμογή του εν λόγω διεθνούς σχεδίου εξαπάτησης επενδυτών, που είχε ως αποτέλεσμα τη διάπραξη των υπό αναφορά αδικημάτων.  Από τις αναφορές του, συνάγεται πως ό,τι αποδίδεται στους εκζητούμενους, προέκυψε από τη μελέτη  αρχείων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα οποία περιέχουν επικοινωνίες που αυτοί είχαν μεταξύ τους, με συνεργάτες τους εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, καθώς, επίσης, με τα θύματα της απάτης.  Η Δικαστής, του κατώτερου Δικαστηρίου, διεξήλθε της εν λόγω μαρτυρίας και κατέληξε στην έγκριση των ενώπιον της αιτήσεων. Η διαπίστωση της, ότι αυτή φανέρωνε εύλογους λόγους να πιστεύεται πως διαπράχθηκαν τα εν λόγω αδικήματα, ουδόλως έχει αμφισβητηθεί.  Ο ευπαίδευτος Δικαστής συμφώνησε, όσον αφορά αυτή την πτυχή.  Ό,τι είχε αμφισβητηθεί στο πλαίσιο των αιτήσεων για habeas corpus ήταν η διαπίστωσή της Δικαστού ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί από τους εκζητούμενους, δηλαδή τους εφεσίβλητους.  Τούτο δε,   λόγω έλλειψης μαρτυρίας σε σχέση με τις συγκεκριμένες πτυχές της υπόθεσης που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Ο ευπαίδευτος Δικαστής, κατά την εξέταση των αιτήσεων για habeas corpus, αναφέρθηκε ειδικά στην πρόνοια της παραγράφου 3(γ), ανωτέρω, και την ανάγκη για ικανοποίηση των προνοιών της, προκειμένου να επιτύγχαναν οι αιτήσεις για έκδοση των εκζητουμένων.  Το θέμα που εξετάζεται, επομένως, έγκειται στην ανεπάρκεια της μαρτυρίας,  όπως είχε εκτιμηθεί στο στάδιο εκείνο,  να καταδειχθεί η εμπλοκή των εκζητουμένων στη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.  Σε κάθε περίπτωση, ο νομικός όρος «εύλογους λόγους να πιστεύεται», («reasonable grounds to believe»), δεν παραπέμπει σε βάρος απόδειξης, σε οποιοδήποτε βαθμό, το οποίο η πλευρά του αιτητή, σε αίτηση για έκδοση, πρέπει να αποσείσει. Έπειτα, με δεδομένη τη φύση της εν λόγω διαδικασίας, το εκδικάζον δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του όλη τη σχετική μαρτυρία, αλλά περίληψη της, ενώ δεν απαιτείται και από αυτό να διαπιστώσει κατά πόσο αυτή αποκαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, για το οποίο ο καθ’  ου η αίτηση καταζητείται.  Είναι αρκετό να υπάρχει ενώπιον του, ευλόγως, ικανοποιητική μαρτυρία, στη βάση της οποίας πιστεύεται ότι ο εκζητούμενος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο καταζητείται. Διαφορετικά τεθέντος, η φράση «εύλογους λόγους να πιστεύεται», έχει την έννοια ότι η μαρτυρία, ιδωμένη από  αντικειμενικής άποψης, ως προς το περιεχόμενο της, κρίνεται ικανοποιητική ώστε να  οδηγεί το δικαστή, υποκειμενικά, πλέον, στην πεποίθηση ότι διαπράχθηκε το αδίκημα και ότι ο εκζητούμενος, το διέπραξε.  Ειδικά, με τον όρο «εύλογους λόγους» παρέχεται στο δικαστή περιθώριο να εκτιμήσει, κατά πόσο η ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία καταδεικνύει ότι ο εκζητούμενος διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία καταζητείται.

 

Ως προς την πιο πάνω πτυχή, της εφαρμογής της εν λόγω πρόνοιας στη διαθέσιμη μαρτυρία, είναι σημαντικό να τονιστεί ο κανόνας δικαίου από την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως διατυπώθηκε και στην υπόθεση Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856  στη σελίδα 859, ότι:

 

«Τέλος, συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα.»

 

Ο πιο πάνω κανόνας υπομνήστικε πρόσφατα στην υπόθεση Boris Sosin v. Κυπριακής Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση Αρ. 3/2023, ημερομηνίας 22.12.2023, ECLI:CY:AD:2023:D33.  Αναμφίβολα, αυτός βρήκε απήχηση στη Δικαστή η οποία εξεδίκασε τις υπό αναφορά αιτήσεις έκδοσης των εφεσιβλήτων, όπως προκύπτει από την ανάπτυξη των, επιμέρους, πτυχών της απόφασης της  και της εκτενούς αναφοράς της στη σχετική νομολογία.  Στη βάση δε αυτή ερμήνευσε, ανάλογα, την πρόνοια στο άρθρο 8.3(γ) του Ν.8(ΙΙΙ)/2008, καταλήγοντας στην απόφαση της.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον της  Δικαστού ήταν αρκούντως ικανοποιητική, στον ελάχιστο βαθμό που προβλέπει το Άρθρο 8.3(γ), ανωτέρω, ώστε να αποκάλυπτε τη συμμετοχή καθενός των εφεσιβλήτων στη διάπραξη των υπό αναφορά αδικημάτων.  Από αυτή διαφαίνεται η διαφορετική δράση τους, κατά κύριο λόγο, σε σχέση με τα αδικήματα της συνωμοσίας.  Η μαρτυρία, αποκαλύπτει ότι η επικοινωνία των εφεσιβλήτων μεταξύ τους, με συνεργάτες τους, στους οποίους δεν αφορά η παρούσα διαδικασία, καθώς, επίσης, με τους ανυποψίαστους επενδυτές, θύματα του εν λόγω απατηλού σχεδίου, γινόταν μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, γεγονός που καταδεικνύει τη χρήση, συναφώς, λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Στη μαρτυρία αναφέρεται ότι οι εξεταστές είχαν αποκτήσει πρόσβαση σε αρχεία τέτοιων λογαριασμών.  Δεδομένου τούτου, ασφαλώς και δεν ήταν απαραίτητο να υπήρχε μαρτυρία, ειδικά για το ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών λογαριασμών.  Βέβαια, από τη δράση καθενός των εκζητουμένων, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτοί, εν πάση περιπτώσει, ήταν οι χρήστες των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών λογαριασμών.

 

Το ίδιο ισχύει σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς.  Από τη μαρτυρία συνάγεται ότι οι εφεσίβλητοι χρησιμοποιούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς για κατάθεση των χρημάτων από τις πληρωμές που έκαναν οι  επενδυτές, για πληρωμές προς τους ιδίους, υπό τη μορφή αμοιβής και, γενικώς, για το  ξέπλυμα των χρημάτων των επενδυτών.  Όπως αναφέρεται στη μαρτυρία, οι λογαριασμοί που χρησιμοποιούντο,  ήταν σε τράπεζες των Η.Π.Α., αλλά και σε τράπεζα που λειτουργούσε στο κατεχόμενο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Δεν ήταν απαραίτητο κατά το στάδιο εξέτασης των αιτήσεων να υπήρχε μαρτυρία ότι οι συγκεκριμένοι τραπεζικοί λογαριασμοί, μέσω των οποίων διεξάγονταν οι πιο πάνω δραστηριότητες, ανήκαν σε κάποιους ή και σε όλους τους εφεσίβλητους. Για την ακρίβεια, στη μαρτυρία, αναφέρεται ότι αυτοί ανήκαν σε κατονομαζόμενη εταιρεία κέλυφος, την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συστήσει, ειδικά, για τον πιο πάνω σκοπό. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις και για τα δύο θέματα, συνάγονται συνειρμικά, εν πάση περιπτώσει, στη βάση της περίληψης της μαρτυρίας, ώστε να πιστεύεται ότι οι εφεσίβλητοι διέπραξαν τα υπό αναφορά αδικήματα, ως η κατάληξη της Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, λοιπόν, οι εφέσεις επιτυγχάνουν.  Εκδίδεται ένταλμα  σύλληψης καθενός των εφεσιβλήτων.

 

Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί αμέσως στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

 

                                                            Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

Α. ΔΑΥΪΔ, Δ.

 

/γκ



[1] 10.-(3) Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-

(α) λόγω της ασημάvτoυ φύσεως τoυ αδικήματoς, δι' o διώκεται ή κατεδικάσθη· ή

(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή

(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης,

η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.

 

[2] 3(c) a statement of the facts of the case summarizing the testimony of withnesses and describing physical and documentary evidence and disclosing reasonable grounds to believe that an offense was committed and the person sought committed it.  For this purpose, the actual affidavits or testimony of witnesses need not be forwarded.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο