ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 333/2015)

 

 

 

 4 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείων/Καθ’ου η Αίτηση 2,

 

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ),

 

Εφεσίβλητων/Αιτητών.

 

 

 

 Μ. Χαραλαμπίδου (κα) για Χαραλαμπίδου & Τσιαννή ΔΕΠΕ για τον Εφεσείοντα.

 

 Ι. Κορφιώτου (κα)  για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η εγγραφή στο πρωτόδικο Δικαστήριο της Διαιτητικής Απόφασης, ημερ. 10/2/2012, με σκοπό την εκτέλεση της με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, Ν. 22/1985, όπως τροποποιήθηκε, συνιστά το αντικείμενο της παρούσας Έφεσης με την οποία επιδιώκεται η ανατροπή της στη βάση θέσεων που είχαν προβληθεί και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Οι Εφεσίβλητοι, έχοντας ως νομική βάση τον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4, αλλά και τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας και ιδιαίτερα τη Δ.47, καταχώρισαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετική αίτηση όπως η Διαιτητική Απόφαση που είχε εκδοθεί στις 10/2/2012 προς όφελος τους και εναντίον του Εφεσείοντα, καθώς και άλλου προσώπου, εγγραφεί για σκοπούς εκτέλεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Η Απόφαση του Διαιτητή αφορούσε στο ποσό των €161.827,53 με τόκο 9% από 10/2/2012 μέχρι εξόφλησης, πλέον €250 έξοδα. Η εν λόγω Απόφαση γνωστοποιήθηκε γραπτώς στον Εφεσείοντα (καθώς και στο άλλο πρόσωπο) στις 10/2/2012 και κατέστη τελεσίδικη αφού, όπως προέκυψε, ενώ είχε εφεσιβληθεί μέσω της καταχώρισης της Αίτησης/Έφεσης υπ’ αρ. 290/2012, στις 4/4/2013, η εν λόγω Αίτηση απεσύρθη υπό τις περιστάσεις που θα αναφερθούν στη συνέχεια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας εγγραφής διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης της, με βάση τα διαλαμβανόμενα από το Άρθρο 52 του Ν. 22/85, απέρριψε όλες τις σχετικές ενστάσεις του Εφεσείοντα που σχετίζονταν με το ότι οι Εφεσίβλητοι εμποδίζοντο από το να αιτηθούν την εγγραφή και εκτέλεση της Διαιτητικής Απόφασης και το ότι αυτή ήταν παράτυπη λόγω του ότι δεν έφερε τα απαραίτητα στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, ότι η διατύπωση της δεν ήτο ορθή και δεν καθορίζετο το πρόσωπο προς το οποίο θα έπρεπε να γίνει η πληρωμή. Επιπλέον ότι η κατ’ ισχυρισμό ειδοποίηση γνωστοποίησης της Απόφασης στον Εφεσείοντα είχε διαφορετικό περιεχόμενο από τη Διαιτητική Απόφαση και ότι ο Εφεσείων δεν είχε κληθεί στη Διαιτησία. Πρόσθετα ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προσέφυγαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή απέκρυψαν την αλήθεια στην προσπάθεια τους να επιτύχουν την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος. Προβαλλόταν, επίσης, ότι δεν δικαιολογείτο η επιδίκαση από το Διαιτητή τόκου προς 9% και η κεφαλαιοποίηση του δύο φορές ετησίως και ότι ο Διαιτητής δεν είχε δικαίωμα να διατάξει την πώληση ενυπόθηκου ακινήτου για το οποίο δεν αναφέρονταν τα στοιχεία του.

 

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο αφού εξέτασε τους λόγους ένστασης του Εφεσείοντα τους απέρριψε.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με πέντε, συνολικά, Λόγους Έφεσης.

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τον πρώτο Λόγο Ένστασης, βάσει του οποίου ο Εφεσείων είχε ισχυριστεί ότι οι Εφεσίβλητοι εμποδίζονταν από το να αρνηθούν το γεγονός της δέσμευσης τους να μην προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Εφεσείοντα, ο οποίος είναι εγγυητής και ότι δεσμεύονταν να προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Πρωτοφειλέτη. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι στην επίδικη περίπτωση η Διαιτητική Απόφαση έφερε τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε δεόντως και/ή καθόλου τα επιχειρήματα του Εφεσείοντα σε σχέση με την εμβέλεια των δικαιωμάτων και/ή υποχρεώσεων του Διαιτητή. Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη από το Δικαστήριο του έβδομου Λόγου Ένστασης, ότι, δηλαδή, η ειδοποίηση δυνάμει της οποίας οι Εφεσίβλητοι γνωστοποίησαν τη Διαιτητική Απόφαση στον Εφεσείοντα είχε διαφορετικό περιεχόμενο από τη Διαιτητική Απόφαση. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, λόγω του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθυστέρησε να παραδώσει το γραπτό κείμενο της Απόφασης που απήγγειλε ex-tempore στις 13/10/2015.

 

Έρεισμα του 1ου Λόγου Ένστασης και, συνεπακόλουθα, του 1ου Λόγου Έφεσης, αποτέλεσε δήλωση που έγινε από μέρους των Εφεσιβλήτων στην Αίτηση υπ’ αρ. 290/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 4/4/2013. Όπως προέκυψε μέσω της Ένστασης που καταχωρήθηκε στην υπό κρίση Αίτηση για εγγραφή και εκτέλεση της Διαιτητικής Απόφασης και δεν αμφισβητήθηκε από τους Εφεσίβλητους,  ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αίτηση με αρ. 290/2012 με την οποία ζητούσε την ακύρωση της Διαιτητικής Απόφασης, ημερ. 10/2/2012. Η δήλωση αυτή είχε ως εξής:

 

«κα Σεργίδου: Ζητώ την άδεια του Δικαστηρίου για να αποσύρω την αίτηση άνευ βλάβης.

 

κα Ιάσωνος: Συμφωνώ, χωρίς έξοδα. Δηλώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν θα προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του αιτητή στην παρούσα αίτηση, ο οποίος είναι εγγυητής στο επίδικο γραμμάτιο και δεσμεύονται ότι θα προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Πρωτοφειλέτη Λεωνίδα Αγαμέμνωνα Αργυρίδη και της περιουσίας του.

 

Δικαστήριο: Ενόψει των ανωτέρω, η άδεια δίδεται. Η αίτηση αποσύρεται και απορρίπτεται άνευ βλάβης του δικαιώματος καταχώρησης νέας, χωρίς έξοδα.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το οποίο απαριθμεί τις μεθόδους εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης, απέρριψε τον 1ο Λόγο Ένστασης στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Είναι προφανές και ξεκάθαρο, κατά την ταπεινή μου άποψη, ότι δεν ζητείται με την αίτηση η λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση 2, αλλά η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ως δικαστικής απόφασης, έτσι ώστε να δύναται η Αιτήτρια στη συνέχεια να λάβει μέτρα εκτέλεσης, εφόσον εγγραφεί ως δικαστική απόφαση. Επομένως αυτός ο λόγος ένστασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»

 

Όπως υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσείοντα, ενώ οι Εφεσίβλητοι είχαν δεσμευτεί μέσω της πιο πάνω δήλωσης που έγινε στο πλαίσιο της Αίτησης υπ’ αρ. 290/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να μην προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ο εγγυητής στο επίδικο Γραμμάτιο, αλλά να προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Πρωτοφειλέτη και της περιουσίας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε εντελώς την εν λόγω δέσμευση προβαίνοντας σε μια αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ εγγραφής και εκτέλεσης της Διαιτητικής Απόφασης ως εάν οι δύο αυτές πράξεις - δηλ. η εγγραφή και η εκτέλεση - να ήταν αντιφατικές και/ή ασύνδετες μεταξύ τους.

 

Η θέση των Εφεσιβλήτων ήταν διαφορετική. Όπως υποστήριξαν, η δήλωση που έγινε από μέρους τους δεν τους δημιουργούσε οποιοδήποτε κώλυμα στο να ζητήσουν την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης. Κώλυμα θα προέκυπτε, πρόσθεσαν, εάν μέσω της δήλωσης της συνηγόρου τους αναφερόταν ότι η πλευρά τους θεωρούσε ότι δεν υπάρχει Διαιτητική Απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα. Αντίθετα, τόνισαν, από τη δήλωση αυτή σαφώς συνάγεται ότι η Διαιτητική Απόφαση υφίστατο, ήταν τελική και θα εκτελείτο εναντίον του Εφεσείοντα αφού προηγείτο η λήψη μέτρων εναντίον του Πρωτοφειλέτη. Ζήτημα κωλύματος για τους Εφεσιβλήτους ενδεχομένως να εγειρόταν εάν αυτοί προχωρούσαν στην εκτέλεση της απόφασης πριν λάβουν μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Πρωτοφειλέτη.

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του υπό συζήτηση θέματος δεν είναι ορθή. Μια διαιτητική απόφαση η οποία είτε δεν προσβλήθηκε με έφεση ενώπιον Δικαστηρίου εντός της προβλεπόμενης από το Νόμο προθεσμίας είτε, αφού προσβλήθηκε με έφεση στη συνέχεια η έφεση απεσύρθη, όπως ήταν εν προκειμένω η περίπτωση, με βάση τα όσα διαλαμβάνονται στο εδάφιο (5) του Άρθρου 52 του Νόμου, καθίσταται τελική και υποκείμενη σε εκτέλεση «κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου». Ό,τι υπολείπεται για τέτοια εκτέλεση είναι η εγγραφή μιας τέτοιας διαιτητικής απόφασης στα μητρώα του αρμόδιου Πρωτοκολλητείου και τούτο λόγω της αναγκαιότητας εμπλοκής του Δικαστηρίου που διατάσσει και, στη συνέχεια, εποπτεύει την εκτέλεση. (Βλ. Χριστοδουλίδης κ.ά. v. ΣΠΕ Στρουμπιού, Πολιτική Έφεση αρ. 12/2013, ημερ. 3/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:A258). Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση ΣΠΕ Αγίας Νάπας v. Κυριακίδη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 716, «για να εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου χρειάζεται η εμπλοκή του ιδίου, που αφενός την διατάσσει και ταυτόχρονα την εποπτεύει. Επομένως, η διαιτητική απόφαση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταχωριστεί, να «εγγραφεί» δηλαδή στα αρχεία του πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου, για να προχωρήσει η εκτέλεση της». Είναι ορθή, επομένως, η θέση  του Εφεσείοντα ότι η διάκριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο μεταξύ εγγραφής και εκτέλεσης ήτο λανθασμένη, εφόσον οι πράξεις αυτές διόλου δεν είναι ασύνδετες ή άσχετες μεταξύ τους εφόσον η εκτέλεση μιας διαιτητικής απόφασης προϋποθέτει την εγγραφή της, ενώ η τελευταία αποτελεί τον τρόπο ή το μέσο προς επίτευξη της πρώτης.

 

Όσον δε αφορά την ερμηνεία που οι Εφεσίβλητοι προσπάθησαν να δώσουν στη δήλωση που έγινε και, κατ’ επέκταση, στη δέσμευση που αναλήφθηκε εκ μέρους της συνηγόρου τους, ότι, δηλαδή, η Διαιτητική Απόφαση θα εκτελείτο εναντίον του Εφεσείοντα αφού προηγείτο η λήψη μέτρων εναντίον του Πρωτοφειλέτη, δεν συμφωνούμε. Η δήλωση ήτο σαφής ως προς τη δέσμευση που οι Εφεσίβλητοι ανάλαβαν, ήτοι να μην προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Εφεσείοντα και να πράξουν τούτο μόνο εναντίον του Πρωτοφειλέτη. Όπως ορθά επισημαίνεται από μέρους του Εφεσείοντα, οι δηλώσεις που έγιναν και καταγράφηκαν στο πρακτικό του Δικαστηρίου ήταν απόλυτα δεσμευτικές για τους διάδικους. Τούτου δοθέντος οι Εφεσίβλητοι κωλύονταν λόγω της ρητής δήλωσης και δέσμευσης που είχαν αναλάβει συγχρόνως με την απόσυρση της Αίτησης του Εφεσείοντα για ακύρωση της Διαιτητικής Απόφασης από του να προωθήσουν την εγγραφή και την εκτέλεση της επίδικης Διαιτητικής Απόφασης.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση μας η οποία οδηγεί στην αποδοχή του 1ου Λόγου Έφεσης σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση Έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης.

 

Η Έφεση επιτυγχάνει.

 

 

 

Η πρωτόδικη Απόφαση στο βαθμό που αφορά τον Εφεσείοντα παραμερίζεται.

 

Επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσιβλήτων έξοδα έφεσης για το ποσό των €5.400 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, ενώ η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα σε βάρος του παραμερίζεται. Τα πρωτόδικα έξοδα θα είναι έξοδα προς όφελος του Εφεσείοντα ως θα υπολογιστούν και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                    Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο