ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.340/2015)

 

 

 18 Ιουνίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

1.   TITAN OFFICE FURNITURE LTD,

2.   INTER PLANET LOGISTICS LTD,

3.   ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ),

Εφεσιβλήτων.

____________________

 

 

Α. Δημητρίου με Ε. Μαρκαντώνη (κα) για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης, για την Εφεσείουσα.

Θ. Αριστείδου (κα) για Μικαέλα Καραπατάκη, Karapatakis Pavlides LLC, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

Θ. Κορφιώτης, για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 3.

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Εφεσίβλητη 2 ήταν εξουσιοδοτημένη να αντιπροσωπεύει την Εφεσίβλητη 1, εισαγωγέα επίπλων, και να ενεργεί για λογαριασμό της ως τελωνειακός πράκτορας.   Η Εφεσίβλητη 1 εισήγαγε έπιπλα στη Δημοκρατία και οι σχετικές διασαφήσεις υποβλήθηκαν από την Εφεσίβλητη 2 για να τεθούν τα εμπορεύματα υπό καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας στη Δημοκρατία, δηλαδή να εκτελωνιστούν.  Οι διασαφήσεις έγιναν αποδεκτές από την Εφεσείουσα και τα τελωνειακά τέλη καθορίστηκαν στο ποσό των €3.261,72 (Λ.Κ.1.909). 

 

    Η Εφεσίβλητη 1 πλήρωσε το ποσό στην Εφεσίβλητη 2, η οποία έδωσε οδηγίες στην εταιρεία Frakapor Logistics Ltd,[1] η οποία πλήρωσε την Εφεσείουσα με δύο δικές της επιταγές.  Και ενώ τα έπιπλα τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία, οι επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες, δεν τιμήθηκαν και η  Εφεσείουσα ουδέποτε εισέπραξε το ποσό.  Η αξίωση της Εφεσείουσας για την είσπραξη του ποσού στράφηκε και εναντίον της Εφεσίβλητης 3,[2] ως εγγυήτριας για την πληρωμή των επιταγών της Logistics

 

    Η αγωγή απορρίφθηκε εναντίον όλων των Εφεσίβλητων.  Η αξίωση εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 απορρίφθηκε στη βάση ότι η Εφεσείουσα είχε αποδεχτεί τις επιταγές προς εξόφληση των τελωνειακών δασμών, και όχι υπό την αίρεση να τιμηθούν οι επιταγές και χωρίς να διατηρήσει οποιοδήποτε δικαίωμα εναντίον της Εφεσίβλητης 1.  Η αξίωση εναντίον της Εφεσίβλητης 3 απορρίφθηκε αφού διαπιστώθηκε ότι τα σχετικά εγγυητήρια δεν κάλυπταν υποχρεώσεις της Logistics.

 

    Ήταν, σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσείουσας εναντίον όλων των Εφεσίβλητων είχε παραγραφεί γιατί είχαν, μέχρι την καταχώριση της αγωγής, παρέλθει πέραν των έξι χρόνων από τη γνωστοποίηση στις Εφεσίβλητες 1 και 2 της απαίτησης της Εφεσείουσας (άρθρο 113(2) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν.94(Ι)/2004[3]).

 

    Η κατάληξη ως προς την παραγραφή προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 10.  Στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η γνωστοποίηση της απαίτησης της Εφεσείουσας στις Εφεσίβλητες 1 και 2 έγινε την 18.4.2006.  Η αγωγή καταχωρίστηκε την 9.12.2011.  Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον υπολογισμό του χρόνου.  Δεν είχαν παρέλθει έξι χρόνια και το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσείουσας εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 δεν είχε παραγραφεί.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 10 επιτυγχάνει.  Αυτό επιτρέπει την περαιτέρω εξέταση της έφεσης.

 

    Τα βασικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα είχε αποδεχτεί τις επιταγές προς εξόφληση των τελωνειακών δασμών, όχι ως πληρωμή υπό αίρεση και χωρίς να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διατηρήσει οποιοδήποτε δικαίωμα εναντίον της Εφεσίβλητης 1, προσβάλλονται με τους λόγους έφεσης 3-5.

 

    Τα γεγονότα της υπόθεσης προσομοιάζουν με τα γεγονότα στις Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικών Κλάδων και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ κ.ά. ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων, Πολ. Εφ. Αρ.210/2012 και 211/2012, ημερ.14.4.2020 (υιοθετήθηκε στη συνέχεια στις Pop Life Electric Shops Ltd κ.ά. ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων, Πολ. Εφ. Αρ.30/2015 και 45/2015, ημερ.18.9.2023).

 

    Στις εφέσεις αυτές εξετάστηκε κατά πόσο η αποδοχή από  τη Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων επιταγών για τον εισαγωγικό δασμό και το φόρο προστιθέμενης αξίας που είχε καθοριστεί και η κατ’ ακολουθία διάθεση των εισηγμένων αγαθών σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση στη Δημοκρατία, σήμαινε πως ο εισαγωγικός δασμός και φόρος προστιθέμενης αξίας είχαν εξοφληθεί και συνεπώς ότι, όταν οι επιταγές δεν τιμήθηκαν, η αξίωση της Διευθύντριας περιοριζόταν στη βάση των επιταγών και μόνο και, συνακόλουθα, η Διευθύντρια δεν μπορούσε να διατηρεί αξίωση εναντίον του εισαγωγέα ή του εξουσιοδοτημένου τελωνειακού του πράκτορα για την τελωνειακή οφειλή.  Στην επιχειρηματολογία του εισαγωγέα και του τελωνειακού του πράκτορα τονιζόταν ότι η Διευθύντρια είχε αποδεχτεί τις επιταγές προς πλήρη εξόφληση, αφού ήταν της εντύπωσης ότι οι εγγυητικές του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικών Κλάδων και Επιχειρηματιών Κύπρου Λτδ έναντι του οποίου εκδόθηκαν, κάλυπταν τις επιταγές που αποδέχτηκε. 

 

    Αποφασίστηκε ότι:

 

«Δεν αποδεχόμαστε ότι στην προκείμενη περίπτωση ο εισαγωγικός δασμός και ο φόρος προστιθέμενης αξίας που καθορίστηκαν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξοφλήθηκαν για το λόγο ότι έγινε αποδοχή πληρωμής τους με επιταγές, έστω και με δεδομένη την αντίληψη της Εφεσίβλητης ότι αυτές ήταν εγγυημένες προς πληρωμή από τη Συνεργατική Εταιρεία έναντι της οποίας εκδόθηκαν.  …  Ούτε το γεγονός ότι μετά την παραλαβή των «εγγυημένων» επιταγών τα αγαθά της Εφεσείουσας 1 τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση στη Δημοκρατία απολήγει στο ότι ο εισαγωγικός δασμός και ο φόρος προστιθέμενης αξίας εξοφλήθηκαν.  Αυτός είναι ο σκοπός της παροχής της εγγύησης σε όλες τις περιπτώσεις όπως προνόησε η νομοθεσία.  …  η διευθέτηση έγινε για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός να τεθούν τα αγαθά σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση, χωρίς την εξάλειψη της τελωνειακής και άλλης τελωνειακής οφειλής».

 

 

    Και ενώ η Εφεσείουσα εδράζει την επιχειρηματολογία της αποκλειστικά στην πιο πάνω αυθεντία, οι Εφεσίβλητες 1 και 2 υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να ακολουθηθεί, γιατί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα διαφέρουν.  Κατά την εισήγηση τους, ο λόγος της πρωτόδικης απόφασης δεν ήταν ότι με την παραλαβή των επιταγών η Εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα της εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 για την καταβολή των τελωνειακών τελών, αλλά ότι το απώλεσε συνεπεία της συμπεριφοράς της τόσο κατά την παραλαβή των επιταγών και «ειδικότερα» της συμπεριφοράς που επέδειξε μετά τη μη τίμηση τους.

 

    Σημειώνουμε εκ προοιμίου την αντιφατικότητα της θέσης με την επίκληση της συμπεριφοράς της Εφεσείουσας κατά την παραλαβή των επιταγών, προχωρούμε ωστόσο στην εξέταση της. 

 

    Μεταφέρουμε αυτούσιο το μέρος που περιέχει το λόγο της πρωτόδικης απόφασης:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, με την παραλαβή των επιταγών, Τεκμήρια 4 και 5 από την Εναγόμενη 3 η Ενάγουσα εξέδωσε τις αποδείξεις πληρωμής, Τεκμήρια 6 και 7. Στις επιταγές αναγράφηκε από την Ενάγουσα ότι αυτές εκδόθηκαν «προς εξόφληση» και ότι το ποσό λήφθηκε «σε μετρητά». Η Ενάγουσα γνώριζε από τις 30.6.2004, Τεκμήριο 8, ότι οι επιταγές δεν πληρώθηκαν. Γνώριζε επίσης ότι οι επιταγές αυτές αφορούσαν τις επίδικες διασαφήσεις, Τεκμήρια 2 και 3. Δεν ενημέρωσε σχετικά τις Εναγόμενες 1 και 2, παρά μόνο σχεδόν δύο χρόνια αργότερα. Συγκεκριμένα τις ενημέρωσε στις 18.4.2006, Τεκμήρια 10 και 13. Η καθυστέρηση αυτή, όπως εξήγησε ο ΜΕ1, οφειλόταν στο ότι γίνονταν προσπάθειες να εισπραχθούν τα οφειλόμενα ποσά από την Εναγόμενη 3. Όταν πλέον η Ενάγουσα αντιλήφθηκε ότι δεν θα ήταν εφικτό να εισπραχθούν τα ποσά από την Εναγόμενη 3 αποφάσισε να διεκδικήσει την πληρωμή τους από τις Εναγόμενες 1 και 2.

Η συμπεριφορά αυτή που έχει επιδείξει η Ενάγουσα δεν είναι συμβατή με το καθήκον πιστωτή ο οποίος οφείλει να λάβει όλα τα μέτρα που έχει τη δυνατότητα να λάβει για να εισπράξει (he is bound to do all that a holder of such an instrument may do in order to get payment). Ούτε, κρίνω, μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ενάγουσα ειδοποίησε δεόντως, με την απαραίτητη σπουδή, και ως όφειλε τις Εναγόμενες 1 και 2 για το ότι οι επίδικες επιταγές, Τεκμήρια 4 και 5, δεν τιμήθηκαν (the creditor must give due notice of dishonour). Οι ενέργειες, ή μάλλον οι παραλείψεις, αυτές της Ενάγουσας πόρρω απέχουν από το να θεωρηθεί ότι έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διατηρήσει τα όποια δικαιώματα είχε εναντίον τους (take other necessary steps to preserve his remedy against the other parties).

Τα πιο πάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα είχε αποδεχτεί τις επίδικες επιταγές όχι ως πληρωμή υπό αίρεση των τελωνειακών δασμών αλλά ως εξόφληση των οφειλών αυτών, αναλαμβάνοντας το ρίσκο ενδεχόμενης μη πληρωμής τους, και χωρίς να έχει διατηρήσει οποιοδήποτε δικαίωμα εναντίον του πρωτοφειλέτη».

 

     Αυτό που προκύπτει να έχει αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι ότι η Εφεσείουσα είχε μετά την παραλαβή των επιταγών δικαίωμα να στραφεί εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 για την είσπραξη των τελωνειακών δασμών, δικαίωμα το οποίο απώλεσε σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο που δεν καθορίζεται.  Ότι, δηλαδή, σύντομα μετά την 30.6.2004 είχε αυτό το δικαίωμα, το οποίο απώλεσε κάπου μετά, στο τέλος του 2004 ή κατά το 2005 ή αρχές του 2006 και πριν την 18.4.2006. 

 

    Παρατηρούμε κατ’ αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στα «όποια» δικαιώματα είχε η Εφεσείουσα, δηλαδή δεν αποφαίνεται ότι είχε δικαιώματα.  Περαιτέρω, η τρίτη παράγραφος του αποσπάσματος καταδεικνύει ότι η μεταγενέστερη της παραλαβής των επιταγών συμπεριφορά της Εφεσείουσας κρίθηκε ως επιβεβαιωτική της εκτίμησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα «είχε αποδεχτεί τις επίδικες επιταγές όχι ως πληρωμή υπό αίρεση των τελωνειακών δασμών αλλά ως εξόφληση των οφειλών».  Άλλωστε προηγουμένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε στον Chitty on Contracts, 23η έκδ., Τόμος 1, παρ.1184-5, 1187 και 1189, ανέφερε ότι στο κατά πόσο οι επιταγές έγιναν αποδεκτές προς πλήρη εξόφληση «ιδιαίτερης σημασίας είναι η συμπεριφορά του πιστωτή κατά την παραλαβή της επιταγής αλλά και μετά, αφού αυτός διαπιστώσει ότι η επιταγή δεν έχει τιμηθεί».  Καθίσταται πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις συμπεριφορές της Εφεσείουσας για να διαπιστώσει κατά πόσο οι επιταγές έγιναν αποδεκτές προς πλήρη εξόφληση την ώρα που παραλήφθηκαν.  Γι’ αυτό και σημείωσε ότι «με την παραλαβή των επιταγών, Τεκμήρια 4 και 5 από την Εναγόμενη 3 η Ενάγουσα εξέδωσε τις αποδείξεις πληρωμής, Τεκμήρια 6 και 7.  Στις επιταγές αναγράφηκε από την Ενάγουσα ότι αυτές εκδόθηκαν «προς εξόφληση» και ότι το ποσό λήφθηκε «σε μετρητά»

 

    Η ίδια η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι παραλείψεις της Εφεσείουσας πόρρω απείχαν από το να θεωρηθούν ότι είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διατηρήσει τα όποια δικαιώματα είχε εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 προσβάλλεται αυτοτελώς ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 3. 

 

    Η σημασία της αναφοράς αυτής επεξηγήθηκε πιο πάνω.  Σε κάθε περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε συμπεριφορά της Εφεσείουσας που δεν ήταν συμβατή με το καθήκον πιστωτή να λάβει όλα τα μέτρα που είχε τη δυνατότητα να λάβει για να εισπράξει και ότι δεν ειδοποίησε δεόντως, με την απαραίτητη σπουδή, τις Εφεσίβλητες 1 και 2 για το ότι οι δύο επιταγές δεν είχαν τιμηθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στα όσα αναφέρονται στην παρ.1189 της 23ης έκδοσης του συγγράμματος Chitty on Contracts, και φαίνεται να εναπόθεσε στην Εφεσείουσα υποχρεώσεις, χωρίς και να τις καθορίσει, πέραν της αναφοράς στο χρόνο ειδοποίησης των Εφεσίβλητων 1 και 2.  Η Εφεσείουσα όφειλε να παρουσιάσει τις επιταγές προς πληρωμή στην τράπεζα και αυτό είχε πράξει.  Η καθυστέρηση να ειδοποιηθούν οι Εφεσίβλητες 1 και 2 δεν μαρτυρήθηκε ότι είχε επηρεάσει δυσμενώς τη θέση τους.  Στην Pop Life Electric Shops Ltd, σε σχέση με τη θέση για κώλυμα στη βάση της συμπεριφοράς της Διευθύντριας, αναφέρθηκε ότι η διαφοροποίηση της θέσης του εισαγωγέα ή του τελωνειακού του πράκτορα προς βλάβη του, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίκληση κωλύματος.  Μνημονεύτηκαν οι Ιωάννου ν. Οργ. Χρημ. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522, 1527, και η Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ, Πολ. Έφ Αρ.201/2014, ημερ.19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D191.  Είχε δοθεί και σχετικό παράδειγμα.

 

    Επομένως, οι λόγοι έφεσης 3-5 επιτυγχάνουν.  Αυτό καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση μας με τους εναπομείναντες λόγους 1, 2 και 6 που αφορούν τις Εφεσίβλητες 1 και 2.

 

    Η απόρριψη της αξίωσης εναντίον της Εφεσίβλητης 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τους λόγους έφεσης 7-9.  Η Εφεσείουσα, η οποία βασίστηκε στις Πολ. Εφ. Αρ.210/2012 και 211/2012 για να υποστηρίξει την έφεση εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2, δεν λειτούργησε ανάλογα σε σχέση με την Εφεσίβλητη 3, με την τελευταία να επικαλείται αυτή τις αυθεντίες ζητώντας την απόρριψη της έφεσης εναντίον της.

 

    Οι εγγυητικές στις οποίες εδραζόταν η αξίωση εναντίον της Εφεσίβλητης 3 ήταν δύο και αφορούσαν σε επιταγές που θα εκδίδονταν από τις εταιρείες Frakapor Clearing Ltd και Ledra Bonded Stores Ltd αντίστοιχα.  Όπως ακριβώς και στα γεγονότα των Πολ. Εφ. Αρ.210/2012 και 211/2012, με τις ίδιες εταιρείες να εμπλέκονται.  Κατόπιν έγκρισης από το Δικαστήριο σχεδίου αναδιοργάνωσης και σχετικού διατάγματος, η Clearing και η Ledra, μαζί με άλλες εταιρείες, συγχωνεύτηκαν στην Frakapor Logistics Ltd και η Clearing και η Ledra διαλύθηκαν χωρίς εκκαθάριση.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συγχώνευση και αναδιάρθρωση των δύο εταιρειών με άλλες εταιρείες τερμάτισε την εγγύηση που παρείχε η Εφεσίβλητη 3 προς την Εφεσείουσα.  Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 7.  Στο λόγο έφεσης 8, αναφέρεται ότι στα εγγυητήρια έγγραφα προνοείτο ότι μόνο η Εφεσίβλητη 3 μπορούσε να τερματίσει τις εγγυήσεις και καμιά μαρτυρία δεν είχε προσφερθεί ότι τις τερμάτισε.  Στο λόγο έφεσης 9 αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά αποφάνθηκε ότι οι εγγυήσεις έπαυσαν να ισχύουν και δεν δέσμευαν την Εφεσίβλητη 3.  Αυτή ήταν η ουσία της πρωτόδικης απόφασης, ότι δηλαδή η συγχώνευση και αναδιάρθρωση  επέφερε την παύση της ισχύος των εγγυήσεων και όχι ότι τερματίστηκαν από την εγγυήτρια Εφεσίβλητη 3. 

 

    Στις Πολ. Εφ. Αρ.210/2012 και 211/2012, με αναφορά στους Halsburys Laws of England, 5η Εκδ., Τομ.49, παρ.1205, αναφέρθηκε ότι κατά πόσο μια αλλαγή στο καθεστώς του χρεώστη τερματίζει την εγγυητική σε σχέση με μελλοντικές δοσοληψίες μεταξύ του πιστωτή και του χρεώστη είναι κυρίως ζήτημα ερμηνείας της εγγυητικής.  Σημειώθηκε ότι μια εγγυητική η οποία σύμφωνα με τους όρους της ισχύει για χρέη κατονομαζόμενου ατόμου ή συνεταιρισμού συνήθως δεν θα ερμηνευτεί ότι εξασφαλίζει χρέη εταιρείας στην οποία η επιχείρηση μεταβιβάζεται, έστω και αν η εταιρεία ανήκει και ελέγχεται από το άτομο αυτό ή τον πρώην συνεταιρισμό.    Τονίστηκε η θεμελιακή αρχή ότι κάθε εταιρεία συνιστά ξεχωριστή νομική οντότητα και παρατέθηκε η πιο κάτω περικοπή:

 

«Nor will a guarantee for the debts of one company normally be construed so as to extend to cover the debts of its parent, subsidiary or sister companies to which its business is transferred on a reconstruction or amalgamation.  However, such liabilities may be covered if it is clear that that is what the parties intended».

                                                                         

(σε μετάφραση)

«Ούτε μια εγγυητική για τα χρέη μιας εταιρείας συνήθως θα ερμηνευτεί έτσι ώστε να επεκταθεί για να καλύψει τα χρέη της μητρικής, θυγατρικής ή αδελφής της εταιρείας στην οποία η επιχείρηση της μεταβιβάζεται στη βάση αναδιάρθρωσης ή συγχώνευσης.  Όμως, τέτοιες υποχρεώσεις μπορεί να καλύπτονται εάν είναι καθαρό ότι αυτό είναι που τα μέρη σκόπευαν».

 

 

    Έγινε επίσης αναφορά, όπως και από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα, στη First National Finance Corporation Ltd v. Goodman [1983] BCLC 203, όπου αναφέρθηκε από το αγγλικό εφετείο ότι οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα του πιστωτή ή του χρεώστη ακυρώνει την εγγυητική σε σχέση με μελλοντικές δοσοληψίες, εκτός εάν η αντίθετη πρόθεση είναι πρόδηλη στην εγγυητική, με τη διευκρίνηση ότι η ίδια αρχή εφαρμόζεται σε σχέση με άτομα, συνεταιρισμούς και εταιρείες. 

 

    Διήλθαμε τις επίδικες εγγυητικές και διαπιστώνουμε πως τίποτα σε αυτές δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσαν να ισχύουν σε περίπτωση αλλαγής της ταυτότητας ή υπόστασης του χρεώστη, δηλαδή της Clearing ή της Ledra.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο τις ερμήνευσε ορθά.

 

    Η ενώπιον μας επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας ότι οι παρεχόμενες εγγυήσεις των Clearing και Ledra αποτελούσαν δικαιώματα τους που εμπίπτουν στον όρο «ιδιοκτησία» του άρθρου 200(4) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 και ότι ως ιδιοκτησία τους μεταβιβάστηκαν αυτούσιες στην Logistics με τη συγχώνευση, συμβαδίζει με την πρωτόδικη κρίση στην Pop Life Electric Shops Ltd , η οποία όμως απορρίφθηκε από το εφετείο.  Αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αντικρίσει το ζήτημα από την οπτική γωνία  των Clearing και Ledra καταλήγοντας σε εσφαλμένο αποτέλεσμα, καθιστώντας ουσιαστικά την εγγυήτρια υπόλογη ακόμα και σε σχέση με επιταγές που θα εκδίδονταν αναφορικά με δραστηριότητες όχι μόνο της Clearing και της Ledra, αλλά και των άλλων εταιρειών που συγχωνεύθηκαν στη Logistics.  Τα ίδια έχουν εφαρμογή και στα γεγονότα της παρούσας.

 

    Καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση ότι οι επίδικες εγγυητικές δεν ήταν σε ισχύ προς εγγύηση των οφειλών της Logistics ήταν ορθή και κατά συνέπεια οι λόγοι έφεσης 7-9 απορρίπτονται.

 

    Η έφεση επιτυγχάνει σε σχέση με τις Εφεσίβλητες 1 και 2. 

 

    Η πρωτόδικη απόφαση στην έκταση που τις αφορά παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 για το ποσό των €3.261,72 με νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής και έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο. 

 

    Περαιτέρω, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 €2.000 έξοδα της έφεσης.

    Σε σχέση με την Εφεσίβλητη 3, η έφεση απορρίπτεται.

 

    Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης 3 και εναντίον της Εφεσείουσας €2.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

 

 

                                               

              `                                              Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                            

                                                             Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

 

 

 



[1]    Εναγόμενη 3 στην αγωγή, στην οποία ουδέποτε επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα.

[2]    Κατά τους ουσιώδεις χρόνους Συνεργατικό Ταμιευτήριο Επαγγελματικών Κλάδων και Επιχειρηματιών Κύπρου Λτδ.

[3]    «Το αγώγιμο δικαίωμα του Διευθυντή για τη διεκδίκηση οποιουδήποτε ποσού, το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας οφείλεται στη Δημοκρατία, παραγράφεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημερομηνία που το οφειλόμενο ποσό γνωστοποιείται στον οφειλέτη:».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο