ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

 

Αίτηση Αρ.6/2023

 

 

3 Ιουνίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΥΠ΄ΑΡ.141/2023 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/10/2023

 

 

 

Μεταξύ:

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ

Εφεσείοντα,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης,

 

____________________

 

Φωκάς Α. Σωφρονίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Ν. Κέκκος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Αιτητής, εφεσείων στην αναφερόμενη στον τίτλο ποινική έφεση, στην οποία εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο την 20.10.2023,[1] καταχώρισε την παρούσα Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενος άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023

 

Με την έφεση, ο Αιτητής προσέβαλλε ως εσφαλμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ.2.6.2023[2] με την οποία καταδικάστηκε σε αριθμό κατηγοριών και τη συναφή απόφαση ημερ.16.6.2023[3] με την οποία του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των δέκα μηνών στην κατηγορία 2.

Η έφεση ως προς την καταδίκη απορρίφθηκε ομόφωνα από το Εφετείο, ενώ με απόφαση της πλειοψηφίας η ποινή του μειώθηκε στην κατηγορία 2 σε έξι μήνες που ήταν η δεύτερη πιο ψηλή ποινή που του είχε επιβληθεί στην κατηγορία 7.  Έτσι η ποινή του ουσιαστικά μειώθηκε στους έξι μήνες.

 

    Το άρθρο 9(3)(γ) προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη  πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

    Όπως είχαμε την ευκαιρία να αναφέρουμε στην Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτ.2/2023, ημερ.30.1.2024, προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων.  Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

-      με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-      με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-      με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-      με ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-      με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

    Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.

 

    Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2023, με τον Καν.9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι στην αίτηση για χορήγηση άδειας επισυνάπτεται Έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ  στον Καν.9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια.  Περαιτέρω, ο Καν.14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η Έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση.  Αυτό σημαίνει ότι το νομικό ζήτημα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει.  Ωστόσο, όπως υποδείξαμε στη Χατζησωφρονίου, Αρ. Αίτ.4/2023, ημερ.18.4.2024, η τυχόν ευρύτητα του μπορεί να περιοριστεί, αφού αυτό θα συνιστά ουσιαστικά άδεια για εξέταση μέρους ή πτυχής του.

 

    Έχουν παρέλθει έντεκα μήνες από τότε που τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 9(3)(γ) των Νόμων, και συνεχίζουμε να παρατηρούμε μια δυστοκία στον τρόπο με τον οποίο οι αιτητές προβάλλουν θέματα τα οποία καλούν το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει στο πλαίσιο της σχετικής του δικαιοδοσίας.  Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης.  Καθοδήγηση για τον τρόπο διαμόρφωσης του νομικού ζητήματος θα μπορούσε να αντληθεί από τη νομολογία μας σε σχέση με την επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ως επίσης τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., σε αιτήσεις που υποβάλλονται για προδικαστικά ερωτήματα.  Μια έμμεση υπόδειξη έχουμε κάμει στην Χατζησωφρονίου

 

    Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια αναφέρονται έξι «Νομικά Θέματα». Η Έκθεση καλύπτει 20 πυκνογραμμένες σελίδες και αναφέρονται διάφορα ζητήματα.  Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρισε ένσταση και υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9(3)(γ) ώστε να παραχωρηθεί άδεια.

 

    Ως πρώτο νομικό θέμα αναφέρεται: «Της παραβίασης του Τεκμηρίου της Αθωότητας του Εφεσείοντος» και «Του δικαιώματος

της Δίκαιης Δίκης του Εφεσείοντος».

 

    Θα πρέπει εκ προοιμίου να υπομνήσουμε ότι το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, συνιστούν θεμελιώδεις αρχές του δικαίου.  Καθιερώνουν απαράβατα δικαιώματα για κάθε κατηγορούμενο.  Νομικό ζήτημα με αναφορά σε αυτά μπορεί να εγείρεται ως προς το κατά πόσο συγκεκριμένες περιστάσεις συνιστούν παραβίαση τους.

 

    Με την έφεση, ο Αιτητής είχε, με το λόγο έφεσης 1, προβάλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα είχε απορρίψει την εισήγηση του ότι είχε παραβιαστεί το τεκμήριο της αθωότητας του και ότι δεν είχε τύχει δίκαιης δίκης.  Συναφής ήταν και ο λόγος έφεσης 2, ότι δεν είχαν αξιολογηθεί τα γεγονότα τα οποία είχαν μολύνει την ποινική δίωξη του Αιτητή.  Επρόκειτο για δηλώσεις του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλα σχετικά δημοσιεύματα, ως επίσης και ενέργειες οργανωμένων συνόλων έξω από το Επαρχιακό Δικαστήριο όπου εκδικαζόταν η εναντίον του υπόθεση.  Ο Υπουργός είχε δηλώσει ότι ήταν η πρώτη φορά που συλλαμβανόταν κάποιος για τέτοιου είδους επεισόδια και ότι ήλπιζε να στοιχειοθετηθεί υπόθεση, γιατί ο Αιτητής ήταν επικίνδυνο άτομο.  

 

    Το Εφετείο, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, χαρακτήρισε ατυχή τη δήλωση του Υπουργού, απέρριψε ωστόσο αμφότερους τους λόγους έφεσης, υιοθετώντας την πρωτόδικη κρίση ότι με τη δήλωση του ως προς την επικινδυνότητα του Αιτητή, ο Υπουργός, αναφέροντας ταυτόχρονα ότι ελπίζει να στοιχειοθετηθεί υπόθεση στο ανακριτικό στάδιο, άφηνε το ζήτημα ανοικτό ως προς τη θεμελίωση και πρόσαψη κατηγοριών από την Αστυνομία, πόσο μάλλον ως προς την τελική έκβαση της δίκης.  Η δήλωση του Υπουργού δεν προδίκαζε την έκβαση της δίκης και δεν προεξοφλούσε την ενοχή του Αιτητή.  Επομένως δεν υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας.

 

    Αποφάσισε ακόμη το Εφετείο ότι δεν αρκεί να υφίστανται δηλώσεις από Κυβερνητικό αξιωματούχο ή δημοσιεύματα στα Μ.Μ.Ε. ή ενέργειες οργανωμένων συνόλων έξω από το Δικαστήριο όπου εκδικάζεται υπόθεση εναντίον κατηγορούμενου, περιεχομένου που δυνητικά θα μπορούσαν να επηρεάσουν το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, αλλά θα πρέπει να φανεί ότι ως αποτέλεσμα υπήρξε δυσμενής επίδραση στη δικαστική διαδικασία σημειώνοντας ότι: «όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει καταδειχθεί κατά την ακροαματική διαδικασία, επηρεασμός οιουδήποτε μάρτυρα κατηγορίας».

 

    Συναφές είναι και αυτό που αναφέρεται ως τρίτο νομικό θέμα, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί εάν η απόφαση του Εφετείου συγκρούεται με τα νομολογηθέντα στη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1, στη βάση ότι οι συνέπειες των δηλώσεων του Υπουργού, τα δημοσιεύματα και οι εκδηλώσεις έξω από το Δικαστήριο θα έπρεπε να κριθούν με αντικειμενικό κριτήριο. Στη Γεωργιάδης, υποδεικνύει ο Αιτητής, είχε αναφερθεί (σελ.10-11) ότι: «Το κριτήριο όμως, αν η δίκη είναι ανεπηρέαστη, είναι αντικειμενικό. Για να το θέσουμε παραστατικά, η σκέψη του δικαστή πρέπει να μετακινηθεί από την ιδιότητα του για να μεταφερθεί στην αυτονόητη σε κάθε αναπτυγμένο άνθρωπο αίσθηση του δικαίου και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης». 

 

    Ο Αιτητής αναφέρει ότι επί του προκειμένου υπάρχει διάσταση στη νομολογία μας.  Ότι ο λόγος της Γεωργιάδης έρχεται σε σύγκρουση με την προγενέστερη Αστυνομία ν. Φάντη και άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και τη μεταγενέστερη Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερ.15.12.2017.  Τα ζητήματα, αναφέρει, είναι μείζονος σημασίας δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας, εφόσον τα αναφερόμενα δικαιώματα κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α. και τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.155, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2018, Ν110(Ι)/2018.[4]

 

     Αναφέρεται στο πλαίσιο του τρίτου Νομικού Θέματος ότι το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί: « … εάν ισχύει το αντικειμενικό κριτήριο για τη διάγνωση του Τεκμηρίου της Αθωότητας και του Δικαιώματος για Δίκαιη Δίκη, το οποίο διασφαλίζεται στην απόφαση Δώρος Γεωργιάδης (ανωτέρω) ή το υποκειμενικό κριτήριο ως οι αποφάσεις Φάντης και Ερωτοκρίτου (ανωτέρω)». 

 

    Στη Φάντης το ερώτημα που είχε επιφυλαχθεί για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο αφορούσε στο κατά πόσο το ποινικό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία ή εξουσία στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, προτού αναγνωσθεί το κατηγορητήριο στους κατηγορουμένους, να εξετάσει παράπονο των κατηγορουμένων ότι υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος τους για δίκαιη και αμερόληπτη δίκη επειδή, κατά τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, είχαν κυκλοφορήσει αρνητικά δημοσιεύματα σε βάρος τους αναφορικά με την ενώπιον του υπόθεση.  Και απαντήθηκε αρνητικά.  Αναφέρθηκε ότι: «Η εισήγηση πως η απασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με οποιαδήποτε υπόθεση που μπορεί να παρουσιαστεί - ή είναι ενώπιον του Δικαστηρίου - δυνατό να καταργήσει τη δίκη, δεν έχει έρεισμα στο ατομικό δικαίωμα που διασφαλίζεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Υιοθέτηση τέτοιας ιδέας καταλύει στην πράξη τη δικαστική λειτουργία ή, το λιγότερο, την καθιστά ατελέσφορη».

 

    Στην Ερωτοκρίτου αναφέρθηκε ότι:

 

«Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, τα όποια σχόλια έλαβαν χώραν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα κατά την επίμαχη δημοσιογραφική διάσκεψη, δεν θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να θεωρηθούν ότι παραβίαζαν το τεκμήριο της αθωότητας, αφού ούτε οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβαν χώραν, ούτε και το ίδιο το περιεχόμενό τους, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τελικά και θα κρινόταν η υπόθεση.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ευρείας δημοσιότητας, πάντα σε συνάρτηση με την ίδια την εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα, είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε τον απολύτως διακριτό ρόλο του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα με αυτόν της Δικαστικής Εξουσίας και να επαναλάβουμε ότι διαχρονική είναι η προσέγγιση της νομολογίας μας ότι η δίκη δεν καταργείται λόγω δημοσιευμάτων, έστω και δυσμενών, όσο έντονα και να είναι, ούτε και τα οποιαδήποτε δημοσιεύματα εξισούνται άνευ ετέρου με μη δίκαιη δίκη (Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 ΑΑΔ 501 και Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232).

 

Ακόμη και αν βρισκόμασταν ενώπιον περίπτωσης όπου δηλώσεις ή δυσμενή δημοσιεύματα λάμβαναν χώραν, αυτά θα ήταν δυνατό να είχαν επίδραση στη δίκαιη δίκη σε αναφορά πάντα και ανάλογα με συγκεκριμένη βλάβη στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας που, καθηκόντως, διεξάγεται. Η δίκη δεν καθίσταται αυτοτελώς μη δίκαιη, στην απουσία δηλαδή συγκεκριμένης αρνητικής επίδρασης και ως αποτέλεσμα και μόνο δυσμενών δημοσιευμάτων (Γενικός Εισαγγελέας ν.  Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 ΑΑΔ 94).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν καταδείχθηκε οποιαδήποτε αρνητική επίδραση επί των παραγόντων της δίκης, αλλά ούτε και τέθηκε ενώπιόν μας καμία συγκεκριμένη, βάσιμη, εισήγηση επί του προκειμένου». 

 

 

 

 

    Στη Γεωργιάδης είχε εγερθεί ζήτημα ότι η δίκη του κατηγορούμενου δεν ήταν ανεπηρέαστη λόγω της, άνευ προηγουμένου, ενασχόλησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης με την υπόθεση.  Το Κακουργιοδικείο είχε αναφέρει ότι δεν θεωρούσε ότι η δημοσιότητα που είχε δοθεί, είχε με οποιονδήποτε τρόπο επηρεάσει τη δίκη.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Κακουργιοδικείο είχε χρησιμοποιήσει εσφαλμένο κριτήριο για να αποφανθεί αν η δίκη ήταν ανεπηρέαστη.  Ότι το κριτήριο του ήταν υποκειμενικό.  Ανέφερε το Εφετείο: «Βεβαίωσε, στην ουσία, πως εφόσον η δίκη διεξαγόταν ενώπιον δικαστών, και όχι ενόρκων, δεν υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού».  Στη συνέχεια ανέφερε αυτό που έχουμε καταγράψει πιο πάνω από τις σελ.10-11 της εφετειακής απόφασης.

 

    Οι λόγοι έφεσης κάλυπταν και το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας και η απόφαση του Εφετείου ότι η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν ακροσφαλής βασίστηκε στην κατάληξη του ότι η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας των παραπονούμενων είχε μειωθεί σημαντικά.  Αναφέρθηκε ακόμη ότι το Κακουργιοδικείο δεν προβληματίστηκε, αλλά περιορίστηκε να εκφράσει την πεποίθηση του ότι οι παραπονούμενες είχαν πει την αλήθεια. 

 

    Διαπιστώνεται λοιπόν ότι και στη Γεωργιάδης το ζήτημα του επηρεασμού από τη δημοσιότητα που είχε δοθεί εξετάστηκε με αναφορά στην υπόθεση που ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε, τη φύση των κατηγοριών και τη μαρτυρία που προσφέρθηκε για την απόδειξη τους.  Όπως κρίθηκε από το Εφετείο,  εξαιτίας της δημοσιότητας που είχε δοθεί η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας των παραπονούμενων είχε μειωθεί σημαντικά.

 

    Οι αναφορές σε «αντικειμενικό» και «υποκειμενικό» κριτήριο και σε εξέταση «μόνο από τη σκοπιά της κατά συνείδηση πεποίθησης του δικαστηρίου», αφορούν στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο είχε προσεγγίσει το ζήτημα και αναμφίβολα δεν ήταν η απόφαση του Εφετείου ότι η δημοσιότητα μπορούσε εξ αντικειμένου και χωρίς άλλο να οδηγεί στην απαλλαγή του κατηγορούμενου.

    Η  Ευσταθίου αφορούσε απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επτά χρόνια μετά τη Γεωργιάδης.  Το απόσπασμα που ακολουθεί (σελ.130 της απόφασης) είναι άκρως κατατοπιστικό:

 

«Ήδη, με την ενδιάμεση απόφαση που εκδώσαμε, που αφορούσε και στην εισήγηση πως η εκδίκαση της έφεσης δεν θα ήταν δίκαιη, επιβεβαιώσαμε τη νομολογία μας πως στο νομικό μας σύστημα δεν νοείται κατάργηση ή μη διεξαγωγή της δίκης λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων, αυτοτελώς. Δεν θα επαναλάβουμε, βεβαίως, τα ίδια αλλά σημειώνουμε το ουσιώδες πως τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδρασή τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται. Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει και από το απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου που προηγουμένως παραθέσαμε, δεν ήταν με αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ουσιώδη επίδραση που κρίθηκε πως η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Κρίθηκε πως η δίκη δεν ήταν δίκαιη γενικώς ως εάν να ήταν παραδεκτό, ως θέμα αρχής, πως, ανεξάρτητα από τέτοια επίδραση, η έκταση και το περιεχόμενο δυσμενών δημοσιευμάτων καθιστούν αυτοτελώς τη δίκη μη δίκαιη. Καταλήγουμε, επομένως, πως ήταν νομικά λανθασμένη αυτή η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου».

 

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

    Κρίνουμε ότι το νομικό θέμα του κριτηρίου που θα πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις δημοσιότητας που θα μπορούσε να επηρεάσει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, καθορίζεται από τη νομολογία μας, διαχρονικά επιβεβαιώνεται και θεμελιώνεται από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του Αιτητή ότι υφίσταται διάσταση μεταξύ των αναφερόμενων αυθεντιών ή ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, ώστε να έπρεπε να δοθεί η σχετική άδεια.

 

    Το δεύτερο θέμα αναφέρει ότι το Δικαστήριο:

 

«... καλείται να αποφανθεί εάν η θεώρηση του Εφετείου, εις ότι αφορά τη διαπίστωση ότι οι ανακριτικές αρχές δεν ενήργησαν πλημμελώς, διαφοροποιείται από τη νομολογία, η οποία κατοχυρώνει τη παγιωμένη την αρχή του ποινικού δικαίου ότι οι ανακριτές ασκούν οιονεί δικαστική εξουσία και ότι οι ανακριτές ενεργούν ως οιονεί δικαστές.»

 

 

 

    Στην Αιτιολογία του Νομικού Θέματος δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη συμπεριφορά των ανακριτικών αρχών, που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει και που το Εφετείο, παρερμηνεύοντας τις σχετικές νομικές αρχές, απέτυχε να διαπιστώσει ότι συνιστούσε πλημμελή ενέργεια εκ μέρους τους.  Η διαπίστωση ότι οι ανακριτικές αρχές δεν ενήργησαν πλημμελώς, συνιστά, εν προκειμένω, εύρημα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης και όχι νομικό θέμα το οποίο θα μπορούσε να απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπόψη δικαιοδοσίας του.      

    Τα θέματα 4 και 5 αναφέρονται στην αξιολόγηση μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι είχαν καταθέσει στη δίκη του Αιτητή, παρουσιάζοντας τον να καθοδηγεί, να συντονίζει και να δίδει εντολές στους κουκουλοφόρους.  Κατά τη δίκη είχε παρουσιαστεί ως τεκμ.9 βίντεο στο οποίο, όπως αναφέρει ο Αιτητής, παρουσιάζεται ως εντελώς πράος, αδιάφορος και αποστασιοποιημένος από τους κουκουλοφόρους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας.  Το Εφετείο, στο πλαίσιο του εγειρόμενου λόγου έφεσης 6, υιοθέτησε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το βίντεο προσέφερε μόνο μια εικόνα της κατάστασης και δεν μπορούσε να ρίξει φως σε όσα είχαν λάβει χώρα κατά το επεισόδιο.

 

    Με τα θέματα 4 και 5, προβλήθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί:

 

« … εάν το Εφετείο αποτίμησε ορθώς και συμφώνως των νενομολογημένων και παγιωμένων αρχών και με τρόπο, ο οποίος συνάδει με τη συνοχή του δικαίου και της νομολογίας, τα ευρήματα του Δικαστηρίου εις ότι αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και εάν ορθώς παραγνώρισε την παγιωμένη αρχή του Τεκμηρίου της Συνέχειας».

 

 

και

 

 

« … εάν η θεώρηση του Εφετείου εις ότι αφορά ειδικότερα την απόρριψη του βίντεο Τεκμήριο 9 είναι εσφαλμένη αφού παραγνωρίζει την παγιωμένη αρχή του ποινικού δικαίου ότι το βάρος αποδείξεως το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή και την παγιωμένη αρχή ότι η οποιαδήποτε αμφιβολία επενεργεί προς όφελος του διωκόμενου ή του κατηγορουμένου αλλά και γενικότερα η εν γένει αποτίμηση της προσαχθείσης ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προφορικής μαρτυρίας παραβιάζει τις εν λόγω αρχές με δεδομένη την εκ προοιμίου εμπάθεια και προκατάληψη των Μαρτύρων Κατηγορίας εναντίον του Εφεσείοντος».

 

 

 

    Οι φράσεις που χρησιμοποιούνται και η εισαγωγή νομικής ορολογίας, δεν αλλοιώνουν την ουσία του πράγματος.  Εκείνο το οποίο επιδιώκει ο Αιτητής είναι να αποφανθούμε επί της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου με την οποία απορρίφθηκαν οι λόγοι έφεσης σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Τέτοια ευχέρεια δεν εμπίπτει στην τριτοβάθμια δικαιοδοσία μας.  Στην Ευσταθίου (σελ.126) αναφέρεται ότι:

 

«Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο»,  όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α), έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου  επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο».

 

 

 

    Το έκτο θέμα αφορά στις ποινές που επιβλήθηκαν στον Αιτητή. Αναφέρεται ότι το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί:

«Του ζητήματος των επιβληθεισών ποινών στον Εφεσείοντα, οι οποίες κατά την εισήγηση του Εφεσείοντος αποτελούν εξοντωτικές ποινές και δεν εναρμονίζονται με τις παγιωμένες αρχές περί επιμέτρησης της ποινής, ως επιβάλλει η νομολογία τόσο εις ότι αφορά το είδος της ποινής και της έκτασης της ποινής όσο και εις ότι αφορά στην αναστολή των ποινών φυλακίσεως.

 

Οι επιβληθείσες ποινές παραβιάζουν την Αρχή της Αναλογικότητας, είναι ιδιαιτέρως αυστηρές και εξοντωτικές και οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που επιβλήθησαν στον Εφεσείοντα με υψηλότερη αυτή των 10 μηνών στην κατηγορία της οχλαγωγίας (η οποία έστω κι αν μειώθηκε από το Εφετείο σε 6 μήνες) είναι έκδηλα υπερβολικές, λαμβανομένων υπ΄όψιν των μετριαστικών και ελαφρυντικών παραγόντων που συνέτρεχαν και ειδικότερα του λευκού Ποινικού Μητρώου σε συνδυασμό με την ηλικία του Εφεσείοντα και των προσωπικών του περιστάσεων, στοιχεία τα οποία ουδόλως προσμέτρησαν, ως επιβάλλουν οι νενομολογημένες και παγιωμένες αρχές τόσο εις ότι αφορά το είδος της ποινής και της έκτασης της ποινής και εις ότι αφορά στην αναστολή των ποινών φυλακίσεως.»

 

 

    Καλείται δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο να ενεργήσει ως εφετείο και να κρίνει την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις ποινές που αυτό επέβαλε στον Αιτητή.  Καμιά αναφορά δεν γίνεται στην εφετειακή απόφαση, πέραν της σημείωσης ότι η ποινή του Αιτητή μειώθηκε από το Εφετείο σε έξι μήνες φυλάκιση και, κατά συνέπεια, ούτε και αναφέρεται κάποιο νομικό θέμα το οποίο να προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου.  Η αναφορά στην Αιτιολογία του Νομικού θέματος ότι: «Εσφαλμένως και σε ανακολουθία των νενομολογημένων αρχών, το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο κατά την επιμέτρηση των ποινών δεν έλαβε υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες: [καταγράφονται σε πέντε σελίδες]», δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα.

 

    Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

    €1.300 έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

   

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.



[1]   Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.141/2023, ημερ.20.10.2023.

[2] Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. Παναγιώτης Κλεοβούλου, Υπόθ. Αρ.6806/2017, ημερ.2.6.2023, Ε.Δ. Λεμεσού.

[3] Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. Παναγιώτης Κλεοβούλου, Υπόθ. Αρ.6806/2017, ημερ.16.6.2023, Ε.Δ. Λεμεσού.

 

[4]   Όπως αναφέρεται στο προοίμιο του τροποποιητικού Νόμου, αυτός έγινε «Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο