ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 83/2024)

 

4 Ιουνίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Φ. Θ. ΜΕ ΑΔΤ [   ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 07/04/2024, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 2757 ΧΡ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18, 19 ΚΑΙ 44.

 

Γ. Εφφέ, για Γιάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης ημερ. 7.4.2024 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον του.

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι ότι δεν στοιχειοθετείτο εύλογη υπόνοια σύνδεσης του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, ότι αυτό πάσχει από έκδηλο δικαιοδοτικό σφάλμα και ότι αυτό εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.

Στην Έκθεση και στην ένορκη δήλωση του Αιτητή οι οποίες συνοδεύουν την Αίτηση, αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του υπό κρίση εντάλματος σύλληψης και αναλύονται οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των διαταγμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’  εξαίρεση όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. 

Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Janna Bullock κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 155/2022, ημερ. 5.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A376, επισημάνθηκε πως η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα αφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και γι’ αυτό ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολ. Έφ. Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων …».

Με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει πως στις 7.4.2024 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Αιτητή σε σχέση με τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β από άλλο πρόσωπο και της παράνομης κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια του ελεγχόμενου φαρμάκου σε άλλα πρόσωπα,  τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν στις 5 και 6 Απριλίου του 2024 μετά τον εντοπισμό κοκαΐνης μικτού βάρους 2 κιλών και 623 γραμμαρίων και φυτικής ύλης κάνναβης βάρους 2 κιλών και 733,3 γραμμαρίων.

Το ένταλμα εκδόθηκε στη βάση όρκου στον οποίο αναφερόταν ότι στις 5.4.2024 λήφθηκε πληροφορία πως ο Αιτητής μαζί με δύο άλλα πρόσωπα, τους ΚΜ και ΠΝ, εμπλέκονται στη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β. Στο πλαίσιο διερεύνησης της πληροφορίας, μέλη της ΥΚΑΝ έθεσαν υπό παρακολούθηση την οικία του ΚΜ και παρατηρήθηκαν ύποπτες δραστηριότητες που παρέπεμπαν σε εμπορία ναρκωτικών.

Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, στις 5.4.2024 κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, θεάθηκε ο Αιτητής, μαζί με δεύτερο άτομο το οποίο φορούσε κράνος και αργότερα διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τον ΠΝ, να επισκέπτονται την οικία του ΚΜ με ένα σκούτερ μαύρου χρώματος χωρίς πινακίδες εγγραφής μάρκας BEVERLY και να παραμένουν εκεί για 30 λεπτά. Στις 6.4.2024 η ομάδα παρακολούθησης είδε σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις ένα άτομο που οδηγούσε ένα σκούτερ μαύρο της ίδιας μάρκας χωρίς πινακίδες εγγραφής με το ίδιο κράνος ως ο ΠΝ την προηγούμενη μέρα, να επισκέπτεται την οικία του ΚΜ. Στην τρίτη περίπτωση, κατά την αναχώρηση του το άτομο θεάθηκε να κρατά στα χέρια του μια συσκευασία του ενός κιλού περίπου, χωρίς όμως να μπορούσε να διαπιστωθεί το περιεχόμενο της λόγω απόστασης.

Στον όρκο αναφέρεται επίσης ότι στις 6.4.2024, κατόπιν παρακολούθησης της οικίας του ΠΝ, εξακριβώθηκε ότι αυτός ήταν ο οδηγός του σκούτερ λόγω του σωματότυπου του και των ρούχων που φορούσε κατά τις επισκέψεις του στην οικία του ΚΜ. Με βάση δεύτερη ανεξάρτητη πηγή, στις 5.4.2024 και αφού αποχώρησαν από την οικία του ΚΜ, ο Αιτητής με τον ΠΝ προέβησαν σε διακίνηση ναρκωτικών. Στις 6.4.2024 εξασφαλίστηκε ένταλμα έρευνας της οικίας του ΚΜ. Στις 22:55 ανακόπηκε ο ΚΜ ενώ οδηγούσε το όχημα του έξω από την οικία του και σε έρευνα, εντοπίστηκε ποσότητα κάνναβης 0,3 γραμμαρίων και αυτός συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα. Σε έρευνα που έγινε στην οικία, στην παρουσία του ΚΜ και της μητέρας του, μεταξύ των ωρών 23:15-00:40, εντοπίστηκε σε κοινή θέα, ήτοι στον χώρο της κουζίνας και στο σαλόνι, καθώς επίσης και σε διάφορα μη εμφανή σημεία, η προαναφερόμενη ποσότητα κοκαΐνης και κάνναβης και τέσσερις ζυγαριές ακριβείας. Ανακρινόμενος, ο ΚΜ παραδέχθηκε την κατοχή των ναρκωτικών και προέβαλε διάφορους ισχυρισμούς ενώ η μητέρα του αρνήθηκε εμπλοκή στην υπόθεση. Γι’  αυτό ζητείτο η έκδοση εντάλματος σύλληψης του Αιτητή για εξυπηρέτηση των σκοπών της δικαιοσύνης, για αποφυγή του ενδεχόμενου καταστροφής ή εξαφάνισης τεκμηρίων ή επηρεασμού μαρτύρων, ή διαφυγής του Αιτητή στο εξωτερικό ή στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

Όπως αναφέρεται στο ένταλμα, αυτό εκδόθηκε στη βάση της ύπαρξης μαρτυρίας η οποία δημιουργεί εύλογη υπόνοια που συνδέει τον Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και περαιτέρω καθιστά την έκδοση του αναγκαία.

        Η εξουσία έκδοσης εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257, για να εκδοθεί ένα ένταλμα σύλληψης, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία πως το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα διέπραξε αδίκημα και να θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία. Ο όρος «εύλογη υποψία» έτυχε ερμηνείας στην εν λόγω υπόθεση ως ακολούθως:

«Προσεγγίζοντας τον όρο «εύλογη υποψία», σημειώνουμε ότι το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί από απόψεως μαρτυρίας είναι χαμηλό (βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ. 219/14, ημερ. 29.2.2016). Τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 σε σχέση με την έννοια του όρου «υπόνοια» συνώνυμου του όρου «υποψία»:

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό, τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»

 

Διαφωτιστική επί του προκειμένου είναι και η αγγλική νομολογία. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.) (σελίδα 948):-

 

«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: ‘I suspect but I cannot prove.’ Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.» »

        Η ικανοποίηση περί της ύπαρξης εύλογης υποψίας δεν δύναται να υφίσταται γενικά και αόριστα στη διάπραξη αδικήματος, αλλά θα πρέπει να αφορά στα αδικήματα τα οποία προσδιορίζονται στον όρκο, όπως προκύπτει και από τα άρθρα 18(1) και 27(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Shahak Avni, Πολ. Αίτηση αρ. 104/2000, ημερ. 1.12.2020, περιέχεται ένα διαφωτιστικό απόσπασμα αναφορικά με την αναγκαιότητα της έκδοσης εντάλματος σύλληψης:

«Υπό αυτή την έννοια τίθεται στο προσκήνιο η έτερη προϋπόθεση, αυτή της αναγκαιότητας της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης και ή κράτησης, σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Στην Κυπριανού 2013 1 ΑΑΔ 17 λέχθηκαν από τον Χ΄Χαμπή, Δ. (όπως ήταν τότε τα εξής):

Ο δικαστής δεν ενεργεί μηχανικά σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη του τις συνέπειες του εντάλματος σύλληψης και να ικανοποιείται απόλυτα ότι υπάρχει τόσο η εύλογη υπόνοια όσο και η αναγκαιότητα για τη σύλληψη. Έχει σε σωρεία υποθέσεων υποδειχθεί η σημασία των αρχών αυτών και δεν πρέπει να υποτιμάται ακόμα και στην ελάχιστη των υποθέσεων».»

Όταν εγείρεται ζήτημα αναγκαιότητας, υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας η οποία εξετάζεται με βάση τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διερευνώνται, τη φύση τους και τις συνθήκες που τα περιβάλλουν.

Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Παναγιώτου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094 επίσης προσφέρει μια διαφωτιστική ανάλυση των πιο πάνω προϋποθέσεων.  

Στην υπό κρίση περίπτωση, στο ίδιο το ένταλμα αναφέρεται στη νομική βάση αυτού το άρθρο 18 του Κεφ. 155, το οποίο παρέχει το δικαιοδοτικό πλαίσιο έκδοσης εντάλματος σύλληψης. Η αναγραφή στη νομική βάση και του άρθρου 44 του Κεφ. 155, το οποίο αφορά σε έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον κατηγορούμενου, μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου, για να αναγκασθεί να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, ούτε και μεταβάλλει τη δικαιοδοτική βάση του υπό κρίση εντάλματος. Επομένως, ο συναφής ισχυρισμός του Αιτητή για έκδηλο δικαιοδοτικό σφάλμα ως προς τη νομική βάση της Αίτησης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

        Για σκοπούς της υπό κρίση Αίτησης, διαφαίνεται ότι υπήρχε πληροφορία για την εμπλοκή του Αιτητή με άλλα συγκεκριμένα πρόσωπα στη διακίνηση ναρκωτικών, εξού και μέλη της ΥΚΑΝ έθεσαν την οικία του ΚΜ υπό παρακολούθηση. Κατά την παρακολούθηση στις 5.4.2024, ο Αιτητής μαζί με τον ΠΝ, ως φερόμενο οδηγό του σκούτερ, θεάθηκαν να εισέρχονται στην οικία του ΚΜ και να παραμένουν εκεί για μισή ώρα. Στις 6.4.2024 ο ΠΝ συνέχισε σε τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις τη μετάβαση του στην οικία και στην τελευταία θεάθηκε να εξέρχεται από την οικία μεταφέροντας μια τσάντα εντός κιλού περίπου. Υπήρχε επιπλέον πληροφορία από νέα ανεξάρτητη πηγή ότι μετά την αποχώρηση τους από την οικία του ΚΜ στις 5.4.2024, ο Αιτητής με τον ΠΝ προέβησαν σε διακίνηση ναρκωτικών. Προκύπτει επίσης πως σε έρευνα στην οικία του ΚΜ στις 6.4.2024 ανευρέθηκε η προαναφερόμενη ποσότητα ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β.

        Τα πιο πάνω στοιχεία δεν αποτελούν μια απλή πληροφορία, ως ισχυρίζεται ο Αιτητής. Αντιθέτως, μετά τη λήψη της πληροφορίας, οργανώθηκε και διενεργήθηκε παρακολούθηση από μέλη της ΥΚΑΝ, κατά την οποία πράγματι διεφάνη η σύνδεση και επικοινωνία του Αιτητή και του άλλου προσώπου, του ΠΝ, με την οικία του ΚΜ, εφόσον αυτοί την επισκέφθηκαν μαζί και παρέμειναν εκεί για μισή ώρα. Και πάλι, η επίσκεψη δεν συνιστά το μοναδικό στοιχείο μαρτυρίας, ως η εισήγηση του Αιτητή. Επιπλέον, υπήρξε και άλλη πληροφορία για τη διακίνηση ναρκωτικών από τον Αιτητή και τον ΠΝ μετά την εν λόγω επίσκεψη. Η δε στάση του ΠΝ με τη συνέχιση των επισκέψεων του στην οικία την επομένη και τη μεταφορά κατά την αναχώρηση του από αυτή μιας συσκευασίας ενός κιλού περίπου, δεν μπορεί να ιδωθεί απομονωμένα, ειδικότερα εφόσον αφενός αποδίδεται τόσο στον Αιτητή όσο και στα δύο άλλα κατονομαζόμενα πρόσωπα μια οργανωμένη μεταξύ τους εγκληματική δραστηριότητα διακίνησης ναρκωτικών και αφετέρου κατά την έρευνα της οικίας, εντοπίστηκε τόσο σε εμφανή όσο και σε μη εμφανή σημεία η  αρκετά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών τάξεως Α και Β. Όπως αναφέρθηκε στην Κυριάκου (ανωτέρω), οι όποιες πληροφορίες αποτιμώνται στο σύνολο των δεδομένων και δεν κρίνονται απομονωμένες από το υπόλοιπο περιεχόμενο του όρκου.

Αυτή η μαρτυρία, ιδωμένη στο σύνολο της, κρίνεται επαρκής για να δημιουργήσει εύλογη υποψία ότι ο Αιτητής ενέχεται στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ό,τι αποτιμάται είναι η δημιουργία υπόνοιας για την εμπλοκή. Αυτή ήταν και η διαπίστωση του Δικαστηρίου πριν εκδώσει το ένταλμα.

Ο ενόρκως δηλών αστυνομικός ανέφερε τους λόγους για τους οποίους ζητείτο η σύλληψη του Αιτητή. Ο ισχυρισμός του τελευταίου πως το αίτημα για την σύλληψη του αποσκοπούσε και μόνο στην ανάκριση του δεν βρίσκει έρεισμα στην ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία. Ο Αιτητής φερόταν να εμπλέκεται σε μια υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών μαζί με άλλα πρόσωπα. Στον όρκο δεν αναφερόταν ρητά ότι αναζητείτο και άλλη ποσότητα ναρκωτικών ή τεκμήρια, πλην όμως σε μια τέτοιας φύσης υπόθεση εύλογα συνάγεται ότι πιθανόν να υπάρχουν τεκμήρια που σχετίζονται με την εμπορία ναρκωτικών τα οποία θα αναζητηθούν με υπαρκτό το ενδεχόμενο καταστροφής ή εξαφάνισης τους. Ενόψει δε της εμπλοκής και άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων και προσώπων τα οποία προμηθεύτηκαν τα ναρκωτικά, ούτε και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων μπορεί να αποκλεισθεί. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται και από την επιπρόσθετη αναφορά στον όρκο πως η έκδοση του εντάλματος κρίνεται αναγκαία και «εφόσον θα γίνει αίτημα από την Αστυνομία για σκοπούς προσωποκράτησης» του ΜΚ και της μητέρας του, προφανώς για να αποφευχθεί γενικότερα ο οποιοσδήποτε επηρεασμός μαρτύρων σε σχέση με την όλη υπόθεση και την ανευρεθείσα ποσότητα ναρκωτικών στην συγκεκριμένη οικία.

Ο ισχυρισμός του Αιτητή πως η σύλληψη του δεν ήταν αναγκαία εφόσον τα ναρκωτικά είχαν βρεθεί στην οικία στις 6.4.2024 ενώ ο ίδιος ήταν ελεύθερος, δεν είναι ικανός να αναιρέσει την αναγκαιότητα της σύλληψης του για τους πιο πάνω λόγους. Άλλωστε, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι μέχρι τουλάχιστον τη σύλληψη του ΚΜ και τη διενέργεια της έρευνας της οικίας του από την Αστυνομία, ο Αιτητής προφανώς δεν είχε αντιληφθεί την εμπλοκή της Αστυνομίας και ότι ενδεχομένως να θεωρείτο ύποπτος για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στον όρκο για την αναγκαιότητα έκδοσης του αιτούμενου εντάλματος σύλληψης του Αιτητή, εύκολα συνάγεται ότι η ανάγκη αφορούσε τον σκοπό διερεύνησης των υπό κρίση αδικημάτων. Σημειώνεται ότι η αναφορά στο αίτημα για την προσωποκράτηση του ΚΜ και της μητέρας του σαφώς και παραπέμπει στο ανακριτικό έργο και τις έρευνες της Αστυνομίας για την υπόθεση. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Neil Lee Cook (Αρ. 2) (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268 στην οποία επαναλήφθηκε ότι η διευκόλυνση των ανακρίσεων είναι γνωστός λόγος για την έκδοση εντάλματος σύλληψης.

Επομένως, υπήρχε εκείνη η μαρτυρία η οποία καθιστούσε την έκδοση του εντάλματος σύλληψης αναγκαία.

Στο ένταλμα το Δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι η έκδοση του εντάλματος ήταν αναγκαία. Αυτή η διατύπωση ουδόλως οδηγεί στο συμπέρασμα πως το Δικαστήριο θεώρησε αυτά τα δύο κριτήρια, ήτοι την εύλογη υπόνοια και την αναγκαιότητα, ως ένα, ως η εισήγηση του Αιτητή. Αντιθέτως το ίδιο το Δικαστήριο εξέτασε και κατέγραψε πως ικανοποιήθηκε και για τις δύο αυτές προϋποθέσεις.

Τέλος, αποδίδεται ότι το Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον θα μπορούσε να καλέσει τον Αιτητή για ανάκριση και μόνο εάν παρέλειπε να το πράξει τότε θα καθίστατο αναγκαία η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του. Κατ’  αρχάς δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση κλήσης ενός προσώπου για ανάκριση πριν την υποβολή αιτήματος για τη σύλληψη του. Επιπλέον, υπό τις περιστάσεις, η σύλληψη του Αιτητή κρίθηκε αναγκαία λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, της εξέλιξης των γεγονότων όπως αυτά περιγράφηκαν στον όρκο και της ανάγκης διασφάλισης της συνέχισης των ερευνών και του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, αποκλείοντας το ενδεχόμενο οποιουδήποτε επηρεασμού αυτών το οποίο θα παρέμενε ορατό σε περίπτωση που αρχικά ο Αιτητής καλείτο να εμφανιστεί στην Αστυνομία για ανάκριση.

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, ανεξαρτήτως της άποψης που εκφράζεται από τον αστυνομικό, το ίδιο το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί στο δικό του συμπέρασμα με βάση την ένορκη δήλωση για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας σύνδεσης του υπόπτου με τα αδικήματα και της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος, όπως έχει συμβεί στην υπό κρίση περίπτωση.  

        Με βάση τα πιο πάνω, θεωρώ ότι ο όρκος περιείχε επαρκή στοιχεία που δημιουργούσαν εύλογη υποψία σύνδεσης του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ότι η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος ήταν αναγκαία προς τον σκοπό των ερευνών και διαφύλαξης της μαρτυρίας.

        Ως εκ τούτου, ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει επαρκή λόγο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

        Η Αίτηση απορρίπτεται.

Καμία διαταγή για έξοδα.  

         

 

                                                             

                                                                    Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο