ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 94/2024)

 

 

25 Ιουνίου, 2024

 

[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΊ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ NIKOLAI KAZAKOV, ΑΠO ΤΟ ΜΟΝΑΚΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/04/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ NIKOLAI KAZAKOV/ΕΠΗΡΕΑΖΟΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΗΜΕΡ. 13/06/2023 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 472/20

......................

        Κ. Αυγουστή, για τον Αιτητή.

       

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 19.04.2024, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του για παρέμβαση στην Γενική Αίτηση Αρ. 472/2020, στο πλαίσιο της οποίας, στις 28.12.2020, είχε εκδοθεί διάταγμα τύπου Anton Piller.

       Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας, είναι αναγκαία μια αδρομερής έστω παράθεση της εξέλιξης των ουσιαστικότερων γεγονότων που οδήγησαν στην έκδοση της εγκαλουμένης απόφασης, ημερομηνίας 19.04.2024 και στην καταχώριση της παρούσας αίτησης. Ως προκύπτει από τα στοιχεία τα οποία έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου ο Αιτητής στην παρούσα, αλλά και την  ίδια την απόφαση, ημερομηνίας 19.04.2024, μετά την κατάρρευση της συζυγικής σχέσης του Oleg Bourlakov και της Loudmila Bourlakova, δρομολογήθηκαν διάφορες διαδικασίες οι οποίες είχαν να κάνουν με το διαμοιρασμό ή και τη διαχείριση περιουσιακών τους στοιχείων. Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που τον Ιούλιο του 2020, η ως άνω Loudmila Bourlakova, μαζί με νομικά πρόσωπα στα οποία η ίδια είναι τελικός δικαιούχος, δρομολόγησε δικαστικές διαδικασίες στα Αγγλικά Δικαστήρια εναντίον του Oleg Bourlakov, του Αιτητή, της συζύγου του τελευταίου, η οποία είναι αδελφή του Oleg Bourlakov, όπως και άλλων νομικών και φυσικών προσώπων. Προς υποβοήθηση της ως άνω Αγγλικής διαδικασίας με αριθμό απαίτησης BL-2020-001050, καταχωρήθηκε, στη βάση του άρθρου 35 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού ΕΕ1215/2012, ως επικουρική διαδικασία, η Γενική Αίτηση Αρ.472/2020 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Κατώτερο Δικαστήριο), στο πλαίσιο της οποίας, στις 28.12.2020, εκδόθηκε διάταγμα τύπου Anton Piller εναντίον Κυπριακών εταιρειών, ήτοι της Leo Trust Cyprus Limited και Leo Fiduciaries Limited, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελούν διάδικους στην ως άνω Αγγλική διαδικασία, συνδέονται με εναγόμενες σε εκείνη την διαδικασία εταιρείες και ιδρύματα, ιδιοκτησίας και ελέγχου του Αιτητή και του Oleg Bourlakov.  Οι ως άνω, Κυπριακές εταιρείες, συμμορφώθηκαν με το διάταγμα ημερομηνίας 28.12.2020, το οποίο κάλυπτε κατηγορίες εγγράφων που αφορούσαν, ονομαστικά, όχι μόνο τον Αιτητή αλλά και εταιρείες συμφερόντων του, επίσης εναγόμενες στην ως άνω Αγγλική διαδικασία. Στο μεταξύ, στις 15.02.2024, το Κατώτερο Δικαστήριο ενέκρινε αίτημα των αιτητών στην Γενική Αίτηση Αρ. 472/2020 για χρησιμοποίηση των εγγράφων και στοιχείων που είχαν εξασφαλιστεί δυνάμει της εκτέλεσης του διατάγματος Anton Piller, σε ποινικές διαδικασίες στο Μονακό στις οποίες εμπλέκεται ο Αιτητής, είτε ως καταγγέλλων είτε ως καταγγελλόμενος. Παράλληλα, αιτήσεις εκ μέρους του Αιτητή, με τις οποίες επιζητούσε την απαγόρευση χρήσης των εγγράφων που λήφθηκαν κατά την εκτέλεση του ως άνω διατάγματος Anton Piller, με ταυτόχρονη επιστροφή στον ίδιο όλων των εγγράφων που λήφθηκαν κατά την εκτέλεση του, παραμερίστηκαν μετά από σχετικό αίτημα των αιτητών στην Γενική Αίτηση Αρ. 472/2020, με το Κατώτερο Δικαστήριο να αποφαίνεται πως ελλείψει Αιτήσεως Παρέμβασης από μέρους του Αιτητή, δεν παρεχόταν δικαίωμα στον τελευταίο να μετάσχει στη διαδικασία και να αμφισβητήσει το εκδοθέν διάταγμα Anton Piller.  Αίτηση παρέμβασης στη διαδικασία, που ακολούθησε από την πλευρά του Αιτητή, με τον τελευταίο να προκρίνει ότι επηρεάζεται σοβαρά από το διάταγμα Anton Piller ενόψει του γεγονότος ότι στα πλαίσια εκτέλεσης του κατασχέθηκαν έγγραφα, αλληλογραφία, προσωπικά του δεδομένα και περιουσιακά στοιχεία που αφορούν και ανήκουν στον ίδιο και/ή εταιρείες συμφερόντων του, απορρίφθηκε από το Κατώτερο Δικαστήριο με την απόφαση του τελευταίου, ημερομηνίας 19.04.2024. Την συγκεκριμένη απόφαση επιζητά ο Αιτητής να προσβάλει, μετερχόμενος την προνομιακή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ως στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος αυτή αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται.

       Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, καταγράφεται με λεπτομέρεια το ιστορικό της εξέλιξης των πραγμάτων, ενώ προτάσσεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Η έκδοση του δραστικότατου διατάγματος τύπου Anton Piller, υποδεικνύεται, στη βάση ισχυρισμών εξαπάτησης και γενικότερα αδικοπραξιών που κατ' ισχυρισμό εμπλέκεται ο Αιτητής, χωρίς να επιτρέπεται στον τελευταίο να ακουστεί και να προωθήσει αίτηση παραμερισμού του ως άνω διατάγματος, έγινε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και στερώντας από τον τελευταίο το συνταγματικό του δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Η μη ύπαρξη άλλου και/ή αποτελεσματικού ένδικου μέσου για την αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε με την έκδοση της εγκαλούμενης απόφασης, προκρίνεται, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές περιστάσεις που υφίστανται, όπως η καταφανής παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του  Αιτητή (Άρθρα 23 και 30), ως επίσης του αξιώματος της δίκαιης δίκης, δικαιολογούν την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

       Ο «σκληροπυρηνικός» χαρακτήρας του διατάγματος Anton Piller, υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή,  επιβάλλει υποχρέωση προς το Κατώτερο Δικαστήριο να διεξάγει τη δικαστική διαδικασία στη βάση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.  Παραπέμποντας στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση και σε σχετική νομολογία, υποστήριξε πως το γεγονός ότι ο Αιτητής, διάδικος στην Αγγλική διαδικασία, κατονομάζεται στο ίδιο το διάταγμα Anton Piller, στο πλαίσιο της εκτέλεσης του οποίου κατασχέθηκαν έγγραφα ιδιοκτησίας του όπως και εταιρειών στις οποίες ο ίδιος έχει συμφέρον, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προς υποβοήθηση της υπόθεσης των Καθ’ ων η Αίτηση εναντίον του στην Αγγλική διαδικασία, τον καθιστούν, αυταπόδεικτα, άμεσα επηρεαζόμενο πρόσωπο.  Ενόψει τούτου, υποστηρίζει, ήταν υποχρέωση του Κατώτερου Δικαστηρίου να ενημερώσει τον Αιτητή για την έκδοση του διατάγματος, επιδίδοντας το και στον ίδιο.  Αντίθετα, υποδεικνύει, με την απόφαση του, ημερομηνίας 19.04.2024, απέκλεισε το δικαίωμα του Αιτητή να ακουστεί και να προβάλει τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του. Τούτου δοθέντος, όχι μόνο επηρεάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή αλλά έχουν παραβιαστεί,  ταυτόχρονα, οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Η ως άνω εξέλιξη, σημειώνει, επιτρέπει στο Δικαστήριο να παραχωρήσει σχετική άδεια για την καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης και/ή διατάγματος ημερομηνίας 19.4.2024 με το οποίο έχει αποκλειστεί ο Αιτητής από τη διαδικασία αμφισβήτησης του διατάγματος.

        Οι αρχές που διέπουν την χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναδειχθεί σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, καταδεικνύει ότι τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ’ εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Παρέχεται κατά προνόμιο, όπου από το πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Σύγγραμμα Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.ε., Αναφορικά με την Αίτηση του Α. Κωνσταντινίδη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298). Το βάρος να καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, βρίσκεται πάντα στους ώμους του Αιτητή (Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018). Ωστόσο, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τέτοια άδεια δεν δίδεται, εκτός και αν καταδειχθούν, με επάρκεια, εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 42, ΧΧΧ Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ.878).

        Παρεμβάλλεται πως η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρεια τους. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Ούτε μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ’ έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων (βλ. μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145), Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημερ. 06.04.2021).

        Είναι γεγονός ότι τα διατάγματα έρευνας τύπου Anton Piller, αποτελούν μια εξόχως δραστική, «δρακόντεια» ως έχει χαρακτηριστεί διαδικασία, «πυρηνικό όπλο» στο οπλοστάσιο ενός ενάγοντα (βλ. Αίτηση Γρηγοριάδη (2013) 1 Α.Α.Δ. 1247). Ωστόσο, παρά την επεμβατική και δραστική του φύση, έχει κριθεί ότι δεν παραβιάζει, άνευ εταίρου,  το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Chappell v. U.K. (1990) 12 EHRR 1). Σημαντική διασφάλιση προς τούτο είναι και το γεγονός ότι διορίζεται «επιτηρητής δικηγόρος» ενεργώντας ουσιαστικά ως ανεξάρτητος λειτουργός του Δικαστηρίου, μειώνοντας τους όποιους κινδύνους ένας εναγόμενος δυνατό να αντιμετωπίζει από την έκδοση τόσο δραστικού διατάγματος. (Gee on Commercial Injunctions, 6th Ed., para. 17-049 και Stepanek κ.α. (2012) 1 A.A.Δ. 248).

        Ως έχει υποδειχθεί (βλ. μεταξύ άλλων μεταξύ Γρηγοριάδης (ανωτέρω)), σε αντίθεση με τις περιπτώσεις έκδοσης μονομερώς διαταγμάτων με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 9(1) του Κεφ.6, όπου παρέχεται στον εναγόμενο χρόνος να αμφισβητήσει το διάταγμα πριν αυτό καταστεί οριστικό, στις περιπτώσεις διαταγμάτων Anton Piller, ο εναγόμενος λαμβάνει γνώση της έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ταυτόχρονα με την εκτέλεσή του. Εν πάση περιπτώσει, διατάγματα του είδους, τα οποία χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του αιφνιδιασμού, παρέχεται η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, μέσω αίτησης παραμερισμού ή τροποποίησης τους (βλ. Δ.48 Κ.8(4) ως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης του ως άνω διατάγματος, ημερομηνίας 28.12.2020).  

        Στην υπό συζήτηση περίπτωση ουσιαστικά αυτό επιδίωξε η πλευρά του Αιτητή, προωθώντας αρχικά, με την αίτηση ημερομηνίας 27.9.2021, τον παραμερισμό του σχετικού διατάγματος Anton Piller,  προσπάθεια που ως γίνεται κατανοητό δεν καρποφόρησε, (απόφαση ημερομηνίας 31.5.2023 του Κατώτερου Δικαστηρίου), και στη συνέχεια με Αίτηση Παρέμβασης, ημερομηνίας 13.6.2023 προς επίτευξη του ίδιου πιο πάνω στόχου, η οποία επίσης απορρίφθηκε με την εγκαλούμενη απόφαση ημερομηνίας 19.4.2024.

        Στην υπο συζήτηση περίπτωση, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του, εξετάζοντας τη σχετική αίτηση ημερομηνίας 13.6.2023. Ούτε ο  Αιτητής αποκλείστηκε από τη δυνατότητα, ως οι σχετικές πρόνοιες και η νομολογία προβλέπει, να προσβάλει την ορθότητα ή την αναγκαιότητα έκδοσης του σχετικού διατάγματος Anton Piller. Αντίθετα, επιχείρησε ήδη τούτο, πλην όμως το Κατώτερο Δικαστήριο, για τους λόγους που έχει καταγράψει σε σχετικές αποφάσεις του, ανάμεσα στις οποίες και η εκκαλούμενη, ημερομηνίας 19.4.2024, δεν επέτρεψε τούτο.

        Ως έχει ήδη σημειωθεί η εξουσία του Ανώτατου Δικαστηρίου να παρεμβαίνει, μέσω Προνομιακών Διαταγμάτων, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Στην υπόθεση Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965,  μεταξύ άλλων αναφέρθηκε πως εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, μέσω της οποίας θα ήταν δυνατή η παροχή πλήρους και εξίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται. (βλ. επίσης Halsbury’s Laws of England, 4th Ed. Reissue, Vol.24, par.877)

        Ο Αιτητής, διατηρεί το δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 19.04.2024, με την οποία δεν του δόθηκε η δυνατότητα Παρέμβασης στη διαδικασία, προς το σκοπό ακύρωσης του διατάγματος Anton Piller. Τούτου δοθέντος και χωρίς να καταδειχθεί οτιδήποτε το εξαιρετικό, που να δικαιολογεί την παραγνώριση του ως άνω εναλλακτικού ένδικου μέσου, η υπο κρίση αίτηση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.

        Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

/κβπ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο