ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 105/2024)

 

8 Ιουλίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. Α. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΙΑ, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 21, 22 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 (92(Ι)/1996) ΚΑΙ 2015

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 26/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 9/5/2024, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΛΗΨΗ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ

............................

Χρ. Τιμοθέου μαζί με Τ. Τελιανίδου (κα), για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου και για Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα πρόσβασης στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας ημερ. 9.5.2024 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι οι ακόλουθοι:

(i)       Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας επειδή δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδείκνυε πιθανότητα ή υποψία ότι σε συγκεκριμένες τηλεφωνικές συσκευές που εντοπίστηκαν στην κατοχή του Αιτητή υπήρχε καταγεγραμμένη συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία που να συνδέεται με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

 

(ii)      Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος καθότι δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23 του Ν.92(Ι)/96 κατ΄ επίκληση της απόφασης στην Πολ. Έφεση Αρ. 272/2021.

 

(iii)     Το κατώτερο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα καθότι η αίτηση στηριζόταν ρητά και ή εξυπακουόμενα στα άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007 τα οποία, ως έχουν κριθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συγκρούονται με το Άρθρο 1Α του Συντάγματος, το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την Οδηγία 2002/58/ΕΚ.  

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των διαταγμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Janna Bullock κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 155/2022, ημερ. 5.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A376, επισημάνθηκε πως η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα αφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και γι’ αυτό ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους.

        Με βάση την Έκθεση και την ένορκη δήλωση εκ μέρους του Αιτητή οι οποίες συνοδεύουν την Αίτηση, προκύπτει ότι στις 2.5.2024 εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας εναντίον του Αιτητή και άλλων προσώπων σε σχέση με τη διερεύνηση αδικημάτων σχετιζόμενα με ναρκωτικά. Την ίδια ημερομηνία συνελήφθη ο Αιτητής και παραλήφθηκαν και κατασχέθηκαν τρεις συσκευές τηλεφώνου του. Εναντίον του Αιτητή καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 5843/24 ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού.

        Το προσβαλλόμενο διάταγμα και η αίτηση επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση της Αίτησης. Το διάταγμα εξουσιοδοτεί και εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη όσων δεδομένων αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας από τα τεκμήρια-τηλεφωνικές συσκευές που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της αίτησης για την έκδοση του διατάγματος, καθώς επίσης την πρόσβαση σε δεδομένα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/1996, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα τεκμήρια-συσκευές που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της αίτησης. Στο ίδιο το διάταγμα αναφέρεται ότι αυτό εκδίδεται και αφορά «πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχόμενου για το αδίκημα και μόνο» της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Στο διάταγμα διατάσσεται όπως η εκτέλεση του πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών.  

        Στον όρκο που συνοδεύει την αίτηση αναφέρεται ότι η Αστυνομία διερευνά υπόθεση εναντίον του Αιτητή και τριών άλλων προσώπων για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, το οποίο φέρεται να διαπράχθηκε μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και της 2ας Μαΐου του 2024. Αναφέρεται επίσης ότι η Αστυνομία διερευνά και άλλα αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στα οποία όμως δεν αφορά η υπό κρίση αίτηση.

        Σύμφωνα πάντοτε με τον όρκο, στις 24.4.2024 λήφθηκε πληροφορία στην ΥΚΑΝ ότι ο Αιτητής με ακόμα ένα πρόσωπο (τη δεύτερη ύποπτη) ασχολούνται με τη διακίνηση ναρκωτικών τα οποία αποκρύπτουν στις οικίες που διαμένουν και ότι χρησιμοποιούν τα οχήματα τους για τη μεταφορά και προμήθεια ναρκωτικών. Στις 2.5.2024 εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας για τις οικίες και τα οχήματα τους και ακολούθως τα δύο αυτά πρόσωπα τέθηκαν υπό διακριτική παρακολούθηση.

        Όπως αναφέρεται στον όρκο, η δεύτερη ύποπτη μετέβη με το όχημα της σε εστιατόριο όπου και εργάζεται και αργότερα την ίδια μέρα ο Αιτητής έφθασε με το δικό του όχημα στο σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα της και μετέβη στο εστιατόριο όπου είχε ολιγόλεπτη συνάντηση μαζί της. Ακολούθως ο Αιτητής μετέβη πεζός στο όχημα της δεύτερης ύποπτης και αφού κάθισε στη θέση του συνοδηγού, ανακόπηκαν για έλεγχο. Εντοπίστηκε να κρατά μια νάιλον συσκευασία η οποία περιείχε 32 γραμμάρια ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, ενώ στο πάτωμα της θέσης του συνοδηγού εντοπίστηκε ακόμα μια σακούλα με συνολικά 110 γραμμάρια ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Ο Αιτητής συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα. Στην παρουσία της δεύτερης ύποπτης, σε έρευνα στο όχημα της, εντοπίστηκε στο συρτάρι της θέσης του συνοδηγού μια συσκευασία με εννέα γραμμάρια ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, ένας σπαστήρας με ίχνη κάνναβης και χρηματικό ποσό. Η δεύτερη ύποπτη ανέφερε ότι ήταν όλα δικά της. Στη θέση του συνοδηγού εντοπίστηκαν δύο συσκευές τηλεφώνου, για τις οποίες ο Αιτητής δήλωσε ότι του ανήκουν και παραλήφθηκε μια συσκευή που βρισκόταν στην κατοχή της δεύτερης ύποπτης.

        Όπως αναφέρεται στον όρκο, σε έρευνα στο όχημα του Αιτητή ανευρέθηκαν τρεις συσκευασίες με συνολικά 86 γραμμάρια ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, μια ζυγαριά ακριβείας και χρηματικό ποσό. Ταυτόχρονα και ενώ τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση η οικία της δεύτερης ύποπτης, θεάθηκε ο τρίτος ύποπτος, αδελφός της δεύτερης ύποπτης, να εισέρχεται στην αυλή της οικίας και να παίρνει μια τσάντα ώμου από την αποθήκη. Κατά την αναχώρηση του, ανακόπηκε από μέλη της ΥΚΑΝ, τα οποία διαπίστωσαν ότι η τσάντα περιείχε ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Ο τρίτος ύποπτος συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα.

        Σε έρευνα στην οικία του Αιτητή παραλήφθηκε χρηματικό ποσό και ακόμα μια συσκευή τηλεφώνου. Ανακρινόμενος, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι δική του η κάνναβη η οποία βρέθηκε στο όχημα της δεύτερης ύποπτης και στο δικό του και ότι στις 2.5.2024 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την δεύτερη ύποπτη για να μεταβεί στο όχημα της και παραλάβει τον φορτιστή του κινητού του τον οποίο είχε ξεχάσει εκεί πριν από τρεις μέρες. Δέχθηκε ότι μιλούσε συχνά με τη δεύτερη ύποπτη τηλεφωνικώς και μέσω της εφαρμογής Instagram.

        Ανακρινόμενη, η δεύτερη ύποπτη ανέφερε ότι η ποσότητα που βρέθηκε στο όχημα της ανήκει στον Αιτητή και αποτελεί μέρος ποσότητας ενός κιλού περίπου την οποία της είχε δώσει για να την αποθηκεύσει στην οικία της, έναντι αμοιβής. Ανέφερε επίσης ότι από τις αρχές Απριλίου του 2024 αποθήκευσε κατά διαστήματα στην αποθήκη της οικίας της, έναντι χρηματικής αμοιβής, για λογαριασμό του Αιτητή, τέσσερα κιλά κάνναβης, τα οποία μετά από τηλεφωνική συνεννόηση τους και κατόπιν οδηγιών του, διαχώριζε και συσκεύαζε σε μικρότερες ποσότητες τις οποίες παρέδιδε στον Αιτητή για να τις διαθέτει σε άλλα πρόσωπα.

        Ανακρινόμενος ο τρίτος ύποπτος, ανέφερε ότι στις 2.5.2024 του τηλεφώνησε ο τέταρτος ύποπτος που είναι φίλος της αδελφής του, δεύτερης ύποπτης, και εκείνος του είπε να παραλάβει μια τσάντα που βρισκόταν στην αποθήκη της οικίας του και να την απομακρύνει το συντομότερο από εκεί. Όταν ο τρίτος ύποπτος παρέλαβε την τσάντα, αντιλήφθηκε ότι αυτή περιείχε κάνναβη.

        Ο Αιτητής και οι άλλοι τρεις ύποπτοι συνελήφθησαν δυνάμει δικαστικών ενταλμάτων σύλληψης. Στην κατοχή του τρίτου υπόπτου βρέθηκε συσκευή τηλεφώνου από την οποία φαίνεται να έλαβε κλήση από τον τέταρτο ύποπτο, τον αριθμό του οποίου είχε καταχωρημένο. Ανακρινόμενος ο τέταρτος ύποπτος αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, όμως ανέφερε ότι στις 2.5.2024 δέχθηκε τηλεφώνημα από άλλο πρόσωπο το οποίο τον ενημέρωσε για τις συλλήψεις του Αιτητή και της δεύτερης ύποπτης. 

        Στον όρκο αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους πιστεύεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

        Τα άρθρα 21 και 22 του Ν.92(Ι)/1996 προνοούν για τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας και για το τι πρέπει να περιέχει μια τέτοια αίτηση. Το άρθρο 23(1) καθορίζει τις προϋποθέσεις για τις οποίες το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί πριν την έκδοση τέτοιου διατάγματος. Ειδικότερα απαιτείται όπως:

«(α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναµένεται να διαπράξει αδίκηµα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της ∆ηµοκρατίας·

(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριµένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής µε το αδίκηµα ή µε τον κίνδυνο για την ασφάλεια της ∆ηµοκρατίας·

(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλµατος είναι προς το συµφέρον της δικαιοσύνης.»

         Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του ΑΑ και ΧΤ, Πολ. Έφεση Αρ. 272/20121, ημερ. 13.10.2022, αυτές οι προϋποθέσεις θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά.

        Στην υπό κρίση περίπτωση, αμφισβητείται η δεύτερη προϋπόθεση στη βάση του ότι ελλείπει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία η οποία περιέχεται σε συγκεκριμένη συσκευή τηλεφώνου συνδέεται με το υπό διερεύνηση αδίκημα.     

        Η ερμηνεία που επιχειρεί να δώσει ο Αιτητής στη δεύτερη αυτή προϋπόθεση δεν βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το λεκτικό αυτής. Εκείνο το οποίο ρητώς απαιτείται είναι η δημιουργία εύλογης υποψίας η πιθανότητας ότι συγκεκριμένη καταγεγραμμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Αυτή η προϋπόθεση ουδόλως απαιτεί να καταδειχθεί συγκεκριμένο περιεχόμενο επικοινωνίας σε συγκεκριμένη συσκευή, όπως εισηγείται ο Αιτητής. Η λέξη «συγκεκριμένο» αφορά σε τέτοιο περιεχόμενο το οποίο συνδέεται και αφορά στο υπό διερεύνηση αδίκημα. Είναι επαρκές να καταδειχθεί πιθανότητα ότι τέτοια ιδιωτική επικοινωνία βρίσκεται καταγεγραμμένη σε συσκευή την οποία κατέχει και χρησιμοποιεί το υπό αναφορά πρόσωπο, χωρίς βεβαίως να καθορίζεται συγκεκριμένη συσκευή, κάτι το οποίο, υπό συνήθεις συνθήκες, παραμένει άγνωστο στην Αστυνομία και σε τρίτους.

        Στην υπό κρίση περίπτωση, υπάρχει μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο τον Αιτητή και τη δεύτερη ύποπτη για συχνή τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη δεύτερη ύποπτη, η τηλεφωνική τους επικοινωνία αφορά σε συνεννόηση για την αποθήκευση, διαχωρισμό σε συσκευασίες και παράδοση ναρκωτικών από την ίδια στον Αιτητή, πάντοτε κατόπιν οδηγιών του, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Το γεγονός ότι η αναφορά της δεύτερης ύποπτης αφορά επικοινωνία τους μέσω της εφαρμογής Instagram δεν αποκλείει εκ προοιμίου την πιθανότητα και τηλεφωνικής τους επικοινωνίας την οποία άλλωστε δέχθηκε ότι είχαν μεταξύ τους ο Αιτητής. Υπάρχει επίσης και η μαρτυρία του τρίτου υπόπτου για τηλεφωνική επικοινωνία του με τον τέταρτο ύποπτο ο οποίος του ζήτησε να μετακινήσει τα ναρκωτικά από την οικία του τρίτου υπόπτου και της δεύτερης ύποπτης το συντομότερο. Τα πιο πάνω σε συνδυασμό με την εξέλιξη των γεγονότων στις 2.5.2024 στο πλαίσιο της παρακολούθησης από την Αστυνομία, και κυρίως τις κινήσεις του Αιτητή και την ανεύρεση των ναρκωτικών στο όχημα και στην οικία της δεύτερης ύποπτης και του Αιτητή, δημιουργούν εύλογη υποψία για ένα προσυνεννοημένο και οργανωμένο σχέδιο μεταξύ του Αιτητή και της δεύτερης ύποπτης αναφορικά με τη φύλαξη και διοχέτευση των ναρκωτικών σε τρίτα πρόσωπα.

        Η πιο πάνω μαρτυρία ήταν ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία ότι ο Αιτητής ενέχεται στο υπό διερεύνηση αδίκημα και ότι υπάρχει συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία σχετιζόμενη με τη φύλαξη, διακίνηση και προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα ναρκωτικών στις συσκευές που βρέθηκαν στην κατοχή του Αιτητή, λαμβανομένης υπόψη της αναφοράς του ενόρκως δηλούντος ότι αποτελεί πρακτική σε υποθέσεις ναρκωτικών η χρήση πέραν της μιας συσκευής και αριθμού τηλεφώνου.

        Ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου υπήρχε επαρκής μαρτυρία προς ικανοποίηση της δεύτερης αυτής προϋπόθεσης. Η πρωτόδικη απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του Μ.Ρ., Πολ. Αίτηση Αρ. 160/2023, ημερ. 22.12.2023, στην οποία παρέπεμψε ο Αιτητής προς υποστήριξη της θέσης του και αφορά σε ναρκωτικά σαφώς διακρίνεται από τα γεγονότα της παρούσας. Σε εκείνη απουσίαζε παντελώς μαρτυρία για την όποια διασύνδεση τηλεφωνικής επικοινωνίας με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Βασικά ο όρκος αναφερόταν ότι κατόπιν παρακολούθησης, στο όχημα το οποίο οδηγείτο από τον εκεί αιτητή με συνοδηγό άλλο πρόσωπο ανευρέθηκε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών και χρηματικό ποσό και κατασχέθηκαν τα κινητά τηλέφωνα που είχαν στην κατοχή τους, χωρίς ίχνος αναφοράς περί ύπαρξης επικοινωνίας μεταξύ τους ή χρήσης των τηλεφώνων τους για οτιδήποτε σχετιζόμενο με ναρκωτικά. Όπως ανέφερε το Δικαστήριο «οι υποθέσεις και μόνο εκ μέρους της Αστυνομίας ότι για τη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, ο Αιτητής θα πρέπει να χρησιμοποιούσε τα κατασχεθέντα κινητά τηλέφωνα, όπως και οι συμπερασματικές καταλήξεις εκ μέρους της προς τούτο, άνευ άλλου τινός και απογυμνωμένες από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που θα επέτρεπαν και θα δικαιολογούσαν, αντικειμενικώς θεωρούμενων των πραγμάτων στην ικανοποίηση της ως άνω προϋπόθεσης, δεν είναι αρκετές προς τούτο». Εκεί, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, δεν υπήρχε παράθεση γεγονότων που να διασυνδέουν μια συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία με το υπό διερεύνηση αδίκημα, μαρτυρία η οποία, όπως εξηγείται ανωτέρω, υπάρχει στην υπό κρίση περίπτωση.

        Παρόμοια ήταν και η απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χριστοδούλου, Πολ. Αίτηση Αρ. 51/2022, ημερ. 2.5.2022, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari σχετικά με διάταγμα δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996 αναφορικά με αδικήματα ναρκωτικών. Και σε εκείνη το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εκ πρώτης όψεως, «δεν φαίνεται να είχε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου τέτοια μαρτυρία από την οποία να προέκυπτε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με τα συγκεκριμένα αδικήματα που η Αστυνομία διερευνά. Ενδεικτικά και μόνο να αναφέρω πως η πεποίθηση της Αστυνομίας πως η συσκευή του τηλεφώνου, οι κάρτες κινητής τηλεφωνίας και ο πύργος ηλεκτρονικού υπολογιστή, δημιουργούν εύλογες υποψίες ότι χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από συγκεκριμένα γεγονότα και/ή μαρτυρία.»

        Ως εκ τούτου, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με τον πρώτο λόγο στον οποίο στηρίζεται η Αίτηση.

        Οι δύο υπόλοιποι λόγοι είναι συναφείς και θα εξεταστούν μαζί.

        Όπως αναφέρεται στην απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του ΑΑ και ΧΤ (ανωτέρω), το άρθρο 21(1) και (2) του Ν.92(Ι)/1996 προνοεί για την έκδοση διατάγματος για πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, το οποίο είναι και το «πρώτιστο αίτημα, για το οποίο μπορεί να υποβληθεί η εν λόγω αίτηση». Μόνο επικουρικά και επιπρόσθετα με αυτό, στο άρθρο 21(3)(α) προβλέπεται ότι σε αίτηση για το προαναφερόμενο διάταγμα βάσει του εδαφίου (1), δυνατό να περιληφθεί και αίτημα για πρόσβαση σε δεδομένα, όπως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο σύμφωνα με το άρθρο 22(δ) του Ν.92(Ι)/1996. Σημειώνουμε ότι τα «δεδομένα» στον Ν.183(Ι)/2007 ερμηνεύονται στο άρθρο 2 ως «τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη και που προσδιορίζονται στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του παρόντος Νόμου». Τα άρθρα 6-11 θέτουν την υποχρέωση του παρόχου να διατηρεί τα δεδομένα. Στην εν λόγω απόφαση λέχθηκε επίσης ότι τέτοιο αίτημα εξετάζεται, εφόσον ικανοποιηθεί αίτημα και εκδοθεί, σχετικά, δικαστικό ένταλμα το οποίο εξουσιοδοτεί την πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, δυνάμει του άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996.

        Όπως επισημαίνεται στην εν λόγω απόφαση, αίτηση για πρόσβαση σε δεδομένα με βάση τον Ν.92(Ι)/1996 είναι διακριτή από την αίτηση για πρόσβαση σε δεδομένα που προβλέπεται από τον Ν.183(Ι)/2007 καθότι οι δύο Νόμοι ρυθμίζουν διαφορετικά θέματα. Η αίτηση βάσει του Ν.183(Ι)/2007 είναι αυτοτελής αίτηση για πρόσβαση σε δεδομένα σε σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, εφόσον προηγουμένως εξασφαλιστεί δικαστικό διάταγμα. Το σχετικό απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:

«Οι πρόνοιες του συγκεκριμένου νόμου δεν μπορεί να αποτελέσουν τη νομική βάση αίτησης επί της οποίας να εκδοθεί δικαστικό ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί την πρόσβαση σε «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας», όπως αναφέρεται στο άρθρο 21(1) του Νόμου 92(I)/1996. Ο κάθε ένας, από τους δύο προαναφερθέντες Νόμους, ρυθμίζει διαφορετικά θέματα. Υποστήριξη, προς τούτο, παρέχεται στο άρθρο 22, του Ν.183(1)/2007. Σύμφωνα με αυτό, «Τίποτα στον παρόντα Νόμο δεν επηρεάζει ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου». Η πρόνοια, ανωτέρω, εκφράζει τη θέληση του Νομοθέτη, όπως οι δύο Νόμοι εφαρμόζονται ξεχωριστά, ο ένας από τον άλλο.»

 

        Είναι σε αυτό το πλαίσιο που στην εν λόγω απόφαση γίνεται αναφορά στον Ν.183(Ι)/2007 σε σχέση με διάταγμα δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996 για πρόσβαση σε δεδομένα ως αυτά ορίζονται στον εν λόγω Νόμο, πλην όμως με τη διαφορά ότι το διάταγμα δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996 δεν αφορά σε δεδομένα τα οποία τηρούνται από τους παρόχους οι οποίοι και καλούνται να παρουσιάσουν τα δεδομένα προς εκτέλεση του διατάγματος δυνάμει του Ν.183(Ι)/2007. Το διάταγμα δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996 αφορά σε δεδομένα μεν, όπως αυτά ορίζονται στον Ν.183(Ι)/2007 αλλά αυτά που βρίσκονται καταγεγραμμένα ή αποθηκευμένα σε έγγραφο ή αντικείμενο ή σε συσκευή τηλεφώνου του υπό αναφορά προσώπου και τα οποία το εν λόγω πρόσωπο φυλάττει στη συσκευή του. Είναι ενδεικτικός προς τούτο ο ορισμός του όρου «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας» που περιέχεται στο Ν.92(Ι)/1996:

««καταγεγραµµένο περιεχόµενο ιδιωτικής επικοινωνίας» σηµαίνει περιεχόµενο ιδιωτικής επικοινωνίας οποιασδήποτε µορφής, το οποίο βρίσκεται καταγεγραµµένο ή αποθηκευµένο σε οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείµενο και περιλαµβάνει επικοινωνία καταγεγραµµένη σε επιστολές, ηλεκτρονικά µηνύµατα και µηνύµατα µέσω υπηρεσίας σύντοµων µηνυµάτων (sms) ή µέσω υπηρεσίας µηνυµάτων πολυµέσων (mms) ή ηλεκτρονικού ταχυδροµείου (emails) ή άλλων µηνυµάτων διαδικτύου·»

        Είναι σαφές πως καλύπτονται περιπτώσεις άρσης του απορρήτου ιδιωτικής επικοινωνίας είτε γραπτής είτε προφορικής που φυλάσσεται οπουδήποτε.

        Αυτό το διάταγμα εξουσιοδοτεί την Αστυνομία να λάβει τη συσκευή και να αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία είναι ήδη καταγεγραμμένα στην αναφερόμενη στο διάταγμα συσκευή τηλεφώνου. Εξού και η διάκριση που γίνεται στην εν λόγω απόφαση με την επισήμανση πως «Όσον αφορά το Ν.183(Ι)/2007 και, ειδικά, τις πρόνοιες του για πρόσβαση σε «δεδομένα», ως ο συγκεκριμένος όρο ερμηνεύεται στο άρθρο 2(1), πρέπει, πλέον, να διαβάζεται, υπό το φως της απόφασης στην Πολιτική αίτηση Αρ. 97/2018 κ.α. Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννη Χατζηιωάννου κ.α., ημερομηνίας 27.10.2021».

        Στην υπόθεση Χατζηιωάννου (ανωτέρω) αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, ότι τα άρθρα 3 και 6-10 του Ν.183(Ι)/2007 αντιβαίνουν στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την ενωσιακή νομολογία. Και τούτο καθότι κατέληξε ότι η απουσία των απαιτούμενων ρητών περιορισμών και η καθολική εφαρμογή του Νόμου σε όλους τους συνδρομητές και εγγεγραμμένους χρήστες των μέσων τηλεφωνικής επικοινωνίας αδιακρίτως σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ικανοποιεί την αρχή της αναλογικότητας και αντιβαίνει στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την ενωσιακή νομολογία. Σαφώς αυτή η απόφαση περιορίστηκε στα άρθρα 3 και 6-10 που αφορούν στη διατήρηση δεδομένων για σκοπούς του εν λόγω Νόμου και δεν αφορούν στην πρόσβαση σε δεδομένα δυνάμει του άρθρου 21(3) του Ν.92(Ι)/1996.

        Επομένως, η απόφαση Χατζηιωάννου (ανωτέρω) δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.

        Ο Αιτητής παρέπεμψε επίσης στην απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Παύλου, Πολ. Αίτηση Αρ. 231/2021, ημερ. 26.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:D27, στην οποία πρωτόδικα Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 21(2) του Ν.92(Ι)/1996 έχει ως νομικό έρεισμα και τον Ν.183(Ι)/2007 «ο οποίος προνοεί τον τρόπο διατήρησης των δεδομένων και την υποχρέωση του παροχέα υπηρεσιών να τα διατηρεί. Διατήρηση η οποία κρίθηκε ως αντιβαίνουσα το ενωσιακό δίκαιο. Είναι προφανές πως οι δύο Νόμοι έχουν συνάφεια και ότι ο σκοπός του Νόμου Ν.92(Ι)/96 δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τα δεδομένα των οποίων τη διατήρηση ο Ν.183/2007 προνοεί».

        Η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση έχει εφεσιβληθεί. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο είναι η μεταγενέστερη απόφαση της πενταμέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του ΑΑ και ΧΤ (ανωτέρω), στην οποία γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δύο Νόμων και της φύσης των σχετικών διαταγμάτων, όπως αναλύεται ανωτέρω.

        Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν υιοθετείται η προσέγγιση η οποία ακολουθήθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ζ.Μ., Πολ. Αίτηση Αρ. 50/2024, ημερ. 19.4.2024, στην οποία αδελφός Δικαστής έδωσε άδεια αναφορικά με διάταγμα για πρόσβαση σε δεδομένα ως αυτά ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/1996.

        Ως εκ τούτου, ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με τον τρίτο λόγο στον οποίο στηρίζεται η Αίτηση.

        Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, καθίσταται αναγκαία η εξέταση του δεύτερου λόγου, ήτοι ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996 για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος. Έχει ήδη λεχθεί ότι το αίτημα για πρόσβαση σε δεδομένα τα οποία βρίσκονται καταγεγραμμένα στη συσκευή τηλεφώνου εξετάζεται, εφόσον ικανοποιηθεί το αίτημα και εκδοθεί διάταγμα που εξουσιοδοτεί την πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.

        Το τεθέν υλικό ήταν επαρκές να καταδείξει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι ο Αιτητής διέπραξε το υπό αναφορά αδίκημα, με βάση τα γεγονότα, την ανευρεθείσα ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης και τα όσα ανέφερε τόσο ο ίδιος όσο και η δεύτερη ύποπτη κατά την ανάκριση τους. Έχει ήδη εξεταστεί η δεύτερη προϋπόθεση η οποία και έχει ικανοποιηθεί. Τέλος, λόγω της φύσης και της σοβαρότητας του αδικήματος, η έκδοση του εντάλματος ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

        Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, περιλαμβανόταν το αίτημα για πρόσβαση σε δεδομένα, προφανώς εφόσον αυτό κρίθηκε αναγκαίο, προς συμμόρφωση με το άρθρο 22(δ) του Ν.92(Ι)/1996 το οποίο προνοεί για την υποβολή τέτοιου αιτήματος «εάν είναι αναγκαίο». Στον όρκο αναφέρεται επίσης πως αυτά τα δεδομένα «εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα στις υπό αναφορά συσκευές, όπως επίσης απαιτεί το άρθρο 22(δ). Η αναγκαιότητα προκύπτει από όσα αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τα περιγραφόμενα στον όρκο γεγονότα.

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση η οποία να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

        Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ

 

 

                                                                   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο