ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 116/2024)

                                                                                                            (i-justice)

 

4 Ιουλίου, 2024

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ.Π. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8/05/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155

 

_______________________________________

 

 

 

 

  Λ. Νεοφύτου με Τ. Τελιανίδου (κα) για Χ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ & Λ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ,                  ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡ. ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗΣ ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.   

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενης από Ένορκη Δήλωση του Λοχ. 3144, Π. Σιμιλλίδη, του ΤΑΕ Πάφου, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 8/5/2024 Ένταλμα Έρευνας της οικίας, των υποστατικών, αυτοκινήτων και τραπεζικής θυρίδας του Αιτητή, επί τη βάσει εύλογης αιτίας ότι σε αυτά παράνομα φυλάττονται/αποκρύπτονται κλοπιμαία χρηματικά ποσά και κοσμήματα προερχόμενα από διαρρήξεις κατοικιών και κτιρίου και κλοπές από κατοικίες, που διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 11/11/2020 – 19/4/2024 στην Επαρχία Πάφου, καθώς και όπλο τύπου Shotgun, είδη ένδυσης, κουκούλες, τσάντες και διαρρηκτικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν από τους δράστες.

 

Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει Αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας.

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση.

 

Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά εν συντομία στα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η Αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας και με βάση τα οποία κρίθηκε, από το Κατώτερο Δικαστήριο, δικαιολογημένη και αναγκαία η έκδοσή του, όπως αυτά αναδύονται από τη δεκατριών σελίδων Ένορκη Δήλωση του Λοχία 3144, Π. Σιμιλλίδη.

 

Σύμφωνα λοιπόν με όσα τέθηκαν στο Κατώτερο Δικαστήριο, στις 3/5/2024 προσήλθε στο Κλιμάκιο Διαρρήξεων του ΤΑΕ Πάφου συγκεκριμένο πρόσωπο (εφεξής πληροφοριοδότης αρ. 1) το οποίο ανέφερε ότι το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στις διαρρήξεις και κλοπές, έχοντας το πρόσωπο του καλυμμένο με κουκούλα, είναι ο Αιτητής. Ο πληροφοριοδότης αρ. 1 γνωρίζει τον Αιτητή, το σωματότυπο του, τον τρόπο βαδίσματος του και τον τρόπο ομιλίας του. Στην παρουσία μέλους του ΤΑΕ Πάφου ο πληροφοριοδότης αρ. 1 επιθεώρησε τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης τα οποία εντοπίστηκαν στους χώρους των οικιών και καταστήματος (χρυσοχοείο), στα οποία έλαβαν χώρα οι υπό διερεύνηση διαρρήξεις και κλοπές, καθώς και σε παρακείμενους χώρους. Στα εν λόγω κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης έχουν καταγραφεί κινήσεις κουκουλοφόρου που προβαίνει στις διαρρήξεις. Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη αρ. 1 ο δράστης, ο οποίος είναι σε όλες τις περιπτώσεις του ιδίου γυμνασμένου σωματότυπου, ιδίου αναστήματος, έχει τον ίδιο τρόπο βαδίσματος και φέρει στο κεφάλι κουκούλα με φερμουάρ, είναι ο Αιτητής. Επίσης ο πληροφοριοδότης αρ. 1, αφού άκουσε ηχητική συνομιλία από κάμερα πλησίον του χρυσοχοείου, - το οποίο διερρήχθη στις 15/2/2024 – από την ομιλία, τη διάλεκτο και τις λέξεις που χρησιμοποίησε το πρόσωπο που στο κλειστό κύκλωμα φαίνεται να κρατάει όπλο, ανέφερε ότι πρόκειται για τον Αιτητή.

 

Επιπλέον, από μελέτη κλειστού κυκλώματος που υπήρχε σε μία από τις κατοικίες στην οποία έλαβε χώρα διάρρηξη, διακρίνεται στην πλάτη του κουκουλοφόρου που εμφανίζεται σε αυτό τατουάζ που είναι το ίδιο με εκείνο που φαίνεται σε βίντεο που ο πληροφοριοδότης αρ. 1 παρέδωσε στο Κλιμάκιο Διαρρήξεων του ΤΑΕ Πάφου σε εφαρμογή Viber που αντέγραψε από το Facebook από συγκεκριμένο όνομα χρήστη στο οποίο απεικονίζεται ο Αιτητής και η σύζυγος του ως προφίλ όπου αυτός διακρίνεται γυμνός από τη μέση και πάνω σε αγώνες τατουάζ.

 

Στις 7/5/2024 το ΤΑΕ Πάφου έλαβε πληροφορία από συγκεκριμένο πρόσωπο (εφεξής πληροφοριοδότης αρ. 2) το οποίο γνωρίζει τον Αιτητή πολύ καλά ότι,  ενόψει του ότι το πρόσωπο αυτό  διατηρεί τραπεζική θυρίδα στο Κεντρικό Κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου που βρίσκεται στη γωνία της Λεωφόρου Ευαγόρα Παλληκαρίδη με την οδό Ανδρέα Τσιέλεπου στην Πάφο, συναντήθηκε κάποιες φορές στην είσοδο του δωματίου όπου βρίσκονται οι τραπεζικές θυρίδες με τον Αιτητή. Σε δύο περιπτώσεις ο Αιτητής συνοδευόταν από μια γυναίκα την οποία σύστησε ως τη σύζυγο του. Σε συνομιλίες που είχε ο πληροφοριοδότης αρ. 2 μαζί με τον Αιτητή στην είσοδο του δωματίου, αντιλήφθηκε ότι αυτός χειριζόταν τη θυρίδα για φύλαξη χρημάτων και άλλων πολύτιμων αντικειμένων. Από έλεγχο που έγινε στο Κεντρικό Μητρώο Τραπεζικών Λογαριασμών, Λογαριασμών Πληρωμής και Θυρίδων Ασφαλείας που τηρεί η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο οποίο είχε πρόσβαση η Αστυνομία με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 61Δ του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (188(I)/2007), διαπιστώθηκε ότι η σύζυγος του Αιτητή, Μ.Α., είναι ιδιοκτήτρια τραπεζικής θυρίδας με συνδεδεμένο πρόσωπο τον Αιτητή στην Τράπεζα Κύπρου που βρίσκεται στη γωνία της Λεωφόρου Ευαγόρα Παλληκαρίδη με την οδό Ανδρέα Τσιέλεπου στην Πάφο.

 

Επίσης ο πληροφοριοδότης αρ. 2 ανέφερε ότι άλλο πρόσωπο, το οποίο είναι κοινός φίλος του ιδίου καθώς και του Αιτητή, του εκμυστηρεύτηκε ότι ο Αιτητής δεν εργάστηκε ποτέ στη ζωή του και διαβιώνει μέσω κλοπιμαίων τα οποία προκύπτουν από διαρρήξεις πλούσιων οικιών, τις οποίες διαρρήξεις διαπράττει μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο, ονόματι Α.Α. Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη αρ. 2, το τρίτο αυτό πρόσωπο που του έδωσε την εν λόγω πληροφορία συνδέεται στενά τόσο με τον Αιτητή όσο και με το άλλο πρόσωπο, ονόματι Α.Α., και ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, ευρισκόμενοι και οι τρεις στον ίδιο χώρο, το τρίτο αυτό πρόσωπο τους άκουσε να προγραμματίζουν τη διάπραξη διαρρήξεων.

 

Από τα λεγόμενα τους το τρίτο αυτό πρόσωπο αντιλήφθηκε ότι ο Α.Α. μεταφέρει τον Αιτητή σε διάφορους στόχους για διάπραξη διάρρηξης και ο Α.Α. κάνει τον φρουρό. Περί το τρίτο δεκαήμερο του Απρίλη του τρέχοντος έτους, ενώ είχαν και πάλι συναντηθεί και οι τρεις τους αντιλήφθηκε, από τα λεγόμενα τους, ότι το προηγούμενο βράδυ είχαν αποτύχει να κλέψουν χρηματοκιβώτιο λόγω της επιστροφής του ιδιοκτήτη στο σπίτι και του γεγονότος ότι αυτοί τράπηκαν σε φυγή.

 

Από εξετάσεις που έγιναν στο ηλεκτρονικό σύστημα της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι στις 19/4/2024 είχε καταγγελθεί στο ΤΑΕ Πάφου από Σουηδό υπήκοο κάτοικο Μεσόγης, ότι άγνωστος έκλεψε από την οικία του χρυσαφικά ενώ προσπάθησαν να μεταφέρουν χρηματοκιβώτιο ανεπιτυχώς λόγω του ότι ο ιδιοκτήτης είχε επιστρέψει στο σπίτι του.

 

Επανέρχομαι στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα. Αυτοί  εξειδικεύονται στην Έκθεση και θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

 

(1) Το εκκαλούμενο Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και/ή με έκδηλη πλάνη Νόμου για τους εξής λόγους:

 

     I.        Δεν υπήρχε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία που να συνέδεε τους χώρους που η Αστυνομία επιθυμούσε να ερευνήσει με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

   II.        Το αίτημα της Αστυνομίας βασίστηκε σε πληροφορία ημερ. 3/5/2024, χωρίς αναφορά στις λεπτομέρειες της πηγής και χωρίς την παράθεση ενώπιον του Δικαστηρίου των πρωτογενών γεγονότων που την συνιστούσαν, προκειμένου το ίδιο το Κατώτερο Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει σε σχετικά συμπεράσματα.

 III.        Οι αναφορές ότι ο Αιτητής ποτέ του δεν εργάστηκε, ότι κυκλοφορεί με πολλά μετρητά κάνοντας χλιδάτη ζωή, έγιναν χωρίς παράθεση της μαρτυρίας επί της οποίας βασίζονταν. Το ίδιο ισχύει και για τις αναφορές ότι ο δράστης σε όλες τις περιπτώσεις είναι του ιδίου σωματότυπου, έχει τον ίδιο τρόπο βαδίσματος και φέρει στο κεφάλι κουκούλα με φερμουάρ, έχοντας σε όλες τις διαρρήξεις του ιδίου τύπου τσάντα χιαστή στον ώμο.

 IV.        Η αναφορά του ομνύοντα Αστυνομικού ότι ο πληροφοριοδότης γνωρίζει τον Αιτητή, το σωματότυπο του, τον τρόπο βαδίσματος και τον τρόπο ομιλίας του, έγινε χωρίς παράθεση λεπτομερειών ως προς την πηγή γνώσης του πληροφοριοδότη. Επιπλέον, δεν καθίστανται σαφείς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο πληροφοριοδότης επιθεώρησε τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης που είχε συλλέξει η Αστυνομία. Ως εκ τούτου, τα πιο πάνω δεν συνιστούσαν μαρτυρία που θα μπορούσε να εκτιμηθεί από το ίδιο το Δικαστήριο.

  V.        Ούτε οι αναφορές του ομνύοντα Αστυνομικού σχετικά με τη διάρρηξη με αριθμό 9 περί ύπαρξης τατουάζ στην πλάτη του δράστη, συνιστούν μαρτυρία που θα μπορούσε να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο για σκοπούς δημιουργίας εύλογης υπόνοιας.

 VI.        Η Αστυνομία βάσισε, περαιτέρω, το αίτημα της σε πληροφορία ημερ. 7/5/2024, χωρίς αναφορά στις λεπτομέρειες της πηγής και χωρίς την παράθεση ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου των πρωτογενών γεγονότων που την συνιστούσαν.

VII.        Ενόψει της μη αναφοράς του χρόνου κατά τον οποίο ο ομνύοντας Αστυνομικός έλαβε γνώση για τα όσα αφορούν την πληροφορία ημερ. 7/5/2024, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη αναγκαιότητας έκδοσης του υπό κρίση Εντάλματος.

VIII.        Η αναφορά στον Όρκο σε γεγονότα τα οποία κατ’ ισχυρισμό μεταφέρθηκαν στον πληροφοριοδότη από ανώνυμο τρίτο πρόσωπο σχετικά με την πληροφορία ημερ. 7/5/2024, έγινε χωρίς την παράθεση λεπτομερειών ως προς την πηγή γνώσης του τρίτου εκείνου προσώπου και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο το τρίτο εκείνο πρόσωπο έλαβε γνώση για τα όσα καταγράφονται.

 IX.        Δεν παρατέθηκε στον Όρκο τι είχε θέσει ο ομνύων Αστυνομικός ενώπιον του για να αναφερθεί σε θετική αξιολόγηση της πληροφορίας ημερ. 7/5/2024 και του πληροφοριοδότη.

  X.        Στον Όρκο δεν προκύπτει με την απαιτούμενη σαφήνεια η περιγραφή των υπό αναζήτηση αντικειμένων.

 XI.        Η έκδοση του επίδικου Εντάλματος παραβίασε τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και Άρθρο του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και τα Άρθρα 7 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία ορίζουν αυστηρές προϋποθέσεις για την επέμβαση στην ιδιωτική ζωή ενός ατόμου και την άρση του ασύλου της κατοικίας.

 

(2) Το επίδικο Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε ως αποτέλεσμα ψευδορκίας και/ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω των ευπαίδευτων συνηγόρων του έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο μέσω γραπτής αγόρευσης, όσο και δια ζώσης κατά τη χθεσινή δικάσιμο.

 

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari έχουν κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία μας. Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, είναι απόλυτα σχετική:

 

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006)                    1 Α.Α.Δ. 464)

 

Είναι επίσης νομολογημένο ότι ο έλεγχος σε ζητήματα ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα - και είναι η μόνη οδός - μέσω προνομιακών ενταλμάτων με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης τους (Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2021, ημερ. 13/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D394). Το Certiorari ως δραστικό μέτρο αναχαιτίζει στη ρίζα του το διάταγμα που εκδόθηκε αν προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης προς έκδοση του (Αναφορικά με την Αίτηση του Αρτέμη Κκολού, Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/2017, ημερ. 31/1/2017).

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτώμενης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση, ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.

 

Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω Άρθρο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται πως, με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα υποστατικά του Αιτητή υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του ότι η υποψία είναι εύλογη (Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερ. 31/3/2016 και Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).

 

 Ειδικότερα σε περιπτώσεις που το αίτημα για έκδοση εντάλματος έρευνας αφορά κατοικία, θα πρέπει να είναι κατά νουν οι πρόνοιες του Άρθρου 16.1 του Συντάγματος, μέσω των οποίων διασφαλίζεται το απαραβίαστο της κατοικίας και το οποίο διαλαμβάνει ότι η είσοδος ή έρευνα εντός της κατοικίας δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 16 του Συντάγματος «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου». Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001)                     1 Α.Α.Δ. 282: 

 

«……. στην περίπτωση δε κατοικίας είναι μάλιστα αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία ώστε να αιτιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος όπως απαιτείται από το Άρθρο 16.2. Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα. Άλλως, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε ευάλωτη και άνευ ουσίας.» 

 

Η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι, επομένως, δεδομένη. Το ζητούμενο, όμως, εν προκειμένω, αφορά στη μαρτυρία που απαιτείται να υπάρχει ώστε να θεμελιώνεται η αναγκαία διασύνδεση με την αναφερόμενη οικία ή όχημα.

 

Μέσω του 1ου Λόγου υπό στοιχεία (Ι), (ΙΙ), (ΙΙΙ), (IV), (V), (VI) και (VIII) ό,τι βασικά προβάλλεται είναι ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία που να συνδέει τους χώρους που η Αστυνομία επιθυμούσε να ερευνήσει. Ειδικότερα υποστηρίχθηκε ότι η Αστυνομία βάσισε το αίτημα της σε πληροφορία ημερ. 3/5/2024 και σε πληροφορία ημερ. 7/5/2024, καθώς και σε πληροφορία τρίτου προσώπου που μεταφέρθηκε από τον πληροφοριοδότη της πληροφορίας ημερ. 7/5/2024, χωρίς αναφορά στις λεπτομέρειες της πηγής και χωρίς την παράθεση ενώπιον του Δικαστηρίου των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούσαν τις εν λόγω πληροφορίες, προκειμένου το ίδιο το Κατώτερο Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει σε σχετικά συμπεράσματα ως προς το ζητούμενο που είναι η ύπαρξη εύλογης υποψίας.

 

Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, σε αυτό το στάδιο, εύλογη πιθανότητα σε σχέση με την αναφερόμενη οικία. Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του                   Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος». Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

Η ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι το κρίσιμο ζητούμενο και εναπόκειτο στο Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος αυτής της μορφής να ικανοποιηθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα περί της αποκάλυψης εύλογης υπόνοιας. Τότε και μόνο νομιμοποιείται στην έκδοση του εντάλματος. Το βάσιμο της εύλογης αιτίας συναρτάται απόλυτα με το περιεχόμενο του Όρκου που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2014, ημερ. 29/2/2016). Έστω και σε χαμηλό επίπεδο, όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις. 

 

Εν προκειμένω, όσον αφορά την πληροφορία ημερ. 3/5/2024, η Αστυνομία δεν έκανε αναφορά σε μια ανώνυμη πληροφορία περί εμπλοκής του Αιτητή σε διαρρήξεις και κλοπές, αλλά αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο πληροφοριοδότη, ο οποίος, μέσω της επιθεώρησης κλειστών κυκλωμάτων τα οποία εντοπίστηκαν στους χώρους των οικιών και καταστήματος (χρυσοχοείο), στα οποία έλαβαν χώρα οι υπό διερεύνηση διαρρήξεις και κλοπές, καθώς και σε παρακείμενους χώρους, αναγνώρισε τον Αιτητή, τον οποίο γνωρίζει, ως τον κουκουλοφόρο, οι κινήσεις του οποίου είχαν καταγραφεί στα εν λόγω κυκλώματα. Επιπλέον, ο εν λόγω πληροφοριοδότης μέσω ηχητικής συνομιλίας που κατεγράφη σε κάμερα πλησίον του χρυσοχοείου το οποίο διερρήχθη στις 15/2/2024, αναγνώρισε, από την ομιλία, διάλεκτο και τις λέξεις που χρησιμοποίησε το πρόσωπο που στο κλειστό κύκλωμα φαίνεται να κρατάει όπλο, και πάλι τον Αιτητή. Επιπλέον ο Αιτητής αναγνωρίστηκε και από τατουάζ που φέρει στην πλάτη το οποίο συγκρίθηκε με εκείνο που εμφανίζεται στην πλάτη του κουκουλοφόρου που φαίνεται σε κλειστό κύκλωμα μιας εκ των κατοικιών στις οποίες έγινε διάρρηξη.

 

Όσον δε αφορά την πληροφορία ημερ. 7/5/2024, ούτε και εδώ η Αστυνομία έκανε απλώς αναφορά σε μια πληροφορία ότι ο Αιτητής διατηρεί τραπεζική θυρίδα στο Κεντρικό Κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Πάφο, εφόσον διενήργησε έλεγχο στο Κεντρικό Μητρώο Τραπεζικών Λογαριασμών, Λογαριασμών Πληρωμής και Θυρίδων Ασφαλείας που τηρεί η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στο οποίο είχε πρόσβαση η Αστυνομία με βάση τις πρόνοιες του Ν. 188(I)/2007.

 

Αναφορικά με την πληροφορία που μεταφέρθηκε στον πληροφοριοδότη αρ. 2 από τρίτο πρόσωπο και αφορούσε σε εμπλοκή του Αιτητή μαζί με άλλο πρόσωπο σε διαρρήξεις, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω πληροφορία είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο και προήρχετο από άτομο που είχε συναντηθεί με τον Αιτητή και το άλλο άτομο έχοντας ακούσει σχετική συνομιλία των δύο εμπλεκομένων στην υπόθεση. Επιπλέον η Αστυνομία, προβαίνοντας στις δικές της εξετάσεις, ουσιαστικά επιβεβαίωσε την πληροφορία του τρίτου προσώπου ότι περί το τρίτο δεκαήμερο του Απρίλη ενώ το τρίτο αυτό πρόσωπο είχε και πάλι συναντηθεί με τον Αιτητή και το άλλο πρόσωπο είχε αντιληφθεί, από τα λεγόμενα τους, ότι το προηγούμενο βράδυ είχαν αποτύχει να κλέψουν χρηματοκιβώτιο λόγω της επιστροφής του ιδιοκτήτη στο σπίτι και του γεγονότος ότι αυτοί τράπηκαν σε φυγή.

 

Με βάση το περιεχόμενο του Όρκου προκύπτει ότι πέραν της λήψης των πιο πάνω πληροφοριών η ίδια η Αστυνομία προέβη στις δικές της εξετάσεις και ενέργειες προς το σκοπό επιβεβαίωσης κάποιων στοιχείων.  Επιπλέον, οι πληροφορίες προέρχονταν από πληροφοριοδότες οι οποίοι αμφότεροι γνώριζαν τον Αιτητή, ενώ το τρίτο πρόσωπο που είχε μεταφέρει πληροφόρηση στον πληροφοριοδότη αρ. 2 ήταν παρών σε συναντήσεις του Αιτητή και άλλου προσώπου ακούγοντας τις συνομιλίες που τα δύο αυτά πρόσωπα είχαν.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Νεοκλέους, Πολιτική Αίτηση Αρ. 182/2021, ημερ. 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D429, σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ως προς το περιεχόμενο του όρκου του αστυφύλακα αναφορικά με τη μαρτυρία που υπάρχει, πρόκειται για γεγονότα που απεκάλυψε στην Αστυνομία άτομο που εργαζόταν μαζί με τον αιτητή σε νυχτερινό κέντρο στην Αγία Νάπα και ότι ανέφερε είναι γεγονότα που ο ίδιος αντιλήφθηκε. Δεν πρόκειται για γενικά και αόριστα συμπεράσματα ενός πληροφοριοδότη, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής, παρά το ότι θα μπορούσε να ήταν πιο λεπτομερής

 

                              (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Σε ό,τι αφορά τη θέση του Αιτητή ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να συνδέει τους τόπους που επιθυμούσε η Αστυνομία να ερευνήσει με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ειδικότερα δε την οικία και οχήματά του, είναι αρκετό να επισημανθεί ότι κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών. Όπως έχει λεχθεί στην πρόσφατη Aπόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Γεωργίου,                 Υπ’ αρ. 54/2024, ημερ. 11/6/2024:

 

«Η φύση του αναζητούμενου αντικειμένου μπορεί να έχει καταλυτική σημασία. Στη Μ.Θ., Πολ. Αίτ. Αρ. 90/2024, ημερ. 3.6.2024, μετά την διασύνδεση του ενοίκου της οικίας με το υπό διερεύνηση έγκλημα κρίθηκε ότι «δημιουργείτο πλέον η αναγκαία εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στην κατοικία του, ότι δηλαδή τα ενδύματα και υποδήματα που φορούσε κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, όπως και τα άλλα αντικείμενα που χρησιμοποίησε, θα βρίσκονταν στην κατοικία του.»

 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αναζητούμενων αντικειμένων, τα πιο πάνω θεωρώ ότι ισχύουν και στην υπό συζήτηση περίπτωση.

 

Σε ό,τι δε αφορά ειδικότερα την τραπεζική θυρίδα του Αιτητή, υπήρχε στον Όρκο συγκεκριμένη πληροφορία από μέρους του πληροφοριοδότη αρ. 2 ότι ο Αιτητής φυλάττει στην τραπεζική του θυρίδα κλοπιμαία περιουσία, ήτοι μεγάλο χρηματικό ποσό και μεγάλη ποσότητα χρυσαφικών, τα οποία προέρχονται από τις διαρρήξεις.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα, η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κατώτερο Δικαστήριο, επί τη βάσει σφαιρικής αξιολόγησης όλων των στοιχείων που την συνέθεταν, αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας.

 

Όσον αφορά τη θέση που περιέχεται στο στοιχείο (VII) του 1ου Λόγου, περί απουσίας χρονικού προσδιορισμού για το πότε ο πληροφοριοδότης αρ. 2 της πληροφορίας ημερ. 7/5/2024 είχε λάβει γνώση για τα όσα αναφέρει και συνακόλουθα για την ύπαρξη αναγκαιότητας έκδοσης του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας, είναι πρόδηλο από τις αναφορές που γίνονται στον Όρκο ότι το τρίτο πρόσωπο, που είχε μεταφέρει τις πληροφορίες στον πληροφοριοδότη αρ. 2, αναφερόταν σε πρόσφατα γεγονότα όπως, μεταξύ άλλων, τη συνάντηση του τρίτου προσώπου με τον Αιτητή και άλλο πρόσωπο κατά το τρίτο δεκαήμερο του τρέχοντος Απριλίου.

 

Ο ισχυρισμός του Αιτητή στο στοιχείο (ΙΧ) του 1ου Λόγου, ότι δεν παρατέθηκε στον Όρκο τι είχε θέσει ο ομνύων Αστυνομικός ενώπιον του για να αναφερθεί σε θετική αξιολόγηση της  πληροφορίας ημερ. 7/4/2024 και του πληροφοριοδότη, με κάθε σεβασμό, δεν φαίνεται να έχει έρεισμα εφόσον στον Όρκο αναφέρθηκε ρητά ότι, «Την 07/05/204 λήφθηκε πληροφορία στο ΤΑΕ Πάφου, σύμφωνα με την οποία πληροφοριοδότης ο οποίος κρίνεται αξιόπιστος καθότι στο παρελθόν συνεργάστηκε αρκετές φορές με την Αστυνομία με πολύ θετικά αποτελέσματα».

 

Με το στοιχείο (Χ) του 1ου Λόγου ο Αιτητής διατείνεται ότι στον Όρκο δεν προκύπτει με την απαιτούμενη σαφήνεια η περιγραφή των υπό αναζήτηση αντικειμένων.

 

Είναι, βεβαίως, επιβεβλημένο να υπάρχει στο ένταλμα συγκεκριμένη περιγραφή των πραγμάτων και αντικειμένων τα οποία η Αστυνομία μπορεί να εντοπίσει και να παραλάβει στον υπό έρευνα χώρο, ούτως ώστε να μην παρέχεται «ανεπίτρεπτα ευρεία διακριτική εξουσία» ως προς το τι είναι δυνατό να αναζητηθεί και να παραληφθεί (βλ. ERA CYPRUS LTD και Αντρέα Αντωνίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1051).

 

Στην υπόθεση Βικτώρια Χρυσάνθου και Πέτρος Χρυσάνθου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 73/2008, ημερ. 5/12/2008, το ένταλμα αναφερόταν σε «τεκμήρια που σχετίζονταν με την πορνεία» και υπό τις περιστάσεις και ενόψει ιδιαίτερα και της φύσης των διερευνόμενων αδικημάτων, η επίδικη περιγραφή θεωρήθηκε επαρκής. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«Το ένταλμα προσδιόριζε τα πράγματα, όπως αποφασίστηκε στη Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (πιο πάνω), ότι δηλαδή ήταν «τεκμήρια που σχετίζονται με την πορνεία». Δε νομίζω ότι η λέξη «προσδιορισμός» έχει την έννοια που εισηγήθηκε ο συνήγορος των αιτητών, δηλαδή να κατονομάζονται τα πράγματα στον όρκο ή στο ένταλμα.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ο προσδιορισμός των υπό αναζήτηση αντικειμένων στον Όρκο ήταν αρκούντως ικανοποιητικός, εφόσον αυτά περιγράφονταν ρητώς. Επρόκειτο, συναφώς, για χρηματικά ποσά και κοσμήματα τα οποία είχαν κλαπεί στις 19 υποθέσεις διαρρήξεων που καταγράφονται στον Όρκο [υπό στοιχεία (1) μέχρι (19)] και τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς, όπως και τα υπόλοιπα υπό αναζήτηση αντικείμενα, ήτοι το όπλο τύπου Shotgun, είδη ένδυσης, κουκούλες, τσάντες και διαρρηκτικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν από τους δράστες, όπως πάλι και αυτά προκύπτουν από την περιγραφή που δίδεται στον Όρκο.

 

Σε ό,τι αφορά το 2ο Λόγο που αφορά σε ψευδορκία και/ή μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, κρίνεται επιβεβλημένη η υπενθύμιση του νομικού πλαισίου που διέπει τέτοιου είδους ζητήματα.

 

Η ψευδορκία, όπως και ο δόλος αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης Κατώτερου Δικαστηρίου, πλην όμως όταν πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα εξηγείται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 130-136. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων[1]. Η ψευδορκία, όπως και ο δόλος, πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Δεν είναι  επιτρεπτή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη σε ανάλογα ευρήματα                  (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Rischko, Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2020, ημερ. 26/7/2021).

 

Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604: 

 

an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amount to a confession by such person …”

 

                 (Βλ., επίσης, In Re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746).

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης όπου έχει καταδειχθεί ζήτημα ψευδορκίας ως αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ό,τι υπάρχει είναι αντίθετη εκδοχή από πλευράς Αιτητή. Υπό αυτά τα δεδομένα δεν θα ήταν επιτρεπτή η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη στα ανάλογα ευρήματα.

 

Ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα λέχθηκε ότι ο Αιτητής έχει στο παρελθόν καταδικαστεί για διαρρήξεις και κλοπές - ισχυρισμός που, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία σημασία θα μπορούσε να έχει στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος για έκδοση εντάλματος έρευνας – καθώς και ο ισχυρισμός ότι ψευδώς αναφέρθηκε από τον ομνύοντα Αστυνομικό σχετικά με τη διάρρηξη αρ. 15, ότι από τη μελέτη του κλειστού κυκλώματος διαπιστώθηκε η παρουσία τριών προσώπων με κουκούλες, γάντια και φανάρια «2 εκ των οποίων κρατούν μια τσάντα με το λογότυπο SLAZENGER και ο τρίτος κρατά όπλο, τύπου SHOTGUN», ουδόλως μπορούν να στοιχειοθετήσουν ψευδορκία υπό την παραπάνω έννοια.

 

Εν προκειμένω, η κατ’ ισχυρισμό μη αποκάλυψη ότι τα πλάνα κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης ήταν κακής ποιότητας, ότι η πληροφορία ότι ο Αιτητής δεν εργάστηκε ποτέ ήταν εσφαλμένη, ότι το ινστιτούτο αισθητικής της συζύγου του Αιτητή άνοιξε πριν τις επίδικες διαρρήξεις, καθώς και ότι ο Αιτητής ουδέποτε επισκέφθηκε με τη σύζυγο του τη θυρίδα που διατηρούσαν στην Τράπεζα Κύπρου και ότι η τελευταία φορά που η σύζυγος επισκέφθηκε την εν λόγω θυρίδα ήταν το 2022, καθόλου δεν μπορεί να έχει την παραπάνω έννοια, αλλά ούτε και σχετικότητα θεωρώ ότι έχει, υπό την έννοια μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Όπως προκύπτει, η Αστυνομία έχοντας σε χρόνο πριν την υποβολή του αιτήματος της για Ένταλμα Έρευνας εξασφαλίσει αριθμό πληροφοριών και μαρτυρία, έθεσε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου τα δεδομένα που το στήριζαν.  Το κατά πόσο τα δεδομένα αυτά ήταν επαρκή προς έκδοση Εντάλματος, επαφίετο στο εκδώσαν το Ένταλμα Κατώτερο Δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί ότι δεν ενήργησε σύννομα.

 

Με το στοιχείο (ΧΙ) του 1ου Λόγου καταλογίζεται στο Κατώτερο Δικαστήριο ότι με την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος παραβίασε τα δικαιώματα του Αιτητή που αφορούν στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Τέτοιο ζήτημα θα προέκυπτε μόνο αν η έκδοση του Εντάλματος, για οποιοδήποτε από τους λόγους που είχαν τεθεί, δεν ήταν δικαιολογημένη. Δεδομένης, ωστόσο, της απόρριψης όλων των λόγων που είχαν εγερθεί και της μη διαπίστωσης ύπαρξης συζητήσιμου θέματος σε σχέση με τα ζητήματα που εγείρονται σε αυτούς, είναι φανερό πως και αυτός ο λόγος παρέμεινε άνευ οποιουδήποτε περιεχόμενου και ερείσματος.

 

Υπό το φως όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς τεκμηρίωση της αξίωσης για παροχή άδειας.

 

Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

 Δ.



[1] Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση της Μιχαηλίδου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 103/2019, ημερ. 20/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:D256 όπου, μεταξύ άλλων, τονίσθηκαν και τα εξής: «… θα πρέπει τέτο ια ψευδορκία ή δόλος να τίθενται στα πλαίσια της αίτησης certiorari ως αποδεδειγμένα ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα και δεν μπορεί το δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία να προβεί σε αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και σε ευρήματα για τον ένα ή τον άλλο ισχυρισμό …..»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο