ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Αίτηση Αρ. 119/2024

 

 

24 Ιουλίου, 2024

 

[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ

 

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ KORUSH PARSA (ΔΕΑ [  ]) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ Ή ΤΩΝ ΑΠΑΤΡΙΔΩΝ ΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΝΙΑΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Ή ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 105) ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2008/115/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ:

1.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ KORUSH PARSA (ΔΕΑ [  ]) ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 21 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/95/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ Ή ΤΩΝ ΑΠΑΤΡΙΔΩΝ ΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΝΙΑΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Ή ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 14 ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18ΠΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 13, 15 ΚΑΙ 16 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/115/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ.

 

 

 

Ελ. Χαραλάμπους (κα), για Λάζου- Χαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Αιτητής παρών.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Με την υπό συζήτηση αίτηση ο Αιτητής επιζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται παράνομη η συνέχιση της κράτησης του, «λόγω παρόδου του νόμιμου χρόνου κράτησης».

Στο ως άνω αίτημα αντέδρασε η Δημοκρατία, καταχωρώντας  Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης. Την αίτηση και ένσταση υποστηρίζουν αντίστοιχα, ένορκη δήλωση του Αιτητή και του Ανδρέα Μαζέρη, Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

Το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που περιβάλλει την υπό συζήτηση αίτηση, ως προκύπτει από την αίτηση, την ένσταση, τις ένορκες δηλώσεις που τις υποστηρίζουν, ως επίσης από διάφορα έγγραφα και στοιχεία που τέθηκαν υπόψιν του Δικαστηρίου, δεν αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών. Ως αναδύεται από το σύνολο όσων τέθηκαν υπόψιν του Δικαστηρίου, ο Αιτητής, υπήκοος Ιράν, γεννήθηκε στις 16.09.1972. Αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 02.01.2002, με το όνομα Taghi Bagheri, μαζί με τη σύζυγο και το παιδί τους. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ήτοι στις 09.12.2004, για λόγους ασφάλειας του ιδίου και της οικογένειας του, εγκρίθηκε αίτημα του για αλλαγή του ονόματος του, σε Korysh Parsa.

Στις 15.01.2002, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου και στις 25.01.2002, αίτημα για έκδοση προσωρινής παραμονής για τον ίδιο και την οικογένεια του, ως επισκέπτες. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να τους δοθεί άδεια για παραμονή τους, ως ανωτέρω, με ισχύ από 15.02.2002 μέχρι 24.04.2002.

Στις 23.04.2002 εγκρίθηκε νέα αίτηση του για άδεια παραμονής ως επισκέπτης, με ισχύ από 23.04.2002 μέχρι 08.10.2002.

Στις 23.05.2002 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας παραμονής με σκοπό την εργασία, η οποία και εκδόθηκε, με ισχύ από 23.05.2002 μέχρι 15.05.2002.

Στις 17.06.2003, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής του επί τη βάση της εκκρεμούσας αίτησης ασύλου, με αποτέλεσμα στις 03.07.2003, να εκδοθεί σχετική άδεια παραμονής με την ένδειξη «For so long».

Στις 25.08.2004, η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε τον αιτούντα ότι αποφάσισε να τον αναγνωρίσει ως πρόσφυγα, ενώ με σχετική επιστολή της, ημερομηνίας 21.02.2005, επιβεβαίωσε ότι η αναγνώριση περιλαμβάνει ως τέτοιους τη σύζυγο και το  παιδί του.

Στις 15.12.2004, κατόπιν σχετικής αίτησης εκ μέρους του, εκδόθηκε άδεια παραμονής του ιδίου και της οικογένειας του ως αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, με ισχύ μέχρι τις 15.12.2007.

Στις 10.2.2005, ενόψει της αλλαγής του ονόματος του Αιτητή, εκδόθηκαν νέες άδειες παραμονής για τον ίδιο και την οικογένεια του, με τα νέα στοιχεία, με ισχύ μέχρι της 15.12.2007.

Στις 11.10.2007, κατόπιν σχετικού αιτήματος,  εκδόθηκαν άδειες για ανανέωση της παραμονής τους ως πολιτικοί πρόσφυγες μέχρι τις 11.10.2010.

Στις 29.05.2009 ο Αιτητής καταχώρισε αίτηση για πολιτογράφηση ως κύπριος πολίτης.

Στις 21.06.2010, τόσο για τον Αιτητή όσο και για τη σύζυγο του, εκδόθηκαν άδειες για ανανέωση της άδειας παραμονής τους με σκοπό την εργασία, με ισχύ μέχρι τις 21.06.2013, οι οποίες αργότερα ανανεώθηκαν, μέχρι τις 17.07.2016.

Στις 31.10.2014, ο Αιτητής μαζί με άλλους ομοεθνείς του, επίσης αναγνωρισμένους πρόσφυγες, υπέβαλαν παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως σχετικά με την καθυστέρηση εξέτασης του αιτήματος τους για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας.

Στις 15.12.2014, ο Υπουργός Εσωτερικών, λαμβάνοντας υπόψη το  περιεχόμενο σχετικής Έκθεσης αρμόδιας υπηρεσίας, στην οποία αναφερόταν ότι ο Αιτητής κατείχε μεν τα τυπικά προσόντα παραμονής, ωστόσο δεν κατέχει επαρκείς πόρους συντήρησης, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες, όπως η διακίνηση πλαστών διαβατηρίων, απέρριψε την αίτηση του για πολιτογράφηση.

Προσφυγή του Αιτητή κατά της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, απορρίφθηκε στις 17.01.2019, από το Διοικητικό Δικαστήριο.

Στις 04.11.2023, ο Αιτητής συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης για σκοπούς διερεύνησης ποινικής υπόθεσης στη βάση πληροφοριών ότι δραστηριοποιείτο προς όφελος Ιρανικών τρομοκρατικών στοιχείων, με σκοπό την πραγματοποίηση εγκληματικής ενέργειας, ειδικότερα τη δολοφονία Ισραηλινών υπηκόων.

Στις 19.11.2023, εκδόθηκε διάταγμα απέλασης του Αιτητή, δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Την ίδια ημερομηνία, εκδόθηκε επίσης διάταγμα κράτησης του, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ενώ ο τελευταίος κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105).

Εναντίον των πιο πάνω πράξεων ο Αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο προσφυγή (Προσφυγή Αρ.2094/2023), στα πλαίσια της οποίας, στις 15.12.2023, εκδόθηκε μονομερώς, παρεμπίπτον, προσωρινό διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης των σχετικών διαταγμάτων, επιβάλλοντας εναλλακτικά μέτρα κράτησης.

  Στις 20.12.2023, ημερομηνία κατά την οποία είχε οριστεί επιστρεπτέο το ως άνω προσωρινό διάταγμα, ο Αιτητής συμφώνησε όπως παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εκδίκαση της ως άνω Προσφυγής. Ταυτόχρονα, οι καθ’ ων η αίτηση ανέλαβαν την δέσμευση να αναστείλουν την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης. Ως εκ τούτου, το ως άνω προσωρινό Διάταγμα, ημερομηνίας 15.12.2023, ακυρώθηκε.

Εν πάση περιπτώσει, η κράτηση του Αιτητή επανεξετάστηκε από την αρμόδια Υπηρεσία στις 23.01.2024.

Την 01.03.2024, το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ.2094/2023. Επικύρωσε το διάταγμα κράτησης, κρίνοντας δικαιολογημένη τη διαπίστωση της αρμόδιας αρχής ότι ο Αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, αποτέλεσμα που απέκλειε  την πιθανότητα επιβολής στον αιτούντα εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Κρίθηκε, επίσης, ότι το διάταγμα κράτησης τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και χαρακτηρίστηκε ως μέτρο ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

Στις 29.04.2024 έγινε αξιολόγηση της κράτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ενώ στις 20.05.2024, επανεξετάστηκε η αναγκαιότητα κράτησης του τελευταίου, με τη Διευθύντρια του τμήματος να εγκρίνει την εισήγηση για παράταση της κράτησης του.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών τις οποίες προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψιν του Δικαστηρίου, όπως και όσα διά ζώσης έθεσαν υπόψη μου κατά το στάδιο της ακρόασης της Αίτησης. Παρεμβάλλεται ότι η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή, κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, αποσαφήνισε πως η πλευρά του τελευταίου δεν αμφισβητεί την νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του. Ούτε στοχεύει, μέσω της υπό συζήτηση αίτησης, σε οποιοδήποτε ουσιαστικό έλεγχο της νομιμότητας των ως άνω διαταγμάτων. Το παράπονο της πλευράς του, υπέδειξε, εστιάζεται αποκλειστικά στη διάρκεια της κράτησης του προς το σκοπό της απέλασης του, η οποία άρχισε και συνεχίζεται από τις 19.11.2023. Με τούτο σαν δεδομένο, υπέδειξε από την πλευρά της η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, δεν παρίσταται ανάγκη για περαιτέρω ενασχόληση με τις προδικαστικές ενστάσεις της πλευράς της, η οποίες αφορούν την νομιμοποίηση του Αιτητή να αμφισβητεί, στο πλαίσιο διαδικασίας ως η υπο συζήτηση, την νομιμότητα και ορθότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Ταυτόχρονα, με τη σύμφωνη θέση της δικηγόρου του Αιτητή και με αναφορά σε σχετική για το ζήτημα νομολογία, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου δέσμη εγγράφων (πέντε έγγραφα), χαρακτηριζόμενα ως απόρρητα. Αποτελούν έγγραφα, ως εξήγησε, για το περιεχόμενο των οποίων, σχετική αναφορά και γενικότερη περιγραφή γίνεται ήδη στα πλαίσια της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει και υποστηρίζει την ένσταση.   

        Στην υπόθεση Δημητράκης Χ'Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, αναφέρθηκε ότι: 

«Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη. Απαραίτητη προϋπόθεση δι' έκδοση του εντάλματος η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Βλέπε Καρφοπούλου (1998) 1 A.Α.Δ. 55).»

 

Ομοίως, στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου Ζάνα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, 1162-3 αναφέρθηκε ότι:

 

«Η ελευθερία του ατόµου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δηµοκρατική κοινωνία, διεπόµενη από το κράτος δικαίου. Σε περίπτωση παράνοµης κράτησης ή περιορισµού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να αµφισβητήσει τη νοµιµότητα της τοιαύτης κράτησης, µέσω του προνοµιακού εντάλµατος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.

 

Το ένταλµα Habeas Corpus είναι άµεσο δραστικό µέτρο για την απελευθέρωση ατόµου από παράνοµη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε αυτή ενεργείται από δηµοσία αρχή, ή ιδιώτη. Είναι µια θεραπεία η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση.»

 

 

        Μέσω της υπό συζήτηση αίτησης, ως έχει ήδη σημειωθεί, δεν αμφισβητείται η νομιμότητα του σχετικού διατάγματος κράτησης και απέλασης του Αιτητή. Επιχειρήθηκε τούτο, ανεπιτυχώς, μέσω της Προσφυγής Αρ.2094/2023.  Τούτου δοθέντος και υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, τα σχετικά διατάγματα έχουν ενδυθεί πλέον του τεκμηρίου της νομιμότητας και κανονικότητας.  Το παράπονο του Αιτητή, εστιάζεται στη διάρκεια της κράτησης του η οποία, ως υποδεικνύει, άρχισε με την έκδοση του ως άνω διατάγματος, στις 19.11.2023 και έκτοτε συνεχίζεται, συμπληρώνοντας περίοδο επτά περίπου μηνών, χωρίς να εκτελεστεί το διάταγμα απομάκρυνσης του από την Κύπρο..

        Είναι γεγονός ότι η κράτηση, ως περιορισμός του δικαιώματος της ελευθερίας, όπως αυτό διασφαλίζεται, όχι μόνο από το Σύνταγμα (Άρθρο 11), αλλά και από την ΕΣΔΑ (άρθρο 5), δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός, με την επ’ αόριστο αναβολή μιας σκοπούμενης απέλασης. Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε στην υπόθεση Khlaief v. Δημοκρατίας (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402:

«…Η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας. Η απόκλιση επιτρέπεται από το Άρθρο 11.2(στ) “προς το σκοπό απελάσεως”. Δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός με την επ΄ αόριστο αναβολή της απέλασης, ούτε να απολήγει ουσιαστικά σε αδικαιολόγητη κράτηση. Γενομένη με την προοπτική της απέλασης, εξυπακούεται ότι η απέλαση θα γίνει εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται προς διευθέτηση της. Άλλως, ο λόγος της συνέχισης της καταρρέει. Τούτο επιτάσσει δε όχι μόνο το όλο πνεύμα του Άρθρου 11 προς το σκοπό προστασίας των δικαιωμάτων του αλλοδαπού αλλά και η ίδια η επιδίωξη της απέλασης που είναι η άνευ χρονοτριβής αποκατάσταση της νομιμότητας με το ακραίο και αποτελεσματικό μέτρο της απομάκρυνσης του διαπιστωθέντος μη δικαιούμενου να ευρίσκεται στη Δημοκρατία αλλοδαπού.»

 

        Σε σχέση με τον χρόνο κράτησης σε περιπτώσεις του είδους, κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί από τη νομολογία ότι η διάρκεια της κράτησης προς το σκοπό της απέλασης, δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων μιας υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη. Περιορίζεται στο χρόνο που είναι εύλογος, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που περιβάλουν την εκάστοτε περίπτωση, για να γίνει κατορθωτή η απέλαση. (Fasel v. Δημοκρατίας Πολ. Εφ. 236/2015, ημερομηνίας 31.3.2016). Στην ΧΧΧ Al Lakoud, Πολ. Έφ. 95/20, ημερομηνίας 08.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:A232, όπου η κράτηση είχε διαταχθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας, υποδείχθηκε πως:

 

«Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης δεν εξετάζετο μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης, επισημαίνοντας ότι εξετάζεται κατά πόσο οι ανάλογες και σχετικές διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται, εξετάζονται και συνδέονται με το λόγο κράτησης και ότι αυτές εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.»

 

        Ευθύς εξ’ αρχής θα πρέπει να σημειωθεί πως το καθεστώς του αναγνωρισμένου πρόσφυγα, από μόνο του, δεν εμποδίζει ή απαγορεύει, στην  κατάλληλη πάντα περίπτωση, την απέλαση προσώπου που έχει αναγνωριστεί ως τέτοιος, εφόσον πληρούνται οι σχετικές εκ του νόμου προϋποθέσεις (βλ. άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000), Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951, άρθρο 21 και Οδηγία 204/83/ΕΚ, άρθρο 21).  Στις κατάλληλες δε περιπτώσεις, πέραν από την απέλαση κάποιου προσώπου σε τρίτη χώρα, παρέχεται η δυνατότητα αναπροώθησης προσώπου που έχει κηρυχθεί ως πρόσφυγας, στη χώρα καταγωγής του.  

        Επανερχόμενος στην υπό συζήτηση περίπτωση, εντοπίζεται ότι ο Αιτητής, στην εξέλιξη των πραγμάτων, ειδικότερα στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ.2029/2023 που καταχώρησε προσβάλλοντας το διάταγμα κράτησης και απέλασης του, πέτυχε να εξασφαλίσει δέσμευση εκ μέρους της  Δημοκρατίας ότι μέχρι την εκδίκαση της ως άνω Προσφυγής, το διάταγμα απέλασης του δεν θα εκτελεστεί. Συμφώνησε παράλληλα ότι για το ίδιο χρονικό διάστημα διάστημα ο ίδιος θα παρέμενε υπό κράτηση. Η εισήγηση της πλευράς του ότι στο χρόνο που παρήλθε έκτοτε προς επίτευξη του σκοπού της απέλασης του, θα πρέπει να προσμετρηθεί και το χρονικό διάστημα μέχρι 01.03.2024, (χρονικό σημείο που ολοκληρώθηκε η εκδίκαση της ως άνω Προσφυγής με την έκδοση σχετικής απόφασης) κατά τρόπο που να καθιστά τον χρόνο κράτησης του προς το σκοπό απέλασης του αδικαιολόγητα υπέρμετρο κατά τον ίδιο, είναι φανερό ότι παραγνωρίζει την ως άνω εξέλιξη.

        Παρουσιάζεται οξύμωρο, ο Αιτητής να επικαλείται και να επιζητεί όπως συνυπολογιστεί ο χρόνος που ο ίδιος ουσιαστικά ζήτησε και πέτυχε την αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης του μέχρι την εκδίκαση της ως άνω Προσφυγής, συμφωνώντας ταυτόχρονα να παραμείνει υπό κράτηση για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, προκρίνοντας ότι συνυπολογιζόμενου και του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ο συνολικός χρόνος κράτησης του προς το σκοπό της απέλασης του έχει παραταθεί αδικαιολόγητα και δυσανάλογα.

         Στη βάση όσων έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων των έγγραφων στα οποία εντοπίζονται απόρρητες και διαβαθμισμένες πληροφορίες, σχετικές πάντα με ζητήματα  προστασίας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, συναρτώμενες και με τον ίδιο τον Αιτητή, την παρουσία και δράση του τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, διαπιστώνεται ότι μετά την έκδοση της απόφασης στην Προσφυγή Αρ.2094/2023 και την συνακόλουθη άρση της συμφωνηθείσας ενώπιων του Δικαστηρίου δέσμευσης για αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης του τελευταίου, έγινε πράγματι προσπάθεια απέλασης του Αιτητή σε χώρα την οποία ό ίδιος υπόδειξε ότι επιθυμούσε να απελαθεί, πλην όμως το εγχείρημα δεν ολοκληρώθηκε, αφού υπήρξε άρνηση της συγκριμένης χώρας να τον δεχθεί. Προφανώς, δεν δικαιολογείται η κράτηση κάποιου προσώπου ενόψει του γεγονότος ότι δεν καρποφόρησαν  προσπάθειες απέλασης του (Hawillo v. Δημοκρατίας κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1615). Στην υπό συζήτηση όμως περίπτωση, ο στόχος της απέλασης του Αιτητή, ως το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου επιτάσσει, δεν φαίνεται να έχει  εγκαταλειφθεί ούτε να έχει ατονήσει. Αντίθετα, οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας δεν φαίνεται να εφησυχάζουν ούτε να αδρανούν. Μετά την ως άνω εξέλιξη φαίνεται ότι έχουν αναληφθεί από την πλευρά τους ενέργειες, πρωτοβουλίες και διαβήματα, τα οποία βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, σε σχέση με την ανεύρεση χώρας στην οποία ο Αιτητής θα μπορούσε να απελαθεί, πριν, ως τελευταία επιλογή, εξεταστεί και το ενδεχόμενο της αναπροώθησης του στο Ιράν. Προς τούτο, φαίνεται ότι αξιοποιούνται διάφορα στοιχεία, όπως η συσχέτιση επαφών του Αιτητή και επισκέψεις του σε αριθμό χωρών με τη χρήση διαφόρων ταξιδιωτικών εγγράφων, περιλαμβανομένων και διαβατηρίων που φέρονται να εκδόθηκαν από τη χώρα καταγωγής του, μόλις πριν από δύο (2) - τρία (3) χρόνια προηγούμενα από τη σύλληψή του, τον Νοέμβριο του 2023.

        Παρεμβάλλεται ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, στην εξέλιξη του χρόνου, οι αρμόδιες αρχές ακολουθώντας τις προβλεπόμενες στη σχετική νομοθεσία διαδικασίες, (άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105) προέβησαν σε σχετική αξιολόγηση της κράτησης του Αιτητή, ενώ στις 20.05.2024, σε επανεξέταση του διατάγματος κράτησης του τελευταίου, όπου και αποφασίστηκε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος διαφοροποίησης της σχετικής απόφασης για κράτηση του τελευταίου με σκοπό την απέλασή του.

        Συνεκτιμώντας όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, την εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, τον τρόπο δράσης και λειτουργίας των αρμόδιων αρχών και οργάνων της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό θεωρούμενα με τη στάση και συμπεριφορά του ίδιου του Αιτητή, εντάσσοντας τα στο δικαιοδοτικό πλαίσιο στο οποίο αφορά η παρούσα διαδικασία, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει οτιδήποτε που να δικαιολογεί αποδοχή της αίτησης του. Αντίθετα, υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση ο Αιτητής δεν έχει καταφέρει να αποσείσει το βάρος που φέρει προς απόδειξη ότι η διάρκεια της κράτησης του προς το σκοπό απέλασης, δεν ήταν εύλογη και ότι, εκ της διάρκειας της, κατέστη παράνομη. Η κράτηση του Αιτητή για σκοπούς απομάκρυνσης του από την Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει, ως αρχικά ήταν, να είναι νόμιμη. Υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που περιβάλλουν την περίπτωση  οι αιτιάσεις και τα παράπονα του, κρίνονται ανεδαφικά.

        Ενόψει των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

                                                                          Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο