ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.214/2015)

 

 

  15 Ιουλίου 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

1.   ΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2.   T.A.S. OPHTHALMOS LASER CENTER LTD,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητων.

 

____________________

 

 

Στ. Σκορδής για Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες. 

Κλ. Πολυβίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.,  για τους Εφεσίβλητους.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων 1, είναι εισαγωγέας τεχνολογίας, συμμέτοχος με τον οφθαλμίατρο Τάσο Γεωργίου (Μ.Ε.5) στην Εφεσείουσα 2 εταιρεία, που είχε συσταθεί το Μάρτιο του 2005.  Το Μάϊο του ιδίου έτους,  η εταιρεία εισήγαγε το ιατρικό μηχάνημα Allegretto Wave EyeQ400 Hz excimer laser, Allegretto, δαπανώντας μεγάλο χρηματικό ποσό.  Για την προώθηση του, περί τα τέλη Μαΐου του ιδίου έτους, ο Εφεσείων 1 έδωσε συνέντευξη που μεταδόθηκε στο δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Αντέννα και παρουσίασε τις δυνατότητες του μηχανήματος αναφορικά με την αντιμετώπιση με λέιζερ διαθλαστικών ανωμαλιών του οφθαλμού, με ιδιαίτερη αναφορά στην πρεσβυωπία.  

 

Την 7.6.2005 τρείς οφθαλμίατροι οι οποίοι ασχολούνταν με τη διόρθωση διαθλαστικών ανωμαλιών με λέιζερ, υπό την ιδιότητα τους ως μέλη της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κύπρου, Ο.Ε.Κ., η οποία αποτελεί το σύνδεσμο των οφθαλμίατρων της Κύπρου, συγκάλεσαν δημοσιογραφική διάσκεψη και αναφέρθηκαν στην παρουσίαση του Εφεσείοντα 1.  Επρόκειτο για τους Πανίκκο Φιλίππου, Χρίστο Κωνσταντίνου και Γιώργο Κουρσάρη.  Μέρος των δηλώσεων των τριών οφθαλμίατρων αναδημοσιεύτηκε το ίδιο βράδυ στο δελτίο ειδήσεων του Εφεσίβλητου τηλεοπτικού σταθμού.

 

Κατά την αξίωση οι δηλώσεις που αναδημοσιεύτηκαν ήταν ψευδείς και δυσφημιστικές, είχαν γίνει κακόβουλα και προκάλεσαν στην Εφεσείουσα 2 εταιρεία τεράστια οικονομική ζημιά.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι δηλώσεις αναφέρονταν στην Εφεσείουσα 2 εταιρεία και πως ούτε είχε αποδειχτεί ότι αυτή είχε υποστεί ειδική ζημιά.  Αναφέρθηκε συναφώς στο άρθρο 7 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, το οποίο προβλέπει ότι είναι προϋπόθεση η απόδειξη ζημιάς προτού να μπορεί νομικό πρόσωπο να λάβει αποζημίωση σε σχέση με αστικό αδίκημα.  Απέρριψε κατ’ ακολουθία την απαίτηση της Εφεσείουσας 2. 

 

Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 4, στη βάση ότι η απαίτηση της απορρίφθηκε επειδή εσφαλμένα δεν συσχετίστηκε με το επίδικο δημοσίευμα.  Σημειώνεται ότι η κατάληξη ότι η απόδειξη ζημιάς ήταν προαπαιτούμενο ώστε η Εφεσείουσα 2 εταιρεία να μπορούσε να λάβει αποζημίωση δεν αμφισβητείται με την έφεση.  Ούτε το εύρημα ότι δεν απέδειξε ότι είχε υποστεί συγκεκριμένη ζημιά.  Και αυτό παρά το ότι προσβάλλεται η απόρριψη της μαρτυρίας της Μ.Ε.3, του λογιστηρίου της κλινικής «Ophthalmos» και η οποία κατέθεσε προς απόδειξη των ζημιών της.

 

Ως προς το περιεχόμενο των δηλώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι « … η τελευταία ειδικά παράγραφος του δημοσιεύματος τείνει να δυσφημίσει τον [Εφεσείοντα 1] παρουσιάζοντας τον στην ουσία να παραπληροφορεί το κοινό».  Ωστόσο και η δική του απαίτηση απορρίφθηκε, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος ήταν αληθές επί της ουσίας του.

 

Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης 1 και 11.  Στον πρώτο, αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε ως επί το πλείστο για την κατάληξη του στην τεχνική Monovision που δεν αφορούσε το επίδικο μηχάνημα και δεν ασχολήθηκε με την τεχνική Presby-Lasik η οποία διενεργείται με το Allegretto.  Στον εντέκατο, αναφέρεται ότι το εύρημα δεν δικαιολογείτο, εφόσον η διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι το μηχάνημα απλώς δεν θεραπεύει την πρεσβυωπία, ενώ ο Εφεσείων 1 δεν είχε υποστηρίξει ότι την θεραπεύει.

 

Είναι η περαιτέρω θέση των Εφεσείοντων ότι ο Εφεσίβλητος ενήργησε κακόπιστα κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να διαπιστώσει (λόγος έφεσης 3).  Εφόσον δε διαφανεί ότι οι λόγοι 3 και 4 είναι βάσιμοι, η Εφεσείουσα 2, αναφέρουν, δικαιούται σε αποζημίωση στη βάση του αστικού αδικήματος της επιζήμιας ψευδολογίας (λόγος έφεσης 5). 

 

Ο λόγος έφεσης 2, αναφέρεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθόρισε το ποσό των αποζημιώσεων σε περίπτωση που δεν επιτύγχανε η υπεράσπιση της αλήθειας και ο λόγος έφεσης 6, ότι δεν καθόρισε το ποσό της αποζημίωσης για επιζήμια ψευδολογία.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης 7-10, με τους οποίους και θα ασχοληθούμε κατ’ αρχάς, αφορούν στην κρίση της αξιοπιστίας μαρτύρων.  Του Εφεσείοντα 1 και δύο μαρτύρων των Εφεσείοντων (Μ.Ε.2 και 3) οι οποίοι κρίθηκαν αναξιόπιστοι και του Μ.Υ.1 ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος, αντίστοιχα.

 

    Τα κύρια σημεία της παρουσίασης του Εφεσείοντα 1, αναφορικά με τις δυνατότητες του Allegretto, όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:

 

«Α) ότι μπορεί να διορθώσει μέχρι και 14 βαθμούς μυωπίας με πάρα πολύ καλό αποτέλεσμα

Β) ότι μπορεί να διορθώσει σε σταθερό κερατόκωνο

Γ) ότι έχει τη μικρότερη διάμετρο δέσμης λέιζερ που είναι τώρα 0.67μμ που σημαίνει καλύτερο ποιοτικά αποτέλεσμα

Δ) μπορεί να αφήσει τη σωστή σφαιρικότητα στον κερατοειδή για να μην έχει προβλήματα στη νυχτερινή όραση.

Ε) διαθέτει πρόγραμμα F-CAT που παρέχει τη δυνατότητα στους οφθαλμίατρους να αλλάζουν το σχήμα του κερατοειδή και να βελτιώνει έτσι την πρεσβυωπία.

ΣΤ) διορθώνει τον ανώμαλο αστιγματισμό

Ζ) μετά από έλεγχο με τη βοήθεια των σύγχρονων συνοδευτικών μηχανών μπορεί να ελεγχθεί και να διαφανεί το πρόβλημα εκ των προτέρων και να πληροφορηθεί ο ασθενής εάν είναι έτοιμος για διόρθωση και την τεχνική που αντιστοιχεί στην περίπτωση του.

Η) διαθέτει 'topography guided lasik' το οποίο δίδει τη δυνατότητα στους οφθαλμίατρους να διορθώνουν λάθη που έχουν προκληθεί από άλλες συσκευές laser».

 

(Η έμφαση είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου).

 

 

Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται το σχετικό απόσπασμα από την επίδικη εκπομπή.  Είναι αυτό που επικαλούνται οι Εφεσείοντες στην Έκθεση Απαίτησης τους:

 

«Δημοσιογράφος του εναγόμενου:  Κανένα μηχάνημα στον κόσμο δεν θεραπεύει την πρεσβυωπία. Ακόμη και τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα λέιζερ στα 4 κέντρα λέιζερ στην Κύπρο ξεκαθάρισε ο Πρόεδρος της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κύπρου, ο γιατρός Πανικός Φιλίππου διορθώνουν μόνο διαθλαστικές ανωμαλίες όπως είναι η μυωπία, ο αστιγματισμός και η υπερμετρωπία. Στην Κύπρο άρχισαν να γίνονται επεμβάσεις με λέιζερ εδώ και 12 χρόνια.

 

Πανίκκος Φιλίππου:  ... και τα μηχανήματα που υπάρχουν και λειτουργούν τώρα είναι όλα της τελευταίας γενεάς, δεν υπερβαίνουν την ηλικία των δυο έως τριών ετών και είναι περίπου των ιδίων ικανοτήτων και προδιαγραφών.

 

Δημοσιογράφος:  Ο κύριος Φιλίππου χαρακτήρισε παραπλανητικές και αναληθείς τις πληροφορίες για νέα επαναστατική μέθοδο από νέο μηχάνημα λέιζερ που έχει έρθει στην Κύπρο και δήθεν διορθώνει τα πάντα. Καταγγέλθηκε στην πειθαρχική επιτροπή του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου ο εισαγωγέας μηχανημάτων που διέδωσε αυτές τις πληροφορίες αλλά και ο γιατρός που βρίσκεται από πίσω του. Τα ονόματα τους ωστόσο δεν δημοσιοποιήθηκαν.

 

Χρίστος Κωνσταντίνου:  ...ο γιατρός αυτός ναι καταγγέλθη και θα καταγγελθεί ξανά διότι συνεχίζει με διαφημιστικά φυλλάδια πάνω στα οποία αναγράφεται ότι θεραπεύει την πρεσβυωπία και μάλιστα με κάποιο τρόπο λέει ότι το νέο το μηχάνημα διορθώνει ανωμαλίες που δημιουργούν τα παλαιοτέρα μηχανήματα.

 

Δημοσιογράφος:  Για να υποβληθεί σε τέτοιου είδους επεμβάσεις ο ασθενής πρέπει να είναι συνήθως άνω των 20 ετών και αποδεδειγμένα να μην έχει αυξηθεί η μυωπία του τον τελευταίο χρόνο.

 

Πανίκκος Φίλιππου:  ... διορθώνονται πλήρως και με πολύ καλά αποτελέσματα μυωπίες μέχρι 8 βαθμών. Από 8 μέχρι 12 με καλά αποτελέσματα και από 12 βαθμούς και πάνω λόγω σοβαρών επιπλοκών προτιμούνται άλλες χειρουργικές μέθοδοι ...».

 

 

Δεν έχουμε εντοπίσει ποιο σημείο ήθελε να επισημάνει το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέροντας ότι «η τελευταία ειδικά παράγραφος» έτεινε να δυσφημίσει τον Εφεσείοντα 1.  Θα λέγαμε ως την πλέον σημαντική για την υπόθεση αναφορά του δημοσιογράφου ότι «Ο κύριος Φιλίππου χαρακτήρισε παραπλανητικές και αναληθείς τις πληροφορίες για νέα επαναστατική μέθοδο από νέο μηχάνημα λέιζερ που έχει έρθει στην Κύπρο και δήθεν διορθώνει τα πάντα».

 

Ο Εφεσείων 1 είχε αντεξεταστεί με αναφορά στη δικογραφημένη θέση των Εφεσείοντων ότι το μηχάνημα βελτιώνει την πρεσβυωπία και στη γραπτή του δήλωση ότι την διορθώνει.  Ανέφερε ότι η πρεσβυωπία διορθώνεται με την τεχνική Advance Monovision με τον ακόλουθο τρόποΓίνεται έλεγχος της ικανότητας των δύο ματιών και ο οφθαλμίατρος αποφασίζει πιο μάτι θα το κάνει να βλέπει στις κοντινές αποστάσεις.  Το τι επιτυγχάνεται είναι το άτομο «με το ένα μάτι βλέπει τις μακρινές και μεσαίες αποστάσεις και με το άλλο μάτι βλέπει τις μεσαίες και κοντινές αποστάσεις».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στη μαρτυρία του Εφεσείοντα 1 «εντοπίζεται ουσιώδης επιτήδευση με στόχο την αποκάλυψη μόνο γεγονότων που ήταν συμφέροντα προς την προώθηση της υπόθεσης του με στοιχεία αοριστολογίας, αντιφάσεων, υπερβολών και ενίοτε αναληθείς δηλώσεις» και δεν την αποδέχτηκε.  Οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι έπρεπε να τον είχε κρίνει ως απόλυτα αξιόπιστο μάρτυρα, ωστόσο, κανένα από τα σημεία που υπέδειξαν για να πλήξουν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, δεν αναδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

Ο Μ.Υ.1, οφθαλμίατρος, ήταν ο μοναδικός μάρτυρας για την υπεράσπιση.  Ο Μ.Υ.1 μαρτύρησε αναφορικά με τη μέθοδο Monovision και σε αυτή την έκταση η μαρτυρία του έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Έγινε ακόμα αποδεχτή η θέση του ότι η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους ασθενείς και ότι πρόκειται για έμμεση διόρθωση και δεν εξαλείφει τα παθολογικά αίτια της πρεσβυωπίας.  Ότι ο μάρτυρας δεν είχε ασχοληθεί και δεν γνώριζε τις δυνατότητες του επίδικου μηχανήματος, δεν ήταν λόγος για να απορριφθεί το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του, όπως οι Εφεσείοντες εισηγούνται.  Ο μάρτυρας, παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απαντούσε αμέσως τις ερωτήσεις που του ετίθεντο και θεωρήθηκε ειλικρινής. Δεν διαπιστώνουμε λόγο για να παρέμβουμε στην πρωτόδικη κρίση.  Ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται.  Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνουμε πως ό,τι έγινε αποδεχτό από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 απετέλεσε και κοινό έδαφος.

 

Ο Μ.Ε.2 ήταν γνωστός του Εφεσείοντα 1, ο οποίος παρακολούθησε στην τηλεόραση τόσο τον Εφεσείοντα στην εκπομπή του Αντένα, όσο και την επίδικη εκπομπή του Εφεσίβλητου τηλεοπτικού σταθμού.  Ο μάρτυρας αυτός άφησε την εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ήταν επηρεασμένος από τη σχέση του με τον Εφεσείοντα 1 και δεν ήταν αντικειμενικός.  Επιπλέον, αναφέρεται ότι η μαρτυρία του διαχεόταν από αοριστολογία, ασάφεια και σύγχυση, ενώ παρατηρήθηκε και «έλλειψη αμεσότητας» στις απαντήσεις του, προφανώς εννοώντας ότι δεν απαντούσε αμέσως.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα αναφέρεται ότι ο μάρτυρας αυτός είχε κληθεί για να αναφέρει ότι αντιλήφθηκε ότι το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε τον Εφεσείοντα και ότι ήταν δυσφημιστικό.  Δεδομένου ότι ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο ότι το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε τον Εφεσείοντα, όσο και ότι ήταν δυσφημιστικό, ο λόγος έφεσης είναι αλυσιτελής.  Σε κάθε περίπτωση δεν θα διαπιστώναμε λόγο για να παρέμβουμε στην επιμέρους κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ο λόγος έφεσης 8 επίσης απορρίπτεται.

 

Η Μ.Ε.3 ήταν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εργαζόμενη στο λογιστήριο της κλινικής «Ophthalmos», όπου θα χρησιμοποιείτο το επίδικο μηχάνημα και παρουσίασε οικονομικά στοιχεία για σκοπούς της απαίτησης.  Στην κλινική εργοδοτήθηκε το 2014, οκτώ χρόνια μετά τα επίδικα γεγονότα και παρουσιάστηκε να βασίζεται σε στοιχεία που ετοιμάστηκαν από τον τότε λογιστή εταιρειών του Εφεσείοντα 1, που δεν παρέστη στο πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενος πρόβλημα υγείας.  Τα στοιχεία αφορούσαν διάφορες εταιρείες του Εφεσείοντα 1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε «σωρεία αδυναμιών» στη μαρτυρία της και εμφαντικά αναφέρει ότι όχι μόνο δεν πείσθηκε για τους ισχυρισμούς της, αλλά ούτε ότι η ίδια πίστευε αυτά που κατέθετε.  Σημειώνει ότι η μάρτυρας ήταν παντελώς απρόθυμη να εξηγήσει τους υπολογισμούς που είχε παρουσιάσει και η εντύπωση που δικαιολογημένα απεκόμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι τα συμπεράσματα ήταν παντελώς αυθαίρετα ή ότι η ίδια δεν μπορούσε να τα εξηγήσει.  Tο πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολόγησε κατά τρόπο απόλυτα πειστικό την απόφαση του να απορρίψει τη μαρτυρία της στο σύνολο της.  Ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Εφεσίβλητος απέδειξε την υπεράσπιση της αλήθειας (άρθρο 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148).  Δηλαδή ότι τα όσα δυσφημιστικά αναφέρθηκαν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.  Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση αναφέρει:

 

«Προς απόδειξη της υπεράσπισης αυτής δεν απαιτείται να από

δειχθεί η αλήθεια κάθε λεπτομέρειας των γεγονότων που εμπεριέχει το δημοσιευμένο κείμενο. Από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, όπως αυτά διατυπώνονται πιο πάνω και ορώμενη η μαρτυρία στο σύνολο της καταδεικνύει την αλήθεια του περιεχομένου του δημοσιεύματος επί της ουσίας του. Η πρεσβυωπία δεν θεραπεύεται απλώς με την επεμβατική μέθοδο τόσο του Allegretto όσο και άλλων μηχανημάτων που εφαρμόζουν τη τεχνική monovision φέρουν το ένα μάτι σε κατάσταση να βλέπει κοντά και το άλλο να βλέπει μακριά. Η τεχνική αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως πανάκεια σε όλους τους ασθενείς που έχουν πρεσβυωπία και τούτο αφού θα πρέπει να προηγηθεί κάποια προεργασία κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Allegretto διορθώνει τα πάντα. Ενώ ως καταδείχθηκε από τη μαρτυρία που προσκόμισε η ίδια η πλευρά των Εναγόντων, τόσο ο Ενάγοντας όσο και ο ΜΕ5, καταγγέλθηκαν στην πειθαρχική Επιτροπή του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου».   

 

   

    (Η έμφαση είναι και πάλι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

 

Καθίσταται πρόδηλο ότι η υπεράσπιση της αλήθειας πέτυχε στη βάση ότι το επίδικο δημοσίευμα αποκαθιστούσε την ορθή ιατρική θέση ότι η πρεσβυωπία δεν θεραπεύεται και ότι «κατά συνέπεια» το επίδικο μηχάνημα δεν διόρθωνε τα πάντα.  Η φράση  «κατά συνέπεια» αναδεικνύει ότι η φράση που έπεται «διορθώνει τα πάντα» είναι σχήμα λόγου και πως σε ό,τι ουσιαστικά αναφέρεται είναι στη θεραπεία της πρεσβυωπίας.  Και ο Εφεσείων πράγματι θα είχε παραπλανήσει το κοινό, όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι του αποδιδόταν, εφόσον θα είχε διαφημίσει ότι η πρεσβυωπία θεραπεύεται με το επίδικο μηχάνημα. 

 

Αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα που εγείρεται με το λόγο έφεσης 11.  Υποδεικνύουν οι Εφεσείοντες ότι ο Εφεσείων 1 δεν είχε αναφέρει ότι το μηχάνημα θεραπεύει την πρεσβυωπία και δεν είχε παραπληροφορήσει το κοινό ότι το μηχάνημα θεραπεύει την πρεσβυωπία.  Συμφωνούμε με την υπόδειξη.  Επομένως, τα δυσφημιστικά σχόλια που αναμετάδωσε ο Εφεσίβλητος τηλεοπτικός σταθμός δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 11 κρίνονται βάσιμοι.  Η υπεράσπιση της αλήθειας δεν ευσταθούσε.

 

Προχωρούμε στο κατά πόσο υπήρξε διασύνδεση της Εφεσίβλητης 2 με το δημοσίευμα.  Το ζήτημα ουσιαστικά εξετάζεται με αναφορά στο αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας, γιατί εκεί εδράζεται η διεκδίκηση της Εφεσίβλητης 2.  Στον Gatley on Libel and Slander, 13η έκδ., 2022, παρ.22-005, σελ.766-7, αναφέρεται ότι η αναφορά στον ενάγοντα δεν έχει την ίδια ερμηνεία στην επιζήμια ψευδολογία όπως στη δυσφήμιση.  Δεν είναι απαραίτητο να αναδεικνύεται μέσα από το δυσφημιστικό δημοσίευμα που αφορά σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα η ονομασία της νομικής οντότητας που διαχειρίζεται την δραστηριότητα.  Η δημοσίευση ψευδώς ότι τα τρόφιμα που εμπορεύεται συγκεκριμένο κατάστημα είναι ακατάλληλα για βρώση, τεκμηριώνει αγώγιμο δικαίωμα στη διαχειρίστρια του καταστήματος εταιρεία, έστω και αν αυτή δεν αναφερθεί στο δυσφημιστικό δημοσίευμα, δεν παρουσιάζεται στην ονομασία του καταστήματος, στις διαφημίσεις που μπορεί να γίνονται και το όνομα της δεν είναι γνωστό στο κοινό.  Το ίδιο όταν η δυσφήμιση αφορά συγκεκριμένη εμπορική επωνυμία τροφίμων που παρασκευάζει η εταιρεία.

 

Η Εφεσείουσα 2 εταιρεία που επένδυσε εισάγοντας και  παρουσιάζοντας το Allegretto στο κοινό στην Κύπρο, συσχετιζόταν με το επίδικο δημοσίευμα, γιατί αυτή ήταν που θα υπόκειτο σε ζημιά συνεπεία της δυσφήμισης, παρά το ότι το όνομα της δεν αναφέρθηκε στο δυσφημιστικό δημοσίευμα και ενδεχομένως πολύ λίγοι γνώριζαν ότι ήταν ο εισαγωγέας του.  Ο λόγος έφεσης 4 επιτυγχάνει.

 

Το ζήτημα της κακοπιστίας είναι καθοριστικό στο κατά πόσο τεκμηριώνεται το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας.  Το άρθρο 25(1) του Κεφ.148, προνοεί ότι: «Επιζήμια ψευδoλoγία συvίσταται στηv κακόβoυλη δημoσίευση ψευδoύς δήλωσης, …».  Μόνο εφόσον επρόκειτο για κακόβουλη δημοσίευση θα απαιτηθεί να εξετάσουμε τις λοιπές προϋποθέσεις επίκλησης του άρθρου από την Εφεσείουσα 2.

 

Η επίδικη δημοσίευση αφορούσε την επιχείρηση της Εφεσείουσας 2 και το μηχάνημα που αυτή προμηθεύτηκε για να διεξάγει τις εργασίες της.  Οι δηλώσεις των τριών οφθαλμίατρων είχαν γίνει με σκοπό να επηρεάσουν αρνητικά την πελατεία της Εφεσείουσας 2 και κατά προέκταση το οικονομικό όφελος που θα αποκόμιζε από τις υπηρεσίες που θα προσέφερε με τη χρήση του Allegretto.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο Εφεσίβλητος τηλεοπτικός σταθμός δεν ενήργησε κακόβουλα.  Με το λόγο έφεσης 3, καλείται ουσιαστικά το Εφετείο να προβεί σε εύρημα περί του αντιθέτου.  Εκείνο στο οποίο εμείς θα μπορούσαμε να καταλήξουμε είναι ότι οι τρείς οφθαλμίατροι ενήργησαν κακόβουλα, δεν μπορούμε όμως να καταλήξουμε ότι και ο Εφεσίβλητος ενήργησε κακόβουλα.  Αυτό που προκύπτει είναι ότι ενήργησε αμελώς, χωρίς να προβεί στην όποια έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο τα όσα αναμετέδωσε στο δελτίο των ειδήσεων του ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. 

 

Στον Gatley on Libel and Slander, παρ.9-029, σελ.318, υπό τον τίτλο «Εκ προστήσεως ευθύνη», στο ερώτημα κατά πόσο η κακοβουλία του συνεισφορέα ενός άρθρου, που δεν είναι εργοδοτούμενος στο περιοδικό ή την εφημερίδα που το δημοσιεύει, μπορεί να αποδοθεί και να χαρακτηρίσει τη δημοσίευση, αναφέρεται ότι αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο ο συνεισφορέας μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπρόσωπος του περιοδικού ή της εφημερίδας ή ανεξάρτητος υπεργολάβος.[1] 

 

Στην παρ.9-032, σελ.322, εξηγείται ότι εφόσον αυτός ο οποίος αναμεταδίδει τη δυσφήμιση έχει και ο ίδιος ευθύνη, η αρχή της εκ προστήσεως ευθύνης έχει πρακτική σημασία εφόσον εγείρεται ζήτημα κακοβουλίας εκ μέρους του αρχικού δυσφημούντα.  Στην παρ.9-033, σελ.323,  γίνεται αναφορά στην Falcke v. Herald [1904] A.C. 423 (P.C.) και εξηγείται γιατί αποδίδεται κακοβουλία στις περιπτώσεις εργοδοτούμενου ή αντιπρόσωπου:

«[Τ]he defendants’ art critic wrote a malicious article about the plaintiff’s work.  In holding that the critic’s malice in writing the piece was imputable to the defendants in publishing it, Mc Arthur J said:

 

“Instead of writing the comment himself he employs a servant or agent to write it for him.  Qui facit per alium fact per se.  It seems to me that he must be responsible for both the acts and the state of mind of his servant or agent.  It is true that until the words are published, the plaintiff has no cause of action, but once they are published, and once the question arises as to whether or not they are fair comment, the circumstances under which they were  written become important, and if it be shown that they were written dishonestly or maliciously by the servant or agent employed by the defendant to write then it seems to me that that dishonesty or malice is imputable to the defendant so as to destroy the fair comment.”»

 

 

 

Εν προκειμένω, οι οφθαλμίατροι που προέβησαν στις αρχικές δηλώσεις δεν ήταν ούτε υπάλληλοι, ούτε αντιπρόσωποι του Εφεσίβλητου, που παρουσίασε τη δημοσιογραφική διάσκεψη ως είδηση.

 

Η «κακόβουλη δημοσίευση» δεν τεκμηριώνεται με την δημοσίευση ψευδούς δήλωσης που γίνεται (η δήλωση) κακόβουλα.  Η κακοβουλία δηλαδή του δηλούντα, δεν μεταφέρεται, παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να χαρακτηρίσει την πράξη της δημοσίευσης.  Στις περιστάσεις της υπόθεσης αδυνατούμε να καταλήξουμε σε εύρημα ότι ο Εφεσίβλητος ενήργησε κακόβουλα προβαίνοντας στην επίδικη δημοσίευση.  Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.  Με την απόρριψη του λόγου έφεσης 3, συμπαρασύρονται και απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 5 και 6

 

Παραμένει το ζήτημα των αποζημιώσεων του Εφεσείοντα 1.

 

Κατά τη συζήτηση της έφεσης, τέθηκε υπόψη  μας ότι οι Εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει ξεχωριστή αγωγή εναντίον των τριών οφθαλμίατρων οι δηλώσεις των οποίων είναι αυτές που αναδημοσιεύτηκαν στο δελτίο ειδήσεων του Εφεσίβλητου τηλεοπτικού σταθμού.  Είχε και εκείνη η αγωγή πρωτοδίκως απορριφθεί.  Η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης εκδικάστηκε το 2019 (Α.Ι. κ.ά. ν. Π.Φ. κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.283/2012, ημερ.27.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:D402) και είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης και την επιδίκαση αποζημιώσεων υπέρ και των δύο Εφεσείοντων στην παρούσα.  Η απόφαση τέθηκε ενώπιον μας.   

 

Γενικά, σε σχέση με τις αποζημιώσεις στις υποθέσεις δυσφήμισης, αναφέρθηκε στην Α.Ι. ότι:

 

«Στο δίκαιο της δυσφήμισης ο προσδιορισμός του ύψους των αποζημιώσεων είναι θέμα πολύπλοκο και γίνεται με βάση τη συνεκτίμηση διαφόρων παραμέτρων.  Παρά την ιδιομορφία που καλύπτει τις περιπτώσεις υποθέσεων λιβέλου, εφαρμόζονται οι γενικές αρχές για τον καθορισμό αποζημιώσεων που υιοθετούνται σε όλες τις υποθέσεις αστικών αδικημάτων.  Ως θέμα αρχής η αποζημίωση πρέπει να είναι δίκαιη και εύλογη.  Δίκαιη υπό την έννοια να αποκαθιστά, ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέτρο αποκατάστασης το χρήμα.  Να βρίσκει δε, ως εύλογη, αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο (Λουκαϊδης κ.α. ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22).  Οι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων συναρτώνται, μεταξύ άλλων, από τη θέση του ενάγοντα στην κοινωνία, την έκταση και μορφή του δημοσιεύματος και τη γενικότερη συμπεριφορά του εναγομένου πριν και μετά τη δυσφήμιση, τον τρόπο διεξαγωγής της Υπεράσπισης, την τυχόν απολογία, το στάδιο που αυτή δίδεται και την επανάληψη της δυσφήμισης.  Ο ενάγοντας δικαιούται σε αποζημιώσεις στις περιπτώσεις γραπτής δυσφήμισης, ασχέτως αν έχει αποδείξει ή όχι πραγματική ζημιά.  Η νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων ακολουθεί τα τελευταία χρόνια μια σταθερά αυξητική τάση στην απόδοση αποζημιώσεων - όπως συμβαίνει και με τις αγωγές για σωματικές βλάβες - ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το αντικείμενο της δικαστικής προστασίας είναι η προσωπικότητα και η αξία του ανθρώπου (Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Δίας Λτδ κ.α. ν. Σταύρου Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893, Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτης (2002) 1 Α.Α.Δ. 1864.  Στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285εντοπίζεται ότι το μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου».

 

    Για το ίδιο ζήτημα, πιο πρόσφατα στην Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, Πολ. Έφ. Αρ.256/2015, ημερ.5.7.2024, αναφέρθηκε ότι:

 

«Σε σχέση με την αποζημίωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Χατζηπαναγιώτου ν. Δρουσιώτης (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1321, 1330, όπου κατ’ επίκληση του αγγλικού συγγράμματος Gatley on Libel and Slander, 10η έκδ., σελ. 228-258, αναφέρθηκε ότι ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του ενάγοντα από τα αποτελέσματα της δυσφημιστικής δήλωσης και ότι οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, εξυπηρετούν τρεις βασικούς στόχους: (α) τη θεραπεία του ενάγοντα από τη βλάβη που υπέστη εξαιτίας της δημοσίευσης της δήλωσης, (β) την αποκατάσταση της ζημιάς στην πληγείσα φήμη του ενάγοντα και (γ) τη δικαίωσή του.  Το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων, τη συμπεριφορά του ενάγοντα, τη θέση και την υπόληψή του, τη φύση της δυσφήμισης, τον τρόπο και το βαθμό της δημοσίευσης, την απουσία ή την άρνηση του εναγομένου να απολογηθεί και να αποκαταστήσει τη φήμη του ενάγοντα και τη συμπεριφορά του εναγόμενου από το χρόνο της δημοσίευσης της δυσφήμισης μέχρι την απόφαση».

 

 

 

Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, διαπιστώθηκε στην Α.Ι. ότι αυτός δικαιούταν σε αποζημιώσεις, λόγω των έντονων χαρακτηρισμών που δημοσιεύθηκαν εναντίον του και λόγω της έκτασης που είχε λάβει η δυσφημιστική δημοσίευση, με όσα αναπαράχθηκαν στα βραδινά δελτία ειδήσεων όλων των καναλιών και τις καθημερινές εφημερίδες.  Χρησιμοποιήθηκαν, αναφέρθηκε, πηχυαίοι τίτλοι και λέξεις ιδιαίτερα απαξιωτικού λόγου για το πρόσωπο του.  Ότι οι τρείς οφθαλμίατροι, σημείωσε το Εφετείο, είχαν προβεί στις δυσφημιστικές δηλώσεις έναντι του υπό το μανδύα της ηγεσίας της Ο.Ε.Κ., αύξησε τη ζημιά που αυτός υπέστη στα μάτια των ασθενών και του κοινού ευρύτερα, εφόσον ειδικοί ιατροί, οφθαλμίατροι και ειδήμονες πρόβαλαν απαξιωτικά το προϊόν του και τις ικανότητες του.  Δυσφημίστηκε ως ψεύτης και ότι, ενώ δεν ήταν ιατρός, παρείχε γνώμη ή συμβουλή για ιατρικά θέματα, ότι εσκεμμένα παραπληροφόρησε το κοινό, ότι ενήργησε για την αυτοπροβολή και το κέρδος του, αδιαφορώντας για το πρόβλημα που θα δημιουργούσε στο κοινό σε σχέση με ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όπως τα προβλήματα της όρασης, δημιουργώντας ψεύτικες ελπίδες σε ασθενείς και ιδιαίτερη αναστάτωση και ότι ήταν εντελώς άσχετος.  Λήφθηκε υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο ότι η δυσφήμιση συνεχίστηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης με απαξιωτικές προς τον ίδιο υποβολές.  Είναι με αυτά τα δεδομένα που επιδικάστηκε προς όφελος του το ποσό €40.000 ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση.

 

Στο σύγγραμμα του Π.Γ. Πολυβίου, «Το Σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης», Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου, Λευκωσία 2013, σελ.354, αναφέρεται ότι όταν το δυσφημιστικό δημοσίευμα εμφανίζεται σε εφημερίδα και ο ενάγων έτυχε ήδη αποζημίωσης ή έλαβε ή συμφώνησε να λάβει κάποια αποκατάσταση σε σχέση με παρόμοιο δυσφημιστικό δημοσίευμα, τότε το στοιχείο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ύψους των αποζημιώσεων σε σχέση με τη μεταγενέστερη δημοσίευση.

 

Εφόσον η επίδικη δημοσίευση έλαβε χώρα το βράδυ της ημέρας που είχε πραγματοποιηθεί η δημοσιογραφική διάσκεψη των τριών οφθαλμίατρων, ο Εφεσίβλητος θα μπορούσε να συνενωνόταν ως εναγόμενος στην ίδια αγωγή με τους οφθαλμίατρους.  Ενδεχομένως και άλλα μέσα ενημέρωσης, που αναμετάδωσαν τις ημέρες εκείνες τις δηλώσεις των οφθαλμίατρων.

 

Η δυσφήμιση στην Α.Ι. εδραζόταν στην δημοσίευση μέσω της δημοσιογραφικής διάσκεψης, ενώ στην παρούσα στην δημοσίευση με την αναμετάδοση και αναφορά στις δηλώσεις στο δελτίο ειδήσεων του Εφεσίβλητου τηλεοπτικού σταθμού.  Ωστόσο, σαφώς προκύπτει από την απόφαση στην Α.Ι. ότι η αποζημίωση του Εφεσείοντα 1 είχε επαυξηθεί  «και λόγω της έκτασης που είχε λάβει η δυσφημιστική δημοσίευση, με όσα αναπαράχθηκαν στα βραδινά δελτία ειδήσεων όλων των καναλιών και τις καθημερινές εφημερίδες».  Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για σκοπούς καθορισμού του ύψους της αποζημίωσης.

 

Στη βάση λοιπόν των περιστάσεων της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς των αποζημιώσεων για δυσφήμιση, καθορίζουμε ως δίκαια και εύλογη αποζημίωση για τον Εφεσείοντα 1 το ποσό των €5.000.

Η έφεση του Εφεσείοντα 1 επιτυγχάνει.

 

Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1 η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσείοντα 1 και εναντίον του Εφεσίβλητου για το ποσό των €5.000 με νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής, πλέον έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει. 

 

Περαιτέρω, επιδικάζονται υπέρ του €2.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

Η έφεση της Εφεσείουσας 2 απορρίπτεται.  Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας 2 €2.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

                                                          Κ. Σταματίου, Π.

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.   



[1]   «But is the malice of a (non-employed) contributor of an article to a newspaper or magazine to be attributed to the publisher?  The issue appears to turn on whether the contributor is regarded as an agent of the publisher or an independent contractor».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο