ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 261/2015)

 

 

26 Ιουλίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 8/12/2021

 

 

ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ

ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ A. IOANNOU & G. PANAYI DEVELOPMENTS LTD,

 

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

 

ν.

 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΛΩΜΑΡΙΤΗ,

 

 

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

 

________________________________________________

 

Κ. Ανδρέου για Κύπρος Ανδρέου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

 

Καμία εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο.

 

________________________________________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η ορθότητα της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) που εκδόθηκε στην Αγωγή υπ’ αρ. 505/2011, με την οποία απερρίφθη η απαίτηση των Εφεσειόντων με την οποία αξίωναν το ποσό των €60.000 δυνάμει συναλλαγματικής, ημερ. 30/6/2010 και με ημερομηνία πληρωμής την 30/8/2010.

 

Με βάση τους δικογραφημένους ισχυρισμούς η θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι στις 30/6/2010 ο Εφεσίβλητος, έναντι νόμιμου ανταλλάγματος, είχε υπογράψει συναλλαγματική για το ποσό των €60.000, πληρωτέα εις διαταγή των Εφεσειόντων στις 30/8/2010. Παρά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας ο Εφεσίβλητος δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό στους Εφεσείοντες, ούτε ανταποκρίθηκε στις συνεχείς τους οχλήσεις.

 

Ο Εφεσίβλητος με την Υπεράσπιση του επικαλέστηκε ότι:

 

(α) Η συναλλαγματική υπεγράφη από τον Εφεσίβλητο συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή με πρόκληση φόβου και απειλής υπό των Εφεσειόντων και χωρίς αυτός να λάβει οιοδήποτε αντάλλαγμα,

(β)  η μόνη συμβατική σχέση που συνέδεε τους διάδικους ήταν το πωλητήριο έγγραφο ημερ. 13/6/2005, με το οποίο ο Εφεσίβλητος αγόρασε από τους Εφεσείοντες ένα διαμέρισμα το οποίο, ενώ εξόφλησε, ουδέποτε του παραδόθηκε από τους Εφεσείοντες και

(γ)   ότι ουδέν ποσό οφείλει προς τους Εφεσείοντες.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν, από πλευράς των Εφεσειόντων (Ενάγουσας), μεταξύ άλλων μαρτύρων ο Μ.Ε.1 ο οποίος ήταν ένας εκ των Διευθυντών της Εταιρείας των Εφεσειόντων, ενώ από πλευράς Υπεράσπισης ο Εφεσίβλητος (Εναγόμενος). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, διατύπωσε τα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Η ενάγουσα είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Στις 13/6/05 δυνάμει αγοραπωλητήριου εγγράφου πώλησε στον εναγόμενο το διαμέρισμα 301 στην πολυκατοικία που ανηγείρετο εντός του τεμαχίου 952 Φ./Σχ. [ ] στον Δήμο Αραδίππου. Έναντι τιμήματος των Λ.Κ. 95000. Ο Εναγόμενος στις 13/6/05 κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ. 45000 και εκδόθηκαν οι αποδείξεις τεκ. 25 και 26. Για εξασφάλιση των υποχρεώσεων του για το δάνειο που συνήψε στην ΣΠΕ Λακατάμιας για το ποσό των Λ.Κ. 60000 η Alpha Bank έκδωσε εγγυητική επιστολή για Λ.Κ. 60000 με δικαιούχο την ΣΠΕ Λακατάμιας. Το ποσό των Λ.Κ. 60000 χρεώθηκε σε λογαριασμό που διατηρούσε ο εναγόμενος. Περαιτέρω η Τράπεζα Κύπρου εξέδωσε εγγυητική επιστολή για το ποσό των Λ.Κ. 40000 με δικαιούχο την Emporiki Bank Cyprus Ltd. To εν λόγω ποσό χρεώθηκε σε λογαριασμό του εναγόμενου που διατηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα. Στις 5/8/09 μετά από αίτηση του εναγόμενου εκδόθηκε προς όφελος των εναγόντων η επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας τεκ. 46 για το ποσό των €25900. Στις 19/3/08 η ενάγουσα πώλησε το επίδικο διαμέρισμα στους Χρίστο Φουρλή και Μαριάννα Λάρκου έναντι του τιμήματος του Λ.Κ. 115000. Ο εναγόμενος στις 30/6/10 εξέδωσε προς όφελος της ενάγουσας μια συναλλαγματική για το ποσό των €60.000.»

 

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει κατά πόσο, από τη μια, η πλευρά των Εφεσειόντων είχαν «αποδείξει την απαίτηση τους στο βαθμό που το βάρος απόδειξης» ευρίσκετο «στους ώμους τους» και, από την άλλη, αν ο Εφεσίβλητος «ενόψει της απαίτησης» που είχε προωθηθεί «που είναι δυνάμει συναλλαγματικής» είχε «καταρρίψει το μαχητό τεκμήριο ύπαρξης αντιπαροχής που δημιουργείται εκ του Νόμου». Στο πλαίσιο αυτό καθοδηγήθηκε από τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του περί Συναλλαγματικής Νόμου, Κεφ. 262, καθώς και τη σχετική νομολογία με βάση την οποία, όπως το έθεσε, «είναι ξεκάθαρο ότι δημιουργείται προς όφελος του κατόχου της συναλλαγματικής το μαχητό τεκμήριο ότι έδωσε αντιπαροχή κατά την έκδοση της» και ότι «θα πρέπει, σε περίπτωση αμφισβήτησης του μαχητού τεκμηρίου, να το καταρρίψει αυτός που ισχυρίζεται την έλλειψη αντιπαροχής». Παρέπεμψε συναφώς, μεταξύ άλλων αποφάσεων και στην υπόθεση Ρωμανός v. Χρυσάνθου (1991 ) 1 Α.Α.Δ. 991, παραθέτοντας το πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Έγινε δεκτή και από τους δυο διαδίκους η νομική αρχή πως ο κάτοχος συναλλαγματικής θεωρείται, εκ πρώτης όψεως, ότι έδωσε και αξιόλογη αντιπαροχή γι' αυτή. Αυτό εξάλλου προνοείται ρητά στο άρθρο 30(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262. Δημιουργείται επομένως εκ του νόμου μαχητό τεκμήριο υπέρ του κατόχου της συναλλαγματικής, πως έδωσε δηλαδή αντιπαροχή για την έκδοση της, η κατάρριψη του οποίου βαραίνει αυτόν που επικαλείται την έλλειψη αντιπαροχής.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι η έκδοση, εν προκειμένω, συναλλαγματικής από μέρους του Εφεσίβλητου καθώς και η κατοχή της από τους Εφεσείοντες δεν είχε αμφισβητηθεί, προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει το ζήτημα της αντιπαροχής το οποίο είχε αμφισβητηθεί. Στο πλαίσιο αυτό δεν αποδέχθηκε τη θέση και τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου, ότι η συναλλαγματική υπεγράφη συνεπεία εξαναγκασμού και/ή άσκησης βίας και/ή απάτης στη βάση του ότι τέτοιοι ισχυρισμοί δεν είχαν προωθηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία, εφόσον δεν είχαν τεθεί στο Μ.Ε.1 κατά το στάδιο της αντεξέτασης του από τη συνήγορο Υπεράσπισης, έτσι ώστε ο εν λόγω μάρτυρας να τοποθετηθεί πάνω σε αυτούς. Απέρριψε, όμως, την Αγωγή κρίνοντας ότι ο Εφεσίβλητος με την υπογραφή της Συμφωνίας Πώλησης είχε πληρώσει στους Εφεσείοντες το ποσό των €25.900, καθώς και τα ποσά των Λ.Κ.15.000 και Λ.Κ.30.000 στις 13/6/2008, κρίνοντας ότι με την πληρωμή των εν λόγω ποσών είχε αποσείσει το βάρος που είχε για την κατάρριψη του μαχητού τεκμηρίου της ύπαρξης αντιπαροχής.

 

Όπως έχουμε αναφέρει η ορθότητα της πιο πάνω Απόφασης αμφισβητείται με έξι συνολικά Λόγους Έφεσης.

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της υπό κρίση Έφεσης ο συνήγορος των Εφεσειόντων δήλωσε ότι δεν θα προωθήσει, όπως και έπραξε, τους 4ο, 5ο και 6ο Λόγους Έφεσης.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό που ο Εφεσίβλητος όφειλε δυνάμει της συναλλαγματικής που υπέγραψε προς όφελος της Εταιρείας A. IOANNOU & G. PANAYI DEVELOPMENTS LTD (οι Εφεσείοντες) είχε εξοφληθεί. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και/ή παραγνώρισε σημαντικά γεγονότα και μαρτυρία που ενίσχυαν τη θέση της Εταιρείας, ενώ παράλληλα δέχθηκε την εκδοχή του Εφεσίβλητου παραγνωρίζοντας σημαντικά κενά στη μαρτυρία του. Μέσω του 3ου Λόγου οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη Απόφαση είναι λανθασμένη καθότι στηρίχθηκε σε γεγονότα και ευρήματα που δεν ήταν συναφή με την έκδοση της συναλλαγματικής, εφόσον ήταν προγενέστερα της έκδοσής της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει ότι ο Εφεσίβλητος είχε αποσείσει το βάρος που επωμίζετο για την κατάρριψη του μαχητού τεκμηρίου της ύπαρξης αντιπαροχής, σε σχέση με τη συναλλαγματική που είχε υπογράψει προς όφελος των Εφεσειόντων, προέβη σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.

 

Για τους λόγους που σε έκταση παρέθεσε δεν αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και, συνακόλουθα, απέρριψε την εκδοχή του ως προς το λόγο που η επίδικη συναλλαγματική εξεδόθη και η οποία αναφερόταν σε αναλυτική κατάσταση που ο Μ.Ε.1 παρουσίασε για τη ζημιά που, κατ’ ισχυρισμό, οι Εφεσείοντες υπέστησαν λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε, η εκδοχή αυτή δεν συνήδε ούτε με τα τεκμήρια που είχαν κατατεθεί από πλευράς των Εφεσειόντων, αλλά και ούτε με τα όσα λέχθηκαν από το Μ.Ε.1, τόσο κατά την κυρίως εξέταση του, όσο και κατά την αντεξέταση του.

Σε ό,τι δε αφορά τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, παρά το γεγονός ότι ούτε αυτός δημιούργησε στο πρωτόδικο Δικαστήριο θετική εντύπωση, το Δικαστήριο εντόπισε ζητήματα για τα οποία είχαν προσαχθεί αποδειχτικά στοιχεία και τα οποία δεν είχαν αμφισβητηθεί, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του μόνο αναφορικά με αυτά να γίνει αποδεχτή. Όπως συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο το έθεσε:

 

«Έχουν τεθεί όμως από τον εναγόμενο αποδείξεις που δεν αμφισβητήθηκαν για πληρωμές που έκανε ο εναγόμενος προς την ενάγουσα, παρά την αντίθετη θέση της τελευταίας και που αποδεικνύουν στον βαθμό που απαιτείται το απαράδεκτο της απαίτησης της ενάγουσας ως επίσης και στοιχεία για ποιού ο λογαριασμός χρεώθηκε για την έκδοση των εγγυητικών. Επί των σημείων αυτών έχω αναφερθεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Πρόκειται για την πληρωμή των ΛΚ 45,000 τεκ. 25 και 26 και του ποσού των €25,900 τεκ. 46 αλλά και τις χρεώσεις για την έκδοση των εγγυητικών όπου προέκυψε ότι χρεώθηκε ο λογαριασμός του εναγόμενου για την έκδοση τους. Ως προς τα πιο πάνω οι θέσεις του εναγόμενου γίνονται δεκτές.»

 

Είναι στη βάση των πιο πάνω πληρωμών που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος είχε αποσείσει το βάρος που επωμίζετο για την κατάρριψη του μαχητού τεκμηρίου της ύπαρξης αντιπαροχής. Όπως ειδικότερα τέθηκε το ζήτημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Παρά τα κενά στην μαρτυρία του εναγόμενου και την δημιουργία ασαφειών ως προς την όλη συναλλαγή έχει θέσει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου η οποία και δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς ενάγουσας για 3 τουλάχιστον πληρωμές στην ενάγουσα και συγκεκριμένα για την πληρωμή των Λ.Κ. 15.000 και Λ.Κ. 30.000 την 13/6/2008 δηλαδή με την υπογραφή συμφωνίας και μιας καταβολής για το ποσό των €25,900.»

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι ο 2ος Λόγος Έφεσης περιστρέφεται γύρω από την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Γι’ αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Brothers Tobacco Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378) και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288).

Έχουμε εξετάσει τα όσα η πλευρά των Εφεσειόντων έχει προβάλει και τα σημεία στα οποία ο συνήγορος τους μας παρέπεμψε και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δεν διαπιστώνουμε λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με ζητήματα που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη.

 

Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιμελώς την προσαχθείσα, τόσο από πλευράς Εφεσειόντων, όσο και από πλευράς Εφεσιβλήτου, μαρτυρία και για καλούς και πειστικούς λόγους, που σε έκταση καταγράφει στην Απόφασή του, δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά των Εφεσειόντων, καθώς και μέρος της μαρτυρίας του Εφεσιβλήτου. Όπως προέκυψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε εκατέρωθεν, αλλά την αντιπαρέβαλε και την διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως η νομολογία επιτάσσει.

 

Υπό το φως των όσων περιβάλλουν την ενώπιόν μας περίπτωση και έχοντας εξετάσει τα όσα η πλευρά των Εφεσειόντων, ειδικότερα στο πλαίσιο του              2ου Λόγου Έφεσης, καταλογίζει ως σφάλματα και/ή ως παραγνώριση σημαντικών γεγονότων στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εντοπίζουμε να υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Συνεπώς ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης, ως έχει ήδη αναφερθεί, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο συμπέρασμα ότι το ποσό που ο Εφεσίβλητος όφειλε δυνάμει της συναλλαγματικής που υπέγραψε προς όφελος της Εταιρείας A. IOANNOU & G. PANAYI DEVELOPMENTS LTD είχε εξοφληθεί, ενώ μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες θεωρούν λάθος το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε γεγονότα και ευρήματα τα οποία ήταν προγενέστερα της έκδοσης της συναλλαγματικής.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η εκδοχή του Εφεσίβλητου ότι είχε υπογράψει την επίδικη συναλλαγματική συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή μετά από άσκηση βίας ή απειλής, ενώ δεν όφειλε στους Εφεσείοντες οτιδήποτε, δεν έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απερρίφθη για τους λόγους που εξήγησε. Τούτου δοθέντος δεν απεδείχθη ότι η έκδοση της συναλλαγματικής μιαίνετο από οποιοδήποτε εξαναγκασμό ή βία και φόβο, με αποτέλεσμα ο Εφεσίβλητος να μην αποσείσει το βάρος που είχε για την κατάρριψη του μαχητού τεκμηρίου της ύπαρξης αντιπαροχής.

 

Ούτε υπήρξε ποτέ η εκδοχή του ότι δεν όφειλε οτιδήποτε στους Εφεσείοντες γιατί η επίδικη συναλλαγματική είχε εξοφληθεί στη βάση συγκεκριμένων πληρωμών που έγιναν μεταγενέστερα της έκδοσής της.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την πληρωμή από τον Εφεσίβλητο προς τους Εφεσείοντες συγκεκριμένων ποσών,  τα οποία μάλιστα καταβλήθηκαν πριν από την έκδοση της επίδικης συναλλαγματικής, ο Εφεσίβλητος είχε αποσείσει το βάρος που επωμίζετο για την κατάρριψη του μαχητού τεκμηρίου της ύπαρξης αντιπαροχής, είναι παντελώς λανθασμένη. Ούτως ή άλλως αν ετίθετο ζήτημα εξόφλησης, που επαναλαμβάνουμε δεν τέθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αναζητήσει πληρωμές μεταγενέστερες της έκδοσης της συναλλαγματικής για να καταλήξει αν αυτή είχε, εν τω μεταξύ, εξοφληθεί από τον Εφεσίβλητο.

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω ο 1ος και 3ος Λόγος Έφεσης είναι βάσιμοι και επιτυγχάνουν.

 

Ως εκ των ανωτέρω η Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη Απόφαση, καθώς και η πρωτόδικη διαταγή εξόδων, παραμερίζονται.

 

Δεδομένης, επομένως, της μη ανατροπής του μαχητού τεκμηρίου υπέρ των κατόχων της επίδικης συναλλαγματικής, ήτοι των Εφεσειόντων, εκδίδεται Απόφαση υπέρ τους και εναντίον του Εφεσίβλητου για το ποσό της επίδικης συναλλαγματικής ήτοι €60.000 πλέον νόμιμο τόκο από 30/8/2010.

 

Ο Εφεσίβλητος θα επιβαρυνθεί τόσο με τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, όσο και με τα έξοδα έφεσης ύψους €4.100, συν Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                      Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο