ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 295/2015)

 

 

 17 Ιουλίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

 

Δ. ΚΟΥΒΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ (ΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ),

 

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

 

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

 

 

Εφεσίβλητου.

 

 

 

 

 

Δ. Χρυσάνθου για Ρίκκος Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Κωνσταντίνου (κα) και Κ. Πετρίδου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

_____________________________________________________________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

_____________________________________________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η ορθότητα της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) που εκδόθηκε στην Αγωγή υπ’ αρ. 4392/2010, με την οποία απερρίφθη η απαίτηση της Εφεσείουσας  Εταιρείας μέσω της οποίας διεκδικούσε από την Κυπριακή Δημοκρατία το χρηματικό ποσό των €1.267,700, πλέον τόκους προς 6% από τις αρχές 1988.

 

H βασική θέση της Εφεσείουσας ήταν ότι δεν μπορούσε να διεκδικήσει το πιο πάνω ποσό που αποτελούσε χρέος των κρατικών επιχειρήσεων του Ιράκ, λόγω ενεργειών και δηλώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας που είχαν ως αποτέλεσμα να ματαιωθεί, νομικώς, η δυνατότητα της Εφεσείουσας για διεκδίκηση του εν λόγω χρέους.

 

Η θέση του Εφεσίβλητου ήταν ότι η συμβατική σχέση με την Εφεσείουσα είχε εκπληρωθεί και ότι αυτή ουδέποτε εμποδίστηκε από του να διεκδικήσει οποιοδήποτε εναπομείναν ποσό κατά το χρόνο που αυτό ήταν επιτρεπτό, ήτοι τα χρονικά πλαίσια που τέθηκαν μετά το πέρας της περιόδου αποκλεισμού του Ιράκ. Ειδικότερα, η Εφεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Ιράκ προς όλους τους χρεώστες του να υποβάλουν μέχρι τις 15/4/2005 όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τις οφειλές του, σε αντίθεση με άλλες εταιρείες που το έπραξαν.

 

Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους Έφεσης, κρίνεται σκόπιμη η καταγραφή των γεγονότων που, με βάση την προσαχθείσα και από τις δύο πλευρές μαρτυρία, ήταν παραδεκτά, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

1.   Κατά την περίοδο πριν το 1990, διάφορες εταιρείες συμβάλλονταν με το Ιράκ, είτε για την παραλαβή ιρακινού πετρελαίου, είτε παραδίδοντας εμπορεύματα ή προσφέροντας διάφορες υπηρεσίες στο Ιράκ.

2.   Μεταξύ των εν λόγω εταιρειών ήταν και η Εφεσείουσα, η οποία παρέδιδε εμπορεύματα στο Ιράκ.

3.   Λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων στον Περσικό Κόλπο, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) επέβαλε κυρώσεις στις εμπορικές δοσοληψίες με το Ιράκ. Το εν λόγω εμπάργκο διήρκησε από το 1990 μέχρι και το έτος 2003 και η Κύπρος ήταν σε πλήρη συμμόρφωση με αυτό.

4.   Με την επιβολή του εμπάργκο παρέμειναν εκκρεμότητες μεταξύ Κύπρου και Ιράκ, οι οποίες συνίσταντο στα ακόλουθα:

(α) Χρέη του Ιράκ προς τις εταιρείες, οι οποίες συμβάλλονταν μαζί του,

(β) χρέη Κυπριακών εταιρειών πετρελαιοειδών οι οποίες εισήγαγαν ιρακινό πετρέλαιο.

5.   Μεταξύ των εταιρειών στις οποίες οφείλονταν ποσά ήταν και η Εφεσείουσα.

6.   Το 1991, η Κυπριακή Κυβέρνηση, μέσω της Υπηρεσίας Ασφάλισης Εξαγωγών (ΥΑΕ) του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, κατέβαλε για τις πιο πάνω εκκρεμότητες αποζημιώσεις ύψους ΛΚ 7.200,000 στους Κύπριους εξαγωγείς, μεταξύ των οποίων και στην Εφεσείουσα.

7.   Κατά τις 20/4/2005, το Ιράκ όφειλε στην Κύπρο ποσό ύψους $20.000,000 περίπου (ήτοι σύνολο μαζί με τους τόκους ποσό $40.000,000) σε Κύπριους εξαγωγείς, εταιρείες κατασκευαστικών έργων και την Κυπριακή Κυβέρνηση για εξαγωγές και προσφορά υπηρεσιών που έγιναν πριν το 1990.

8.   Τρεις Κυπριακές εταιρείες πετρελαιοειδών οι οποίες εισήγαγαν ιρακινό πετρέλαιο πριν την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1999, δυνάμει ενέγγυων πιστώσεων, όφειλαν στο Ιράκ ποσό ύψους $7.000,000 (περίπου $14.000,000 σύνολο μαζί με τους τόκους).

9.   Τόσο το Υπουργείο Οικονομικών, όσο και το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, κατέβαλαν προσπάθειες προς τις Κυπριακές εμπορικές τράπεζες και τις Κυπριακές εταιρείες πετρελαιοειδών να καταθέσουν το οφειλόμενο ποσό σε ειδικό λογαριασμό της Κεντρικής Τράπεζας έτσι ώστε να μειώσει η Κυπριακή Δημοκρατία τις απώλειες που είχαν προκύψει από την καταβολή του ποσού των ΛΚ7.200,000 στους Κύπριους εξαγωγείς. Οι προσπάθειες όμως αυτές υπήρξαν ανεπιτυχείς.

10. Μετά την άρση των κυρώσεων από τον Ο.Η.Ε. έγιναν διάφορες προσπάθειες ανάκτησης από το Ιράκ των οφειλών του προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

  11. Επιπρόσθετα, εταιρείες του εξωτερικού οι οποίες εξειδικεύονταν στην είσπραξη χρεών από διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ολλανδική εταιρεία Omni Whittington, προσέγγισαν τις Κυπριακές εταιρείες για διαβουλεύσεις όσον αφορά τις οφειλές του Ιράκ προς αυτές. Εκπρόσωπος της συγκεκριμένης εταιρείας είχε επίσης ενημερωτική συνάντηση με εκπροσώπους των δύο πιο πάνω Υπουργείων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας καταγράψει τα γεγονότα τα οποία ήσαν κοινώς αποδεκτά, προχώρησε στην διατύπωση των επίδικων θεμάτων τα οποία, όπως προσδιόρισε, αφορούσαν:

 

(α)   στο ακριβές ποσό που κατ’ ισχυρισμό οφείλετο από το Ιράκ στην Εφεσείουσα,

(β) στη διακρίβωση των δηλώσεων που είχαν γίνει από τους αξιωματούχους της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη συμπεριφορά που αυτοί επέδειξαν στο θέμα των οφειλών και των δοσοληψιών μεταξύ Κύπρου και Ιράκ, και

(γ) στο κατά πόσο οι εν λόγω δηλώσεις και ενέργειες έδιδαν στην Εφεσείουσα δικαίωμα για θεραπεία/αποζημιώσεις με βάση τη νομολογία.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ένας από κάθε πλευρά. Ο Μ.Ε. Μιχαλάκης Σαββίδης, τέως Γενικός Διευθυντής της Εφεσείουσας (εφεξής ΜΕ) και ο Μ.Υ. Γεώργιος Ιωάννου, Ανώτερος Οικονομικός Λειτουργός στο Υπουργείο Οικονομικών (εφεξής ΜΥ). Το Δικαστήριο έκρινε αμφότερους ως ειλικρινείς και αξιόπιστους, επισημαίνοντας ότι η όποια αμφισβήτηση υπήρξε αφορούσε στην ερμηνεία που ο κάθε ένας έδιδε σε κάποια θέματα. Αφού επεσήμανε τα κύρια σημεία στα οποία είχε δοθεί από τις δύο πλευρές αντίθετη μαρτυρία, προχώρησε στην αξιολόγησή της και ακολούθως στη διατύπωση των συμπερασμάτων του. Αναφορικά με τα ευρήματα του ως προς τις δηλώσεις στις οποίες οι εκπρόσωποι του Εφεσίβλητου είχαν προβεί προς την Εφεσείουσα, κατόπιν αξιολόγησης κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εξαγάγει ακριβές εύρημα ως προς το τι ακριβώς ελέχθη από τους εκπροσώπους της Κυβέρνησης στους εκπροσώπους της Εφεσείουσας. Ήταν δε η τελική του κατάληξη ότι δεν διαπιστώνετο να είχαν γίνει οποιεσδήποτε αμελείς ενέργειες ή δηλώσεις από πλευράς Κυβέρνησης, στις οποίες μάλιστα να βασίστηκε η Εφεσείουσα και να υπέστη την επίδικη οικονομική ζημιά.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη στη βάση δύο Λόγων Έφεσης.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αυτή δεν βασίστηκε σε αμελείς δηλώσεις της Κυβέρνησης που της προκάλεσαν την επίδικη οικονομική ζημιά, ενώ με το 2ο Λόγο Έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν εμποδίστηκε από του να προβαίνει και η ίδια σε ενέργειες διεκδίκησης του οφειλόμενου σε αυτήν ποσού από το Ιράκ.

 

Στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ΜΕ ήταν αξιόπιστος μάρτυρας, λανθασμένα απεφάνθη ότι η Εφεσείουσα δεν βασίστηκε σε αμελείς δηλώσεις της Κυβέρνησης και της προκλήθηκε οικονομική ζημιά.

 

Προς το σκοπό αυτό αναφέρεται στο ακόλουθο απόσπασμα της αντεξέτασης του ΜΕ το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε στην Απόφαση του για να αναδείξει ότι από αυτό αναδεικνύετο ασάφεια:

 

«Ε.  Ποιο πρόσωπο του Υπουργείου σας ανέφερε, όπως λέτε στο έγγραφο Α, στην 3η παράγραφο, στην υποπαράγραφο 2, ότι σας παρακάλεσαν και σας ζήτησαν να μην κάνετε οποιαδήποτε ενέργεια διεκδίκησης, γιατί δεν έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο για λόγους εθνικού συμφέροντος. Ήσασταν παρών στη συνάντηση;

A.  Ναι παρόλο που μιλούμε για στάδια χρόνου η επαφή με το Υπουργείο ήταν συνεχόμενη.  Τι γίνεται με το χρέος του Ιράκ; Βλέπαμε την κυρία Τσαγγαρίδη και τον κύριο Τσαγγαρίδη συνήθως. Όταν έτυχε η κουβέντα του οίκου το αναφέραμε στο Υπουργείο, ο άνθρωπος ήθελε να δει και το Υπουργείο, για να δει το ιστορικό.

E.  Ποιος ο omni whittington;

     A. Και μετά μας είπαν στο Υπουργείο δε θυμούμαι ποιος, ότι το θέμα το χειρίζεται η κυβέρνηση και για λόγους εθνικού συμφέροντος καλύτερα να το αφήσουμε να μην προχωρήσουμε, γιατί θα κάνουμε ζημιά.

E. Σας το είπε συγκεκριμένος από το Υπουργείο; Ποιος;

A. 90% ο κύριος Τσαγγαρίδης ότι το χειρίζεται το Υπουργείο για λόγους εθνικού συμφέροντος, ήταν καλύτερα να μην επιδιώξουμε οτιδήποτε και το χειρίζεται υπεύθυνα η κυβέρνηση, το Υπουργείο Εμπορίου, το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Οικονομικών τότε.

E.  Εσείς τους ακούσατε;

A.  Όχι μόνο τους ακούσαμε αλλά θυμούμαι κατά λέξη τον κύριο Κουβά που είπε "ρε παιδιά όπως μας το θέτετε, δεν είμαστε τίποτε ενάντια του έθνους θα κάνουμε υπομονή" και εκάναμε υπομονή.

E.  Πότε έγινε το περιστατικό τούτο;

A.  Έγινε περίπου τις εποχές των e-mail του whittington.

E.  2003;

A.  Περίπου.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο διατύπωσης των ευρημάτων του «ως προς τις δηλώσεις στις οποίες οι εκπρόσωποι του Εναγόμενου προέβησαν προς την Ενάγουσα», σχολιάζοντας το πιο πάνω απόσπασμα ανέφερε τα ακόλουθα:

«Θεωρώ ότι το πιο πάνω απόσπασμα ιδωμένο στα πλαίσια της  όλης μαρτυρίας του ΜΕ στο ίδιο θέμα, αναδεικνύει κάποιου είδους ασάφεια.  Ασάφεια ως προς το τι ακριβώς ελέχθη από τους εκπρόσωπους της Κυβέρνησης στους εκπρόσωπους της Ενάγουσας.  Ο ΜΕ  δεν είχε ανάμειξη σε όλες τις σχετικές επαφές αφού ανάφερε ότι σε κάποιες δεν ήταν παρών και την Ενάγουσα εκπροσωπούσαν οι κ.κ. Κούβας και Κυριάκος Ξενοφώντος.  Από πλευράς δε Κυβέρνησης κατονομάζει τους κύριο και κυρία Τσαγγαρίδη του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας. 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξαγάγει ασφαλές εύρημα ως προς τι ακριβώς ελέχθη από τους εκπρόσωπους της Κυβέρνησης στους εκπρόσωπους της Ενάγουσας.  Υπάρχει όμως ακόμη μια παράμετρος στο θέμα η οποία θα εξεταστεί πιο κάτω και αυτή αφορά στο τι ακριβώς ζητήθηκε από την Ενάγουσα να πράξει ή παραλείψει να πράξει.»

 

Εν πρώτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε απόλυτα και                  καθ’ ολοκληρίαν τη μαρτυρία του ΜΕ. Παρά την αποδοχή της μαρτυρίας τόσο του ΜΕ όσο και του ΜΥ ως ειλικρινή και αξιόπιστη, ανέδειξε εκείνα τα ζητήματα που είχαν τύχει αμφισβήτησης και στα οποία είχε δοθεί διαφορετική ερμηνεία από την κάθε πλευρά. Όπως προέκυψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά την αντιπαρέβαλε και τη διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας - συμπεριλαμβανομένων και των κατατεθέντων Τεκμηρίων - και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων όπως η νομολογία επιτάσσει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 506, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία». Στη Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, τονίστηκε ότι:- (σελ. 1061)

«Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή

 

Αξιολογώντας λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο τη μαρτυρία με βάση τις πιο πάνω αρχές, συσχέτισε τις θέσεις της κάθε πλευράς αναδεικνύοντας στη μαρτυρία του ΜΕ τις ασάφειες που δημιουργούνταν, όπως το γεγονός, το οποίο προέκυπτε και από την αντεξέταση του ΜΕ, ότι δεν είχε ο ίδιος ανάμειξη σε όλες τις επαφές με τους εκπροσώπους της Κυβέρνησης εφόσον τύγχανε την Εφεσείουσα να εκπροσωπήσουν και άλλα άτομα, όπως ο                 κ. Κουβάς και ο κ. Ξενοφώντος. Ούτε είχε καταστεί σαφές τι ακριβώς είχε λεχθεί από συγκεκριμένα άτομα που ο ΜΕ είχε κατονομάσει ότι ενεργούσαν εκ μέρους του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας.

 

Σε ό,τι δε αφορά το Τεκμήριο 7 το οποίο, με βάση τη θέση της Εφεσείουσας, είχε καταστήσει το ζήτημα του τι ακριβώς είχε λεχθεί από μέρους της Κυβέρνησης «σαφές», το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε, στο πλαίσιο της αντιπαραβολής και της συσχέτισης του συνόλου της μαρτυρίας, να αναδείξει την εκδοχή του ΜΥ επισημαίνοντας ότι:

 

«Η πλευρά του Εναγομένου ισχυρίζεται ότι τέτοιες δηλώσεις δεν έγιναν και ότι ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε εξ  ονόματος του ο όρος «εθνικό/δημόσιο συμφέρον».  Αυτό το οποίο ελέγετο από πλευράς Κυβέρνησης ήταν ό,τι περιέχεται στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 7 που είναι επιστολή ημερομηνίας 5.8.2008 που υπογράφει ο ΜΥ ότι δηλαδή το θέμα του Ιράκ τύγχανε χειρισμού από το Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το ΥΕΒΤ και όταν θα υπήρχαν εξελίξεις η Ενάγουσα θα ενημερωνόταν σχετικά.»

 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω και ειδικότερα το Τεκμήριο 7 ότι αυτό που αναδεικνύεται ότι τύγχανε χειρισμού από το Υπουργείο Οικονομικών δεν ήταν άλλο από το ευρύτερο ζήτημα με το Ιράκ και ότι, αν υπήρχαν εξελίξεις, η Εφεσείουσα θα ενημερωνόταν, και όχι η ερμηνεία που η πλευρά της Εφεσείουσας προσπάθησε να αποδώσει στα πιο πάνω, ήτοι ότι αυτό που τύγχανε χειρισμού ήταν η είσπραξη του επίδικου χρέους.

 

Στο πλαίσιο προώθησης του 2ου Λόγου Έφεσης με τον οποίο η Εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι αυτή δεν εμποδίστηκε από του να προβαίνει και η ίδια σε ενέργειες διεκδίκησης του οφειλόμενου σε αυτή ποσού από το Ιράκ, επικαλέστηκε τη νομική αρχή που διατυπώθηκε στην Αγγλική υπόθεση Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners Ltd [1963] 2 All ER 575 (HL).

 

Στην Hedley Byrne αναγνωρίστηκε ότι οι αμελείς δηλώσεις, πληροφορίες ή συμβουλές δυνατόν να αποτελέσουν το αντικείμενο αγωγής για αμέλεια.

Η ίδια αρχή έχει αναγνωριστεί και στη δική μας νομολογία. Στην υπόθεση Premier Chemical Co. Ltd v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά. (1998)                  1 Α.Α.Δ. 1951, η εν λόγω αρχή διατυπώθηκε ως ακολούθως;

 

«Σύμφωνα με την αρχή αυτή, αν κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών του ένα πρόσωπο ζητήσει πληροφορίες ή συμβουλές από ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν υπέχει έναντί του συμβατική ή άλλη ευθύνη να του δώσει πληροφορίες ή συμβουλές, κάτω από τέτοιες συνθήκες που ένας λογικός άνθρωπος θα έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι του δίδεται εμπιστοσύνη, ότι, δηλαδή, εκείνος που επιζητεί τις πληροφορίες ή τις συμβουλές βασίζεται στην εξειδικευμένη κατάρτιση και κρίση του, και αποφασίζει να παράσχει τις πληροφορίες ή τις συμβουλές, χωρίς να καθιστά σαφές ότι πληροφορεί ή συμβουλεύει χωρίς ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης, τότε το πρόσωπο αυτό έχει νομική υποχρέωση να επιδείξει την υπό τις περιστάσεις απαιτούμενη επιμέλεια προτού δώσει τις απαντήσεις του.  Η δε τυχόν παράλειψή του να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια στοιχειοθετεί το αδίκημα της αμέλειας αν, λόγω των απαντήσεων που έδωσε, το άλλο άτομο ενήργησε με αποτέλεσμα να υποστεί οικονομική απώλεια (economic loss).»

 

Ισχυρίστηκε η Εφεσείουσα ότι ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία, λόγω διαβεβαιώσεων της Κυβέρνησης ότι για λόγους εθνικού συμφέροντος ήταν καλύτερα να μην προχωρήσει η Εφεσείουσα διότι θα έκανε ζημιά, αυτή δεν προχώρησε διότι, όπως είχε πει ο Διευθυντής της, «"ρε παιδιά όπως μας το θέτετε, δεν είμαστε τίποτε ενάντια του έθνους θα κάνουμε υπομονή" και εκάναμε υπομονή».

 

Παραλείπει, ωστόσο, η Εφεσείουσα να αναφερθεί στην όλη συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία, αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, αιτιολόγησε την κατάληξη του ότι δεν είχαν γίνει οποιεσδήποτε αμελείς ενέργειες ή δηλώσεις από πλευράς Κυβέρνησης στις οποίες μάλιστα η Εφεσείουσα να βασίστηκε και να υπέστη την επίδικη οικονομική ζημιά. Η σχετική περικοπή στην πρωτόδικη Απόφαση έχει ως εξής:

 

«Είναι παραδεκτό ότι από το 1990 μέχρι το 2003 υπήρχαν σε ισχύ οι κυρώσεις του ΟΗΕ στο Ιράκ. Ευρισκόμενη και η Κύπρος σε συμμόρφωση με αυτές, δεν έμεναν πολλά περιθώρια στην Ενάγουσα να προβεί σε διεκδίκηση του οφειλόμενου προς αυτήν ποσού ούτε και στην Κυβέρνηση να διεκδικεί οτιδήποτε εκ μέρους της.

 

Μετά την άρση του εμπάργκο, γίνονταν προσπάθειες και από την Κυβέρνηση για ανάκτηση των χρεών του Ιράκ σε συνδυασμό με τις οφειλές των Κυπριακών εταιρειών πετρελαιοειδών προς το Ιράκ.  Όμως, στο Δικαστήριο είναι ξεκάθαρο ότι ουδέποτε εμποδίστηκε η Ενάγουσα από του να προβαίνει και η ίδια σε ενέργειες διεκδίκησης του ποσού.  Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την αντεξέταση του ΜΕ:

 

«Ε.  Και συμφωνείτε μαζί μου ότι από το 1992 που πληρωθήκατε μέχρι το 2003 θα μπορούσατε να λάβετε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του Ιράκ, που δε σας πλήρωσε για το υπόλοιπο 25%;

A.  1000%.  Αλλά είχαμε τη διαβεβαίωση μην ανησυχείτε το χειριζούμαστε μέχρι και το 2003 που αγανακτήσαμε και ήρθε ο οίκος και μας είπε έτσι και έτσι και ξαναπήγαμε στο Υπουργείο και μας είπε να μην προχωρήσουμε.»

 

 

Επομένως διαφαίνεται ότι η Ενάγουσα δεν στηρίχθηκε στις δηλώσεις/παραινέσεις της Κυβέρνησης οι οποίες ήταν μόνο συμβουλευτικές.  Αυτό αποδεικνύεται και από τις ενέργειες της να έρθει σε επαφή με τους Omni Whittington, η οποία όμως επαφή τελικά δεν τελεσφόρησε.  Στο σημείο αυτό απορρίπτω την εκδοχή του ΜΕ ότι ο λόγος που η Ενάγουσα δεν προχώρησε με τους Omni Whittington ήταν επειδή αποτράπηκε από την Κυβέρνηση. Εξάλλου η ίδια η Κυβέρνηση είχε ανάμειξη και επαφές με τους Omni Whittington.  Είναι δε παράδοξο να έχει επαφές μαζί τους γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν θα προωθούσε οποιοδήποτε αποτέλεσμα και θα απέτρεπε και τις άλλες Κυπριακές εταιρείες από του να προχωρήσουν μεταξύ τους σε πιθανή διευθέτηση.

 

Από τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται να έγιναν οποιεσδήποτε αμελείς ενέργειες ή δηλώσεις από πλευράς Κυβέρνησης στις οποίες μάλιστα να βασίστηκε η Ενάγουσα και να υπέστη την επίδικη οικονομική ζημία.  Αντίθετα η Κυβέρνηση φαίνεται να προσπαθούσε συνεχώς είτε με τη συμβολή διεθνών οίκων (Omni Whittington, Ernst & Young), είτε με διπλωματικές επαφές να βοηθήσει τις Κυπριακές εταιρείες χωρίς όμως να τις εμποδίζει από του να κινηθούν και μόνες τους και να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα οι ίδιες επιθυμούσαν.  Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι το όλο πλέγμα των γεγονότων με την εμπλοκή όλων των ενδιαφερομένων (ΟΗΕ, Κυπριακή κυβέρνηση, Κυπριακές εταιρείες, Ιράκ, διεθνείς οίκοι) και ιδιάζον ήταν και πρωτόγνωρο.

Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι το δόγμα της Hedley Byrne, όπως επεξηγείται πιο πάνω, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.»

 

Έχοντας κατά νου τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έγινε αποδεκτή σε συνάρτηση και με τα κατατεθέντα Τεκμήρια αλλά και τα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν κοινό έδαφος, χωρίς δυσκολία διαπιστώνεται ότι η πιο πάνω συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακριβώς βασίστηκε σε μια σειρά δεδομένων όπως:

 

▬ Στο ότι η Εφεσείουσα, όπως και άλλες Κυπριακές εταιρείες, είχε προσεγγιστεί από τον Ολλανδικό εισπρακτικό Οίκο Omni Whittington το 2003, μετά την άρση των κυρώσεων από τον ΟΗΕ, για να αναλάβει την είσπραξη του επίδικου χρέους (βλ. Τεκμήριο 4). Όπως δε καταγράφετο  στο Τεκμήριο 4 - ηλεκτρονικό μήνυμα της Omni Whittington προς την Εφεσείουσα -  δεν απαιτείτο για τους σκοπούς της διαδικασίας είσπραξης από μέρους του εν λόγω οίκου οποιαδήποτε έγκριση ή υπογραφή του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας (“We….do  not need any signature of ECIS[1] in order to start recovery actions against Iraq…”).

▬ Στο ότι και η ίδια η Κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας είχε επαφές και συναντήσεις με τον οίκο Omni Whittington.

▬ Στο ότι η Εφεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Ιράκ (βλ. Ανακοίνωση, Τεκμήριο 15) προς όλους τους χρεώστες του να υποβάλει μέχρι τις 15/4/2005 όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τις οφειλές της σε αντίθεση με άλλες Κυπριακές εταιρείες που το έπραξαν. Μέσω του Τεκμηρίου 15 προέκυπτε ότι ο Ελεγκτικός Οίκος Ernst & Young, που είχε αναλάβει την επαλήθευση των χρεών του Ιράκ, είχε ζητήσει από όσες εταιρείες είχαν απαιτήσεις (“All holders of Specified Debt (see Contact Letter for definitions) are requested to participate in this process by…”) και όχι από την Κυπριακή Δημοκρατία, να τις υποβάλουν μέχρι τις 15/4/2005 δυνάμει σχετικής δημοσίευσης με τίτλο “Iraq Announces Extension of Period for Submission of Commercial Claims to 15 April 2005”.

 

Απορρίπτοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο την εκδοχή της Εφεσείουσας ότι ο λόγος που δεν προχώρησε με τον Οίκο Omni Whittington ήταν επειδή αποτράπηκε από την Κυβέρνηση,  δεν παρέλειψε να επισημάνει το γεγονός ότι η ίδια η Κυβέρνηση είχε ανάμειξη και επαφές με τον εν λόγω Οίκο, τονίζοντας συγχρόνως και ορθώς, κατά την κρίση μας, ότι θα ήταν όντως παράδοξο να έχει τέτοιες επαφές ενώ γνώριζε ότι δεν θα προωθούσε οποιοδήποτε αποτέλεσμα και ότι μάλιστα θα απέτρεπε και τις άλλες Κυπριακές εταιρείες από του να προχωρήσουν σε πιθανή διευθέτηση.

 

Είναι η κατάληξη μας ότι τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα ορθής αποτίμησης του συνόλου της μαρτυρίας. Υπό αυτά τα δεδομένα ορθώς κρίθηκε ότι δεν ετίθετο ζήτημα εφαρμογής της αρχής της Hedley Byrne.

 

Καταλήγουμε ότι δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της Εφεσείουσας και υπέρ του Εφεσίβλητου ύψους €10.000.

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                            

                   Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1]Το ECIS είναι το Export Credit Insurance Service που είναι η αγγλική μετάφραση της Υπηρεσίας Ασφάλισης Εξαγωγών του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας, ως προκύπτει από τα Τεκμήρια 1-3.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο