ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 344/2015)

 

12 Ιουλίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/01/2024 ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

ΤΑΣΟΥΛΑ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΟΥΣ ΑΝΔΡΕΑ ΨΑΡΑ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΟΦΑΓΟΥ

 

Εφεσείουσα/Eνάγουσα

ν.

 

1.    ΕΛΛΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΗ

2.    ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΜΠΑΡΗ

3.    ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΜΠΑΡΗ

4.    ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΟΥΜΠΑΡΗ

 

Εφεσίβλητων/Εναγόμενων 4,5,6,7

____________________

Κ. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Ορ. Νικήτας για Ορέστης Νικήτας Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

____________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η παρούσα διαφορά παραπέμπει σε συμφωνία που έλαβε χώρα πριν από την Τουρκική εισβολή, και συγκεκριμένα κατά ή περί το 1972, και εστιάζεται σε διαχωρισμό ακινήτων σε οικόπεδα, στο χωριό [ ], της επαρχίας Αμμοχώστου, το οποίο συνεχίζει, δυστυχώς, να κατέχεται από τον Τούρκο εισβολέα.

 

Η Αρτεμού Ανδρέα Ψαρά, σύζυγος του Γεώργιου Διοικητή (στο εξής «ενάγουσα»), και η Ευγενία Αντώνη Ιεροδιακόνου (στο εξής «εναγόμενη 1»), ιδιοκτήτριες εξ αδιαιρέτου των ακινήτων με αριθμούς εγγραφής 255/1 και 256, στην τοποθεσία [ ], στον [ ] (κατά ¾ και ¼ μερίδια αντίστοιχα), υπέβαλαν, μαζί με τους ιδιοκτήτες άλλων γειτνιαζόντων ακινήτων (πρόκειται για τρία άλλα τεμάχια με αρ. εγγραφής 257, 254/1 και 255/2), αίτηση διαχωρισμού και των πέντε πιο πάνω ακινήτων σε οικόπεδα. Eπρόκειτο για ενιαία ανάπτυξη από την οποία προέκυψαν 77 οικόπεδα. 

 

Η ενάγουσα, η οποία ως ελέχθη, ήταν ιδιοκτήτρια εξ αδιαιρέτου κατά ¾ των ακινήτων με αρ. εγγραφής 255/1 και 256, καταχώρισε το 2009 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου αγωγή εναντίον της εναγόμενης 1, εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα (εναγόμενου 2) και εναντίον του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (εναγόμενου 3), αξιώνοντας θεραπείες στη βάση των οποίων ζητούσε να αναγνωρισθεί ως η αποκλειστική ιδιοκτήτρια «24 συνολικά οικοπέδων και ενός επικοίνου οικοπέδου κατά ¾ ιδανικά μερίδια, με συνιδιοκτήτρια επί του επικοίνου οικοπέδου κατά ¾ ιδανικά μερίδια, με συνιδιοκτήτρια επί του επικοίνου την εναγομένη αρ. 1 κατά ¼ μερίδιον εξ αδιαιρέτου, ως αποτέλεσμα του διαχωρισμού των κτημάτων υπ΄ αρ. εγγραφής 358 και 3088, τεμάχια 256/1 και 255/1 αντίστοιχα, επί Φ/Σχ. [ ], τοποθεσία  [ ] στο χωρίο [ ] της επαρχίας Αμμοχώστου, σε 33 συνολικά οικόπεδα.»  Στην πορεία, η εν λόγω θεραπεία, όπως και κάποιες άλλες, απεσύρθη. Οι εναπομείνασες θεραπείες είχαν ως εξής:

 

«Δ.  Δήλωση και/ή Διαταγή του Δικαστηρίου, ότι η γενόμενη διανομή σε οικόπεδα των υπό στοιχείων Α περιγραφομένων κτημάτων, δια της οποίας εδόθησαν και/ή ενεγράφησαν επ΄ ονόματι της ενάγουσας 19 μόνον οικόπεδα εκ του συνόλου των 33 διαχωρισθέντων οικοπέδων ήτοι (παρατίθενται τα στοιχεία των 19 οικοπέδων) είναι άκυρη και/ή παράνομη ως προϊόν λάθους και/ή αυθαιρεσίας και/ή δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων από μέρους των εναγομένων αρ. 1, 4, 5, 6 και 7 και/ή οιουδήποτε εξ αυτών, οι οποίοι ενήργησαν από κοινού δολίως και/ή συνωμότητσαν εις βάρος της ενάγουσας και/ή δεν είναι προϊόν της ελεύθερης συναίνεσης της ενάγουσας και/ή έλαβεν χώραν χωρίς την συναίνεση της ενάγουσας.

 

Ε.    Δήλωση και/ή Διαταγή του Δικαστηρίου, ότι η καταχώρηση επ΄ ονόματι της εναγομένης αρ.1 και μετέπειτα επ΄ ονόματι των εναγομένων 4, 5, 6 και 7 και/ή οιουδήποτε εξ αυτών, 14 οικοπέδων ήτοι (παρατίθενται τα 14 οικόπεδα) έγινε παράνομα και/ή αυθαίρετα και/ή άνευ νομίμου αιτίας και/ή νομίμου ανταλλάγματος και/ή είναι προϊόν αυθαιρεσίας και/ή δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή συνωμοσίας και/ή δόλιων ενεργειών από μέρους των εναγομένων 1, 4, 5, 6 και 7 και/ή οιουδήποτε εξ΄ αυτών.

 

Ζ. Διαταγή διαγιγνώσκουσα και/ή διάταγμα ακυρώνον τις εγγραφές των οικοπέδων επί των τεμαχίων 255/1 και 256/1, Φ/Σχ. [ ], τοποθεσία [ ] [ ] της επαρχίας Αμμοχώστου, ως προϊόν πλάνης και περαιτέρω διαταγή διαγιγνώσκουσα ότι η ενάγουσα είναι η ιδιοκτήτρια των ¾ μεριδίων του όλου εις έναν έκαστο εκ των ως άνω τεμαχίων με βάση τον τίτλο ιδιοκτησίας των ως άνω τεμαχίων και/ή την εγγραφή τους στο Επαρχιακό Κτηματολογικό γραφείο Αμμοχώστου.» 

 

 

 

Τέλος, αξίωνε εναντίον όλων των εναγομένων, αποζημιώσεις για δόλο και απάτη.

 

Λίγα λόγια για το ιστορικό της αγωγής. Άμα τη καταχωρίσει της, η ενάγουσα καταχώρισε και μονομερή αίτηση με την οποία αξίωνε εναντίον της εναγόμενης 1 προσωρινό διάταγμα, με το οποίο αυτή να διατάσσεται όπως μη αποξενώσει και/ή πωλήσει και/ή διαθέσει τα 14 οικόπεδα στο κατεχόμενο χωριό, τα οποία είχαν μεταβιβασθεί επ΄ ονόματι της δυνάμει του διαχωρισμού για τον οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω.  Η αίτηση, με οδηγίες του Δικαστηρίου, επεδόθη στην εναγόμενη 1, η οποία καταχώρισε ένσταση. Στην Ένορκη Δήλωση που υποστήριζε την ένσταση της, είχε ισχυριστεί πως ουδέν οικόπεδο είχε ή κατείχε τη δεδομένη στιγμή, αφού και τα 14 οικόπεδα τα είχε μεταβιβάσει στη θυγατέρα της, Έλλη Κουμπαρή, το 1988 και το 1997. Από το περιεχόμενο του πρωτόδικου φακέλου αποκαλύπτεται πως η εν λόγω αίτηση απεσύρθη και απερρίφθη  στις 24.9.2009 με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

Ένα μήνα περίπου μετά την απόρριψη της πιο πάνω αίτησης, η ενάγουσα επανήλθε με αίτηση τροποποίησης της αγωγής, ζητώντας τώρα να προστεθεί ως εναγόμενη 4 η θυγατέρα της εναγόμενης 1, Έλλη Κουμπαρή. Η αίτηση εγκρίθηκε με τη συγκατάθεση της εναγόμενης 1 και στις 5.2.2010 καταχωρίστηκε τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα. Ακολούθως η ενάγουσα καταχώρισε αίτηση διά κλήσεως, με την οποία αξίωνε προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα σε σχέση με τα 14 οικόπεδα, αυτή τη φορά εναντίον της εναγόμενης 4, θυγατέρας της εναγόμενης 1. Στην ένσταση της η εναγόμενη 4, είχε ισχυριστεί πως κατά ή περί το 1972 είχε υποβληθεί αίτηση διαίρεσης οικοπέδων σε σχέση με τα πέντε πιο πάνω ακίνητα, από την οποία προέκυψαν 77 οικόπεδα και χώροι πρασίνου. Από τα 77 οικόπεδα συμφωνήθηκε όπως η μητέρα της λάβει και έλαβε τα 14, τα οποία στη συνέχεια μεταβίβασε νόμιμα στην ίδια. Από αυτά μόνο δύο συνέχιζαν να ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα της. Ήταν περαιτέρω η θέση της, πως μετά το 1974 η ενάγουσα με δήλωση της στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, επιβεβαίωσε τον διαχωρισμό και απεδέχθη ότι για τα 14 οικόπεδα η μητέρα της ήταν η νόμιμη δικαιούχος. Το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 30.11.2010 απέρριψε την αίτηση, αφού βρήκε πως δεν είχε ικανοποιηθεί η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, του Ν.14/1960

 

Στις 13.1.2012 η ενάγουσα επανήλθε με νέα αίτηση τροποποίησης, ζητώντας αυτή τη φορά να προστεθούν ως εναγόμενοι 5, 6 και 7 οι Γεώργιος Παναγιώτη Κουμπαρής, Αντώνης Παναγιώτη Κουμπαρής και Ευγενία Κουμπαρή, στους οποίους είχαν μεταβιβαστεί, σύμφωνα πάντα με τη θέση της ενάγουσας «μερικά εκ των 14 επίδικων οικοπέδων».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ex tempore απόφαση του ημερ. 20.3.2012, ενέκρινε την αίτηση, παρόλο που βρήκε πως υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώριση της, αφού έκρινε πως τα τρία συγκεκριμένα πρόσωπα ήταν αναγκαίοι διάδικοι. Ακολούθησε στις 4.4.2012 η καταχώριση τροποποιημένου κλητήριου εντάλματος.

 

Στην Έκθεση Απαίτησης καταγράφεται πως κατά ή περί τον Οκτώβριο του 2007 περιήλθε σε γνώση της ενάγουσας ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας οι οποίοι είχαν εκδοθεί επ΄ ονόματι της αφορούσαν σε 19 οικόπεδα μόνο και ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι της εναγόμενης 1 αφορούσαν σε 14 οικόπεδα. Καταγράφεται ακόμη πως «ο επιμερισμός των τίτλων ιδιοκτησίας στους δύο συνιδιοκτήτες, δηλαδή στην ενάγουσα και στην εναγομένη αρ 1 είναι προϊόν  αυθαιρεσίας και/ή παρανομίας και/ή δόλου και/ή απάτης από μέρους των εναγομένου και/ή οιωνδήποτε εξ αυτών, αφού η ενάγουσα έλαβε λιγότερα οικόπεδα από αυτά που δικαιούται ενώ η εναγομένη αρ.1 έλαβε περισσότερα».

 

Ακόμη πως οι εναγόμενοι 1, 4, 5, 6 και 7 «ενήργησαν από κοινού δολίως και/ή κρυφίως και ή συνωμότησαν εις βάρος της, με σκοπό να της προκαλέσουν ζημιά και/ή να της αποστερήσουν το δικαίωμα της να διεκδικήσει την περιουσία που νομίμως δικαιούται» και  πως «ο διαχωρισμός των οικοπέδων ήταν προϊόν αυθαιρεσίας και/ή δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή δεν ήταν προϊόν της ελεύθερης συναίνεσης της και/ή έλαβε χώρα χωρίς να ακολουθηθεί η νόμιμη και ορθή διαδικασία και/ή χωρίς τη συναίνεση της και/ή εν πάση περιπτώσει υπό συνθήκες άγνωστες σε αυτήν και ως εκ τούτου θα πρέπει να ακυρωθεί και να γίνει αναδιανομή των 33 οικοπέδων». Στην Έκθεση Απαίτησης μάλιστα υπήρχαν λεπτομέρειες δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων. Κάποιες από αυτές καταλογίζονταν από κοινού και με τους εναγόμενους 2 και/ή 3.  Όμως η δικογραφημένη θέση της ενάγουσας σε σχέση με τους εναγόμενους 2 και 3 δεν θα μας απασχολήσει, αφού η αγωγή εναντίον τους απεσύρθη αμέσως μετά την έναρξη της ακρόασης της αγωγής.

 

Οι εναγομένοι 1, 4, 5, 6 και 7, με κοινό δικόγραφο Υπεράσπισης, αρνήθηκαν όλες τις αιτούμενες θεραπείες. Μάλιστα ήταν η δικογραφημένη τους θέση πως ο σύζυγος της ενάγουσας, Γεώργιος Διοικητής, ο οποίος «διαχειριζόταν όλα τα περιουσιακά της συζύγου του και ενεργούσε ως νόμιμος αντιπρόσωπος της και/ή ως εξουσιοδοτημένος και πάντοτε κατόπιν εντολών της ενάγουσας υπέγραψε το έντυπο Ν298 κατά το 1975 - 1976 υιοθετώντας βασικά και τον ήδη επισυνημμένο ετοιμασθέντα προ του 1974 από Κτηματολογικό Λειτουργό τύπο Ν3Α όπου αναγνώριζε ότι η σύζυγος του είχε συμφωνήσει να πάρει 19 οικόπεδα και οι εναγόμενοι 14». 

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, η ενάγουσα δεν κατέθεσε. Κατέθεσε ο σύζυγος της (Μ.Ε.1), ο κ. Γιώργος Σκορδής, κτηματολογικός γραφέας στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου (Μ.Ε.2), ο οποίος είχε δηλώσει ότι «Απασχολούμαι στα κατεχόμενα και στις Εκτιμήσεις τώρα πρόσφατα», και ο κ. Επιφάνιος Παπαντωνίου (Μ.Ε.3), που ήταν τo πρόσωπο το οποίο είχε μεριμνήσει για την ανάπτυξη και τον διαχωρισμό των πέντε ακινήτων σε 77 οικόπεδα.  

 

Από την άλλη πλευρά κατέθεσαν οι εναγόμενοι 4, 5, 6 και 7, αλλά και ο κ. Γιώργος Σκορδής (Μ.Ε.2), ο οποίος τώρα δήλωνε πως «είμαι τοποθετημένος στις Εκτιμήσεις. Έχω δουλέψει και στον Κλάδο Κατεχομένων». Αντεξεταζόμενος από τον δικηγόρο κ. Ευσταθίου, απάντησε «Τούτο το μαρτύρησα την πρώτη φορά που ήρθα». Αμέσως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρενέβη  και ερώτησε τον κ. Ευσταθίου κατά πόσο ο εν λόγω μάρτυρας «Ξαναήρθε;», με τον κ. Ευσταθίου να απαντά «Τον φέραμε εμείς». Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε πως «Είναι ακραία αυτά τα πράγματα που ακούω», κατέληξε ως εξής «Αυτός ο μάρτυρας κακώς σήμερα κατέθεσε και ό,τι έχει πει στο Δικαστήριο εγώ θα το αγνοήσω και στην κυρίως εξέταση του και στην αντεξέταση του. Δεν μπορούσε να έρθει αυτός ο άνθρωπος στο Δικαστήριο. Και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν θα τα αγνοήσω. Και αυτό το πράγμα είναι διαδικαστικά όχι ανορθόδοξο, λανθασμένο. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Άλλος μάρτυρας.»

 

Παρόλο που δεν υπάρχει λόγος έφεσης σε σχέση με τα πιο πάνω, τα σημειώσαμε για να πούμε πως και οι δύο πλευρές όφειλαν να είχαν ενημερώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο για το γεγονός ότι ήταν η δεύτερη φορά που ο συγκεκριμένος μάρτυρας θα κατέθετε στην αγωγή, αρχικά ως μάρτυρας της ενάγουσας και στη συνέχεια ως μάρτυρας των εναγομένων. Από την άλλη, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε ζητήσει τις θέσεις και των δύο πλευρών πριν αποφασίσει με τον τρόπο που αποφάσισε.

 

Εν κατακλείδι, αφού ολοκληρώθηκε η μαρτυρία των προσώπων που κλήθηκαν και κατέθεσαν, ο κ. Ευσταθίου ζήτησε όπως η υπόθεση ορισθεί για τελικές αγορεύσεις λέγοντας πως πιθανόν να προχωρούσε σε τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για αγορεύσεις στις 30.4.2015. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία όχι μόνο δεν είχαν καταχωριστεί οι γραπτές αγορεύσεις, αλλά ουδείς εμφανίσθηκε εκ μέρους της ενάγουσας. Φαίνεται να εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση τροποποίησης εκ μέρους της, την οποία όμως το Δικαστήριο απέρριψε λόγω μη προώθησης. Η ενάγουσα επανήλθε με άλλη αίτηση τροποποίησης ημερ. 5.5.2015, στην οποία η άλλη πλευρά είχε ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 18.6.2015 ενέκρινε την αίτηση, με την προσθήκη στις θεραπείες που αξιώνονταν στην αγωγή της παρ. (Ζ), για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω. Με την εν λόγω θεραπεία, η ενάγουσα ζητούσε να επανέλθει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τεμαχίων στα οποία ήταν ιδιοκτήτρια εξ αδιαιρέτου, ως αυτό υφίστατο πριν από τον διαχωρισμό τους σε οικόπεδα. Ουσιαστικά με την εν λόγω θεραπεία, η ενάγουσα δεν αναγνώριζε ως νόμιμο και έγκυρο τον διαχωρισμό των πέντε ακινήτων σε οικόπεδα.

  

Στις 8.10.2015 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την τελική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Για τους δύο βασικούς μάρτυρες της ενάγουσας, τον σύζυγο της και τον κ. Επιφάνη Παπαντωνίου, σημείωσε πως αυτοί «εκτός από γενικούς, αόριστους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς, προσέφεραν στο Δικαστήριο αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές όσον αφορά τον προπολεμικό διαχωρισμό των κτημάτων σε οικόπεδα, τον αριθμό των οικοπέδων που θα απέφεραν, την ύπαρξη ή μη συμφωνίας διαμοιρασμού σύμφωνα με τα μερίδια εκάστης των διαδίκων, τον τρόπο και το είδος με το οποίο θα καταβάλλοντο τα έξοδα διαχωρισμού στον απόλυτο υπεύθυνο Επιφάνη Παπαντωνίου, την πώληση οικοπέδων προπολεμικά ανηκόντων στην ενάγουσα από τον Επιφάνη Παπαντωνίου, κλπ.»  Μάλιστα για τον  τελευταίο πρόσθεσε πως ήταν το πρόσωπο «που κινούσε τα νήματα εξυπηρετώντας πρωταρχικά τα δικά του συμφέροντα».  Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως δεν είχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία που να υποστηρίζει τις αμφισβητούμενες δικογραφημένες θέσεις της ενάγουσας.

 

Η τελευταία, ως είχε κάθε δικαίωμα, διαφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση, εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Να σημειώσουμε πως στις 23.4.2022 αυτή απεβίωσε και έτσι στον τίτλο της έφεσης εμφαίνεται η θυγατέρα της, Τασούλα Πολυβίου, η οποία διορίστηκε διαχειρίστρια της περιουσίας της.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι «η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να ζητά ακύρωση των εκδοθέντων ξεχωριστών τίτλων των οικοπέδων και αναγνώριση των τίτλων με μερίδιο ¾ στην ίδια και ¼ στην εναγομένη 1 επί των κτημάτων 255/1 και 256 διότι στην  ουσία αθετεί τα συμφωνηθέντα και καταργεί μονομερώς τον ενιαίο διαχωρισμό με σοβαρές συνέπειες μεταξύ των οποίων πωληθέντα οικόπεδα …».  Βεβαίως θα πρέπει να προσθέσουμε, όπως πολύ ορθά υπέδειξε και ο κ. Νικήτας, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ήταν ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τους εναγόμενους στην πρωτόδικη διαδικασία, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και ανέφερε πως «… είτε από τον Επιφάνη Παπαντωνίου είτε από οποιονδήποτε άλλο των συγχωνευθέντων τεμαχίων 256 και 255/1 με το τεμάχιο 257, να μην υφίσταται πλέον  και να επηρεαστούν οι αγοραστές αυτών, όπως επίσης αγοραστές οικοπέδων επηρεάζονται από την κατάργηση των χώρων πρασίνου και πλατειών αλλά κυρίως από το γεγονός ότι αυτό που αγόρασαν παύει να είναι οικόπεδο (όπως φαίνεται στα πωλητήρια έγγραφα) αλλά μέρος ενός ή περισσοτέρων κτημάτων».

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η συμφωνία για διαχωρισμό των ακινήτων σε οικόπεδα δεν είχε καταρτισθεί μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης 1 μόνο, αλλά και μεταξύ άλλων προσώπων τα οποία ήταν οι ιδιοκτήτες άλλων  ακινήτων τα οποία γειτνίαζαν με τα ακίνητα της ενάγουσας και της εναγομένης 1, που επίσης είχαν συμπεριληφθεί στην ενιαία ανάπτυξη, από την οποία, ως ελέχθη, προέκυψαν 77 οικόπεδα.  Αυτά τα πρόσωπα ουδέποτε ακούστηκαν στην παρούσα διαφορά, αφού ουδέποτε τους γνωστοποιήθηκε η συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία. Περαιτέρω, η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία κατέδειξε ότι μέρος των διαχωρισθέντων οικοπέδων είχαν ήδη πωληθεί σε τρίτα πρόσωπα πριν από την Τουρκική εισβολή.

 

Συνεπώς, η θεραπεία υπό (Ζ), επί της οποίας στο τέλος εστίασε την υπόθεση της η ενάγουσα, και η οποία προσετέθη με την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 18.6.2015, εν ουδεμιά περιπτώσει θα μπορούσε να είχε χορηγηθεί χωρίς να δοθεί η δυνατότητα σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να ακουστούν στην αγωγή, και δεν χρειάζεται να πούμε οτιδήποτε για το θεμελιώδες δικαίωμα εκάστου να πληροφορείται για διαδικασία που τον αφορά ή τον επηρεάζει, κάτι που αναπτύσσει με ιδιαίτερη επιμέλεια ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσίβλητων στο περίγραμμα αγόρευσης του. Αφήνουμε βεβαίως κατά μέρος πως στο τέλος της ημέρας ούτε η εναγόμενη 1 ακούστηκε στην έφεση, αφού η έφεση εναντίον της απεσύρθη και απερρίφθη στις 13.11.2023.  Να υπενθυμίσουμε πως η δικογραφημένη θέση της ενάγουσας ήταν πως η εναγόμενη 1 ήταν ο ιθύνων νους της εις βάρος της απάτης, αφού της είχε καταλογίσει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, πως προέβη «σε πράξεις επιτήδειες προς εξαπάτηση της για να επιτύχει εγγραφή επ΄ ονόματι της περισσοτέρων οικοπέδων από αυτών που δικαιούτο προς ζημιά της ενάγουσας».   

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:

 

«Λανθασμένα το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όντως κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε λάβει χώρα ενιαίος διαχωρισμός (σελίδα 14 της απόφασης) και ομοίως λανθασμένα αποδέχθηκε την έκδοση ξεχωριστών τίτλων, ήτοι των βεβαιώσεων του τεκμηρίου 8 στη βάση του Εντύπου Ν298 (τεκμήριο 5).»

 

 

 

Κατ΄ αρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στην παρ. 10 της  αιτιολογίας του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, γίνεται, για πρώτη φορά, γενική και αόριστη αναφορά πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.3. Όμως, δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης, με τη δέουσα αιτιολογία, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω μαρτυρία.  Περαιτέρω, στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης γίνονται και πολλές άλλες ατυχείς αναφορές, οι οποίες ουδέν προσθέτουν στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Πιο συγκεκριμένα, στην παρ. 9 της αιτιολογίας, επαναλαμβάνεται ουσιαστικά ο πρώτος λόγος έφεσης. Οφείλουμε να σημειώσουμε πως οι συντάκτες των ειδοποιήσεων εφέσεων θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί κατά τη σύνταξη των λόγων έφεσης και της αιτιολογίας αυτών.

 

Αν θα πρέπει να σχολιάσουμε κάτι, είναι το περιεχόμενο της         παρ. 1 της αιτιολογίας, στην οποία γίνεται αναφορά ότι: «η υπογραφή και/ή δήλωση του συζύγου της εφεσείουσας, Γεώργιου Διοικητή επί του Εντύπου Ν298 (τεκμήριο 5) δεν μπορούσε να δεσμεύει την ενάγουσα, στην απουσία οποιουδήποτε πληρεξουσίου εγγράφου κατατεθειμένου στο Κτηματολόγιο». Ουσιαστικά η ενάγουσα αυτό που λέγει τώρα, είναι ότι ο σύζυγος της, τον οποίο η ίδια κάλεσε ως βασικό μάρτυρα στην αγωγή της για να υποστηρίξει πως οι εναγόμενοι ενήργησαν «δολίως και κρυφίως» εις βάρος της, δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος εκ μέρους της όταν υπέγραφε για λογαριασμό της τα σχετικά έγγραφα. Στην αγωγή της όμως δεν καταλογίζει  τέτοια επιλήψιμη συμπεριφορά εναντίον του συζύγου της. Με άλλα λόγια, ουδέποτε ήταν η δικογραφημένη της θέση ότι ο σύζυγος της υπέγραψε έγγραφο ή έγγραφα χωρίς  την εξουσιοδότηση της και εν αγνοία της. Σε άλλους ήταν που είχε καταλογίσει επιλήψιμη, δόλια και ανέντιμη συμπεριφορά.

 

Όπως πολύ ορθά επεσήμανε και ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσίβλητων στο περίγραμμα αγόρευσης του, αυτή η θέση «όχι μόνο δεν προβλήθηκε από την Εφεσείουσα κατά την ακροαματική διαδικασία (παρά μόνο στην τελική αγόρευση του συνηγόρου της) αλλά έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του ΜΕ.1, ο οποίος στη γραπτή του δήλωση (μέρος κυρίως εξέτασης) ανέφερε (παρ. 13) ότι υπέγραψε δια την σύζυγο του τρία έντυπα Ν298 (βλέπε και σελ. 5 πρακτικών) στα οποία ήταν καταγραμμένα και τα 24 οικόπεδα, αλλά το τρίτο έντυπο χάθηκε, με αποτέλεσμα να εγγραφούν επ΄ ονόματι της συζύγου του 19 οικόπεδα. Επομένως, η θέση την οποία η Εφεσείουσα προβάλλει κατ΄ έφεση, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη θέση την οποία προώθησε κατά την ακρόαση. Επίδικο θέμα δεν ήταν ότι ο ΜΕ.1 δεν είχε εξουσιοδότηση να υπογράφει εκ μέρους της συζύγου του, αλλά ότι απωλέστηκε ένα εκ των εντύπων Ν298 τα οποία υπέγραψε για λογαριασμό της συζύγου του, με αποτέλεσμα αδίκως αυτή να λάβει λιγότερα οικόπεδα από όσα κατ΄ ισχυρισμό εδικαιούτο. …»

 

Συμφωνούμε και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε.

 

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων €4.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                               Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                               Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο