ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ  

 

(Αρ. Αίτησης 4/2024)

 

 9 Ιουλίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ INFINITUM VENTURES LTD

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΥΠ’  ΑΡ. Ε34/2022, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 05/02/2024

 

Μεταξύ:

AWENDALE RESOURCES INC

                                                                                      Εφεσείουσας

ν.

 

INFINITUM VENTURES LTD

 

                                                                                             Εφεσίβλητης.

 

Κώστας Τσιρίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια. 

Σ. Κώστα για Στέλιος Αμερικάνος & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η Αιτήτρια καταχώρισε την αγωγή 3127/2017 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον του Αντρέα Αντρέου, της Awendale Resources Inc και της Pyxis Capital Management Ltd. Πρόκειται για παράγωγη αγωγή την οποία ήγειρε η Αιτήτρια, ως μέτοχος της εναγομένης 3 εταιρείας, ζητώντας εναντίον των εναγομένων 1 και 2 την ακύρωση συμφωνιών δανείου τις οποίες συνήψε η εναγομένη 3, στη βάση του ότι συνήφθησαν ως αποτέλεσμα δόλου και ή απάτης και ή κατά παράβαση καθήκοντος πίστης και ή χωρίς την εξουσιοδότηση  του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης 3.

Στο πλαίσιο της αγωγής, η εναγομένη 2 (εδώ Καθ’  ης) καταχώρισε αίτηση για την αναστολή και ή τον παραμερισμό και ή τη διαγραφή της αγωγής εναντίον της λόγω μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος και ή λόγω του ότι αυτή είναι σκανδαλώδης και ή ενοχλητική και ή καταχρηστική. Κατόπιν ακρόασης της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 21.1.2022 απέρριψε την αίτηση.

Στις 3.2.2022 η Καθ΄ ης η Αίτηση καταχώρισε την έφεση Ε34/2022 εναντίον της εν λόγω απόφασης. Στο πλαίσιο της έφεσης, στις 5.7.2022 η Αιτήτρια (εκεί εφεσίβλητη) καταχώρισε αίτηση για παραμερισμό της ειδοποίησης έφεσης στη βάση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εφέσιμη δυνάμει του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 έως του 2024,, Ν.14/60, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο καταχώρισης τόσο της έφεσης όσο και της αίτησης για τον παραμερισμό της.  

Σημειώνουμε ότι το τότε εν ισχύι άρθρο όπως είχε τροποποιηθεί με τον Ν.109(Ι)/2017, προέβλεπε ότι έφεση κατά ενδιάμεσης απόφασης επιτρέπεται όπου η απόφαση είναι απόλυτα καθοριστική ως προς το αποτέλεσμα της για τα δικαιώματα των διαδίκων, χωρίς όμως διάδικος να αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν στην ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης κατά της τελικής απόφασης. Ο τροποποιητικός Ν.146(Ι)/2022, ο οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 5.8.2022, βασικά κατάργησε αυτή την προϋπόθεση και επέτρεψε έφεση κατά οποιασδήποτε ενδιάμεσης απόφασης χωρίς περιορισμό.

Το Εφετείο με την απόφαση του ημερ. 5.2.2024 απέρριψε την αίτηση καθότι έκρινε ότι το άρθρο 25 του Ν.14/60 είναι διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου έχει αναδρομική ισχύ, σε εκκρεμούσες υποθέσεις πριν τη θέσπιση του. Έκρινε, επομένως, την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 21.1.2012 εφέσιμη, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο αυτή ήταν εφέσιμη όταν καταχωρίστηκε, αν ήταν δηλαδή καθοριστική των δικαιωμάτων της Καθ’ ης η Αίτηση. Προς υποστήριξη αυτής της κατάληξης, το Εφετείο παρέπεμψε στην απόφαση Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολ. Εφέσεις Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017, ημερ. 25.2.2019.

Η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα Αίτηση με την οποία ζητά άδεια για την εκδίκαση θέματος που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου ημερ. 5.2.2024 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024.

Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.14/60 προνοεί ότι άδεια δίδεται νοουμένου ότι η έφεση αφορά σε νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου «τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’  αυτού ενασκούμενη αναθεωρητική δικαιοδοσία».

Η πρώτη επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων η οποία επισυνάπτεται στην υπό κρίση Αίτηση για άδεια αναφέρονται τα ακόλουθα δύο «Νομικά Θέματα» τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία:

«Πρώτο Νομικό Θέμα

Το Εφετείο αποφάσισε ότι ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2022, Ν.146(Ι)/2022 (ο «Τροποποιητικός Νόμος») είναι διαδικαστικής φύσεως νόμος και ως εκ τούτου η τροποποίηση που επέφερε στο εδάφιο 1 του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (14/1960) (ο «Νόμος») έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται στις υποθέσεις που εκκρεμούσαν πριν την εν λόγω τροποποίηση.

…………………

 

Δεύτερο Νομικό Θέμα

Το Εφετείο παρέλειψε να εξετάσει και να αποφανθεί ότι η ενδιάμεση απόφαση δεν ήταν απόλυτα καθοριστική για τα δικαιώματα των Εφεσειόντων.»

 

Ακολούθως παρατίθενται οι «Λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια», όπου εκφράζεται η θέση πως τα εγειρόμενα νομικά ζητήματα συνιστούν μείζονα ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας και άπτονται της ασφάλειας και του αισθήματος δικαίου, εφόσον ο προσδιορισμός από το Εφετείο του άρθρου 25 ως καθαρά διαδικαστικής πρόνοιας δεν περιλαμβάνει εξέταση των συνεπειών που τέτοιος προσδιορισμός επιφέρει σε κεκτημένα δικαιώματα. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι διάδικοι που λανθασμένα καταχώρισαν εφέσεις δυνάμει του άρθρου 25 του Νόμου όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο καταχώρισης της έφεσης, ενδέχεται να βρεθούν σε καλύτερη θέση από διάδικους οι οποίοι ορθά τότε δεν καταχώρισαν έφεση, δηλαδή ότι «επιβραβεύονται οι διάδικοι που καταστρατήγησαν τον Νόμο που ίσχυε».

Οι λόγοι ένστασης της Καθ’  ης συνοψίζονται ως ακολούθως:

(i)      Η απόφαση του Εφετείου στηρίχθηκε σε πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν προκύπτουν νομικά θέματα που να χρήζουν επίλυσης από το Ανώτατο Δικαστήριο.

(ii)     Με την Αίτηση ζητείται εμμέσως η απόκλιση από δεσμευτικό προηγούμενο.

(iii)   Δεν εγείρεται ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης.

(iv)      Το επιχείρημα ότι κάποιοι διάδικοι θα βρεθούν σε καλύτερη θέση από διάδικους οι οποίοι δεν είχαν καταχωρίσει έφεση δεν ισχύει και εν πάση περιπτώσει αυτό έχει κριθεί σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης για παραμερισμό της ειδοποίησης έφεσης, το Εφετείο έκρινε σκόπιμο όπως, πριν αποφασιστεί κατά πόσο η αίτηση είναι εφέσιμη επί της ουσίας, εξετάσει πρώτα το ζήτημα του κατά πόσο το άρθρο 25 του Ν.14/60 έχει αναδρομική ισχύ. Θεωρούμε πως ενόψει του ότι η αίτηση και η έφεση είχαν καταχωριστεί καθ’  ον χρόνο βρισκόταν σε ισχύ το άρθρο 25 του Ν.14/60, το οποίο επέτρεπε την καταχώριση έφεσης κατά ενδιάμεσης απόφασης μόνον εφόσον αυτή ήταν απολύτως καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων, θα έπρεπε να αποφασιζόταν πρώτα αυτό το ζήτημα. Τυχόν θετική κατάληξη επί τούτου θα επισφράγιζε την τύχη της αίτησης, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης τροποποίησης του άρθρου 25, ενώ ζήτημα αναδρομικής ισχύος του άρθρου 25 εγειρόταν μόνο σε περίπτωση αρνητικής κατάληξης επί τούτου.

Κατά την εξέταση του κατά πόσο το άρθρο 25 του Ν.146(Ι)/2022 έχει αναδρομική ισχύ, το Εφετείο έκανε μια απλή αναφορά στη νομολογία που αφορούσε την ερμηνεία του ποιες αποφάσεις ήταν απολύτως καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων, χωρίς, όπως έχει ήδη λεχθεί, να εξετάσει το ζήτημα στην υπό κρίση περίπτωση. Ακολούθως παρέπεμψε στην απόφαση Hazlewood (ανωτέρω) προς υποστήριξη της θέσης ότι το άρθρο 25, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.146(Ι)/2022, έχει αναδρομική ισχύ λόγω της διαδικαστικής φύσης αυτής της διάταξης. Το Εφετείο παρέπεμψε και σε μια δική του απόφαση Aristotelous (Construction) Ltd v. Ch. and Maouris Company Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. Ε169/2020, ημερ. 12.12.2023, στην οποία προέβη στην ίδια κατάληξη.

Το Εφετείο προέβη στη διαπίστωση για την αναδρομική ισχύ του άρθρου 25 του Ν.14/60, με μοναδική αναφορά στην απόφαση Hazlewood (ανωτέρω). Βασικά ασχολήθηκε με το ζήτημα του κατά πόσο μια νομοθετική πρόνοια είναι διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου έχει αναδρομική ισχύ, χωρίς να εξεταστούν οι συνέπειες που τέτοια ισχύς δυνατόν να έχει στους διάδικους. Οι συνέπειες, όπως προβάλλει η Αιτήτρια, αφορούν στο ότι κατά τον χρόνο ισχύος του άρθρου 25 το δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσης απόφασης ήταν περιορισμένο και επομένως δεν επέτρεπε σε κάποιες περιπτώσεις να καταχωριστεί έφεση κατά τέτοιας ενδιάμεσης απόφασης. Σύμφωνα με την Αιτήτρια, όσοι διάδικοι δεν καταχώρισαν έφεση προς ορθή συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου, έχασαν το πλεονέκτημα που θα είχαν αν την καταχωρούσαν (έστω και αν δεν δικαιούνταν) και θα επωφελούνταν της παρόδου του χρόνου μέχρι την εκδίκαση της έφεσης όταν και κατά τον χρόνο εκείνο θα τους αναγνωριζόταν τέτοιο δικαίωμα. Βασικά τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η καταχώριση έφεσης εναντίον ενδιάμεσης απόφασης καθ’  ον χρόνο βρισκόταν σε ισχύ το άρθρο 25 του Ν.14/60 δυνάμει του οποίου αυτή δεν ήταν επιτρεπτή επειδή η απόφαση δεν ήταν απολύτως καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων, μπορεί να θεωρείται νομότυπη επειδή κατά τον χρόνο εκδίκασης της ισχύει το άρθρο 25 του Νόμου, ως τροποποιήθηκε και το οποίο επιτρέπει την καταχώριση έφεσης εναντίον οποιασδήποτε ενδιάμεσης απόφασης.

Για σκοπούς της παρούσας Αίτησης και χωρίς βεβαίως να αποφαινόμαστε επί της ουσίας του ζητήματος, επισημαίνουμε ότι η απόφαση Hazlewood (ανωτέρω) δεν ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα, ούτως ώστε να μπορεί να λεχθεί δίχως άλλο ότι αυτό έχει αποφασιστεί και αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία.

Στην εν λόγω υπόθεση γίνεται παραπομπή στο σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 222, στο οποίο, σε πρόχειρη μετάφραση, αναφέρονται τα εξής:

«Δικονομικές πράξεις

 

Το τεκμήριο εναντίον της ερμηνείας της αναδρομικότητας, δεν έχει εφαρμογή σε νομοθετήματα που επηρεάζουν μόνο τη δικονομία και πρακτική των δικαστηρίων. Κανένα πρόσωπο δεν έχει κεκτημένο δικαίωμα σε οποιαδήποτε διαδικασία, εκτός από το δικαίωμα δίωξης και υπεράσπισης κατά τον προβλεπόμενο κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, τρόπο, υπό ή ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου, και αν οποιαδήποτε νομοθεσία τροποποιεί τον τρόπο διαδικασίας, μπορεί μόνο να ενεργήσει σύμφωνα με την τροποποιημένη διαδικασία. Δικονομικές τροποποιήσεις έχουν πάντοτε αναδρομική ισχύ, εκτός αν υπάρχει καλή αιτία περί του αντιθέτου.»

 

          (Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, θεωρούμε ότι το ζήτημα που εγείρεται στην υπό εξέταση περίπτωση είναι αμιγώς νομικό, χρήζει ορθής ερμηνείας και αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας σημασίας, για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του δικαίου, αναφορικά με το δικαίωμα άσκησης έφεσης σε ενδιάμεσες αποφάσεις. Σαφώς το ζήτημα προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, παρά την πορεία που ακολούθησε με την παράλειψη εξέτασης του κατά πόσο η έφεση ήταν απολύτως καθοριστική των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.

Παρόλο που το πρώτο νομικό θέμα στην Αίτηση δεν τίθεται με την απαιτούμενη σαφήνεια, εντούτοις αυτό που στην ουσία εγείρεται και δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για εκδίκαση σε τρίτο βαθμό διαμορφώνεται ως εξής:

«Ερώτημα: Έφεση κατά ενδιάμεσης απόφασης η οποία δεν είναι απολύτως καθοριστική των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα και καταχωρίστηκε όταν ίσχυε ο Ν.109(Ι)/2017, καθίσταται παραδεκτή μετά τη θέσπιση του Ν.146(Ι)/2022

Στο πλαίσιο του πρώτου νομικού θέματος, στην αιτιολογία αυτού, πέραν της θέσης ότι οι αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το Εφετείο για να αποφασίσει την αναδρομικότητα του Νόμου δεν ασχολήθηκαν με τις συνέπειες αυτής, προβάλλεται η εισήγηση της Αιτήτριας ότι αν ήθελε κριθεί ότι αυτές εξέτασαν το ανωτέρω ζήτημα, τότε καλεί το Ανώτατο Δικαστήριο να καταλήξει διαφορετικά.

Αυτή η τοποθέτηση απολήγει στην εισήγηση πως σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το άρθρο 25 έχει αναδρομική ισχύ, κατ’ επίκληση της απόφασης Hazlewood (ανωτέρω), τότε θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο δικαιολογείται να αποστούμε από την ανωτέρω νομολογία. Όπως τέθηκε, αυτό το ζήτημα δεν αποτελεί ξεχωριστό νομικό θέμα αλλά εισήγηση στο πλαίσιο της αιτιολογίας του τεθέντος νομικού θέματος, χωρίς οποιαδήποτε ανάλυση. Η επιφύλαξη του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/64 απαιτεί τον σαφή προσδιορισμό των νομικών θεμάτων και ο Κανονισμός 9 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023 απαιτεί όπως τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου εκτίθενται σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους με ξεχωριστή αιτιολογία. Το αίτημα να αποστούμε από την υφιστάμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λόγω ακριβώς και της σημασίας του, θα έπρεπε να αποτελεί αυτοτελές νομικό θέμα με τη δική του αιτιολογία.

Το δεύτερο θέμα δεν αφορά σε νομικό ζήτημα αλλά στην ορθότητα της απόφασης του Εφετείου λόγω της παράλειψης του να εξετάσει το ζήτημα του κατά πόσο η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση ήταν απόλυτα καθοριστική για τα δικαιώματα της Εφεσείουσας. Είναι σαφές ότι κατά την άσκηση της τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας του το Ανώτατο Δικαστήριο δεν λειτουργεί ως εφετείο τρίτου βαθμού κατά της απόφασης του Εφετείου. Ως τέτοιο δεν δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας.

Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, παρέχεται άδεια δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/64 για να αποφασιστεί το πρώτο νομικό θέμα όπως αυτό έχει διαμορφωθεί ανωτέρω.

Τα έξοδα της Αίτησης επιφυλάσσονται.

Η Αιτήτρια να επιδώσει αντίγραφο της Έκθεσης Νομικών Θεμάτων μαζί με την συνταγμένη απόφαση στην Καθ’  ης η Αίτηση.

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

         

 

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο