ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                                    (Πολιτική Αίτηση Αρ. 70/2024)

(i-justice)

8 Ιουλίου, 2024

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ ΔΕΠΕ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΕ 223315, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟΥ 13, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟ ΚΩΡΤ, 2ος ΟΡΟΦΟΣ, 8010 – ΠΑΦΟΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/05/2023 ΠΟΥ ΕΠΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΠΟΙΝΗ, ΗΤΟΙ ΠΡΟΣΤΙΜΟ €19.000,00 (ΔΕΚΑ ΕΝΝΕΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΗΝ 31/07/2023 ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/06/2023, ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/05/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ, Ν.188(Ι)/2007 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

________________________________________________________________

Χρ. Π. Κινάνης με κ. Κ. Αποκίδη, για Kinanis LLC, για την Αιτήτρια.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Μ. Δρυμιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ και Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. 

________________________________________________________________

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με άδεια που δόθηκε στις 30/4/2024, από το παρόν Δικαστήριο, (Πολιτική Αίτηση Αρ. 57/2024) καταχωρήθηκε η παρούσα Αίτηση. Μέσω της, επιζητείται η έκδοση Εντάλματος, φύσεως Certiorari, για ακύρωση της Απόφασης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ημερ. 29/5/2023, που επέβαλε στην Αιτήτρια ποινή, ήτοι πρόστιμο €19.000, ως επίσης και την ακύρωση της Απόφασης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ημερ. 30/5/2022, στην οποία στηρίζεται η Απόφαση επιβολής προστίμου στην Αιτήτρια, ημερ. 29/5/2023, που εκδόθηκε με βάση το Νόμο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, Ν. 188(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε.

 

Η Αίτηση διά κλήσεως καταχωρίστηκε και επιδόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως φίλο του Δικαστηρίου (amicus curiae)[1], ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου. Ο τελευταίος εκπροσωπούμενος από την κα Ε. Παπαγεωργίου,  την κα Μ. Δρυμιώτη και τον Σ. Καρασαμάνη, καταχώρισε Γραπτή Αγόρευση στην οποία παρατίθενται οι θέσεις της Δημοκρατίας.

 

Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι αποκαλύπτετο συζητήσιμη υπόθεση, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, όπως αυτά αναδύονται από την Ένορκη Δήλωση του Ιωάννη Παπαζαχαρία και προκύπτουν από το σύνολο των Τεκμηρίων τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω Ένορκη Δήλωση.

 

Η Αιτήτρια είναι Δικηγορική Εταιρεία εγγεγραμμένη στο δικηγορικό μητρώο και προσφέρει δικηγορικές υπηρεσίες στο πλαίσιο του περί Δικηγόρων Νόμου,     Κεφ. 2, καθώς και διοικητικές υπηρεσίες σύμφωνα με τον περί Ρύθμισης των Επιχειρήσεων Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2012 (Ν. 196(Ι)/2012).

 

Στις 13/4/2021 το Τμήμα Εποπτείας και Συμμόρφωσης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (εφεξής ΠΔΣ) απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Αιτήτρια για επιτόπιο εποπτικό έλεγχο στα γραφεία της, με βάση το                   Ν. 188(Ι)/2007.

 

Ο πρώτος επιτόπιος εποπτικός έλεγχος έγινε από Λειτουργούς/Υπαλλήλους του ΠΔΣ στις 19/4/2021 και συνεχίστηκε στις 26/4/2021 και 20/5/2021.

 

Στη διάρκεια των εν λόγω ελέγχων οι Λειτουργοί του ΠΔΣ προχώρησαν σε εξέταση συγκεκριμένων φακέλων που διατηρούσε η Αιτήτρια για τους πελάτες της και περισυνέλλεξαν αριθμό εγγράφων/αντιγράφων από τους εν λόγω φακέλους.

 

Χωρίς οιαδήποτε άλλη επικοινωνία και χωρίς να δοθεί στην Αιτήτρια οποιαδήποτε γραπτή ή άλλη ενημέρωση για τα αποτελέσματα των ερευνών, όπως αναμένετο και δηλώθηκε προφορικά από τους Λειτουργούς στον Ι. Παπαζαχαρία, περίπου οκτώ μήνες μετά τον επιτόπιο έλεγχο, ήτοι στις 17/1/2022, το Συμβούλιο του ΠΔΣ εξέδωσε Κατηγορητήριο εναντίον της Αιτήτριας, το οποίο της απέστειλε στις 18/1/2022.

 

Το εν λόγω Κατηγορητήριο εξέδωσε και υπέγραφε για λογαριασμό του Συμβουλίου του ΠΔΣ ο Πρόεδρος αυτού.

 

Με βάση το Κατηγορητήριο, η Αιτήτρια καλείτο να υποβάλει έγγραφες προτάσεις ενώπιον του Συμβουλίου του ΠΔΣ σε 15 μέρες από την ημερομηνία επίδοσης του Κατηγορητηρίου.

 

 Η Αιτήτρια, χωρίς να έχει πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό, συμμορφούμενη με το πιο πάνω χρονοδιάγραμμα, απέστειλε στις 26/1/2022 στο Συμβούλιο του ΠΔΣ τις Γραπτές της Παραστάσεις αναφορικά με το Κατηγορητήριο, στο πλαίσιο των οποίων είχε εγείρει, προδικαστικά, συγκεκριμένα ζητήματα. Συγκεκριμένα είχαν τεθεί τα ακόλουθα ζητήματα:

 

(α) Η διαδικασία που εγέρθηκε με το Κατηγορητήριο είναι πειθαρχική και θα έπρεπε να τυγχάνουν κατ' αναλογία, οι θεσμοθετημένες πειθαρχικές διαδικασίες όπως συμβαίνει με τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, οι οποίες διασφαλίζουν τις βασικές αρχές για δίκαιη δίκη και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και προστατεύουν το δικαίωμα του κατηγορούμενου να γνωρίζει τη μαρτυρία εναντίον του, να ακουστεί και να προβάλει δεόντως την υπεράσπισή του.

 

(β) Θα έπρεπε να είχε τεθεί στη διάθεση της Αιτήτριας το μαρτυρικό υλικό ώστε να είναι σε θέση να απαντήσει ειδικά και κατάλληλα την υπεράσπισή της και να τύχουν σεβασμού τα Συνταγματικά δικαιώματα και αρχές που ισχύουν και προστατεύουν το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε μια δίκαιη δίκη έναντι των προσαχθεισών κατηγοριών. Η διατύπωση των κατηγοριών δεν ήταν επαρκής ώστε να λάβει η κατηγορούμενη πλήρη γνώση των λεπτομερειών των αδικημάτων.

 

(γ) Η διαδικασία που υιοθετήθηκε και ακολουθείται από το Συμβούλιο του ΠΔΣ και η σχετική πειθαρχική διαδικασία όπου υιοθετήθηκε, λειτουργούν κατά παράβαση των Συνταγματικά κατοχυρωμένων Αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης και Αμεροληψίας.

 

Με τις Γραπτές της Παραστάσεις η Αιτήτρια ζήτησε, σε περίπτωση που θα προχωρήσει η διαδικασία εναντίον της, να παρουσιαστεί ενώπιον του Συμβουλίου του ΠΔΣ και να ακουστεί προσωπικά, γεγονός που αγνοήθηκε και δεν απαντήθηκε.

Χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία και χωρίς το Συμβούλιο του ΠΔΣ να λάβει υπόψη και να αποφασίσει επί των προδικαστικών ενστάσεων της Αιτήτριας και χωρίς να της δοθεί οποιαδήποτε απάντηση στα αιτήματά της, στις 30/5/2022 με σχετική Απόφαση που υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του ΠΔΣ, η Αιτήτρια κρίθηκε ένοχη στις Κατηγορίες 2, 3 και 4 του Κατηγορητηρίου.

 

Το Συμβούλιο του ΠΔΣ με επιστολή του ημερ. 8/11/2022 γνωστοποίησε την Απόφαση Καταδίκης στην Αιτήτρια, την οποία επέδωσε στις 8/12/2022 και κάλεσε την Αιτήτρια να προβεί σε οποιαδήποτε σχόλια και/ή παρατηρήσεις ώστε να ληφθούν υπόψη για μετριασμό της ποινής, εντός 10 ημερών από την επίδοση της εν λόγω επιστολής.

 

Στη βάση αυτού η Αιτήτρια στις 19/12/2022 ετοίμασε και απέστειλε γραπτώς τις σχετικές παραστάσεις της για μετριασμό της ποινής.

 

Στις 29/5/2023 το Συμβούλιο του ΠΔΣ εξέδωσε την Απόφαση του για επιβολή ποινής και επέβαλε στην Αιτήτρια συνολικό πρόστιμο €19.000.

 

Επανέρχομαι στου Λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι υφίσταται συζητήσιμη υπόθεση. Πρόκειται για τους ακόλουθους Λόγους:

(Α) Το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε κατά παράβαση των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης, ήτοι, κατά παράβαση των προνοιών του Συντάγματος, Άρθρα 12.5 και 30, ως επίσης και του Άρθρου 59(6)(α)(ii)(αα) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν. 188(Ι)/2007, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να στερηθεί πλήρους και δίκαιης ευκαιρίας να ακουστεί και να έχει μια δίκαιη δίκη.

 

(Β) Το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε κατά παράβαση της Αρχής της Αμεροληψίας και κατά συνέπεια κατά παράβαση των αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο Άρθρο 12 και 30 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε ως Κατήγορος και ως Δικαστής της υπόθεσης, κατά παράβαση της Αρχής της Αμεροληψίας και/ή της αρχής «ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων».

 

(Γ) Η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η ποινή που επιβλήθηκε στην Αιτήτρια έγιναν με βάση αντισυνταγματικό Νόμο σε σχέση με τους δικηγόρους, δικηγορικές εταιρείες και Εταιρείες Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών των Δικηγόρων (ΕΠΔΥ), Ν. 188(Ι)/2007, ο οποίος παραβιάζει τα Άρθρα 28 και 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί δεν παρέχει στους δικηγόρους, δικηγορικές εταιρείες και τις ΕΠΔΥ αποτελεσματική δικαστική προστασία και πρόσβαση στα Δικαστήρια για διάγνωση των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές.

 

Εν πρώτοις κρίνεται σκόπιμο να διασαφηνιστεί η δικαιοδοτική πτυχή στην υπό κρίση Αίτηση, ήτοι κατά πόσο η προνομιακή διαδικασία συνιστά, στην προκείμενη περίπτωση, το κατάλληλο ένδικο μέσο για σκοπούς ελέγχου της υπό συζήτηση Απόφασης του Συμβουλίου του  ΠΔΣ.

 

Οι δικηγόροι και εταιρείες δικηγόρων είναι λειτουργοί της δικαιοσύνης ως προβλέπεται στο Άρθρο 15[2], αλλά και στο Άρθρο 17(13)[3] των περί Δικηγόρων Νόμων, Κεφ. 2, που αφορούν στην πειθαρχική ευθύvη δικηγόρoυ και στα πειθαρχικά αδικήματα και διαδικασία, αντίστοιχα.

Το Συμβούλιο του ΠΔΣ, με βάση το Άρθρο 59(1)(ε) του Ν. 188(Ι)/2007, είναι η Εποπτική Αρχή για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των δικηγόρων, δικηγορικών εταιρειών και Εταιρειών Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών (ΕΠΔΥ) που ελέγχονται από δικηγόρους. Στη βάση του εδαφίου (4) του ιδίου Άρθρου του Νόμου, η διεκπεραίωση της εποπτείας αυτής από το Συμβούλιο του ΠΔΣ διενεργείται δυνάμει εκδοθέντων οδηγιών που δεσμεύουν τα άτομα που υπόκεινται στην εποπτεία αυτή[4]. Ενώ στην υποπαράγραφο 6(α)(ιι)(αα) του Άρθρου αυτού προβλέπεται και η δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου μέχρι και €1.000.000.

 

Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των δικηγόρων έχουν δικαστικό χαρακτήρα λόγω της συνάφειας του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256:

 

 “The association of the legal profession with the administration of justice was held in Cyprus, as in other jurisdictions, sufficient to attach the imprint of judicial proceedings upon proceedings for the discipline of advocates.”

 

      (Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη)

 

«Η συνάφεια του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης κρίθηκε στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες, ικανή να προσδώσει δικαστικό χαρακτήρα στη διαδικασία για την κρίση της πειθαρχικής ευθύνης των δικηγόρων.»

 

 

 Στην ίδια υπόθεση λέχθηκε, επίσης, ότι:

 

  

It is the association of the legal profession with the administration of justices that colours proceedings against advocates with the characteristics of judicial proceedings.

 

 

Με βάση τη σχετική νομολογία, οι δικηγόροι θεωρούνται αξιωματούχοι του Δικαστηρίου και τα πειθαρχικά τους ζητήματα είναι άρρηκτα συνυφασμένα με την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης.

 

Στην υπόθεση In the matter CD an advocate (1969) 1 C.L.R. 561 λέχθηκε από το Δικαστή Τριανταφυλλίδη (όπως ήταν τότε): 

“……advocates are officers of the Court and disciplinary matters concerning them are considered as being related to the administration of justice….”

 

 

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με τον Μ.Ι. Δικηγόρο (2001)                       1 Α.Α.Δ. 702, «Είναι από τα πιο πάνω σαφές ότι η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων συνιστά δικαστική διαδικασία».

 

Πειθαρχικές αποφάσεις εναντίον δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων που εκδίδονται με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, με βάση το Άρθρο 17(5) του εν λόγω Νόμου[5] υπόκεινται σε έφεση.

 

Δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόνοια για έφεση στο Ν. 188(Ι)/2007 ο οποίος είναι Νόμος μεταγενέστερος του περί Δικηγόρων Νόμου, ειδικός, και αφορά στην Παρεμπόδιση και Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και εφαρμόζεται σε σχέση με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και γενεσιουργά αδικήματα[6]. Προβλέπεται, μόνο, η δυνατότητα άσκησης προσφυγής στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου. Συγκεκριμένα στη δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 59 (6Α) (α) του Νόμου διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δημοσιεύει, χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό της  τόπο τις σχετικές πληροφορίες και μεταγενέστερες πληροφορίες για την έκβαση της προσφυγής, καθώς και κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου: »

                                  (Ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

Ωστόσο, όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε τόσο από μέρους των δικηγόρων του Αιτητή όσο και των δικηγόρων που εκπροσώπησαν το Γενικό Εισαγγελέα, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο ΠΔΣ δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στις υποθέσεις Papacharalambous and Others v. The Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, Papacharalambous and Another v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 342 και Παπακόκκινου v. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υπόθεση Αρ. 455/2007, ημερ. 1/9/2009, αποφασίστηκε ότι «ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος είναι σύνδεσμος επαγγελματιών που προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς αλλά δεν είναι ως εκ της φύσεως του όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία με την έννοια του Άρθρου 146 διότι δεν υπάρχει ούτε ρητή νομοθετική διάταξη που καθιστά τις λειτουργίες τέτοιου συνδέσμου θέμα δημοσίου δικαίου, ούτε και πληρεί τις προϋποθέσεις που το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας αποφάσισε ως απαραίτητες για να δύναται να θεωρηθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως κρατικός έλεγχος επ’ αυτού ή τέτοια έκταση δυνάμεως δημοσίου δικαίου πάνω στην οργάνωση και λειτουργία του ώστε να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως δημόσια υπηρεσία»[7].

 

Στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Λοϊζίδης v. (1) Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος κ.ά., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 5/2018, ημερ. 20/11/2023, επαναλήφθηκε η μη διοικητική ή εκτελεστική λειτουργία του ΠΔΣ. Το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω Απόφαση είναι σχετικό:

 

«Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, ως εκ της φύσης του, δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη που να καθιστά τις λειτουργίες του θέμα δημοσίου δικαίου ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς και συνεπώς δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Βλ., επίσης, Papacharalambous and others v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, Papacharalambous and others v. The Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 και Παπακόκκινου ν. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υπόθεση αρ. 455/2007, ημερ. 1.9.2009).»

 

 

 

Όπως πολύ εύστοχα τέθηκε από πλευράς των ευπαίδευτων συνηγόρων που εμφανίστηκαν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, απότοκο της θεώρησης των δικηγόρων ως αξιωματούχων του Δικαστηρίου που συμμετέχουν στην απονομή της Δικαιοσύνης ως λειτουργοί της είναι, ασφαλώς, η αναγωγή της πειθαρχικής εξουσίας στους δικηγόρους σε δικαστικής φύσεως εξουσία σε αντιδιαστολή με τη διοικητική και/ή εκτελεστική εξουσία.

 

Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι αν το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε στην περίπτωση εφαρμογής του Ν. 188(Ι)/2007 ως οιονεί Δικαστήριο, προκειμένου παραδεκτά η απόφαση του να υποβάλλεται στη διαδικασία του Άρθρου 154 του Συντάγματος και, συνεπακόλουθα, στο Προνομιακό Ένταλμα Certiorari. Για τους σκοπούς εξέτασης του εν λόγω ζητήματος θα πρέπει να γίνει αναφορά στα ακόλουθα γεγονότα.

 

Με βάση το Άρθρο 59(4), ως Εποπτική Αρχή για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των δικηγόρων, δικηγορικών εταιρειών και Εταιρειών Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών (ΕΠΔΥ) που ελέγχονται από δικηγόρους, το Συμβούλιο του ΠΔΣ, αρχής γενομένης από το 2005, εξέδωσε σχετική Οδηγία προς τα Μέλη του αναφορικά με την καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, με τίτλο «Οδηγία προς τα Μέλη του ΠΔΣ αναφορικά με την Καταπολέμηση Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως η «Βασική Οδηγία»).

 

Η εν λόγω Βασική Οδηγία κατά τη διάρκεια των ετών από το 2005 τροποποιείται σταδιακά, με την τροποποίηση του 2019 να εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση.

 Επιπρόσθετα της Βασικής Οδηγίας, περί τον Ιανουάριο του 2014 το Συμβούλιο του ΠΔΣ και πάλι μέσα στο πλαίσιο του Άρθρου 59(4) του Ν. 188(Ι)/2007 ως Εποπτική Αρχή, εξέδωσε σχετική Οδηγία (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως η «Εξειδικευμένη Οδηγία»), προς τα Μέλη του με τίτλο «ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΠΔΣ (α) Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου (β) Πειθαρχική Διαδικασία».

 

Με αυτή την Εξειδικευμένη Οδηγία το Συμβούλιο του ΠΔΣ καθόρισε τη διαδικασία του Εποπτικού Ελέγχου με βάση το Ν. 188(Ι)/2007, ως επίσης καθόρισε σχετική Πειθαρχική Διαδικασία σε περίπτωση που τα Μέλη του παράβαιναν τις οδηγίες του (Βασική Οδηγία), ή το Ν. 188(Ι)/2007. Περαιτέρω η Εξειδικευμένη Οδηγία προβλέπει ότι για σκοπούς ελέγχου της συμμόρφωσης, διεξάγονται επιτόπιοι έλεγχοι από Λειτουργούς, οι οποίοι υπάγονται στο Τμήμα Εποπτείας και Συμμόρφωσης του ΠΔΣ και διεξάγουν έρευνα ώστε να ετοιμάσουν πόρισμα/έκθεση με τα ευρήματα τους ως προς τη συμμόρφωση των εποπτευόμενων μελών.

 

Στο Άρθρο 5 της Εξειδικευμένης Οδηγίας περιγράφεται η «Πειθαρχική Διαδικασία» η οποία ακολουθείται με βάση την Οδηγία σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή παράβασης του «Εποπτευόμενου»[8] με οποιεσδήποτε πρόνοιες του Νόμου και της Οδηγίας. Το Άρθρο 5.1 που ακολουθεί έχει ως ακολούθως:

«Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Εποπτευομένου με οποιεσδήποτε πρόνοιες του Νόμου ή/και Οδηγίες ή/και με τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας Οδηγίας ή/και σε περίπτωση μη ανταπόκρισής του σε ειδοποίηση του Λειτουργού για διεξαγωγή Επιτόπιου Εποπτικού Ελέγχου ή Επανελέγχου ή/και παρεμπόδισης ή παρεμβολής προσκομμάτων στην διεξαγωγή του Επιτόπιου Εποπτικού Ελέγχου ή Επανελέγχου ή σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με τις υποδείξεις του Λειτουργού που κοινοποιούνται στον Εποπτευόμενο μέσω της Έκθεσής του, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει όπως προχωρήσει σε έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας και να ετοιμάσει ή/και εγκρίνει σχετικό Κατηγορητήριο εναντίον του Εποπτευόμενου.»

 

 

Σε περίπτωση δε διαπίστωσης παράβασης του Νόμου 188(Ι)/2007 ή των Οδηγιών του αναφορικά με την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου από τους Εποπτευόμενους του, το Συμβούλιο του ΠΔΣ, αφού ακολουθήσει τη διαδικασία που καθόρισε με την Εξειδικευμένη Οδηγία, επιβάλλει σχετικές ποινές. Ο Νόμος 188(Ι)/2007  περιγράφει τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται ως διοικητικά πρόστιμα. Μεταξύ άλλων, παρέχεται η δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου μέχρι ποσού €1.000.000 και ανάκλησης ή αναστολής της άδειας για άσκηση του επαγγέλματος του Εποπτευόμενου[9].

Οι δυνατότητες του ΠΔΣ, ως διαμορφώνονται στο πλαίσιο του σχετικού Νόμου και της Εξειδικευμένης Οδηγίας, αποκαλύπτουν την πειθαρχική φύση της ακολουθούμενης διαδικασίας. Όπως ορθά επεσήμαναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσωπούν το Γενικό Εισαγγελέα, δεν είναι εν προκειμένω τυχαία και η ονομασία της ακολουθουμένης διαδικασίας ως τέτοιας στην Εξειδικευμένη Οδηγία που εξεδόθη και στη βάση της οποίας προέκυψε η υπό έλεγχο Απόφαση του ΠΔΣ[10].

 

Ως εκ τούτου και σε συμφωνία με τα όσα υποστηρίχθηκαν και από τις δύο πλευρές, ό,τι προκύπτει στην υπό συζήτηση περίπτωση είναι η πρόσδοση στο Συμβούλιο του ΠΔΣ πειθαρχικών αρμοδιοτήτων εν σχέση με την ειδική υπό εξέταση Νομοθεσία, πέραν της γενικής πειθαρχικής εξουσίας την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΠΔΣ, που προβλέπεται στον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, κέκτηται.

 

Έχει ήδη γίνει αναφορά σε αποφάσεις στις οποίες κρίθηκε ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των δικηγόρων έχουν δικαστικό χαρακτήρα λόγω της συνάφειας του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης. Η πάγια αυτή νομολογία η οποία αφορά στην πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, ήτοι του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΠΔΣ με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, κατά την κρίση μου, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν και στην υπό συζήτηση περίπτωση σε όση έκταση το Συμβούλιο του ΠΔΣ δρα ως πειθαρχικό σώμα και ασκεί πειθαρχική εξουσία κατά των δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων στο πλαίσιο του Νόμου 188(Ι)/2007. Δρώντας, δε, ως τέτοιο, οφείλει να ενεργεί με όρους πειθαρχικού σώματος ενσωματώνοντας πλήρως τις πρόνοιες των Άρθρων 12.5 και 30 του Συντάγματος και κατοχυρώνοντας πλήρως τα εχέγγυα της δίκαιης και αμερόληπτης δίκης για προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εποπτευόμενων του.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου και η ακρόαση της εκάστοτε υπόθεσης ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διεξάγεται, κατά το δυνατόν, με τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής δίκης που εκδικάζεται συνοπτικά (βλ. Αναφορικά με το Μ. Π. Δικηγόρο (2012) 1Γ Α.Α.Δ 2598). Τα θεμελιακά δικαιώματα που διασφαλίζονται από το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 30 του Συντάγματος, όπως και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, τα εχέγγυα μιας ακριβοδίκαιης δίκης αφορούν και τις πειθαρχικές διαδικασίες (Petrou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 203, Παπαφώτη ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1302, Μαλλιώτης κ.ά. ν. ΕΔΥ κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 227).  Το πειθαρχικά διωκόμενο άτομο έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε άτομα που διώκονται ποινικά (βλ. Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/2014, ημερ. 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:C71). Ο Κατηγορούμενος στην πειθαρχική δίκη έχει τα ίδια δικαιώματα υπεράσπισης όπως ο Κατηγορούμενος στην ποινική δίκη, ήτοι εκείνα που καθορίζονται στο Άρθρο 12.5 του Συντάγματος. Σε κάθε, δε, πειθαρχική δίκη η τήρηση των εχεγγύων του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος επιβάλλεται                         (βλ. Αναφορικά με το Μ. Χ. Δικηγόρο (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 442).

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134:

«Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε εξαρχής ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε άτομο που διώκεται ποινικά – (βλ. Andreas A. Markoullides and The Republic (Public Service Commission)                 3 R.S.C.C. 30. Nicos Kalisperas and The Republic (Public Service Commission) and Another 3 R.S.C.C. 146). Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Nicolaos D. Haros and The Republic (Minister of the Interior)              4 R.S.C.C. 39, αναγνωρίζει την επενέργεια των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, σ’ όλη την έκτασή τους, στο πεδίο της πειθαρχικής διαδικασίας. Κανόνες που συνταυτίζονται, όπως διαπιστώνεται, με τις διασφαλίσεις του Άρθρου 12 του Συντάγματος:- (σελ. 44)………………………….»

 

Στην υπόθεση Παπασάββα (ανωτέρω), με παραπομπή στην υπόθεση της Ολομέλειας στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485,    αναφέρθηκαν τα εξής: 

 

«Το Δικαστήριο κατέληξε, μετά από εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία (κυπριακή και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), ότι καμιά κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί σε άτομο για ποινικό ή πειθαρχικό παράπτωμα έξω από το πλαίσιο της ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας, προσαρμοσμένης στις διατάξεις του Άρθρου 12 του Συντάγματος

 

 

Ουσιώδες ζήτημα που προκύπτει στην υπό συζήτηση περίπτωση είναι αν με την ακολουθητέα διαδικασία έχουν παραβιασθεί οι Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης και η Αρχή της Αμεροληψίας. Συγκεκριμένα η Αιτήτρια υποστήριξε ότι το Συμβούλιο του ΠΔΣ εφάρμοσε διαδικασία που παραβιάζει κατάφορα την Αρχή της Αμεροληψίας αφού ταυτόχρονα ήταν Ερευνητής της υπόθεσης, ενώ ενήργησε και ως Κατήγορος και Κριτής.

 

Γνωστή είναι η αρχή δικαίου σύμφωνα με την οποία κανένας δεν μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης, ούτε και βέβαια κατήγορος μπορεί παράλληλα να είναι και κριτής του κατηγορουμένου. Οι αρχές του φυσικού δικαίου απαγορεύουν τη σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων είτε του κατήγορου και του κριτή, είτε του μάρτυρα και του κριτή.

 

Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393, στην οποία παρέπεμψε η Αιτήτρια, το Δικαστήριο θεώρησε τη συμμετοχή του Δημάρχου, που ήταν το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία, παράβαση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης. Στην εν λόγω υπόθεση, αφού υπογραμμίστηκε ότι οι Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης στοιχειοθετούν το πλαίσιο της πειθαρχικής δίκης, τονίστηκε ότι ο Κατήγορος δεν μπορεί συγχρόνως να είναι και Κριτής του Κατηγορούμενου[11].

 

Στην υπόθεση Γιόκαρη ν. Δήμου Στροβόλου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2494, υπογραμμίστηκε ότι, «Η σύμπτωση των δύο ιδιοτήτων του κατήγορου και του κριτή, καταλήγει στη μη εξασφάλιση του τεκμηρίου της αμεροληψίας, απαραίτητου προσόντος για την άσκηση των καθηκόντων του κριτή στην πειθαρχική δίκη».

 

Απόλυτα σχετική με το ζήτημα της Αρχής της Μεροληψίας είναι η υπόθεση του ΕΔΑΔ στην Kamenos v. Cyprus, No. 147/2007, 31/10/2017. Στην υπόθεση αυτή ο Αιτητής απολύθηκε από τη θέση του ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών λόγω καταγγελιών εναντίον του για απρεπή συμπεριφορά. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, κατόπιν ακροαματικής πειθαρχικής διαδικασίας βρήκε τον Αιτητή ένοχο για ανάρμοστη συμπεριφορά και του επέβαλε την ποινή του άμεσου τερματισμού της υπηρεσίας του. Ενώπιον του ΕΔΑΔ ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας που απαιτεί το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι οι ίδιοι δικαστές που συνέταξαν το κατηγορητήριο εναντίον του δίκασαν την υπόθεση και στη συνέχεια τον καταδίκασαν[12]. Το ΕΔΑΔ συμφώνησε με τον Αιτητή, επισημαίνοντας ότι ο τρόπος λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η σύνθεση του οποίου ήταν η ίδια με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες στον Αιτητή σχετικά με την αντικειμενική του αμεροληψία                       (βλ. παραγράφους 107-110)[13].

 

Είναι, επομένως, σαφές ότι ο συνδυασμός των ιδιοτήτων και λειτουργιών του «Εξεταστή/Ερευνητή» και/ή «Κατηγόρου» και/ή «Κριτή» καθιστά ένα όργανο ή σώμα μη αμερόληπτο τόσο εν τη εννοία του Άρθρου 30 του Συντάγματος όσο και εν τη εννοία του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

Στα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων και των Τεκμηρίων που έχουν επισυναφθεί στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννη Παπαζαχαρία, προκύπτει ότι το Κατηγορητήριο, το οποίο επιδόθηκε στην Αιτήτρια στις 18/1/2022 με             Αρ. Υπόθεσης 02/2022, αναφέρεται ότι αυτό εκδόθηκε από το Συμβούλιο του ΠΔΣ και υπογράφεται από τον Πρόεδρο του (βλ. Τεκμήριο 5 στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννη Παπαζαχαρία). Επίσης, στην υπό έλεγχο Απόφαση του Συμβουλίου του ΠΔΣ ημερ. 29/5/2023, με την οποία το Συμβούλιο επέβαλε στην Αιτήτρια ποινή (βλ. Τεκμήρια 2 και 9 στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννη Παπαζαχαρία), καθώς και στην Απόφαση με την οποία το Συμβούλιο έκρινε την Αιτήτρια ένοχη                            (βλ. Τεκμήρια 3 και 7 στην Ένορκη Δήλωση Ιωάννη Παπαζαχαρία), το Συμβούλιο εμφανίζεται ως Κατηγορούσα Αρχή. Η Απόφαση καταδίκης της Αιτήτριας καθώς και η Απόφαση επιβολής ποινής λήφθηκαν από το Συμβούλιο του ΠΔΣ, ενώ τις εν λόγω Αποφάσεις υπέγραψε, για λογαριασμό του Συμβουλίου του ΠΔΣ, ο τότε Πρόεδρος αυτού Χρ. Κληρίδης.  Ως εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι το Συμβούλιο του ΠΔΣ  ενήργησε τόσο ως Κατήγορος όσο και Κριτής ώστε να στοιχειοθετείται παραβίαση θεμελιωδών αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης.

 

 

Δεν είναι άνευ σημασίας στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι στην πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, Άρθρο 17 και στους περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμούς, ΚΔΠ 299/2005 και ΚΔΠ 158/2008[14] υπάρχουν ρητές πρόνοιες για διορισμό ερευνώντα λειτουργού για το σκοπό διεξαγωγής έρευνας, ο οποίος εισηγείται ή όχι την πρόσαψη κατηγοριών (παραπομπή ή μη του υπό διερεύνηση δικηγόρου σε δίκη), ενώ παρέχεται, σε οποιοδήποτε πρόσωπο, η δυνατότητα ανάθεσης εισαγγελικών καθηκόντων για τον καταρτισμό του κατηγορητηρίου ή για την εκδίκαση της υπόθεσης[15].

 

Κατ’ ακολουθίαν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι σαφές ότι το Συμβούλιο του ΠΔΣ, εκδίδοντας τις υπό κρίση Αποφάσεις, ενήργησε κατά παράβαση της Αρχής της Αμεροληψίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω δεν χρειάζεται να εξετασθούν και οι υπόλοιποι Λόγοι για τους οποίους δόθηκε άδεια.

 

Συνακόλουθα η Αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται Προνομιακό Ένταλμα Certiorari με το οποίο τόσο η Απόφαση του Συμβουλίου του ΠΔΣ, ημερ. 29/5/2023, που επέβαλε στην Αιτήτρια ποινή, ήτοι πρόστιμο €19.000, όσο και  η Απόφαση του Συμβουλίου του ΠΔΣ, ημερ. 30/5/2022, στην οποία στηρίζεται η Απόφαση επιβολής προστίμου στην Αιτήτρια, ημερ. 29/5/2023, ακυρώνονται.

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

            Δ.



[1] Βλ. Αναφορικά με το Μ.Ι. Δικηγόρο (2001) 1 Α.Α.Δ. 702, όπου τονίσθηκε, σε σχέση με την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, ότι συνιστά δικαστική διαδικασία και ότι, ως εκ τούτου, «το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων ……δεν μπορεί να είναι διάδικος στη διαδικασία, όπως και δεν θα μπορούσε κανένα άλλο Δικαστήριο να ήταν διάδικος σε οποιαδήποτε περίπτωση έφεσης από απόφαση του

[2] 15. Κάθε δικηγόρoς είvαι λειτoυργός της δικαιoσύvης και υπέχει πειθαρχική ευθύvη και υπόκειται στηv πειθαρχική διαδικασία πoυ πρovoείται στo Μέρoς αυτό.

 

[3] (13) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και σε Εταιρεία Δικηγόρων.

 

[4](4) Εποπτική Αρχή, για σκοπούς παρεμπόδισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου, εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται:

 

Νοείται ότι, στις οδηγίες που εκδίδονται από Εποπτική Αρχή καθορίζονται οι λεπτομέρειες και εξειδικεύεται ο τρόπος εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Μέρους από τα εποπτευόμενα πρόσωπα και απαιτείται η λήψη και εφαρμογή διαδικασιών και συστημάτων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και παρεμπόδιση των κινδύνων διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

 

[5] (5)(α) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, o καταδικασθείς ή o παραπovoύμεvoς δύvαται εντός δύο (2) μηνών από τηv έκδοση της απόφασης τoυ Πειθαρχικού Συμβουλίου vα εφεσιβάλει αυτήν στo Εφετείο, σύμφωvα με τη διαδικασία η οποία πρoβλέπεται σε διαδικαστικό καvovισμό πoυ εκδίδεται από τo Αvώτατo Δικαστήριo.

(β) Το Εφετείο, αφού προβεί σε ακρόαση της έφεσης, έχει εξoυσία-

 

(i) vα επικυρώσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ.

(ii) vα ακυρώσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ.

(iii) να τρoπoπoιήσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ. ή

(iv) vα εκδώσει διάταγμα ως αυτό κρίνει αναγκαίο.

 

[6] 3. Ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται σε σχέση με αδικήματα που αναφέρονται πιο κάτω και τα οποία για σκοπούς του Νόμου αυτού θα καλούνται καθορισμένα αδικήματα:

(α) Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙

(β) γενεσιουργά αδικήματα.

 

[7] Δέστε την απόφαση στην υπόθεση Αιμιλιανίδης v. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174, 179-180.

[8]Σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 της Οδηγίας,

 

 «Εποπτευόμενοι» σημαίνει:

 

i. Δικηγόρος και/ή Εταιρεία Δικηγόρων κατά την έννοια του Περί Δικηγόρων Νόμου

Κεφ. 2,

ii. Ομόρρυθμη Εταιρεία ή Ετερόρρυθμη Εταιρεία της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι

είναι δικηγόροι ή εταιρεία δικηγόρων και

iii. Θυγατρική Εταιρεία, αμέσως ή εμμέσως, οποιωνδήποτε από τους πιο πάνω,

 

που εποπτεύονται από το Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. υπό την ιδιότητα του ως Εποπτική Αρχή

στα πλαίσια του Νόμου

[9]Βλ. μεταξύ άλλων το εδάφιο (6)(α)(ι),(ιι) και (ιιι) του Άρθρου 59 του Ν. 188(Ι)/2007:

 (6)(α) Εποπτική Αρχή δύναται να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα πιο κάτω αναφερόμενα μέτρα σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Μέρους αυτού του παρόντος Νόμου ή τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου ή τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 847/2015:

(i) Να απαιτήσει από το εποπτευόμενο πρόσωπο να λάβει τέτοια μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίου ως ήθελε καθορίσει η Εποπτική αρχή για τη θεραπεία της κατάστασης˙

(ii) να επιβάλει -

(αα) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000), αφού δώσει την ευκαιρία στο εποπτευόμενο πρόσωπο να ακουστεί, και

(ββ) σε περίπτωση που ο υπαίτιος παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή το οποίο υπερβαίνει το ποσό του διοικητικού προστίμου που αναφέρεται στην υπό-υπόπαράγραφο (αα) διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι το διπλάσιο ποσό του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση και,

(γγ) σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης·

(iii) να τροποποιήσει ή αναστείλει ή ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εποπτευομένου προσώπου και στην περίπτωση ΠΥΚΣ που εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να τροποποιήσει ή αναστείλει την εγγραφή του στο μητρώο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 61Ε ή να τον διαγράψει από αυτό∙

[………………..]

 

[10] Στη μεταγενέστερη Οδηγία, η οποία εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2024, έχει διαφοροποιηθεί ο τίτλος ο οποίος πλέον αναφέρεται σε «Διαδικασία Εξέτασης Ενδεχόμενου Παράβασης των Προνοιών του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(Ι)/2007)» και όχι «Πειθαρχική Διαδικασία» και στον Κανονισμό 5 ο τίτλος «Πειθαρχική Διαδικασία» έχει αντικατασταθεί με τον τίτλο «Διαδικασία Εξέτασης Ενδεχόμενου Παράβασης».

[11] «Αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης ότι κανένας δεν μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης. (Βλέπε μεταξύ άλλων P. Papanayiotou v. C.T.O. and Another (1986) 3 C.L.R. 790, 799, βλέπε επίσης Τάχου - Σύγχρονοι Τάσεις της Αρχής της Νομιμότητος εις το Διοικητικόν Δίκαιον (1973) σ.137.)

Προέκταση της αρχής αυτής είναι ότι κατήγορος δεν μπορεί να είναι παράλληλα και κριτής του κατηγορουμένου

 

 

[12] 102. The applicant expressed his grievance as being that he had been charged, tried and convicted by the same judges, in breach of the principle of impartiality: the judges of the Supreme Court had charged him with the offence of misconduct and then, sitting as the SCJ, had tried him and found him guilty of misconduct. The same judges, albeit in a different capacity, had also decided on his objection concerning the charge sheet, which they themselves had drawn up.

 

103.  The way the applicant has formulated his complaint therefore means that it is directed at a functional defect in the proceedings and not the conduct of the judges; the applicant did not contest their personal impartiality. The case must therefore be examined from the perspective of the objective impartiality test, and more specifically it must address the question of whether the applicant’s concerns, stemming from the specific situation, may be regarded as objectively justified in the circumstances.

 

[13]107. Nonetheless, the fact remains that the Supreme Court itself framed the charges against the applicant and then, sitting as the SCJ, conducted the disciplinary proceedings. In the context of those proceedings, it decided on and dismissed the applicant’s objection concerning the charge sheet (see paragraphs 19 and 20 above).

 

108.  In such a situation, confusion between the functions of bringing charges and those of determining the issues in the case could prompt objectively justified fears as to the SCJ’s impartiality.

 

109. The Court therefore finds that on the facts of the case and considering the functional defect which it has identified, the impartiality of the SCJ was capable of appearing open to doubt. The applicant’s fears in that regard can thus be considered as objectively justified.

 

110.  It follows that there has been a violation of Article 6 § 1 of the Convention on that account.

 

(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

[14] Δέστε τις παραγράφους (1), (2), (6) και (8) του Κανονισμού 5 των περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμών του 2005 και 2008:


(1) Κατά την εξέταση του ενδεχομένου παραπομπής του υπό διερεύνηση δικηγόρου σε δίκη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, κατά την απόλυτη αυτού κρίση, να διορίσει δικηγόρο ή άλλο κατάλληλο πρόσωπο ως ερευνών πρόσωπο για το
σκοπό διεξαγωγής έρευνας
, η οποία έρευνα ενδεχομένως να βοηθήσει το Πειθαρχικό Συμβούλιο στην εν λόγω εξέταση.


(2) Σε περίπτωση που το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει τη διεξαγωγή έρευνας, η έρευνα
διεξάγεται από το ερευνών πρόσωπο το ταχύτερο και συμπληρώνεται, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα, με
δικαίωμα λογικής παράτασης που παρέχεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αν παραστεί ανάγκη.

……………………………………………………………

 

(6) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει, υπό το φως των ενώπιον του καταθέσεων, στοιχείων και πληροφοριών, κατά πόσο δικαιολογείται η παραπομπή του υπό διερεύνηση δικηγόρου σε δίκη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, για να αποφασιστεί κατά πόσο είναι ένοχος επονείδιστου, δόλιας ή ασυμβίβαστης διαγωγής προς το επάγγελμα του δικηγόρου ή έχει ενεργήσει ή συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που αντιβαίνει τις πρόνοιες των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών.

 

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ουδόλως δεσμεύεται από οποιαδήποτε εισήγηση του ερευνώντος προσώπου για την παραπομπή ή μη του υπό διερεύνηση δικηγόρου σε δίκη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

………………………………………………………..

 

(8) Εφόσον αποφασιστεί η παραπομπή του υπό διερεύνηση δικηγόρου σε δίκη, καταρτίζεται, κατηγορητήριο, στο οποίο εκτίθενται η κατηγορία ή οι κατηγορίες, ως η περίπτωση, και οι λεπτομέρειες που τις στοιχειοθετούν συνοπτικά.

 

Νοείται ότι, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, κατά την απόλυτη αυτού κρίση, να αναθέσει εισαγγελικά καθήκοντα, για τον καταρτισμό του κατηγορητηρίου, σε οποιοδήποτε πρόσωπο.

 

[15] Δέστε επιφύλαξη της παραγράφου (6) του Κανονισμού 6:

 

«Νοείται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, κατά την απόλυτη αυτού κρίση να αναθέσει εισαγγελικά καθήκοντα σε οποιοδήποτε πρόσωπο συμπεριλαμβανομένου και του ερευνώντος προσώπου για την εκδίκαση της υπόθεσης


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο