ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 76/2016)

 

3 Iουλίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

Εφεσείων

ν.

 

ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Εφεσίβλητου

 

_________________

Ε. Κ. Ευσταθίου με Στ. Κωστόπουλο για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

_________________

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- O εφεσείων διετέλεσε Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και ο εφεσίβλητος μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που ο εφεσίβλητος καταχώρισε το 2012 εναντίον του εφεσείοντα, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωσε αποζημιώσεις για «δυσφήμιση και/ή λίβελο και/ή ζημιογόνο ψευδολογία» σε σχέση με δηλώσεις του εφεσείοντα που περιέχονται στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής, ημερ. 27.7.2012, και σε σχέση με δημοσιεύματα ημερ. 28.11.2012, 29.11.2012 και 30.11.2012 σε ιστοσελίδες. Το περιεχόμενο των εν λόγω δημοσιευμάτων δεν ενδιαφέρει την παρούσα απόφαση.

 

Ούτε το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αλλά ούτε και η Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στη συνέχεια, επεδόθηκαν προσωπικά στον εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος δρομολόγησε διαδικασία καταχωρώντας μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε όπως του επιτραπεί να επιδώσει το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα «διά της δημοσίευσης σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας». Η μονομερής αίτηση υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του ίδιου του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, άλλο από αυτό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, για λόγους που δεν καταγράφονται στο πρακτικό που τήρησε, εξέδωσε στις 13.2.2013, όχι το διάταγμα που ζητήθηκε, αλλά το ακόλουθο:

 

 «Διά του παρόντος διατάττει και δίδει άδεια για υποκατάστατο επίδοση του κλητηρίου εντάλματος διά θυροκόλλησης στην οδό Ραφίνας, Λεύκαρα-Λάρνακα.

Να ακολουθηθούν οι Θεσμοί ως προς την καταχώριση εμφάνισης. Και το Δικαστήριο τούτο περαιτέρω διατάττει όπως εάν ο εναγόμενος παραλείψει να καταχωρίσει εμφάνιση, οιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση στην αγωγή θα θεωρείται ως επιδοθείσα εάν αναρτηθεί στον Πίνακα του Δικαστηρίου για περίοδο 5 ημερών».      

 

Στις 22.5.2014 ο εφεσίβλητος καταχώρισε μονομερή αίτηση, με την οποία αξίωνε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης.  Σε αυτήν καταγραφόταν πως «ο εναγόμενος παρέλειψε να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης εμπρόθεσμα και/ή μέχρι σήμερα, καίτοι πιστό αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος επεδόθη στον εναγόμενο νομίμως και δεόντως την 23.3.2013». Από τον πρωτόδικο φάκελο προκύπτει πως ο ιδιώτης επιδότης, Λεόντιος Θεοδώρου, προέβη σε Ένορκη Δήλωση Επίδοσης, σύμφωνα με την οποία «Στις 23.3.2013 επέδωσε επίσημο αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή με αρ. 8829/2012 και διάταγμα ημερ. 13.2.2013, δηλαδή θυροκόλλησε στην οδό Ραφήνας 14, στα Λεύκαρα, για τον εναγόμενο Αθανάσιο Ορφανίδη».    

 

Στις 23.12.2014 και αφού ο εφεσίβλητος είχε προηγουμένως προσκομίσει γραπτή και προφορική μαρτυρία, εξεδόθη προς όφελος του και εναντίον του εφεσείοντα απόφαση για το ποσό των €30.000, πλέον τόκοι και έξοδα. Στην εκδοθείσα τελική απόφαση καταγράφεται πως αυτή εξεδόθη χωρίς ο εφεσείων να εμφανιστεί «παρόλο ότι του επιδόθηκε δεόντως πιστό αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή».

 

Ο εφεσείων αντέδρασε στις 17.3.2015 με την καταχώριση, μέσω του δικηγόρου του Ευστάθιου Κ. Ευσταθίου, αίτησης παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης. Η αίτηση υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση της κας Κατερίνας Λιασίδου, η οποία δήλωνε «δικηγόρος και εργαζόμενη στο δικηγορικό γραφείο του κ. Ευστάθιου Κ. Ευσταθίου, δικηγόρου του εναγόμενου-αιτητή και δεόντως εξουσιοδοτημένη από αυτόν να προβεί στην Ένορκη Δήλωση». Η κα Λιασίδου δικαιολόγησε το γεγονός ότι αυτή προέβαινε σε Ένορκη Δήλωση εκ μέρους του εφεσείοντα, λέγοντας πως αυτός «διαμένει μόνιμα και εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ήταν αδύνατο να έρθει αυτό το διάστημα στην Κύπρο για να προβεί ο ίδιος στην παρούσα Ένορκη Δήλωση». Περαιτέρω, είχε αποκαλύψει ικανοποιητικά την πηγή γνώσεως των γεγονότων, λέγοντας πως η ίδια είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον εφεσείοντα, ο οποίος και της ανέφερε τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία και παρέθεσε στην Ένορκη Δήλωση της.

 

Η θέση του εφεσείοντα, μέσω της πιο πάνω Ένορκης Δήλωσης, ήταν πως ουδέποτε περιήλθε σε γνώση του το κλητήριο ένταλμα, και τούτο γιατί στις 23.3.2013 που έλαβε χώρα η κατ΄ ισχυρισμόν θυροκόλληση,   ουδείς διέμενε εντός της οικίας. Ήταν ακόμη η θέση του πως αυτός από το Καλοκαίρι του 2012 είχε μετακομίσει, μαζί με την οικογένεια του, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για μόνιμη εγκατάσταση, όπου και εδίδασκε σε Πανεπιστήμιο, κάτι που ως ανέφερε, ήταν ευρέως γνωστό ανά το παγκύπριο, για να προσθέσει πως «πολύ περισσότερο, οι πρώην συνάδελφοι του στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, εγνώριζαν πολύ καλά το γεγονός αυτό καθώς και τη διεύθυνση του στο Πανεπιστήμιο MIT στη Μασαχουσέτη.»  Τέλος, ήταν η θέση του, για λόγους που καταγράφονται, πως έχει πολύ καλή και γνήσια υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής.

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση στην αίτηση παραμερισμού, η οποία βασιζόταν σε δεκαπέντε λόγους. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν λόγοι πως ο εφεσείων έλαβε πλήρη γνώση της δικαστικής διαδικασίας και ότι η ερημοδικία του ήταν αποτέλεσμα της δικής του αδιαφορίας και αμέλειας. Η ένσταση υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του ιδίου, η οποία καταλαμβάνει δέκα περίπου σελίδες και από Ένορκη Δήλωση του Ανδρέα Αβραμίδη, ιδιώτη επιδότη. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο περιεχόμενο των Ενόρκων Δηλώσεων. Θα πούμε μόνο πως ουδείς ενόρκως δηλών αντεξετάστηκε. Μάλιστα ο εφεσίβλητος στην Ένορκη Δήλωση του κατακρίνει το γεγονός ότι ο εφεσείων παρέλειψε να προβεί ο ίδιος σε Ένορκη Δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης παραμερισμού, λέγοντας πως αυτό το γεγονός «του στερεί το θεμελιώδες δικαίωμα του να ζητήσει την αντεξέταση του μέσω των δικηγόρων του». Το πρωτόδικο Δικαστήριο  φαίνεται να απέρριψε αυτή τη θέση, και ορθά, αφού με αναφορά στην υπόθεση Rebolovlev κ.ά. v. Rebolovleva (2010) 1(A) A.A.Δ. 82. σημείωσε πως:

 

«Εκ του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως της δικηγόρου κας Λιασίδου που ορκίστηκε για τον αιτητή, προκύπτει ότι ο αιτητής διαμένει μόνιμα και εργάζεται στις Η.Π.Α. και θα ήταν αδύνατο να έλθει στην Κύπρο για να προβεί ο ίδιος στην ένορκη δήλωση. Συνάγεται εκ της νομολογίας που έχει αναφερθεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν απαιτείται να ορκιστεί ο ίδιος ο διάδικος, αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν.»

 

Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδοντας την απόφαση του, κατέγραψε πως δεν θα ελάμβανε υπόψη το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του εφεσείοντα, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Η επιλογή του δικηγόρου να προβεί σε ένορκη δήλωση εκ μέρους του πελάτη του και να καταστεί μάρτυρας στην υπόθεση, εξ ορισμού του στερεί πλέον το δικαίωμα να εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου εκ μέρους του πελάτη του και να χειρίζεται την υπόθεση και κατ΄ επέκταση να αγορεύει, είτε γραπτώς είτε προφορικώς. Κρίνεται συνεπώς ότι η γραπτή αγόρευση της κας Λιασίδου δεν θα πρέπει και δεν θα ληφθεί υπόψη.»

 

Να σημειώσουμε πως γι΄ αυτή του την προσέγγιση υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης, τρίτος λόγος. Στο στάδιο αυτό θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως δικηγόροι του εφεσείοντα κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγόρευσης ήταν η Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε. Αυτή ήταν που καταχώρισε, με οδηγίες του Δικαστηρίου,  την αγόρευση, η οποία υπεγράφη από τη δικηγόρο κα Κ. Λιασίδη.

 

Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 15.1.2016, απέρριψε την αίτηση παραμερισμού καταγράφοντας πως  «δεν έχω πεισθεί ότι ο εναγόμενος από της θυροκολλήσεως του κλητηρίου εντάλματος στην οικία του στα Λεύκαρα δεν έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του». Να σημειώσουμε από τώρα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του, αυτό που ουσιαστικά εξέτασε και αποφάσισε ήταν κατά πόσο ο εφεσείων έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, σε αυτό το θέμα θα επικεντρωθούμε και εμείς.

 

Ως γνωστό, έκαστος διάδικος έχει το δικαίωμα να πληροφορείται τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιον Δικαστηρίου και να προβάλλει τις θέσεις του ενώπιον αυτού.   Στην Sekavin v. ShipPlaton Ch” (1987) 1 Α.Α.Δ., 69, ο Πικής, Δ, ως ήταν τότε, ανέφερε τα ακόλουθα ενδιαφέροντα γύρω από το θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου να πληροφορείται για κάθε δικαστική διαδικασία που στρέφεται εναντίον του, τονίζοντας ότι ο κανών είναι η προσωπική επίδοση όταν η διαδικασία στρέφεται εναντίον φυσικού προσώπου:

 

«Article 30.3(a) of the Constitution safeguards as a fundamental human right, the right of every litigant to be informed of proceedings against him.  rules regulating service of judicial proceedings upon defendants, those in particular, enacted before 1960 as the Admiralty Rules, must be applied in a way conforming to the above article of the Constitution and in a manner effectively safeguarding the protected right.  Personal service is the norm where proceedings are directed against physical persons.»

 

Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκαν και οι αποφάσεις Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ., 247, 250 και Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 43. Για το πότε μία δικαστική απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae, σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 26, παρ. 559:

 

«When a judgment in default of appearance or defence has been entered before the proper time, or there has been no service or no sufficient service,  or it has been entered  for a greater amount than is due, or there has been a breach of good faith, it will be set aside ex debito justitiae, apart from any consideration as to whether there is a good defence on the merits and the plaintiff is usually ordered to pay the costs occasioned by the judgment or order·»

 

 

 

Στην Αντωνίου κ.ά ν. C. Poupakis Transport Ltd (2006), 1(Α) Α.Α.Δ., 651, επαναλαμβάνεται, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, ότι η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται.  Στην εν λόγω υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που βρήκε ότι η επίδοση φαινομενικά και τυπικά ήταν σύμφωνη με το άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 και τη Δ.5, θ.7, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας,  έκρινε, για συγκεκριμένους λόγους, την επίδοση αντικανονική και παραμέρισε ex debito justitiae τις αποφάσεις που είχαν εκδοθεί ερήμην των εναγομένων. Το Εφετείο σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Πιο πρόσφατα, στην Ηλία Μανώλη ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Εφ. Αρ. 413/2011, ημερ. 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37, επαναλαμβάνεται πως:

 

«Η προαναφερθείσα κυπριακή νομολογία υιοθέτησε την αντίληψη του αγγλικού δικαίου πως κακή επίδοση συνιστά θεμελιακό ελάττωμα (fundamental vice) που δημιουργεί υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό μιας ερήμην απόφασης.  Έτι περαιτέρω μάλιστα, η νομολογία μας προσέδωσε στο ζήτημα τη συνταγματική διάσταση που προκύπτει από το Άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος, υποδεικνύοντας ότι η δέουσα επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο και τη δυνατότητά του, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, να προβάλει την υπεράσπισή του».

 

 

Μάλιστα, στην πιο πάνω υπόθεση αποφασίστηκε πως σε περίπτωση που διαπιστώνεται δικαίωμα παραμερισμού απόφασης υπό την πιο πάνω έννοια, το δικαίωμα αυτό ούτε απεμπολείται (waiver), ούτε δημιουργείται κώλυμα λόγω της όποιας συμπεριφοράς του εναγομένου στην άσκηση του (estoppel).

Εν προκειμένω, ως ελέχθη, το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δεν επεδόθη προσωπικά στον εφεσείοντα. To πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τις θέσεις του ότι αυτός είχε μετακομίσει το Καλοκαίρι του 2012 μαζί με την οικογένεια του στις Η.Π.Α., και ότι αφίχθη στην Κύπρο σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες, και συγκεκριμένα (α) τα Χριστούγεννα του 2012 και αναχώρησε την πρώτη εβδομάδα του 2013, (β) το Καλοκαίρι του 2013 και (γ) το Καλοκαίρι του 2014, σημείωσε τα ακόλουθα:

«Θα ήταν βεβαίως εντελώς διαφορετικό αν η θέση του εναγομένου ήταν πως, παρά την θυροκόλληση, που είναι δεδομένο και αδιαμφισβήτητο ότι έγινε, το κλητήριο ένταλμα για κάποιο λόγο χάθηκε ή καταστράφηκε και δεν ανευρέθη, κατά τις έστω μερικές φορές, που η οικογένεια του, είτε ο ίδιος  επέστρεψε στο σπίτι του στα Λεύκαρα, από την πλήρη και γενική άρνηση και άγνοια που προβάλλει. Το αν την 23.3.12 [το ορθό πρέπει να είναι 23.3.2013] που έγινε η θυροκόλληση ουδείς βρισκόταν στην οικία, πέραν του ότι δεν έχει καταδειχθεί αφού επιμελώς υπάρχει μια σαφής αποφυγή παροχής συγκεκριμένων λεπτομερειών των ημερομηνιών που η οικογένεια του εναγομένου βρισκόταν στην Κύπρο, αυτό δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο και κριτήριο, αφού η θυροκόλληση ως μέθοδος επίδοσης παρέχει εύλογη πιθανότητα και ασφαλή προοπτική ότι ο εναγόμενος θα λάβει γνώση της αγωγής και της έναρξης της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του στο αμέσως επόμενο διάστημα και εν πάση περιπτώσει με την πρώτη επαφή του εναγομένου με την οικία του. Και εδώ πλέον εγείρονται διάφορα ερωτήματα. Πότε και σε ποιες ημερομηνίες επέστρεψε η οικογένεια του στην Κύπρο. Ήταν για παράδειγμα, είτε ο ίδιος είτε η οικογένεια του τον Μάρτιο του 2013 στην Κύπρο που έγινε η θυροκόλληση. Ποίες είναι οι μερικές φορές που η οικογένεια του βρισκόταν στην Κύπρο. Αναφέρεται στην υποστηρίζουσα ένορκη δήλωση ότι βρίσκονταν στην Κύπρο το καλοκαίρι του 2013. Ποιους μήνες ήλθε και πότε έφυγε. Από τα δημοσιεύματα που επισύναψε ως τεκμήρια ο εναγόμενος καθ΄ ου η αίτηση, εξεταζόμενα υπό την συγκεκριμένη και μόνο σκοπιά, εξάγεται ότι ο εναγόμενος τον Αύγουστο του 2013 ήταν στην Κύπρο. Τον Μάρτιο το κλητήριο ένταλμα είχε θυροκολληθεί και συνεπώς έκτοτε, στην απουσία μαρτυρίας περί του αντιθέτου, βρισκόταν επί της πόρτας της οικίας του.»

 

Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πρόκειται περί συμπερασμάτων, τα οποία ουδόλως δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του. Ο εφεσείων είχε ισχυριστεί πως ουδέποτε εντόπισε έξω από τη θύρα της οικίας του, στα Λεύκαρα, το κλητήριο ένταλμα. Μάλιστα είχε προβάλει τη θέση πως κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η κατ΄ ισχυρισμόν θυροκόλληση, δηλαδή στις 23.3.2013, ουδείς διέμενε εντός της οικίας. Συγκεκριμένη μαρτυρία ότι το κλητήριο ένταλμα περιήλθε σε γνώση του εφεσείοντα μετά που αυτό θυροκολλήθηκε, δεν υπήρξε. Υπήρξαν μόνο εικασίες εκ μέρους του εφεσίβλητου. Άλλωστε, ουδείς ενόρκως δηλών αντεξετάστηκε, και δεν είναι δυνατόν να εικάζει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι από τον Μάρτιο του 2013 μέχρι και τον Αύγουστο του 2013, που ο εφεσείων αφίχθη στην Κύπρο, το κλητήριο ένταλμα «βρισκόταν επί της πόρτας της οικίας του». Μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση ουδέποτε προσκομίστηκε. Αφήνουμε βεβαίως κατά μέρος πως το αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος δεν θυροκολλήθηκε για να περιέλθει σε γνώση του εφεσείοντα μήνες μετά τη θυροκόλληση (Αύγουστος του 2013) και αφού θα είχε παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας αυτός θα μπορούσε να είχε καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης. Αυτό θυροκολλήθηκε για να περιέλθει σε γνώση του αμέσως μετά τη θυροκόλληση. Άλλωστε, η τελική απόφαση εξεδόθη επειδή κρίθηκε  ότι ο εφεσείων δεν καταχώρισε, μετά τη θυροκόλληση, σημείωμα εμφάνισης εντός του χρόνου που καθορίστηκε στο διάταγμα ημερ. 13.2.2013, στο οποίο ρητά καταγραφόταν «Να ακολουθηθούν οι Θεσμοί ως προς την καταχώριση εμφάνισης».

 

Στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτό δεν θα μπορούσε να καταλήξει ότι ο εφεσείων «έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του».   Ως εκ τούτου, βρίσκουμε ότι ο εφεσείων στερήθηκε του θεμελιώδους δικαιώματος του να πληροφορηθεί για την αγωγή που ηγέρθη εναντίον του.

 

Και κάτι τελευταίο. Ουδέποτε ήταν η θέση του εφεσίβλητου, όταν εξασφάλιζε το διάταγμα ημερ. 13.2.2013 για υποκατάστατη επίδοση, ότι ο εφεσείων διέμενε μόνιμα στη συγκεκριμένη οικία του, στα Λεύκαρα, και ότι αμέσως μετά τη θυροκόλληση αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος, αυτός θα ελάμβανε γνώση.  Η θέση του ήταν ότι ο εφεσείων «τώρα διδάσκει σε περιοδικά διαστήματα σε Πανεπιστήμιο στις Ηνωμένες Πολιτείες και επισκέπτεται πολύ συχνά την Κύπρο». Έτσι αξίωσε διάταγμα που να επέτρεπε «την υποκατάστατη επίδοση της παρούσας αγωγής διά της δημοσίευσης σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας» και τούτο γιατί, ως ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε, ο εφεσείων «διαβάζει κυπριακές εφημερίδες και κάνει παρεμβάσεις αρθρογραφώντας σε αυτές».

 

Βεβαίως ο εφεσίβλητος όχι μόνο δεν αντέδρασε για το γεγονός ότι άλλο διάταγμα αξίωσε και άλλο διάταγμα έλαβε, αλλά προχώρησε και σε θυροκόλληση αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος στην οικία του εφεσείοντα, στην οδό Ραφήνας 14, στα Λεύκαρα-Λάρνακα, όταν το διάταγμα που εξασφάλισε δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αυτό που επέτρεπε ήταν «θυροκόλληση στην οδό Ραφήνας, Λεύκαρα-Λάρνακα». Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε στο θέμα αυτό, το οποίο δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εν κατακλείδι, ο πρώτος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον  οποίο  εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι «… δεν έχει πεισθεί ότι ο εναγόμενος, από της θυροκολλήσεως του κλητηρίου εντάλματος στην οικία του στα Λεύκαρα, δεν έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας εναντίον  του», είναι βάσιμος.

 

Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκδοθείσα, ερήμην του εφεσείοντα, απόφαση ημερ. 23.12.2014, παραμερίζεται ex debito justitiae.     

 

Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εγκριθούν από το οικείο Δικαστήριο. Επιδικάζονται επίσης προς όφελος του επιτυχόντα εφεσείοντα €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

                                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο