ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

Αίτηση Αρ.. 8/2024

 

 

8 Ιουλίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

Αναφορικά με την αίτηση των:

 

                   1. ΘΕΟΔΟΣΗ ΣΑΒΒΑ,

                   2. THEOSAVVA CO LTD,

 

Αναφορικά με νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Δικαιοδοσία στην Πολιτική Έφεση Αρ.155/2021, ημερομηνίας 16.2.2024,

 

 

Μεταξύ:

1. ΘΕΟΔΟΣΗ ΣΑΒΒΑ,

                                      2. THEOSAVVA CO LTD,

 

Εφεσείοντων

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου

____________________

 

 

Κ. Μ. Ουστά (κα) για Ιωάννης Μ. Ουστάς, για τους Αιτητές.

Δ. Παπαμιλτιάδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και          Μ. Τσαγγάρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

_____________________

 

   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Οι Αιτητές, εφεσείοντες στην αναφερόμενη στον τίτλο πολιτική έφεση, στην οποία εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο την 16.2.2024 (Σάββα κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ.155/2021, ημερ.16.2.2024) καταχώρισαν την παρούσα Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενοι άδεια για να υποβάλουν αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023,[1] για να αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο σε τρίτο και τελευταίο βαθμό «επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου». 

 

Με την έφεση, ο Αιτητής προσέβαλλε ως εσφαλμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ.31.3.2021 (Σάββα κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. Αγωγής 2509/2013, ημερ.31.3.2021) με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση του εναντίον της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης συνοψίζονται στο απόσπασμα που ακολουθεί από την εφετειακή απόφαση:

 

«Το 1980 εκδόθηκε προσωπικά στον Εφεσείοντα 1, κατόπιν αίτησής του, άδεια κυκλοφορίας φαρμακευτικού σκευάσματος για το προϊόν από το Συμβούλιο Φαρμάκων δυνάμει του περί Φαρμάκων (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου του 1967. Κατόπιν αίτησης των Εφεσειόντων 2, το Τμήμα Τελωνείων κατάταξε το 1997 το επίμαχο προϊόν στη δασμολογική κλάση 3304, ως καλλυντικό. Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ως άνω κατάταξη και μεταξύ άλλων διαβημάτων, το 2003 υπέβαλαν αίτημα προς το Τμήμα Τελωνείων για ανακατάταξη του προϊόντος στη δασμολογική κλάση 3304 ως φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο απορρίφθηκε. Επίσης το  2003 αιτήθηκαν από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες τη διαγραφή του προϊόντος από την κατηγορία φαρμακευτικών σκευασμάτων και την ακύρωση της άδειας που είχε εκδοθεί από το Συμβούλιο Φαρμάκων βάσει του σχετικού Νόμου, επισημαίνοντας την κατάταξή του ως καλλυντικό από το Τμήμα Τελωνείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι την πρώτη φορά που οι Εφεσείοντες υπέβαλαν αίτημα στις φαρμακευτικές υπηρεσίες για αλλαγή κατάταξης του προϊόντος από φαρμακευτικό σε καλλυντικό, αυτό απορρίφθηκε επειδή στη σχετική σήμανση αναγράφονταν θεραπευτικές ενδείξεις, ενώ εν τέλει με την τελευταία σχετική αίτηση τους προς αυτές υπέβαλαν σήμανση από άλλη χώρα, την Μάλτα, όπου αφαιρέθηκαν οι εν λόγω ενδείξεις και έτσι μπορούσε πλέον να καταταχθεί ως καλλυντικό, το 2006».

 

 

    Η αξίωση των Αιτητών εδραζόταν στο γεγονός ότι δύο υπηρεσίες της Δημοκρατίας, με πράξεις που ήταν μεταξύ τους αντικρουόμενες και αντιφατικές κατέταξαν συγκεκριμένο εμπορικό τους προϊόν η μια, το Συμβούλιο Φαρμάκων, ως φαρμακευτικό προϊόν, ενώ η άλλη, το Τμήμα Τελωνείων, ως καλλυντικό προϊόν.  Ως αποτέλεσμα, η ελεύθερη διακίνηση, διαφήμιση και πώληση του, είχε, σύμφωνα με την αξίωση, καταστεί εξαιρετικά δυσχερής, προβληματική και συγκεχυμένη και οι Αιτητές είχαν υποστεί ζημιές για την περίοδο 1979-2002 που ξεπερνούσαν τα πέντε εκατομμύρια ευρώ, ποσό που απαιτείτο με την αγωγή.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τόσο η απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων, όσο και η απόφαση του Τμήματος Τελωνείων ήταν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, καμία εκ των οποίων είχαν οι Αιτητές προσβάλει με προσφυγή κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Με αυτό το δεδομένο, κατέληξε ότι  δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την απαίτηση των Αιτητών, αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας στη βάση ότι ουσιαστικά καλείτο το Επαρχιακό Δικαστήριο να αναθεωρήσει την ορθότητα εκτελεστών διοικητικών πράξεων. 

 

    Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Αιτητής 1 είχε αναφέρει ότι δεν είχε παράπονο είτε από την μια είτε από την άλλη υπηρεσία «για να την πάρει στο δικαστήριο», με το παράπονο του να περιορίζεται στην αντιφατικότητα των αποφάσεων τους.  Σε αυτή ίσως τη βάση δημιουργήθηκε η προσδοκία ότι θα μπορούσε να διεκδικηθεί θεραπεία εκτός του πλαισίου του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, που θέτει ως προϋπόθεση την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης η οποία, κατ’ ισχυρισμό, επέφερε τη ζημιά. 

 

    Έτσι, πέραν των αναφερομένων στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα γεγονότων λόγων έφεσης, οι κυριότεροι λόγοι έφεσης προσέβαλλαν τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην λάβει υπόψη ζήτημα παραβιάσεως ανθρωπίνων δικαιωμάτων θεωρώντας ότι δεν είχε δεόντως δικογραφηθεί τέτοια θέση, να εξεύρει ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση αμέλεια ή παράβαση εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος του και να  καταλήξει ότι δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή.

 

    Το Εφετείο απέρριψε την έφεση.  Η ουσία της απόφασης του αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Από  προσεκτική μελέτη των πρακτικών της δίκης, των τεκμηρίων και των παραδεκτών γεγονότων  είμαστε της άποψης ότι εν προκειμένω, ακόμη και αν γίνει δεκτή η θέση των Εφεσειόντων επί όλων των γεγονότων που επιχείρησαν να αποδείξουν, δεν είναι η έλλειψη συντονισμού των αρμοδίων τμημάτων που προκάλεσε την ισχυριζόμενη οικονομική ζημιά τους, αλλά οι διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν, σύμφωνα με την δική τους εκδοχή, χωρίς συντονισμό των εκατέρωθεν αρμοδίων τμημάτων.

 

Εν όψει των πιο πάνω νομολογηθέντων,  και της διαπίστωσης μας ότι η ισχυριζόμενη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων ήταν (ακόμη και αν γινόταν δεχτή η θέση τους) αποτέλεσμα διοικητικών πράξεων, κρίνουμε ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι η αντίφαση δύο νόμιμων διοικητικών πράξεων μπορεί να εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αστικής δίκης όπου η βάση της αγωγής είναι η παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν βρίσκει έρεισμα στο κυπριακό δίκαιο».

 

 

    Το Εφετείο είχε επικαλεστεί την Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της περιουσίας της εταιρείας MKC City College Ltd v. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. Αρ.389/2012, ημερ. 9.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A134 και τη Ξενοφώντος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.Ε231/2016, ημερ.29.12.2023.     

 

    Αναφερθήκαμε στην πρωτόδικη και εφετειακή απόφαση έτσι που με αυτό το υπόβαθρο να αναδεικνυόταν, αν ήταν δυνατό, το θέμα που προβάλλεται με την Αίτηση ως το νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου.  Μεταφέρουμε αυτούσιο το «Νομικό Θέμα» όπως εκτίθεται στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων της Αίτησης:

 

«Το νομικό θέμα που προκύπτει από την Απόφαση του Εφετείου αφορά στην ορθή ερμηνεία των Άρθρων 23, 25, 28 και 30 του Συντάγματος, όπως και του Άρθρου 1 του Πρωτόκολλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς επίσης και των Άρθρων 6, 13 και 14 του ΕΣΔΑ, του Άρθρου 7 του Περί Φαρμάκων Νόμου και του Άρθρου 4 του Περί Τελωνιακού Κώδικα Νόμου.

 

Θέση των Αιτητών είναι πως το Εφετείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του Ευρωπαϊκού αλλά και του εθνικού δικαίου καθότι οι Αιτητές από το 1979 μέχρι το 2002, λόγω της απουσίας συντονισμού και συνεργασίας των δύο Τμημάτων ήτοι το Τμήμα Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών και του Συμβουλίου Φαρμάκων, καθώς και θέματα παραβίασης των ανθρωπίνων και θεμελιωδών δικαιωμάτων των Εναγόντων/Εφεσειόντων λόγω των πράξεων και παραλείψεων των προαναφερθέντων αρμόδιων Κυβερνητικών Τμημάτων με αποτέλεσμα την οικονομική ζημιά των Εναγόντων/Εφεσειόντων η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 2005.»

 

 

   Στην Αιτιολογία γίνεται, μεταξύ άλλων αναφορά ότι:

 

«7.  Εσφαλμένα το Εφετείο δεν αναφέρθηκε στους μάρτυρες και στις μαρτυρίες που δοθήκαν Πρωτόδικα. Δεν αναφέρθηκε στην ΜΥ1 κυρία Μαρία Σταύρου, η οποία από την θέση και τις γνώσεις της όπως έχει γίνει παραδεχτό στην παράγραφο 3 της Γραπτής της δήλωσης ότι δεν είχε ιδίαν γνώσιν των τεκτενόμενων. Προέκυψε από την αντεξέταση της ΜΥ1, ότι αυτή ουδέποτε διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου Φαρμάκων και απλά συμμετείχε σε κάποιες υποεπιτροπές του Συμβουλίου Φαρμάκων. Από την αντεξέταση της κυρίας Μαρίας Σταύρου επίσης προκύπτει ξεκάθαρα η έλλειψη διάθεσης των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών να συνεργαστούν και να συντονιστούν με το Τμήμα Τελωνείων αφού η ΜΥ1 συμφώνησε με την υποβολή ερώτησης στην αντεξέταση της ότι δεν συνεργάζεται το τελωνείο, κατά παράβαση του εδαφίου (δγ), του Άρθρου 7 του Περί Φαρμάκων Νόμου, το οποίο αναφέρει ότι «Κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τη συνεργασία των τελωνειακών αρχών, εκεί όπου χρειάζεται».

 

8.  Παρά την ως άνω κρίση του, το Εφετείο αποφάσισε ότι δεν είχαν καταδειχθεί οι ισχυριζόμενες λεπτομέρειες αμέλειας του Εφεσίβλητου και οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ζημιές που απαιτούσαν. Ο ΜΕ2 κύριος Χριστόφορος Αναγιωτός ήταν ο μοναδικός εμπειρογνώμονας σε θέματα οικονομικής φύσεως ο οποίος έδωσε μαρτυρία κατά την διαδικασία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ήταν ο βασικός μάρτυρας των Εναγόντων/Εφεσειόντων σχετικά με την ζημιά που επήλθε σε αυτούς κατά την περίοδο 1979 – 2002. Κατά την αντεξέταση του ήταν συνεπής, σταθερός και έδειξε ότι είναι άριστος γνώστης της θεματολογίας για την οποία κλήθηκε να δώσει μαρτυρία. Στην απουσία αντίθετης μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα, η πλευρά του Εναγόμενου έθεσε διάφορα θέματα. Ο μάρτυρας ΜΕ2 αντέκρουσε τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς με σαφήνεια».

 

   

    Στην Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ.6/2023, ημερ.3.6.2024, είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε επικριτικά στον τρόπο με τον οποίο «Νομικά Θέματα» επιχειρείται να τεθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του για επίλυση νομικών θεμάτων δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των Νόμων.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.

 

Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2023, με τον Καν.9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι στην αίτηση για χορήγηση άδειας επισυνάπτεται Έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Καν.9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια.  Περαιτέρω, ο Καν.14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η Έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση.  Αυτό σημαίνει ότι το νομικό ζήτημα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει.  Ωστόσο, όπως υποδείξαμε στη Χατζησωφρονίου, Αρ. Αίτ.4/2023, ημερ.18.4.2024, η τυχόν ευρύτητα του μπορεί να περιοριστεί, αφού αυτό θα συνιστά ουσιαστικά άδεια για εξέταση μέρους ή πτυχής του.

 

Έχουν παρέλθει έντεκα μήνες από τότε που τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 9(3)(γ) των Νόμων, και συνεχίζουμε να παρατηρούμε μια δυστοκία στον τρόπο με τον οποίο οι αιτητές προβάλλουν θέματα τα οποία καλούν το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει στο πλαίσιο της σχετικής του δικαιοδοσίας.  Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης.  Καθοδήγηση για τον τρόπο διαμόρφωσης του νομικού ζητήματος θα μπορούσε να αντληθεί από τη νομολογία μας σε σχέση με την επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ως επίσης τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., σε αιτήσεις που υποβάλλονται για προδικαστικά ερωτήματα.  Μια έμμεση υπόδειξη έχουμε κάμει στην Χατζησωφρονίου».

 

 

    Στη Κλεοβούλου έγινε ακόμη αναφορά στην Γενικός Εισαγγελέας ν.  Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 ΑΑΔ 94, 126, όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο»,  όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α), [του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155] έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου  επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο».

    Στην Αστυνομία ν. Φάντη και άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160, 173-4, στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, αναφέρθηκε ότι:

 

«Στο Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπονται για γνωμάτευση νομικά ερωτήματα που εγείρονται κατά τη διάρκεια της δίκης, όπως αυτά συντάσσονται.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου, να μην τα παραπέμψει αλλά δεν μπορεί να τα αναμορφώσει ή να τα διαφοροποιήσει.  Οι ίδιοι περιορισμοί ισχύουν και για το Ανώτατο Δικαστήριο.  Γνωματεύει πάνω στα συγκεκριμένα ερωτήματα που επιφυλάχθηκαν και προωθήθηκαν εφόσον, βέβαια, αυτά πράγματι είναι νομικά και εγείρονται κατά την διάρκεια της δίκης».

 

 

    Το στάδιο που η δικαιοδοσία του άρθρου 9(3)(γ) των Νόμων ασκείται, ενδεχομένως να επιτρέπει απόκλιση από την αυστηρότητα που περιβάλλει τη διαδικασία δυνάμει του άρθρου 148 του Κεφ.155 (Χατζησωφρονίου).  Ωστόσο, δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανιχνεύσει πιο θα μπορούσε να ήταν το νομικό θέμα που ο αιτητής θα ήθελε να εγείρει ή που θα ήγειρε εφόσον η προσοχή του εφίστατο σε αυτό και να το διαμορφώσει (Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτ.2/2023, ημερ.30.1.2024).

 

    Καταλήγουμε ότι ουδέν νομικό ζήτημα προσδιορίζεται με σαφήνεια στην Αίτηση για άδεια.  Δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια για να εξεταστεί ζήτημα που δεν είναι συγκεκριμένο. 

 

    Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

    €2.800 έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 



[1]  Σήμερα, οι περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμοι του 1964 έως 2024


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο