ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2024)

 

22 Ιουλίου, 2024

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 35/2024

 

                                                   ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. Π. ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ.

________________________________________________________________

 

  Μ. Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα.

________________________________________________________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 8/1/2024 και στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων σχετικά με παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών, κατά παράβαση του Άρθρου 3 του περί Επιθέσεων κατά Συστημάτων Πληροφοριών Νόμου, Ν. 147(Ι)/2015 και παράνομη παρεμβολή σε δεδομένα κατά παράβαση του Άρθρου 5 του ιδίου Νόμου, επιζητήθηκε η έκδοση Εντάλματος Σύλληψης του Εφεσείοντα και Εντάλματος Έρευνας της οικίας και υποστατικών του.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της Αστυνομίας για έκδοση του προαναφερθέντος Εντάλματος Σύλληψης και Εντάλματος Έρευνας και με βάση τα οποία κρίθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού δικαιολογημένη η παροχή των εν λόγω Ενταλμάτων, εμφαίνονται σε ένορκη δήλωση του Αστ. 3991, Π. Παφίτη. Αυτά συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

«……την 11/12/2023, καταγγέλθηκε από τον Παναγιώτη Γιάγκου, Δ.Τ.[   ], Διευθυντής της εταιρείας Kappae Software Consultants LTD η οποία ασχολείται με την ανάπτυξη και υποστήριξη λογισμικών προγραμμάτων, και ανάφερε ότι συγκεκριμένα δεδομένα της εταιρείας του, έχουν προσβληθεί με κακόβουλο λογισμικό με αποτέλεσμα την δυσλειτουργία τους.

 

Από τον Γιάγκου, λήφθηκε γραπτή κατάθεση στην οποία μεταξύ άλλων ανάφερε ότι:

 

 

·        Τα δεδομένα που προσβλήθηκαν αφορούν αποκλειστικά το λογισμικό API*,

·        Μοναδικός υπεύθυνος για την δημιουργία και υποστήριξη των API ήταν ο Α. Π., Δ.Ε.Α, [   ], τηλ.[99   ],

·        Την 16/06/2023, ο Π. απολύθηκε από την εταιρεία Kappae Software Consultants Ltd,

·        Κατά την διάρκεια εργοδότησης του Π., πρόσθεσε κακόβουλο λογισμικό εντός των API, για να δυσλειτουργούν με ημερομηνία έναρξης τον μήνα Νοέμβριο 2023.

 

Από έλεγχο που έγινε στις συνδέσεις του προγράμματος της εταιρείας, εντοπίστηκε το Ip Address 185.249.225.145, το οποίο δεν ανήκει στην πιο πάνω αναφερόμενη εταιρεία. Από το εν λόγω Ip Address, μπορεί να δοθεί έγκριση για να μπορούν τα API να χρησιμοποιηθούν. Από περαιτέρω έλεγχο που έγινε, διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο Ip Address, ανήκει στην Γερμανική εταιρεία Contabo η οποία παρέχει υπηρεσίες φιλοξενίας ιστοσελίδων και παροχής υπηρεσιών cloud. Προσφέρει  εξειδικευμένες υπηρεσίες όπως κοινόχρηστη φιλοξενία (shared hosting), διακομιστές VPS* (Virtual Private Servers), και αφιερωμένους διακομιστές.»

 

 

Στον Όρκο επεξηγούνται οι όροι API και VPS. Το API είναι ένα σύνολο κανόνων και προτύπων που επιτρέπουν σε διάφορα λογισμικά να επικοινωνούν μεταξύ τους. Ένας VPS είναι ένας εικονικός διακομιστής/υπολογιστής που λειτουργεί εντός ενός φυσικού διακομιστή/υπολογιστή.

 

Ενόψει των πιο πάνω και «για συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων», ο               Αστ. 3991, Π. Παφίτης, ζήτησε από το Κατώτερο Δικαστήριο την έκδοση Εντάλματος Σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντα, καθώς επίσης και την έκδοση Εντάλματος Έρευνας για την οικία και υποστατικά του «με σκοπό τον εντοπισμό ηλεκτρονικού(ών) υπολογιστή(ών), κινητά τηλέφωνα ή άλλων μέσων αποθήκευσης δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων», αίτημα το οποίο εγκρίθηκε.

 

Αντιδρώντας ο Εφεσείων αναζήτησε θεραπεία Προνομιακού Εντάλματος αξιώνοντας την παροχή άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση Εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται τόσο το Ένταλμα Σύλληψης όσο και το Ένταλμα Έρευνας, επικαλούμενος υπέρβαση δικαιοδοσίας. Καθόσον αφορά το Ένταλμα Σύλληψης η υπέρβαση δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου προέκυπτε από το ότι, αφενός δεν είχαν τεθεί ενώπιον του στοιχεία ικανά για να δημιουργηθεί εύλογη υποψία πως ο Εφεσείων ενέχετο στα υπό διερεύνηση αδικήματα και αφετέρου δεν στοιχειοθετείτο η αναγκαιότητα έκδοσης του. Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας ο Εφεσείων επικαλέστηκε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να τεκμηριώνει εύλογη αιτία ότι στην οικία του μπορούσε να ανευρεθεί οποιοδήποτε από τα αντικείμενα που η Αστυνομία αναζητούσε και να προκύπτει διασύνδεση της οικίας του ως χώρου πιθανής φύλαξης τέτοιων αντικειμένων.

 

Αδελφή Δικαστής η οποία επελήφθη της Αίτησης για παροχή άδειας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης Εντάλματος Certiorari, καθώς επίσης και στις προϋποθέσεις έκδοσης τόσο ενός εντάλματος σύλληψης όσο και ενός εντάλματος έρευνας, κατέληξε ότι, με βάση το περιεχόμενο του Όρκου που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα Σύλληψης, υπήρχε επαρκής μαρτυρία η οποία δημιουργούσε εύλογη υπόνοια ότι ο Εφεσείων συνδεόταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα έκδοσης του, αφού επεσήμανε ότι στον Όρκο δεν αναφέρετο ρητώς ποια ήταν η ανάγκη, εντούτοις, όπως το έθεσε, εύκολα συνάγετο τέτοια ανάγκη για σκοπούς διερεύνησης των υπό κρίση αδικημάτων. Σε ό,τι αφορά το Ένταλμα Έρευνας έκρινε ότι «από τη στιγμή που δημιουργήθηκε εύλογη υποψία ότι ο Αιτητής ενέχεται στα αδικήματα τα οποία διαπράττονται με τη χρήση προαναφερθεισών συσκευών, τότε αντίστοιχα εύλογη υποψία δημιουργείται και για την πιθανότητα ύπαρξης τεκμηρίων, όπως ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων και άλλων τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, στην κατοχή του Αιτητή και δη στην οικία του».

 

Οι πιο πάνω καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλονται με τρεις Λόγους Έφεσης.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε εσφαλμένα τα ενώπιον του δεδομένα με αποτέλεσμα την απόρριψη της θέσης ότι το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, εφόσον δεν προέκυπταν από τον Όρκο που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στοιχεία ικανά για να δημιουργηθεί εύλογη υποψία ότι ο Εφεσείων ενέχετο στα υπό διερεύνηση αδικήματα.

Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εκδίδοντας το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης στερείτο δικαιοδοσίας και/ή υπερέβη τη δικαιοδοσία του δεδομένου ότι δεν τήρησε και/ή υπερέβη τα όρια που θέτει η αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, εφόσον η Αστυνομία δεν παρουσίασε μαρτυρία αλλά ούτε ανέφερε οτιδήποτε για την αναγκαιότητα σύλληψης.

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την θέση ότι το προσβαλλόμενο Ένταλμα Έρευνας δεν εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, εφόσον από τον Όρκο που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν μπορούσε, εξ αντικειμένου, να τεκμηριωθεί εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Εφεσείοντα μπορούσε να ανευρεθεί οποιοδήποτε από τα αντικείμενα που αναζητούσε η Αστυνομία.

 

Είναι σαφές ότι το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, κατά την απόφανση παροχής (ή όχι) άδειας καταχώρισης αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, ενασκεί διακριτική ευχέρεια. Πότε το Εφετείο επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Aristo Developers Ltd, Αλκιβιάδη Γαβριηλίδου και της Λυδίας Μελίσσα Γαβριηλίδου, Πολιτική Έφεση αρ. 104/2022, ημερ. 6/7/2022, ECLI:CY:AD:2022:B220, στο ακόλουθο απόσπασμα: 

 

«..το Εφετείο για να παρέμβει προς ανατροπή μιας τέτοιας κρίσης πρέπει κατά κανόνα να πεισθεί για τη λανθασμένη ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο δικαστήριο όταν διαπιστώνει ότι τούτη συνέβη εκτός παρεχόμενου νομοθετικού πλαισίου (όπως διά παρείσφρησης εξωγενών παραγόντων) ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία, αλλά και όταν εντοπίζει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, υιοθέτηση άλλων άσχετων στοιχείων και αστοχία συνεκτίμησης δεδομένων σχετικών προς το ζητούμενο (Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 213/21, ημ. 1.3.22, ECLI:CY:AD:2022:A82, Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωσήφ, Π.Ε. 289/21, ημ. 17.1.22, ECLI:CY:AD:2022:A16, Αναφορικά με την Αίτηση των Θεοχαρίδη και Άλλων, Π.Ε. 426/19, ημ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A354, Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε. 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, Αναφορικά με την Αίτηση του Λοϊζίδη, Π.Ε. 455/19, ημ. 8.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A141, Αναφορικά με την Αίτηση του Νικολάου, Π.Ε. 117/16, ημ. 25.5.17, ECLI:CY:AD:2017:A188).»[1]

 

 

Επισημαίνεται ότι η έφεση ελέγχει την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντικείμενο της αίτησης για άδεια, κατά πόσο δηλαδή είχε καταδειχθεί ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και, στην περίπτωση που θα παραχωρηθεί η άδεια, δεν υπεισέρχεται, ούτε προκαταβάλλει το αποτέλεσμα της αίτησης με κλήση.

 

Ο 1ος και 2ος Λόγος Έφεσης αφορούν στο κατά πόσο πληρούνταν στην υπό συζήτηση περίπτωση οι προϋποθέσεις έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης. Οι κύριες θέσεις που προκύπτουν από αυτούς είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεκτιμώντας εσφαλμένα την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε πως υπήρχε επαρκής μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση εύλογης υποψίας ότι ο Εφεσείων συνδέετο με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, όπως και για την αναγκαιότητα σύλληψής του.

 

H εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, όποτε και όπως ο νόμος ορίζει, εφόσον υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι κάποιο άτομο ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος, επιτρέπεται η σύλληψή του. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί:

 

«18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα

 

Υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τα γεγονότα που αναφέρονταν στον Όρκο, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας σύνδεσης του Εφεσείοντα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Έρεισμα για την πιο πάνω εισήγηση αποτέλεσε τα ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, υπήρχε επαρκής μαρτυρία η οποία δημιουργούσε εύλογη υπόνοια ότι ο Αιτητής συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Αυτή αφορά στο ότι ο Αιτητής εργαζόταν στην εταιρεία, είχε απολυθεί από αυτή, ήταν το μοναδικό πρόσωπο που είχε πρόσβαση στα API της εταιρείας και στη βάση της ίδιας υπόνοιας αυτός που φέρεται να πρόσθεσε λογισμικό εντός αυτών με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία τους. Δεν συμφωνώ με τη θέση του Αιτητή ότι επειδή το                IP address φέρεται να ανήκει σε μια Γερμανική εταιρεία, αυτό αποσυνδέει τον Αιτητή από την υπό διερεύνηση υπόθεση. Στον όρκο επεξηγούνται οι όροι API και VPS. Από τη στιγμή που στον όρκο αναφέρεται ότι για τη χρήση του IP address χρειάζεται η έγκριση του ιδιοκτήτη, τότε εύλογα συνάγεται πως ο ιδιοκτήτης του μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που το χρησιμοποιεί.»

 

Με βάση το πιο πάνω απόσπασμα φαίνεται να προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που ο Εφεσείων ήταν ο μοναδικός υπεύθυνος για τη δημιουργία και υποστήριξη του λογισμικού API, ήταν και το «μοναδικό πρόσωπο που είχε πρόσβαση στα API της εταιρείας» χωρίς, ωστόσο, κάτι τέτοιο να αναφέρεται στον Όρκο. Επιπλέον, από τα πιο πάνω φαίνεται να προκύπτει ότι η αναφορά στον Όρκο ότι από το συγκεκριμένο Ip Address, το οποίο είχε εντοπιστεί στις συνδέσεις του προγράμματος της εταιρείας και το οποίο δεν της ανήκε αλλά ανήκε σε μια Γερμανική εταιρεία, μπορούσε να δοθεί έγκριση για να μπορούν τα API να χρησιμοποιηθούν, είχε εκληφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναφορά ότι για τη χρήση του εν λόγω Ip Address χρειαζόταν «η έγκριση του ιδιοκτήτη». Είναι δε στη βάση αυτής της θεώρησης που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα πως το γεγονός ότι το Ip Address φέρετο να ανήκει σε μια Γερμανική εταιρεία, αυτό αποσυνέδεε τον Εφεσείοντα από την υπόθεση, εφόσον, βασιζόμενο το Δικαστήριο στο ότι για τη χρήση του εν λόγω Ip Address χρειαζόταν «η έγκριση του ιδιοκτήτη», συμπέρανε ότι «ο ιδιοκτήτης του μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που το χρησιμοποιεί».

 

Στην προκείμενη περίπτωση και με βάση το περιεχόμενο του Όρκου, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να  είχε προβληματισθεί για το κατά πόσο είχε τεθεί τέτοιο υπόβαθρο ώστε να ικανοποιείται η εύλογη υπόνοια περί εμπλοκής του Εφεσείοντα στα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Το Εφετείο δεν καλείται να αποφανθεί κατά πόσο στη βάση των όσων καταγράφονταν στον Όρκο δεν είχε καταδειχθεί η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης περί εύλογης υποψίας. Αυτό θα το αποφασίσει πρωτόδικα η αδελφή Δικαστής στην Αίτηση δια κλήσης που θα καταχωρηθεί στην περίπτωση που το Εφετείο κρίνει ότι η άδεια έπρεπε να είχε δοθεί και ενεργήσει ανάλογα. Αυτό που καλούμεθα να αποφασίσουμε, είναι κατά πόσο είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ότι το Κατώτερο Δικαστήριο που εξέδωσε το Ένταλμα Σύλληψης υπερέβη τη δικαιοδοσία του λόγω του ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοσή του. Η απάντηση μας επί τούτου είναι καταφατική.

 

 Στη βάση των πιο πάνω, ο πρώτος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.

 

Ο 2ος Λόγος Έφεσης αφορά στην προϋπόθεση της ύπαρξης αναγκαιότητας για την έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης. Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι, ενώ στον Όρκο ουδεμία αναφορά υπήρχε αναφορικά με την εν λόγω προϋπόθεση, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ζήτημα  ήταν λανθασμένη.

 

Αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

 

«Με βάση τα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία, προκύπτει πως αυτά ήταν τέτοια που το ικανοποίησαν για την εύλογη σύνδεση του Αιτητή με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Όπως αναφέρεται στο ένταλμα σύλληψης, το κατώτερο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος. Παρόλο που στον όρκο δεν αναφέρεται ρητώς ποια η ανάγκη έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, εντούτοις εύκολα συνάγεται τέτοια ανάγκη για σκοπούς διερεύνησης των υπό κρίση αδικημάτων. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Neil Lee Cook (Αρ. 2) (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268 στην οποία επαναλήφθηκε ότι η διευκόλυνση των ανακρίσεων είναι γνωστός λόγος για την έκδοση εντάλματος σύλληψης.»

 

 

Όσον αφορά στην αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, να επαναλάβουμε πως και αυτή θα πρέπει να προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό. Είναι σε αυτό το μαρτυρικό υλικό που το Δικαστήριο θα βασιστεί για να μπορέσει να διαμορφώσει κρίση κατά πόσο τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης καθιστούν αναγκαία την έκδοση του εντάλματος σύλληψης[2]. Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως εξάλλου σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αναφέρετο στον Όρκο οτιδήποτε σχετικό με την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης. Δεν χρειάζεται να συζητηθεί το θέμα σε λεπτομέρεια αφού οι εν λόγω διαπιστώσεις επαρκούν για να τεκμηριώσουν συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογούσε τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας και για τον πιο πάνω λόγο.

Κατ' ακολουθίαν των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω και ο 2ος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.

 

Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβλήθηκε ότι δεν υπήρξε σύνδεση των προς αναζήτηση αντικειμένων με τον τόπο για τον οποίο ζητείτο το Ένταλμα Έρευνας και πως η σύνδεση έγινε προς το πρόσωπο του υπόπτου.

 

Έρεισμα για την πιο πάνω εισήγηση αποτέλεσε τα ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε εύλογη υποψία ότι ο Αιτητής ενέχεται στα αδικήματα τα οποία διαπράττονται με τη χρήση προαναφερθεισών συσκευών, τότε αντίστοιχα εύλογη υποψία δημιουργείται και για την πιθανότητα ύπαρξης τεκμηρίων, όπως ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων και άλλων τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, στην κατοχή του Αιτητή και δη στην οικία του. Εξού και η ανάλογη διαπίστωση που καταγράφεται από το κατώτερο Δικαστήριο στο ένταλμα έρευνας το οποίο εξεδόθη και περιορίζεται στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα εν λόγω αδικήματα μόνο…….»

 

 

Με βάση το πιο πάνω απόσπασμα φαίνεται να προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που στοιχειοθετείτο η εύλογη υπόνοια περί εμπλοκής του Εφεσείοντα στα υπό διερεύνηση αδικήματα, στοιχειοθετούνταν, άνευ ετέρου, και οι πρόνοιες της εύλογης αιτίας και αναγκαιότητας για έρευνα της οικίας του.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, τονίσθηκε ότι η επιτακτική σύνδεση, με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ..155, του αντικειμένου, το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για το οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου, συνάδει με τη φύση του εντάλματος έρευνας τόπου, ως εντάλματος έρευνας συγκεκριμένου χώρου[3]. Ειδικότερα στην περίπτωση κατοικίας, σημειώθηκε, η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία είναι αναγκαία, ώστε να αιτιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος όπως απαιτείται από το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος. Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα. Επισημάνθηκε δε ότι αν ήταν διαφορετικά, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το Νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε να είναι ευάλωτη και άνευ ουσίας.

 

Στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του Όρκου, θεωρούμε ότι θα έπρεπε να είχε προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο το κατά πόσο είχε τεθεί τέτοιο υπόβαθρο ώστε να ικανοποιείται η αναγκαία αυτή προϋπόθεση.

 

Στη βάση των πιο πάνω και χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση και τούτο προς αποφυγή του κινδύνου να προκαταληφθεί η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης, καταλήγουμε ότι τεκμηριωνόταν συζητήσιμη υπόθεση για την χορήγηση άδειας της αιτούμενης άδειας και σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο.

 

Συνεπώς και ο 3ος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, η ενώπιον μας Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται κατ' ακολουθία άδεια στον Εφεσείοντα να καταχωρίσει Αίτηση με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, ως  η Αίτηση του, η οποία να υποβληθεί εντός 15 ημερών από σήμερα

 

Εφόσον η Αίτηση καταχωριστεί ως ανωτέρω, ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες σε συνεννόηση με την αδελφή Δικαστή ενώπιον της οποίας θα τεθεί προς εκδίκαση.

 

 

 

 

 

                                        Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                  Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] Δέστε και Δέσπω Στυλιανού, Πολιτική Έφεση αρ. 67/2014, ημερ. 25/6/2015.

[2] Δέστε την Απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του M.J.D, Πολιτική Έφεση αρ. 144/2022, ημερ. 3/10/2023.

[3] Δέστε την απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 133/2018, ημερ. 17/12/2018.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο