ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2016)

 

17 Ιουλίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

1.    ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΛΟΥΚΑΣ

2.    ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

Εφεσείοντες

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

(ΠΡΩΗΝ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD)

 

Εφεσίβλητης

_________________

Κ. Μαργαρώνης για Χ. Φιλίππου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Ν. Μάντης για Μantis & Athinodorou LLC, για την Εφεσίβλητη.

_________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Οι εφεσείοντες, εναγόμενοι 4 και 6 σε αγωγή που καταχωρίστηκε το 2010 εναντίον τους, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, από την Marfin Popular Bank Public Co Ltd, προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου η οποία εξεδόθη εναντίον τους, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, και η οποία αφορά στο ποσό των €30.244,32, πλέον τόκους, πλέον έξοδα. Είχε προηγηθεί η έκδοση, όχι κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, αποφάσεων  εναντίον και των υπόλοιπων εναγομένων, εξού και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση του σημείωσε ότι «η απόφαση αυτή εκδίδεται αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων». 

 

Αναφέρουμε από τώρα πως οι εφεσείοντες είχαν εναχθεί ως εγγυητές της πρωτοφειλέτιδος εναγόμενης 1 εταιρείας δυνάμει γραπτής συμφωνίας εγγύησης που υπέγραψαν στις 21.1.2002. Η εγγύηση τους ήταν για απεριόριστο ποσό και αφορούσε σε «όλες τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη είτε αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές, είτε είναι ή θα γίνουν απαιτητές είτε είναι προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα από εγγύηση τρίτου προσώπου ή προσώπων και είτε είναι άμεσες ή έμμεσες».  

 

Τόσο η συμφωνία εγγύησης όσο και η συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων στην πρωτοφειλέτιδα εναγόμενη 1 εταιρεία, είχαν καταρτισθεί με τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, της οποίας όμως «ολόκληρη η επιχείρηση και ή ιδιοκτησία και ή υποχρεώσεις και ή δικαιώματα συμπεριλαμβανομένων και συμβολαίων ενοικιαγοράς …. μεταβιβάστηκαν και ή εκχωρήθηκαν και ή ανατέθηκαν και ή παραχωρήθηκαν στη Marfin Popular Bank Public Ltd». Η τελευταία στις 5.4.2012 μετονομάστηκε σε Cyprus  Popular Bank Public Co Ltd. Τα πιο πάνω ήταν παραδεκτά, από τους εφεσείοντες, γεγονότα. Βεβαίως πριν από τις 24.2.2016 που εξεδόθη η εφεσιβαλλόμενη απόφαση, είχε εκδοθεί, δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, Ν.17(Ι)/2013, το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, ΚΔΠ 104/2013, εξού και στον τίτλο της πρωτόδικης απόφασης ενάγουσα είναι η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ[1].  

 

Πέντε είναι οι λόγοι έφεσης. Ξεκινούμε από τον πέμπτο, σύμφωνα με τον οποίο «Η απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου καταγράφεται απλώς πως                    «Η εφεσείουσα (sic) επαναλαμβάνει και υιοθετεί την αιτιολογία που προέβαλε στον Πρώτο, Δεύτερο και Τρίτο λόγο».  Πρόκειται περί γενικού και αόριστου λόγου έφεσης, ο οποίος μάλιστα δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένη αιτιολογία. Δεν είναι έργο του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου να ανιχνεύσει, μέσα από την αιτιολογία των τριών πρώτων λόγων έφεσης, η οποία καλύπτει κάποιες παραγράφους, ποια μπορεί να είναι η θέση των εφεσειόντων σε σχέση με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω, μελετώντας πολύ προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, την οποία προσεγγίζουμε ως ενιαίο σύνολο, (Λαούτα  ν. Δημοκρατίας (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2205), διαπιστώνουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως από αυτήν αποκαλύπτεται πλήρως η διεργασία που οδήγησε τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή στην έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης, και κατ΄ επέκταση είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του. Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη (Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540). O πέμπτος λόγος έφεσης είναι επομένως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον τέταρτο λόγο έφεσης, τον οποίο παραθέτουμε αυτολεξεί:  «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπάρχει ανατοκισμός του λογαριασμού.»  Πρόκειται περί λόγου ο οποίος, ως έχει διατυπωθεί, είναι έκθετος σε απόρριψη αφού το ζητούμενο δεν είναι εάν υπάρχει ή όχι ανατοκισμός αλλά κατά πόσο αυτός είναι παράνομος, κάτι που δεν εγείρεται με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης.  Στο δε κοινό δικόγραφο Υπεράσπισης τους, οι εφεσείοντες είχαν γενικά και αόριστα δικογραφήσει ότι «οι λογαριασμοί των εναγόντων σχετικά με τα ζητούμενα ποσά περιέχουν ανατοκισμό και/ή χρεώσεις που απαγορεύονται από τον νόμο και/ή συναλλαγές».  Βεβαίως, δεν διευκρινίστηκε ούτε ο νόμος που απαγορεύει τον ανατοκισμό αλλά ούτε και εξειδικεύθηκαν οι πιο πάνω συναλλαγές. Ο περί Ελευθεροποίησης των Επιτοκίων και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999, Ν.160(Ι)/1999, στον οποίο δικαιολογημένα παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν απαγορεύει στα πιστωτικά ιδρύματα να ανατοκίζουν, νοουμένου ότι ο ανατοκισμός δεν υπερβαίνει τις «δύο φορές τον χρόνο» (Άρθρο 3(1)(δ) του Νόμου). Όπως σημειώθηκε στην Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479:

 

«… το Άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) επιτρέπει την επιδίκαση τόκου όπως προνοεί η συμφωνία των διαδίκων ή σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά νόμου επιτόκιο. Το Άρθρο 33(1) του Νόμου 14/60 έχει τροποποιηθεί με τις πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου αρ. 160(I)/99, το Άρθρο 3(δ) του οποίου καθορίζει την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως.»

 

 

Εν πάση περιπτώσει, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε και το θέμα του ανατοκισμού, ο οποίος επιτρεπόταν από την καταρτισθείσα συμφωνία, το οποίο αποφάσισε ορθά. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε:

 

«Όσον αφορά το ζήτημα του ανατοκισμού, προκύπτει από την κατάσταση λογαριασμού αλλά και από τις αναφορές του μάρτυρα ότι ο τόκος κεφαλαιοποιείτο δύο φορές το χρόνο και όχι πέραν αυτού. Αυτό είναι σύμφωνο με τη συμφωνία των μερών (βλ. παράγραφο 13β) της συμφωνίας - τεκμήριο 5) αλλά και με το Νόμο ο οποίος δεν απαγορεύει την κεφαλαιοποίηση δύο φορές το χρόνο. Οι αναφορές της συνηγόρου στην αγόρευση της σε συγκεκριμένες ημερομηνίες που χρεώθηκαν τόκοι, δεν ισοδυναμεί με κεφαλαιοποίηση τους, αφού προκύπτει ότι αυτοί κεφαλαιοποιούνταν δύο φορές το χρόνο και μόνο. Ούτε έχει προκύψει ότι ο λογαριασμός υπερχρεώθηκε ή χρεώθηκε με ποσά τα οποία οι ενάγοντες δεν δικαιούνται. Ο Μ.Ε.1 δεν έτυχε οποιασδήποτε αντεξέτασης για το θέμα αυτό, αλλά ούτε προσκομίστηκε και άλλη μαρτυρία που να καταδεικνύει κάτι τέτοιο.»

 

 

 

Και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης, στους οποίους επαναλαμβάνεται το ακόλουθο λεκτικό: 

 

«Η απόφαση ημερ. 24/02/16 (εφεξής η «απόφαση») του Πρωτόδικου Δικαστηρίου λήφθηκε χωρίς το Πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τους παράγοντες που έπρεπε να λάβει και/ή έλαβε υπόψη του στοιχεία που δεν έπρεπε να λάβει και/ή είχε πλάνη ως προς τα γεγονότα και/ή εσφαλμένα παρέλειψε να λάβει υπόψη του ουσιαστικά γεγονότα και/ή να προσδώσει βαρύτητα σε ουσιαστική μαρτυρία και/ή προέβηκε σε εσφαλμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας και/ή των γεγονότων της υπόθεσης ………»

 

 

 Επειδή και στους τρεις πιο πάνω λόγους γίνεται αναφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή γεγονότων, θα αρκεστούμε να  επαναλάβουμε ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο (Φρουταρία Το Πανέρι Λίμιτεδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).

 

Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες, κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, ως είχαν κάθε δικαίωμα, δεν έδωσαν μαρτυρία και δεν κάλεσαν μάρτυρες. Μάρτυρες κάλεσε μόνο η Τράπεζα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έθεσε ενώπιον του το περιεχόμενο της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα, το περιεχόμενο των εγγράφων που είχαν κατατεθεί, και αφού ορθά άντλησε καθοδήγηση από τις υποθέσεις Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676, 683 και Σάντης ν. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 288, στις οποίες παρέπεμψε, έκρινε αξιόπιστους και τους τρεις μάρτυρες που κλήθηκαν και κατέθεσαν ενώπιον του.

 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε αναφορά στο παράπονο των εφεσειόντων που αφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από τη γραπτή δήλωση του Α. Σταυρινού, Λειτουργού στο Τμήμα Δικαστικών Υποθέσεων της εφεσίβλητης (Μ.Ε.1), την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του:

 

«Βεβαιώνω επίσης ότι αφού οι καταστάσεις λογαριασμού εκτυπώθηκαν από εμένα, το περιεχόμενο τους συγκρίθηκε με το περιεχόμενο του τραπεζικού βιβλίου ηλεκτρονικής μορφής, από το οποίο εκτυπώθηκε, και διαπιστώθηκε ότι ήταν ορθές και έγκυρες. Περαιτέρω, το περιεχόμενο των καταστάσεων συγκρίθηκε, αναφορικά με τις καταχωρήσεις/πράξεις εκείνες για τις οποίες οι ενάγοντες διατηρούν τραπεζικά βιβλία σε χάρτινη μορφή, και διαπιστώθηκε ότι ήταν ορθές και έγκυρες.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αγορεύοντας ενώπιον μας, στην προσπάθεια του να μας πείσει ότι η αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο πάσχει, υποστήριξε πως: «… το λεκτικό και οι εκφράσεις του υπαλλήλου της Τράπεζας θα έπρεπε να είναι πιο ξεκάθαρες. Αντιλαμβάνομαι την ερώτηση του Δικαστηρίου, ωστόσο θέτω και από την αντίθετη μεριά το ζήτημα ότι όταν προετοιμάζει κάποιος τη Γραπτή Δήλωση του και χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο στα περισσότερα σημεία, το να χρησιμοποιεί παθητική φωνή μετά θεωρούμε ότι είναι ακριβώς για να αποφύγει να πει ότι δεν έχω ελέγξει ο ίδιος αυτές τις καταστάσεις. Ότι εγώ τις εκτύπωσα και αυτές ελέγχθησαν και ερευνήθηκαν».  Ουσιαστικά καταλογίζεται στον μάρτυρα σκοπιμότητα, η οποία αφορά στον τρόπο που αυτός συνέταξε τη γραπτή του κατάθεση, και τούτο για να παραπλανήσει. 

 

Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε. Κατ΄ αρχάς, τέτοια συγκεκριμένη θέση, ότι δηλαδή αυτός ενήργησε με σκοπιμότητα κατά τη σύνταξη της γραπτής του δήλωσης, ουδέποτε υπεβλήθη στο μάρτυρα. Εν πάση περιπτώσει, εάν κάποιος μελετήσει πολύ προσεκτικά ολόκληρο το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης, θα διαπιστώσει πως δεν αποκαλύπτεται αυτό που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος. Και το κυριότερο, ο μάρτυρας ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενος, για τις δικές του ενέργειες σε σχέση με αυτό το θέμα, και απάντησε πως και ο ίδιος είχε συγκρίνει και ελέγξει τα σχετικά έγγραφα και πως όλα όσα καταγράφονται σε αυτά είναι ορθά. Ως εκ τούτου, δεν παρέμεινε οτιδήποτε που χρειαζόταν διευκρίνιση ή έπρεπε να ήταν πιο ξεκάθαρο, ως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων. 

 

Όσον αφορά στη θέση, ως αυτή καταγράφεται στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «σε κανένα σημείο της απόφασης του ερμηνεύει τι συνιστούσε συμφωνία δανείου “stocking finance” και πώς αυτή λειτουργούσε, με αποτέλεσμα να προβεί σε λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας και να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και να παραλείπει αφού παρέλειψε να λάβει υπόψη του ουσιαστικά στοιχεία», θα αρκεστούμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημείωσε πως με την εν λόγω συμφωνία είχαν παραχωρηθεί πιστωτικές διευκολύνσεις στην πρωτοφειλέτιδα εναγόμενη 1 εταιρεία, οι οποίες θα ήταν κατά την κρίση της Τράπεζας, ενώ «το ποσό της χρηματοδότησης θα ήταν για απεριόριστο ποσό και η εταιρεία θα διατηρούσε και επιβάρυνε προς όφελος της σαν επιπρόσθετη ασφάλεια, οχήματα και/ή μηχανήματα και/ή αντικείμενα και/ή εξοπλισμό και/ή άλλη κινητή περιουσία που από καιρό θα ζητεί η Τράπεζα. Επίσης, ήταν όρος της πιο πάνω συμφωνίας ότι οι διευκολύνσεις θα χρεώνονταν με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα συνίσταται από το κάθε φορά καθοριζόμενο από την Τράπεζα Βασικό Επιτόκιο προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό περιθώριο». Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντελήφθη πολύ καλά το περιεχόμενο της συμφωνίας (stocking finance) και τον τρόπο που αυτή είχε «λειτουργήσει» καθ΄ ον χρόνο βρισκόταν σε ισχύ.    

Καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους που δικαιολογούσαν την αποδοχή της μαρτυρίας και των τριών προσώπων που κατέθεσαν ενώπιον του. Περαιτέρω, τα ευρήματα γεγονότων στα οποία προέβη, όχι μόνο υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που απεδέχθη ως αξιόπιστη, αλλά αυτά κρίνονται εύλογα και δικαιολογημένα. Εν κατακλείδι, δεν υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό που να δικαιολογεί την επέμβαση μας (Λευκαρίτης κ.ά. ν. Long Beach Hotels Ltd κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 194, 207-208). Τα όσα οι εφεσείοντες αναφέρουν σε σχέση με τα πιο πάνω, είναι αβάσιμα και απορρίπτονται.

 

Προχωρούμε με τις άλλες θέσεις που προβάλλονται στους τρεις πρώτους λόγους έφεσης. Αβάσιμη είναι και η θέση των εφεσειόντων ότι ο Μ.Ε.1 «αναφέρεται στα τραπεζικά βιβλία  που τηρούνται από τους ενάγοντες και όχι σε τραπεζικά βιβλία που τηρούσε η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ» και ως εκ τούτου «καμία βαρύτητα δεν έπρεπε να προσδώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 10) εφόσον οι καταχωρήσεις που αναφέρονται επί της κατάστασης λογαριασμού (τεκμήριο 10) δεν συγκρίθηκαν με τα αρχικά τραπεζικά βιβλία της ΛΑΙΚΗΣ αλλά των Εφεσίβλητων, όπως προκύπτει από την προσαχθείσα μαρτυρία.» 

 

Ο Μ.Ε.1 στην κυρίως εξέταση του είχε αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα: «Εργάζομαι στο Τμήμα Δικαστικών Υποθέσεων των εναγόντων στην Πάφο. Εκ της πιο πάνω θέσης μου γνωρίζω προσωπικά τα γεγονότα που δηλώνω ενόρκως, εκτός αυτά για τα οποία δηλώνω την πηγή των πληροφοριών μου, και βεβαίως αντλώ γνώση και πληροφόρηση και εκ του φακέλου των εναγόντων στον οποίον τηρούνται οι συμφωνίες και η αλληλογραφία με τους εναγόμενους, καθώς και εκ του ηλεκτρονικού φακέλου στον οποίο τηρούνται οι λογαριασμοί τους. Ο χειρισμός της υπόθεσης μου ανατέθηκε μετά τον Μάρτιο του 2013.»  Ο εν λόγω μάρτυρας είχε ακόμη αναφέρει πως ο ίδιος είχε εκτυπώσει τις καταστάσεις λογαριασμού που αφορούσαν στον επίδικο λογαριασμό. Μάλιστα, αντεξεταζόμενος ερωτήθηκε για το θέμα των εγγράφων, και έδωσε απαντήσεις, οι οποίες ουδόλως αμφισβητήθηκαν. Παραθέτουμε μέρος από την αντεξέταση του που αφορά στο πιο πάνω θέμα:

 

 

«Ε:    Αναφέρετε στη δήλωση σας για το φάκελο της υπόθεσης που διατηρεί η Τράπεζα. Είναι ο ίδιος φάκελος μ΄ αυτόν που διατηρούσε η Λαϊκή και έπειτα Marfin,  είναι τον ίδιο φάκελο που έχετε στην κατοχή σας;

Α:      Είναι τα έγγραφα σε χαρτί που περιείχε ο φάκελος της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.

Ε:      Είναι τα ίδια έγγραφα, δηλαδή μεταφέρθηκαν από τη Λαϊκή. Σας έφεραν τα έγγραφα από τη Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου;

Α:      Είναι τα ίδια έγγραφα ναι.» 

 

 

 

Μετά και τις πιο πάνω απαντήσεις, η Υπεράσπιση θεώρησε το θέμα λήξαν και επικεντρώθηκε σε άλλα. 

 

Όσον αφορά στο παράπονο των εφεσειόντων σε σχέση με το περιεχόμενο της κατάστασης του επίδικου λογαριασμού που είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο 10, το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό το φως και της σχετικής προφορικής μαρτυρίας, ορθά σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Ο Μ.Ε.1 κατά την κατάθεση της πιο πάνω κατάστασης ανέφερε ότι αυτή την έχει τυπώσει από το ηλεκτρονικό σύστημα της Τράπεζας στο οποίο διατηρεί σε ηλεκτρονική μορφή τα τραπεζικά βιβλία, το οποίο λειτουργεί και τηρείται από την Τράπεζα για την συνήθη διεξαγωγή των εργασιών της και οι καταχωρίσεις στην κατάσταση λογαριασμού έγιναν κατά την συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της Τράπεζας και το ηλεκτρονικό σύστημα βρίσκεται υπό την φύλαξη και έλεγχο της Τράπεζας. Στη γραπτή δήλωση του επίσης, στην τελευταία παράγραφο της παραγράφου 14, ο Μ.Ε.1 βεβαιώνει ότι η κατάσταση λογαριασμού εκτυπώθηκε από τον ίδιο, το περιεχόμενο τους συγκρίθηκε με το περιεχόμενο του Τραπεζικού Βιβλίου ηλεκτρονικής μορφής από το οποίο εκτυπώθηκε και διαπιστώθηκε ότι ήταν ορθές και έγκυρες.

 Το άρθρο 22 του Κεφ. 9 περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την αποδοχή αντίγραφου καταχώρισης σε Τραπεζικά βιβλία και την ερμηνεία του όρου «τραπεζικά βιβλία». Από την μαρτυρία του Μ.Ε.1 γίνεται ευθέως αναφορά ότι οι καταστάσεις λογαριασμού που κατέθεσε αποτελούν αντίγραφο τραπεζικών βιβλίων που τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή. Στον όρο «τραπεζικά βιβλία» περιλαμβάνονται και όλα τα αρχεία που τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή και επομένως προκύπτει ότι οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού αποτελούν αντίγραφα τραπεζικών βιβλίων που τηρούσαν οι ενάγοντες. Στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. 1. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479 λέχθηκε ότι «Οι καταστάσεις του λογαριασμού (Τ.9 και Τ.11), μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ.9 όπως έχει τροποποιηθεί).»

 

Περαιτέρω, να αναφερθεί ότι ο μάρτυρας αυτός κατά την μαρτυρία του ανέφερε ότι και ο ίδιος έχει πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης και στο ηλεκτρονικό σύστημα όσον αφορά τον επίδικο λογαριασμό.

 

Θεωρώ ότι υπό το φως όλης της μαρτυρίας που παρασχέθηκε από τον Μ.Ε.1 έχει αποδειχθεί ότι οι καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήρια 10) αποτελούν αντίγραφα των καταχωρήσεων στα τραπεζικά βιβλία που διατηρούν οι ενάγοντες και ως εκ τούτου αυτές αποτελούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων. Η θέση της υπεράσπισης ότι ο Μ.Ε.1 δεν ανέφερε ότι ο ίδιος έλεγξε και σύγκρινε τις εν λόγω καταστάσεις και ήταν ορθές δεν ευσταθεί. Η πιο πάνω παράγραφος 14 της γραπτής του δήλωσης που ανέφερα αποδεικνύει το εν λόγω γεγονός και είναι ξεκάθαρο ότι είναι ο ίδιος που σύγκρινε τις εν λόγω καταστάσεις. Περαιτέρω, να αναφερθεί ότι και σε άλλο μέρος της μαρτυρίας του ανέφερε το γεγονός αυτό, δηλαδή ότι και ο ίδιος σύγκρινε την κατάσταση λογαριασμού και είναι ορθή.»

 

 

 

Όσον αφορά στη θέση των εφεσειόντων ότι η κατάσταση λογαριασμού δεν ήταν αναλυτική και δεν μπορούσε να αποδείξει το κατ΄ ισχυρισμόν χρεωστικό υπόλοιπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού μελέτησε το περιεχόμενο της κατάστασης του επίδικου λογαριασμού, σημείωσε πως από αυτό αποκαλύπτεται η κίνηση του λογαριασμού από την πρώτη ημέρα που αυτός είχε ανοίξει, δηλαδή από τις 21.1.2002, ημερομηνία που υπεγράφη τόσο η συμφωνία για το άνοιγμα του λογαριασμού όσο και η συμφωνία εγγύησης, για να καταλήξει πως δεν υπήρχαν χρεώσεις ή πιστώσεις που να μην αποκαλύπτονται στην εν λόγω κατάσταση. Πράγματι από το περιεχόμενο της κατάστασης, την οποία έχουμε μελετήσει, αλλά και από τη  μαρτυρία του Μ.Ε.1, ο οποίος ερωτήθηκε για το περιεχόμενο της κατάστασης, επιβεβαιώνεται πως δεν υπήρχε οποιοδήποτε κενό όσον αφορά στην κίνηση του λογαριασμού (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, ως Προσωρινού Εκκαθαριστή της Περιουσίας της Εταιρείας DEME-DAIRY LTD κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 246/2013, ημερ. 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523).

 

Συνεπώς, τα εδώ γεγονότα διαφοροποιούνται πλήρως από τα γεγονότα της υπόθεσης Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 846, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, όπου εκεί δεν είχε κατατεθεί από την ενάγουσα Τράπεζα αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, η οποία θα έριχνε φως στην κίνηση του από το άνοιγμα μέχρι και το κλείσιμο του. Διαφοροποιούνται επίσης και από τα γεγονότα της υπόθεσης Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1390, στην οποία επίσης παρέπεμψε ο συνήγορος των εφεσειόντων, αφού εν προκειμένω είχε δοθεί ικανοποιητική μαρτυρία για το πώς προέκυπτε το συγκεκριμένο οφειλόμενο ποσό.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, βρίσκουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το βάρος απόδειξης είχε μετατεθεί στους εφεσείοντες, οι οποίοι, ως ανέφερε:  «απέτυχαν να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο που δημιουργήθηκε δυνάμει του άρθρου 22 του Κεφ. 9 (βλ. 1. Γεώργιος Κ. Ιωαννίδης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 1/10, ημερ. 08/07/2014, Αντώνης Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1A A.A.Δ. 194 και Μπούλος Μαρσέλ και άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858)».

 

 

Να προσθέσουμε πως στο κοινό δικόγραφο τους, οι εφεσείοντες δεν είχαν αμφισβητήσει συγκεκριμένη χρέωση, αφού αρκέστηκαν να δικογραφήσουν, με γενικότητα, ότι «και αν ακόμα αποδειχθεί ότι οφείλουν κάποιο ποσό αυτό είναι κατά πολύ μικρότερο του ζητούμενου» (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου (2014) 1(Γ) 2287, 2294). Και βεβαίως, όπως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουδέποτε προσκόμισαν μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο της κατάστασης λογαριασμού ήταν λανθασμένο ή δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα (Φρουταρία Το Πανέρι (ανωτέρω)). Μάλιστα όταν η ευπαίδευτη συνήγορος τους ερωτήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποια συγκεκριμένη πράξη αμφισβητεί από την κατάσταση λογαριασμού, η τελευταία απέσυρε σχετική ερώτηση που είχε υποβάλει στον Μ.Ε.1, κατά την αντεξέταση του.  Ούτε και εδώ δικαιολογείται η παρέμβαση μας.

 

Τέλος, όσον αφορά στη θέση των εφεσειόντων, στον τρίτο λόγο έφεσης, ότι  «το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι ενάγοντες προέβηκαν σε όλα τα απαραίτητητα διαβήματα για να καταστεί η πώληση του οχήματος με αρ. εγγραφής BAM 965 … και/ή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν προέβηκαν σε όλα τα αναγκαία μέτρα για μετριασμό της ζημιάς τους», σημειώνουμε πως και εδώ υπάρχει δικαιολογημένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου έχει προκύψει ότι οι ενάγοντες προέβηκαν σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα προς αυτή την κατεύθυνση αλλά τελικά δεν εντοπίστηκε το εν λόγω όχημα-μηχάνημα, για να καταστεί δυνατή η πώληση και είσπραξη της αξίας του».

 

 

Το θέμα τελειώνει εδώ, παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα σημείωσε πως δυνάμει συγκεκριμένων όρων της συμφωνίας των μερών, «η πώληση μηχανήματος το οποίο παραχωρείτο ως περαιτέρω εξασφάλιση ήταν δικαίωμα των εναγόντων και όχι υποχρέωση τους σε περίπτωση που ο οφειλέτης παραβεί τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας», και ότι σε περίπτωση «που οποιοδήποτε αγαθό πάθει οποιαδήποτε ζημιά, καταστραφεί ή παύσει να βρίσκεται στην κατοχή του πελάτη, αυτός υποχρεούται να καταβάλει στον οργανισμό ποσό ίσο με την αγοραία αξία του ή ποσό ίσο προς το ποσό που οφείλει προς τον οργανισμό κατά τον ουσιώδη χρόνο, ανάλογα με το τι θα αποφασίσει ο οργανισμός». 

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα €3.500, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον των εφεσειόντων. 

 

 

                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Στις 19.1.2024 καταχωρίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο σχετική Ειδοποίηση δυνάμει του Άρθρου 18(4) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2015, Ν.169(Ι)/2015, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα σε σχέση με την πιο πάνω αγωγή έχουν μεταβιβαστεί σε συγκεκριμένη εταιρεία.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο