ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                 

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε189/2017

 

16 Ιουλίου, 2024

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. ΦΛΩΡΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

                                           2. ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

Εφεσείοντες/Καθ’ ων η αίτηση

ΚΑI

1.  ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΤΑ

                                      2.  ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσίβλητοι/Αιτητές

-----------------------------

Στ. Παπαθεοδώρου για Στ. Παπαθεοδώρου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες

Γ. Μιχαηλίδου (κα) για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους

------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ:  Στις 6.9.2016, οι ενάγοντες, εφεσίβλητοι στην παρούσα έφεση, καταχώρισαν την αγωγή αρ. 4167/2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία ζητούσαν διάφορες επανορθωτικές θεραπείες, καθώς, επίσης, θεραπείες δηλωτικής φύσεως.  Αφορούσε, η αγωγή, ισχυριζόμενη παραβίαση συμφωνίας ανταλλαγής ακίνητης ιδιοκτησίας από τους εναγόμενους 1 έως 4,  ειδικά, όμως, από τους εναγόμενους 1 και 4, μετέπειτα εφεσείοντες.  Συγχρόνως, καταχώρησαν  αίτηση με την οποία ζητούσαν αριθμό παρεμπίπτοντων  διαταγμάτων, δυνάμει του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960, Ν.14/1960, όπως έχει τροποποιηθεί.  Το Δικαστήριο, στις 8.9.2016, εξέδωσε, μονομερώς, το διάταγμα στο Β. της αίτησης.  Κατά την inter partes διαδικασία, οριστικοποίησε την έκδοση του και διέταξε όπως τούτο παρέμενε σε ισχύ μέχρι το πέρας της αγωγής ή νεωτέρας διαταγής του.  Κατά το ίδιο στάδιο, εξέδωσε και ένα δεύτερο απαγορευτικό διάταγμα, όπως αυτό διατυπώνεται στο Α. της εν λόγω αίτησης, με τις ίδιες ως άνω οδηγίες, ως προς το χρόνο της ισχύος του. 

 

Το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε αρχικά, με το αιτητικό Β, απαγόρευε στους εναγόμενους 1 έως 4 να εμποδίζουν τη συνεχή και απρόσκοπτη πρόσβαση σε λωρίδα γης πλάτους 3.66 μέτρων, που αποτελεί μέρος του ανατολικού συνόρου του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/30896, τεμάχιο 360 και βρίσκεται σε περιοχή της κοινότητας [ ] της Επαρχίας Λευκωσίας.  Το δεύτερο διάταγμα διέτασσε τους εναγόμενους 1 έως 4 να διακόψουν οποιεσδήποτε εργασίες διεξήγαγαν στο ίδιο προαναφερθέν ανατολικό σύνορο του τεμαχίου 360, σε σχέση όμως με λωρίδα γης πλάτους 4.30 μέτρα.  Είναι η θέση των εναγόντων ότι, εν πάση περιπτώσει,  αυτό έπρεπε να ήταν το πλάτος της λωρίδας γης που αναφέρεται στο αιτητικό Β, ανωτέρω, με βάση την προαναφερθείσα συμφωνία ανταλλαγής.

 

Σημειώνεται ότι η πιο πάνω αναφερθείσα λωρίδα γης πλάτους 3.66 μέτρα, αποτελεί εγγεγραμμένη δίοδο προς όφελος του όμορου ακινήτου, με αριθμό εγγραφής 0/30895, τεμάχιο 362 και  λοιπά στοιχεία ίδια όπως του τεμαχίου 360.  Ενεγράφη επί του τεμαχίου 360, δυνάμει του άρθρου 11 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224.  Τούτο, συνέβηκε κατά το 1997, με ενέργειες του ενάγοντος, εφεσίβλητου, αρχικού ιδιοκτήτη του εν λόγω δεσπόζοντος τεμαχίου 362.

 

Εμφανώς, από τα γεγονότα τα οποία το Δικαστήριο είχε ενώπιον του από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, προκύπτει ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων μερών, αφορά στο αντικείμενο της συμφωνίας ανταλλαγής και ιδιαίτερα το πλάτος της προαναφερθείσας διόδου επί του τεμαχίου 360.  Συγκεκριμένα, αποτελεί θέση της ενάγουσας, εφεσίβλητης, ότι κατά το 1997 ο πατέρας της, δηλαδή ο εφεσίβλητος, ως ιδιοκτήτης, τότε, του τεμαχίου 362, συνήψε συμφωνία με την εναγόμενη 3, ιδιοκτήτρια του ακινήτου, τεμάχιο 360, αυτής  ενεργούσης, προφανώς, διά του συζύγου της εναγομένου 4, εφεσείοντος, να προβούν σε ανταλλαγή γης.  Ο εφεσείων θα παραχωρούσε στον εφεσίβλητο λωρίδα γης πλάτους 4.30 μέτρα, επί του τεμαχίου 360, κατά μήκος του ανατολικού συνόρου των δύο ακινήτων, εμβαδού 172 τ.μ.    Η λωρίδα αυτή γης, θα παρείχε  δίοδο στο τεμάχιο 362, σε δημόσιο δρόμο. Συγχρόνως, ο εφεσίβλητος θα παραχωρούσε, ως αντάλλαγμα, στην εναγόμενη 3, ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 360, λωρίδα γης εμβαδού 294 τ.μ. από το δικό του τεμάχιο 362.

 

Πολύ αργότερα και αφού, στο μεταξύ, τα εν λόγω ακίνητα μεταβιβάστηκαν  στα παιδιά των αρχικών ιδιοκτητών, δηλαδή στην εφεσίβλητη και στην εφεσείουσα, αντίστοιχα, η τελευταία άρχισε να προβαίνει σε εργασίες για την ανέγερση κατοικίας στο δικό της ακίνητο, τεμάχιο 360.  Είναι δε ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα, συνεπεία των πιο πάνω εργασιών, επεμβαίνει στην προαναφερθείσα δίοδο.  Μάλιστα, από χωρομετρική εργασία η οποία διεξήχθη προς όφελος της, φέρεται να διαπιστώθηκε ότι, τελικώς, η δίοδος η οποία της παραχωρήθηκε και οριοθετήθηκε στο πλαίσιο της χωρομετρικής εργασίας που είχε διεξαχθεί, τότε, είναι κατά  64εκ., πιο στενή, δηλαδή 3.66 μέτρα αντί 4.30 μέτρα, οπότε ανάλογα μικρό είναι και το εμβαδόν της συγκεκριμένης διόδου. 

 

Οι εφεσείοντες, στο πλαίσιο της ένστασης τους ισχυρίζονται ότι η συμφωνία ανταλλαγής μεταξύ των αρχικών ιδιοκτητών, των αναφερθέντων δύο τεμαχίων, αφορούσε στην παραχώρηση, από την εναγόμενη 3, λωρίδας γης  επί του τεμαχίου 360, πλάτος 3.66 μέτρα  και τίποτε πέραν αυτής, η οποία ενεγράφη ως δίοδος προς όφελος του τεμαχίου 362.  Σε αντάλλαγμα, αντί χρημάτων, έλαβε από τον εφεσίβλητο συγκεκριμένη έκταση γης, επί του δεσπόζοντος τεμαχίου.

 

Με τα προαναφερθέντα δύο παρεμπίπτοντα διατάγματα, βασικά, επιδιώκεται η διατήρηση της προσπελασιμότητας επί της ισχυριζόμενης συμφωνηθείσας διόδου, πέραν και της εγγεγραμμένης προς όφελος του τεμαχίου 362, όπως αναφέρεται πιο πάνω, εκκρεμούσης της αγωγής. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν τη συγκεκριμένη αγωγή, κατά των εναγομένων 1 και 4, καθώς και εναντίον των υπολοίπων εναγομένων σε αυτή.  Την απόφαση, όμως, του Επαρχιακού Δικαστηρίου, σε σχέση με την πιο πάνω ενδιάμεση διαδικασία, προσέβαλαν με έφεση, μόνο οι εναγόμενοι 1 και 4, εφεσείουσα και εφεσείων, αντίστοιχα. 

 

Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου αναφορικά με τη διαπίστωση του ότι  ικανοποιήθηκε η πρώτη προϋπόθεση στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960.  Εισηγούνται, συναφώς, ότι η ισχυριζόμενη προφορική συμφωνία ανταλλαγής είχε συνομολογηθεί πριν από την ενεργοποίηση του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 (Ν.81(Ι)/2011), (άρθρο 16(1)). Επιπρόσθετα, εισηγούνται ότι η αναφορά μόνο στη θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης, δεν καταδεικνύει την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.  Βασίζονται, προς τούτο, στην αναφορά του Δικαστηρίου στον πιο πάνω νόμο, ειδικά, σε συνάρτηση με την αιτούμενη θεραπεία για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ανταλλαγής.

 

Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση που διενήργησε ως προς το κατά πόσο  ικανοποιήθηκε όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση του εν λόγω άρθρου ανέφερε, σχετικά, τα εξής:

 

«Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου για τους Εναγόμενους αρ. 1-4 ότι σε σχέση με το αιτητικό για ειδική εκτέλεση δεν προκύπτει συζητήσιμη υπόθεση και, κατ’ επέκταση ορατή πιθανότητα επιτυχίας.  Όντως τόσο το άρθρο 2 του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου Κεφ. 232 όσο και οι πρόνοιες του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Ν.81(Ι)/2011 προβλέπουν ότι η σύμβαση πρέπει να είναι γραπτή και να έχει κατατεθεί στο Κτηματολόγιο εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου.  Το άρ. 6(2) του Ν.81/(Ι)/2011 παρέχει όμως την ευχέρεια έκδοσης διατάγματος ειδικής εκτέλεσης και σε σχέση με συμβάσεις οι οποίες είναι προφορικές νοουμένου ότι ικανοποιούνται κάποιες προϋποθέσεις.  Το κατά πόσο το αντικείμενο της σύμβασης προσδιορίζεται επαρκώς στη συμφωνία είναι θέμα που για να αποφασιστεί απαιτεί προηγούμενη αξιολόγηση μαρτυρίας και άρα δεν μπορεί να απορριφθεί εκ προοιμίου χωρίς τέτοια.

 

Μελετώντας τις εκδοχές όλων των διαδίκων προκύπτει σαφώς η διαφορετική εκδοχή ως προς τα γεγονότα, αλλά και στο ότι η συμφωνία ακριβώς συνήφθη μεταξύ Ενάγοντα αρ. 2 και Εναγόμενου αρ.4.  Το παρόν δεν είναι το στάδιο κατά το οποίο θα επιλυθούν ή αποφασιστούν τα ζητήματα αυτά, πολλά εκ των οποίων απαιτούν και ευρήματα κατόπιν αξιολόγησης μαρτυρίας.  Το Δικαστήριο, ως είναι καλά νομολογημένο, δεν προβαίνει στο στάδιο αυτό σε αξιολόγηση μαρτυρίας.»

 

Η τελευταία πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου, είναι ορθή.  Ασφαλώς και δεν είναι επιτρεπτή η αξιολόγηση της μαρτυρίας σε ενδιάμεση διαδικασία, όπως η υπό εξέταση. Ωστόσο, σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1), δηλαδή την ύπαρξη  σοβαρού ζητήματος προς εξέταση, απαιτείται, όπως, μέσα από τη δικογραφημένη θέση  των αιτητών, αποκαλύπτονται γεγονότα τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης, (βλ. Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557).  Τούτο, έπρεπε να προκύπτει, πρωτίστως, από την έκθεση απαίτησης, δηλαδή από τα δικογραφημένα ουσιώδη γεγονότα αυτής, (Δ.19 κ.4 των εφαρμοζομένων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας) και αφού δεν είχε καταχωριστεί ακόμα το εν λόγω δικόγραφο, από τη μαρτυρία η οποία υποστήριζε την αίτηση για έκδοση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598).  

 

Όσον αφορά, λοιπόν, την παρούσα περίπτωση, κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο περιόρισε την εξέταση του θέματος ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης με αναφορά στη θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης που οπισθογραφείται στο κλητήριο ένταλμα. Παρατήρησε, συναφώς, ότι η προφορική συμφωνία των εφεσιβλήτων για  ανταλλαγή γης δυνατό να είναι ειδικώς εκτελεστή δυνάμει του άρθρου 6(2) του Ν.81(Ι)/2011 και ότι από αυτό και μόνο, «προκύπτει συζητήσιμη υπόθεση».  Η διαπίστωση αυτή όμως δεν είναι ορθή. 

 

Η απαίτηση για ειδική εκτέλεση παραπέμπει σε θεραπεία.  Δεν αποτελεί, από μόνη της, βάση επί της οποίας μπορεί να θεμελιωθεί τυχόν παραβίαση της  ισχυριζόμενης συμφωνίας ανταλλαγής ακίνητης ιδιοκτησίας, προς ικανοποίηση της πρώτης προϋπόθεσης, ανωτέρω, του άρθρου32(1) του Ν.14/1960.  Η πτυχή αυτή, όμως, παρέμεινε ανέπαφη αφού δε σχολιάζεται στο πιο πάνω απόσπασμα, από το Δικαστήριο.  Το έργο τούτο, όπως το ίδιο το Δικαστήριο παρατήρησε, προφανώς, δυσχέρανε η απουσία έκθεσης απαίτησης, κατά το χρόνο της εκδίκασης  της αίτησης επί της οποίας εκδόθηκαν τα υπό αναφορά παρεμπίπτοντα διατάγματα.  Παρεμπιπτόντως, υπάρχει και για το θέμα αυτό σχετικός λόγος έφεσης: αφορά στο ότι δεν είχε καταχωριστεί έκθεση απαίτησης, ακόμα, όταν εκδικαζόταν σχετική αίτηση. Ωστόσο, υπό το φως της επιτυχίας της έφεσης, στη βάση του πρώτου λόγου έφεσης, δεν παρίσταται ανάγκη για εξέταση των υπολοίπων λόγων, (βλ. Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, σελίδα 1988).

 

Μια τελευταία γενική παρατήρηση που γίνεται, παρεμπιπτόντως, είναι ότι ο προαναφερθείς νόμος, Ν.81(Ι)/2011,  φαίνεται να καθιστά ειδικώς εκτελεστή, μέσω αγωγής, γραπτή συμφωνία η οποία συνομολογήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του, υπό ορισμένες προϋποθέσειςΑπό τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, αλλά και γενικότερα, ο συγκεκριμένος νόμος, δεν φαίνεται  να εφαρμόζεται σε σχέση με προφορική σύμβαση η οποία είχε συνομολογηθεί πριν αυτός τεθεί σε εφαρμογή.  Υπενθυμίζεται πως ο ισχυρισμός, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, είναι πως η συμφωνία ανταλλαγής είχε συνομολογηθεί προφορικά το 1997.  Εν πάση περιπτώσει, ελλείπει, παντελώς, αναφορά σε οτιδήποτε που να καταδείκνυε ότι η προφορική συμφωνία για ανταλλαγή γης, είναι ειδικώς εκτελεστέα, υπό το φως των προνοιών του προαναφερθέντος νόμου.

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και τα παρεμπίπτοντα διατάγματα ακυρώνονται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.200.- πλέον Φ.Π.Α.

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο