ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 124/2024)

(i-Justice)

 

 

7 Aυγούστου, 2024

 

[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 3Α, 9, 11, 14 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟ) (ΑΡ.2) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2022

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ, ΤΟΥ ABDULLAH AL ZLAYTAN, EK ΣΥΡΙΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΗΜΕΡ. 21.2.2023, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ABDULLAH AL ZLAYTAN, EΚ ΣΥΡΙΑΣ, ΝΥΝ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS AD SUBJICIENDUM

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/11/ΕΚ ΑΡΘΡΟ 15, ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 11(1), (2) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ) ΑΡΘΡΑ 5(1) ΚΑΙ 6(1)

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9ΣΤ(2), (3), (4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ (2000-2022) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 13, 14 ΚΑΙ 18ΠΣΤ (1) (4) (5) (6) (7) ΚΑΙ (8) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΝΟΜΟΥ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ 153(Ι)/2011 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΥ 15 (4), 16 ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008/ΕΚ  ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 16ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) ΑΡΙΘ. 343/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 18ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2003, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 7(Ι)/2007, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 5(1)(ΣΤ) ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ) ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34, 35 ΚΑΙ 188.3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9(1) ΚΑΙ (2) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΚΑΙ ΤΟΥ  ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/115/ΕΚ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ:

 

1.      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.      ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3.      ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

_____________________

Μ. Παυλίδου (κα) για Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Ρ. Xaραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Έλ. Ιωάννου (κα),  για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

_______________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

   ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:-  Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Συρία, με ημερομηνία γέννησης [ ], No ID [ ] και με ARC [ ], συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση από τις 23.1.2023, ημερομηνία κατά την οποία εξέτισε ποινή φυλάκισης δύο ετών που του επεβλήθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, στο οποίο κρίθηκε ένοχος, στις 17.1.2023, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Η κατηγορία αφορούσε σε «παρακολούθηση εκπαίδευσης για τέλεση αδικημάτων τρομοκρατίας μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και μέχρι την 3.1.2021», κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2019, N.75(I)/2019.

 

Να σημειώσω πως χρόνια πριν από την καταδίκη του, και συγκεκριμένα στις 5.2.2017, είχε υποβάλει αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για διεθνή προστασία. Η θέση του ήταν πως εγκατέλειψε τη χώρα του κατά/ή περί τον Δεκέμβριο του 2016 επειδή κινδύνευε η ζωή του και εισήλθε στην Κύπρο στις 4.2.2017. Στις 8.6.2018 η Υπηρεσία Ασύλου κοινοποίησε επιστολή στον αιτητή, με την οποία τον ενημέρωνε ότι αποφάσισε να του παραχωρήσει το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000. Στις 3.7.2019 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση άδειας παραμονής ως κάτοχος καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, και στις 14.10.2019 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε την αιτούμενη άδεια παραμονής, η οποία ίσχυε μέχρι τις 14.10.2020. Στις 10.11.2020 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής του ως κάτοχος καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Όμως η Υπηρεσία Ασύλου ανακάλεσε στις 7.1.2021 την απόφαση της για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο αιτητής, ως είχε κάθε δικαίωμα, αντέδρασε με την καταχώριση, την 1.2.2021,  αιτήσεως ακυρώσεως στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Τρία και πλέον έτη μετά την καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, εδικαιώθη, αφού το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με απόφαση του ημερ. 3.7.2024 αποφάσισε πως «Ο ισχυρισμός που προώθησε η συνήγορος του αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου επιτυγχάνει». 

Δεν χρειάζεται να παραθέσω τις υπόλοιπες ενέργειες που έλαβαν χώρα και οι οποίες παρατίθενται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια στο μαρτυρικό υλικό που έχει τεθεί ενώπιον μου.  Θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά σε αυτές όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. 

 

Με την υπό εκδίκαση αίτηση, την οποία ο αιτητής καταχώρισε μέσω συνηγόρων, αξιώνεται η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum:

 

«Α.1.  Με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση και/ή περιορισμός του Αιτητή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή ότι παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα του Αιτητή και δει το δικαίωμα του στην ελευθερία και να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του.

2.   Το οποίο να απευθύνεται προς το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο εξέδωσε το Διάταγμα Κράτησης και Απέλασης, ημερ. 21.02.2023 και/ή στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και/ή στον Αρχηγό Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.»

 

 

Με αφορμή την πιο πάνω διατύπωση, ο Γενικός Εισαγγελέας εγείρει προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία «Η αξίωση που καταγράφεται ως Αιτητικό Α.1 στην υπό κρίση αίτηση συνίσταται στην έκδοση θεραπείας που είναι εκτός της δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου και/ή δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα και τον Νόμο.» 

 

Kατ΄ αρχάς, σημειώνω πως η αίτηση έχει υποβληθεί σύμφωνα με τον «Τύπο Γ», ο οποίος προβλέπεται στον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο αιτητής ζητά την έκδοση του συγκεκριμένου εντάλματος για να αφεθεί ελεύθερος επειδή θεωρεί πως «Η κράτηση του είναι παράνομη από άποψη διάρκειας», κάτι που ρητά καταγράφεται και στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση του. Mε κάθε σεβασμό, διαφωνώ με την αυστηρή προσέγγιση που υιοθετείται από την ευπαίδευτη δικηγόρο του Γενικού Εισαγγελέα.  Ως εκ τούτου, καταλήγω, χωρίς ενδοιασμό, πως η πιο πάνω προδικαστική ένσταση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

Αβάσιμη όμως είναι και η άλλη προδικαστική ένσταση, ότι δηλαδή η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί «επειδή αυτή δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση και/ή νομότυπη ένορκη δήλωση και/ή δήλωση εκ μέρους του προσώπου που νομοθετικά και/ή νομολογιακά και/ή εκ πρακτικής επιβάλλεται να ορκίζεται προς υποστήριξη αιτήσεων με αξίωση έκδοσης διατάγματος habeas corpus». Άκαμπτος κανών ότι η αίτηση θα πρέπει πάντα να υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του ίδιου του αιτητή, δεν υπάρχει. Εν προκειμένω, ο αιτητής τελεί υπό κράτηση από τις 23.1.2023. Η δικηγόρος που προβαίνει στην Ένορκη Δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, δηλώνει δεόντως εξουσιοδοτημένη εκ μέρους του αιτητή, και ότι γνωρίζει τα γεγονότα και από πληροφόρηση που έλαβε από τον ίδιο, τα οποία και παραθέτει.  Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας, εις επίρρωση της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, παρέπεμψε σε πλειάδα αποφάσεων, οι οποίες όμως, με κάθε σεβασμό, ουδόλως εφαρμόζονται στα γεγονότα της παρούσας. Θα σταθώ μόνο στην υπόθεση Gul (2011) 1(Γ) 1896.  Εκεί, με αναφορά στον Αγγλικό Διαδικαστικό Κανονισμό που εφαρμοζόταν τότε, λέχθηκε πως               «η αίτηση θα έπρεπε να συνοδευόταν από ένορκη δήλωση από τον ίδιο τον κρατούμενο, τον αιτητή δηλαδή, εκτός αν αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω του περιορισμού της ελευθερίας του, οπότε και θα μπορούσε να γίνει και από άλλο πρόσωπο».  Στην εν λόγω υπόθεση, παρόλο που δεν υπήρξε ειδική αναφορά περί ύπαρξης κωλύματος εκ μέρους του αιτητή να προβεί ο ίδιος στην Ένορκη Δήλωση προς υποστήριξη της αιτήσεως, εντούτοις, αποφασίστηκε πως από το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης προέκυπτε «επαρκής εξήγηση γιατί την ένορκη δήλωση δεν υπέγραψε ο ίδιος ο αιτητής αλλά ο δικηγόρος του». Τα ίδια ισχύουν και εδώ.

 

Ως εκ τούτου, και η πιο πάνω προδικαστική ένσταση, κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

Επί της ουσίας τώρα της αιτήσεως. Εν προκειμένω, είναι η θέση του αιτητή πως η διάρκεια της κράτησής του έχει καταστεί αδικαιολόγητη και παράνομη, και ως εκ τούτου ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει το συγκεκριμένο ένταλμα, αφού οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν προβαίνουν σε οιανδήποτε ουσιαστική ενέργεια για απέλαση του. Ως καταγράφεται στις παραγράφους 17 και 18 της Ένορκης Δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, «Ο αιτητής δεν είναι δυνατόν να παραμείνει επ΄ αόριστον υπό κράτηση, χωρίς να υπάρχει προοπτική απομάκρυνσης του και ως εκ τούτου η διοικητική κράτηση παύει να είναι δικαιολογημένη. Η κράτηση του αιτητή ως περιορισμός του δικαιώματος της ελευθερίας το οποίο διασφαλίζεται όχι μόνο από το Σύνταγμα, αλλά και από την ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός με την επ΄ αόριστον αναβολή της απέλασης».   

 

Να επαναλάβω πως με την αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum, αυτό που επιδιώκεται είναι η άμεση απελευθέρωση ενός αιτητή από παράνομη  ή αδικαιολόγητη κράτηση, σε φυλακή ή σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη (Δημητράκης Χ΄΄ Σάββας (1993) 1 ΑΑΔ, 102 και XXX Al Lakoud v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 77/20, απόφαση ημερ. 8.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A231). Πρόκειται για την πιο αποτελεσματική διασφάλιση της ελευθερίας του ανθρώπου. Για την ιστορική προέλευση του εν λόγω εντάλματος, παραπέμπω στα όσα ενδιαφέροντα παρατίθενται στην Καλφοπούλου (1998) 1(A) Α.Α.Δ. 56, απόφαση που εξέδωσε ο αείμνηστος Ηλιάδης, Δ., λίγο μετά τον διορισμό του στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου.      

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως έχει ήδη λεχθεί, καταχώρισε ένσταση, η οποία μάλιστα υποστηρίζεται από αρκετούς λόγους, δεκαοκτώ τον αριθμό, το περιεχόμενο των οποίων έχω θέσει ενώπιον μου.                   Η ένσταση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του κ. Α. Μαζέρη, Λειτουργού στο Τμήμα Μετανάστευσης του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας. Δεν θα παραθέσω το περιεχόμενο της δωδεκασέλιδης Ένορκης Δήλωσης του, η οποία καλύπτει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τα γεγονότα και μάλιστα με αναφορά σε συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία επισυνάπτει ως τεκμήρια.

 

Όμως θα πρέπει να πω πως το περιεχόμενο της παραγράφου 10 από την Ένορκη του Δήλωση, σύμφωνα με το οποίο «Η κράτηση του αιτητή είναι καθ΄ όλα νόμιμη και/ή τεκμαίρεται ως νόμιμη, βάσει του τεκμηρίου νομιμότητας, το οποίο δύναται να ανατραπεί μόνο στο πλαίσιο εκδίκασης προσφυγής στη βάση των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος», με κάθε σεβασμό, ουδόλως με βρίσκει σύμφωνο. Όπως εύστοχα τέθηκε στην Haghilo (2011) 1(Γ) A.A.Δ. 2219:

 

«Η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση δεν έχει έρεισμα. Με την καταχώρηση μιας προσφυγής εξετάζεται η νομιμότητα της διοικητικής ενέργειας των αρμοδίων αρχών για απόρριψη του αιτήματος ασύλου και η έκδοση του διατάγματος απέλασης. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Khaief (Αρ. 1) (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1402, η νομιμότητα των πιο πάνω πράξεων θα κριθεί κατά το χρόνο λήψης τους. Το αντικείμενο εξέτασης της νομίμως αρξανόμενης αλλά ενδεχομένως παρανόμως συνεχιζόμενης κράτησης, για σκοπούς απέλασης, δεν μπορεί παρά μόνο να ελεγχθεί στα πλαίσια της διαδικασίας του Habeas Corpus.

 

Παράλληλα, στην Kane v. Cyprus, Υπόθεση Αρ. 33655, ημερ. 13.9.2011, απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ., κρίθηκε επάναγκες να προηγηθεί ο έλεγχος της νομιμότητας της περιόδου κράτησης δικαστικώς και δη με τη διαδικασία του habeas corpus, προτού αμφισβητηθεί η διοικητική πράξη της απόρριψης αιτήσεως ασύλου.»

 

Συνεπώς, το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κράτηση κατέστη παράνομη, ανεξάρτητα αν έχει καταχωριστεί ή όχι προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος.  Άλλωστε, ο αιτητής δεν ζητά με την υπό εκδίκαση αίτηση να κηρυχθούν διατάγματα κράτησης ή απέλασης του άκυρα ή παράνομα. Το βασικό παράπονο του είναι ότι ο διαρρεύσας χρόνος κράτησης του, είναι τέτοιος ώστε η κράτηση του να καθίσταται πλέον παράνομη, κάτι που εξετάζεται και αποφασίζεται στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum. Μάλιστα είναι η θέση του πως για μεγάλο χρονικό διάστημα «Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν προβαίνουν σε οποιαδήποτε ουσιαστική ενέργεια, παρά το ότι συγκατατίθεται στην απέλαση του».

 

Και οι δύο πλευρές κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο των οποίων διευκρίνισαν σήμερα με τον προφορικό λόγο. Έχω θέσει ενώπιον μου όλα όσα ανέφεραν με τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη Νομολογία στην οποία παρέπεμψαν. Θα κάνω ειδική αναφορά σε αυτά, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

Ως γνωστό, η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας, και σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αυτοσκοπός. Η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, και να υφίσταται καθ΄ ον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης προωθείται με τη δέουσα επιμέλεια.   Η δικαστική κρίση σε σχέση με το κατά πόσο η κράτηση έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο, για σκοπούς απομάκρυνσης από τη χώρα, είναι κρίση που θα πρέπει να βασίζεται επί των ιδιαίτερων γεγονότων της κάθε υπόθεσης, όπως αυτά τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου (Khlaief (Αρ. 1) (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ, 1402).

 

Εν προκειμένω, ο αιτητής ουδέποτε έδωσε ψευδή στοιχεία στις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες γνώριζαν από την πρώτη στιγμή (από το 2017) το ονοματεπώνυμό του, την ημερομηνία γέννησής του και τη χώρα καταγωγής του. Συνεπώς, ουδέποτε αυτός επεδίωξε να οικοδομήσει επί δικών του παραλείψεων και αδυναμιών (Oktru (2004) 1(A) Α.Α.Δ. 608).  Μάλιστα, με τα πραγματικά του στοιχεία, του είχε χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και άδεια παραμονής στη χώρα.  

 

Δεν νομίζω να αμφισβητείται πως το χρονικό διάστημα που ο αιτητής συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση, πάνω από δεκαοκτώ μήνες, είναι μεγάλο.  Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που αυτός τελεί υπό κράτηση ουδεμία προσπάθεια έγινε για απέλαση του, παρόλο που ο ίδιος ισχυρίζεται πως στο παρελθόν επιθυμούσε την απέλαση του όχι στη χώρα καταγωγής του αλλά σε άλλη χώρα. Μάλιστα φαίνεται πως οι αρμόδιες αρχές ανέμεναν την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην αίτηση ακυρώσεως που ο αιτητής είχε καταχωρίσει, εξού και σε σχετικό σημείωμα ημερ. 8.11.2023 (Τεκ. 22 στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση), αναφέρονται τα ακόλουθα: «Σύμφωνα με τα ενώπιον μας στοιχεία, ο εν θέματι αλλοδαπός βρίσκεται στον Χ.Ω.Κ.Α.Μ από τις 24.2.2023. Έκλεισε έξι μήνες κράτησης στις 24.8.2023 ….. Δεδομένου ότι ο αλλοδαπός αποτελεί ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια αλλά και για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, γίνεται εισήγηση για έγκριση της παράτασης της κράτησης του μέχρι την απόφαση του Δ.Δ.Δ.Π. …»

 

Αφήνω βεβαίως κατά μέρος πως από τα κατατεθέντα έγγραφα και το μαρτυρικό υλικό, οι αρμόδιες αρχές παρατείνουν την κράτηση του αιτητή επικαλούμενες και το γεγονός ότι αυτός δεν έχει ταξιδιωτικά έγγραφα, αφού, ως αναφέρουν, ουδέποτε απετάθη στις αρμόδιες αρχές της Συρίας, από την οποία κατάγεται, για εξασφάλιση τέτοιων. Όμως, όπως ορθά υποδεικνύουν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή, οι αρμόδιες διοικητικές αρχές δεν φαίνεται να έχουν προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες για να εξασφαλίσουν ταξιδιωτικά έγγραφα για σκοπούς απέλασης του αιτητή. Αδυναμία εκ μέρους τους για εξασφάλιση τέτοιων εγγράφων δεν έχει προβληθεί, όταν μάλιστα, ως ελέχθη, τα στοιχεία και η χώρα καταγωγής του αιτητή ήταν και είναι γνωστά. Η παρατεταμένη απραξία εκ μέρους των αρμοδίων αρχών να μεριμνήσουν για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, χωρίς τα οποία ο αιτητής δεν φαίνεται να μπορεί να εγκαταλείψει την Κύπρο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρατεταμένη κράτηση του.

 

Για ό,τι αξίζει, να αναφέρω πως στη χώρα του δεν φαίνεται να είναι εφικτό στο παρόν στάδιο να απελαθεί, και προς τούτο παραπέμπω στα όσα λέχθηκαν στην Αναφορικά με την Αίτηση του Aldabbas Muammar για την Έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση Αρ. 74/2024, ημερ. 5.6.2024, «Έπειτα δεδομένου του γεγονότος ότι ο αιτητής αποτελεί Σύριο υπήκοο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, ένεκα της έκρυθμης κατάστασης που συνεχίζει να υφίσταται στη συγκεκριμένη χώρα σε συνάρτηση τούτο και με τις διεθνείς υποχρεώσεις που η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναλάβει, η απέλαση του στη συγκεκριμένη χώρα, τουλάχιστον επί του παρόντος, δεν διαφαίνεται να είναι εφικτή».

 

Οι αρμόδιες αρχές φαίνεται να επιδιώκουν να οικοδομήσουν και επί του γεγονότος ότι ο αιτητής το 2021 εξέφρασε την επιθυμία να αναχωρήσει οικειοθελώς από την Κύπρο με προορισμό την Τουρκία ή το Ιράκ, επιθυμία που φαίνεται να ανακάλεσε στη συνέχεια. Όμως δεν έχει φανεί σε τι ενέργειες είχαν προβεί τότε για να τον βοηθήσουν να εκπληρώσει την επιθυμία του. Τουναντίον, αυτό που καταγράφεται στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση είναι ότι «Στις 9.2.2021 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εκ παραδρομής) εξέδωσε στον αιτητή τη σχετική άδεια παραμονής ως κατόχου του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με ισχύ μέχρι τις 9.2.2023.»    

 

Ως ελέχθη, οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να οικοδομήσουν και επί της καθυστέρησης η οποία υπήρξε στην εκδίκαση της υπ΄ αριθμόν Αίτησης Ακυρώσεως 116/2021, που καταχώρισε ο αιτητής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 7.1.2021, με την οποία ανακλήθηκε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας το οποίο του είχε χορηγηθεί με απόφαση της (σχετικά είναι τα όσα σημειώνονται στην παρ.14 της Ένορκης Δήλωσης του κ. Μαζέρη). Να επαναλάβω πως η Αίτηση Ακυρώσεως καταχωρίστηκε την 1.2.2021 και η δικαστική απόφαση εξεδόθη στις 3.7.2024. Μάλιστα, ο αιτητής κάνει ειδική αναφορά σε καθυστέρηση έκδοσης της δικαστικής απόφασης, κάτι που δεν τον αφορά, αφού στην παράγραφο 10 της Ένορκης Δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση, αναφέρεται ότι «Από τον Σεπτέμβριο του 2023, ήτοι εδώ και 10 μήνες εκκρεμεί η έκδοση της απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και παρά το γεγονός ότι δόθηκαν επαρκείς διευκρινίσεις για 2 φορές, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Συνεπώς η κωλυσιεργία των 10 μηνών στην έκδοση απόφασης δεν μπορεί να αποδοθεί στον Αιτητή.» 

 

Με κάθε σεβασμό, η θέση ότι ο αιτητής ευθύνεται για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της Αίτησης Ακυρώσεως, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ο αιτητής είχε κάθε δικαίωμα να καταχωρίσει την Αίτηση Ακυρώσεως και να προβεί νομίμως σε όποια διαδικαστικά διαβήματα σε σχέση με αυτήν, και δεν μπορεί να του καταλογίζεται ευθύνη, και μάλιστα για να δικαιολογηθεί η στέρηση της ελευθερίας του, για το γεγονός ότι η δικαστική απόφαση εξεδόθη τρία και πλέον έτη μετά την καταχώριση της Αίτησης Ακυρώσεως. Άλλωστε, η υποχρέωση των Δικαστηρίων να διασφαλίζουν την τελεσιδικία μιας διαφοράς εντός εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 30 του Συντάγματος, είναι δεδομένη. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Παρίσση ν. Στυλιανού κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1936  είναι σχετικό, χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε άλλο.

«Στην υπόθεση Fatsita v. Fatsita a.o. (1988) 1 C.L.R. 210επαναβεβαιώθηκε με αναφορά στη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., ότι ο χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες και τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Τονίστηκε ότι ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν συναρτάται μόνο προς το συμφέρον του διαδίκου ή του δικηγόρου αυτού, εφόσον οι Δικαστές ασκούν ένα δημόσιο καθήκον έναντι ολόκληρης της κοινωνίας. Παρελκυστική τακτική από δικηγόρους και διαδίκους δεν θα πρέπει να παρασύρει το Δικαστήριο στο να μην ασκεί αποτελεσματικά και αποφασιστικά το καθήκον του (Ροζάριο v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1032)».  

 

 

Ουκ ολίγες φορές το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έχει τονίσει ότι η κράτηση είναι επιτρεπτή στο βαθμό που είναι αναγκαία για σκοπούς απέλασης και πρέπει αυτή να περιορίζεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Εν προκειμένω, με δεδομένη την πρόθεση των αρμοδίων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας να απελάσουν τον αιτητή από τη χώρα, αφού τον θεωρούν πρόσωπο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη, ανεξάρτητα εάν αυτός απολαμβάνει ή όχι διεθνούς προστασίας, δεν φαίνεται να έχουν προβεί σε οιανδήποτε ενέργεια για προώθηση ή προλείανση της απέλασής του, εκκρεμούσης της κράτησης του. Μάλιστα, ως ελέχθη, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν προέβαιναν και δεν προβαίνουν σε οιανδήποτε ενέργεια για να εξασφαλίσουν ταξιδιωτικά έγγραφα για σκοπούς απέλασης του αιτητή.

 

Ούτε η έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του αιτητή δικαιολογεί την παρατεταμένη απραξία των καθ΄ ων η αίτηση. Παρόμοια θέματα εξετάστηκαν στην υπόθεση Khalil (2013) 1(B) A.A.Δ. 1284, 1290, από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, βλέπε τεκμήριο 16 στην ένσταση, η παράταση κράτησης του αιτητή κρίθηκε επιβεβλημένη γιατί ο αιτητής «αρνείται να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές για την εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων, ώστε να καταστεί εφικτή η επιστροφή του στο Λίβανο». Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η απόφαση για παράταση της κράτησης είναι ή όχι τρωτή, θέμα για το οποίο δεν αποφαίνομαι, εκείνο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι οι ενέργειες στις οποίες οι καθ' ων η αίτηση έχουν προβεί κατά τη διάρκεια των επτά περίπου μήνες που ο αιτητής τελεί υπό κράτηση, με στόχο την άρση του εμποδίου που ο τελευταίος παρεμβάλλει αρνούμενος συνεργασία. Αυτός όμως παραμένει άγνωστος, όπως άγνωστο παραμένει και το αν οι καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε οποιεσδήποτε ενέργειες προς την κατεύθυνση υλοποίησης του σκοπού για τον οποίο ο αιτητής κρατείται, που είναι ο επαναπατρισμός του. Όπως προκύπτει από το ενώπιον μου υλικό, οι αρμόδιοι σε κανένα διάβημα δεν φαίνεται να έχουν προβεί όλη αυτή την περίοδο που ο αιτητής κρατείται, εκτός από την υποβολή εισήγησης για παράταση της κράτησης του αιτητή για τους λόγους που έχω προαναφέρει. Παραμένουν επίσης άγνωστοι οι λόγοι που επέβαλαν την κράτηση του αιτητή για τη συγκεκριμένη περίοδο των έξι μηνών και όχι για λιγότερη περίοδο.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν ενήργησαν στην παρούσα περίπτωση με τη δέουσα επιμέλεια, όπως είχαν υποχρέωση δυνάμει του Νόμου να ενεργήσουν».

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

 

Στην Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ ΧΧΧ Abdelmogheeth  για την Έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση Αρ. 56/2020, ημερ. 15.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:D305, στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών, ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση για λόγους εθνικής ασφάλειας για περίοδο περίπου δεκαεννέα μηνών. Το Ανώτατο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση, αφού βρήκε πως:

 

«Ορθή εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των πιο πάνω και δίκαιη εξισορρόπηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, Κράτους και Αιτητή, οδηγεί στην αποδοχή της αίτησης και στην έκδοση ανάλογου διατάγματος απελευθέρωσης του Αιτητή».

 

 

 

Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Aldabbas Muammar (ανωτέρω), εξεδόθη το αιτούμενο Ένταλμα Habeas Corpus ad Subjiciendum, παρόλο που το Δικαστήριο βρήκε πως έλαβαν χώρα προσπάθειες για απέλαση του Σύριου αιτητή, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν δικαιούχος διεθνούς προστασίας, χωρίς όμως να καρποφορήσουν. Κρίθηκε πως «το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των εννέα και πλέον μηνών που ο αιτητής συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση για σκοπούς απέλασης του, καθώς και το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, η συνέχιση της κράτησης του αιτητή δεν δικαιολογείται».  Εν προκειμένω, ελλείπουν οιεσδήποτε προσπάθειες για απέλαση του αιτητή.

 

Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Malek Alawaad για την Έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση Αρ. 111/2024, ημερ. 30.7.2024, επίσης εξεδόθη το αιτούμενο Ένταλμα Habeas Corpus ad Subjiciendum. Είχε προηγηθεί η έκδοση διατάγματος κράτησης του ημερ. 19.1.2024 δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000. Η έκδοση του βασίστηκε σε πληροφορίες που είχαν τεθεί ενώπιον της αρμόδιας αρχής, οι οποίες έφεραν τον αιτητή να αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού σημείωσε πως ο χρόνος κράτησης του αιτητή υπερέβαινε τους επτά μήνες, σημείωσε και τα ακόλουθα:

 

«Σε καμιά περίπτωση δεν γίνονται εκπτώσεις σε σχέση με το δικαίωμα της ελευθερίας του ατόμου, παρά μόνο όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα και ως  σχετικός νόμος ορίζει.  Ακόμα, όμως, και τότε, τελικώς κριτής είναι το Δικαστήριο το οποίο αποφασίζει στη βάση των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης και της αποδεκτής ως προς τούτο αιτιολογίας.  Στην παρούσα υπόθεση ό,τι έχει αναφερθεί από την αρμόδια αρχή σε σχέση με την εξέταση της αίτησης του αιτητή για διεθνή προστασία και συνακόλουθα τη διάρκεια της κράτησης του, χαρακτηρίζεται από γενικότητες και αοριστία.  Επομένως, η παρούσα περίπτωση δικαιολογεί την παρέμβαση του Δικαστηρίου, προς όφελος του αιτητή.»

 

 

 

Συμφωνώ απόλυτα με την πιο πάνω προσέγγιση του αδελφού Δικαστή ότι, σε θέματα που αφορούν στην ελευθερία των ατόμων, δεν επιτρέπονται εκπτώσεις. Να επαναλάβω αυτό που είπε η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζανάς (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, πως «Η ελευθερία του ατόμου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, διεπόμενη από το κράτος δικαίου». 

   

Ούτε είναι ορθό οι αρμόδιες διοικητικές αρχές να επικαλούνται κατά κόρον την ποινική καταδίκη του αιτητή για αδίκημα για το οποίο αυτός τιμωρήθηκε και εξέτισε την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε, λέγοντας πως «δεν υπήρχε περιθώριο ο αιτητής να αφεθεί ελεύθερος» (παράγραφος 14 από την Ένορκη Δήλωση της Ένστασης), όταν μάλιστα η θέση τους ήταν ότι ο αιτητής έπρεπε να εγκαταλείψει την Κύπρο πριν από την καταδίκη του.  Να σημειωθεί πως από τον Ιανουάριο του 2021 αυτός είχε ήδη κριθεί ως πρόσωπο δικαιούχο διεθνούς προστασίας που έπρεπε όμως να απελαθεί, εξού και εξεδόθη διάταγμα απέλασης του δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000 (δες παρ. 7(xi) από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση).

 

Περαιτέρω, όχι μόνο δεν έπραξαν οτιδήποτε στα δύο χρόνια που ο αιτητής παρέμενε υπό κράτηση για σκοπούς της ποινικής υπόθεσης που αντιμετώπιζε, για να προετοιμάσουν την απομάκρυνση του από τη χώρα, αλλά ουδέν έπραξαν και μετά που αυτός εξέτισε την ποινή φυλάκισης που του επεβλήθη. Βεβαίως, για να δικαιολογήσουν την πιο πάνω αδράνεια τους, ισχυρίζονται πως ανέμεναν την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.             Ο αιτητής όμως συνεχίζει να κρατείται και μετά την έκδοση της απόφασης, η οποία, επαναλαμβάνω, ήταν ευνοϊκή για τον ίδιο. Με άλλα λόγια, ουδέν διαφοροποιήθηκε. Μάλιστα στις 23.7.2024, δηλαδή μετά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και μετά την καταχώριση της υπό εκδίκαση αίτησης, οι αρμόδιες αρχές επέδωσαν στον αιτητή επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Sir

 

You are hereby informed that the Director of the Migration Department is considering deporting you to a safe country after your release from prison, according to the conditions laid down in Article 29(1) of the Refugee Law 2000-2020.

 

After a careful assessment of your case, your deportation and removal are considered necessary for the following reason

 

Due to your conviction to a prison term for serious criminal offenses, there are reasonable grounds to consider you a threat to the national security and public order and therefore you are deported according to the Article 29(1) the Refugee Law.

 

According to the Law, you are invited to submit any comments or make any oral observations on the decision above.»

  

 

Nα υπενθυμίσω ότι ο αιτητής καταδικάστηκε για το αδίκημα για το οποίο γίνεται αναφορά στην πιο πάνω επιστολή, στις 17.1.2023, και εξέτισε την ποινή φυλάκισης του στις 23.1.2023.  Ποια είναι αυτή η ασφαλής χώρα και πώς ο αιτητής μπορεί να απελαθεί σε αυτήν, δεν διευκρινίζεται στην πιο πάνω επιστολή. Η αχλύς που επικρατεί σε σχέση με τις ενέργειες της διοίκησης για το τι αναμένεται να λάβει χώρα αναφορικά με την κράτηση του αιτητή, φαίνεται να υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτητή σήμερα να υποβάλει τυχόν σχόλια και παρατηρήσεις που αυτός έχει, σε σχέση με την απέλαση του σε ασφαλή χώρα.     

 

Αυτό που αποκαλύπτεται είναι ότι, εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο ένταλμα, ο αιτητής θα συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση για περαιτέρω, απροσδιόριστο, χρονικό διάστημα, χωρίς να υπάρχει, στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, λογική προοπτική απομάκρυνσης του από τη χώρα (Eazadi (2012) 1(Γ) A.Α.Δ. 2553). Στην τελευταία αυτή απόφαση ο αιτητής είχε κριθεί ανεπιθύμητος μετανάστης και δεν συνεργαζόταν για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων. Το Ανώτατο Δικαστήριο διατάσσοντας την αποφυλάκιση του με το Προνομιακό Ένταλμα Habeas Corpus ad Subjisiendum,  σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Έχοντας κατά νουν τα προαναφερόμενα και το ότι, από τα ενώπιον μου στοιχεία, φαίνεται επίσης πρόδηλο, ότι δεν υφίσταται λογική προοπτική απομάκρυνσης του αιτητή, ενόψει προφανώς της μη συνεργασίας του με την Ιρανική Πρεσβεία στην Κύπρο αλλά και της απροθυμίας της Ιρανικής Πρεσβείας να εκδώσει ταξιδιωτικά έγγραφα στον αιτητή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η κράτηση του αιτητή για σκοπούς απέλασης δεν δικαιολογείται και ότι αυτός θα πρέπει να απολυθεί αμέσως. Στην υπόθεση El Dridi, ημερ. 28.4.2011, C-61/11 PPU, απόφαση του ΔΕΚ, σε προδικαστικό ερώτημα του Corte d' Appello di Trento, το ΔΕΚ έκρινε ότι η στέρηση της ελευθερίας, κατά το Άρθρο 15 της Οδηγίας, πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, και η μέγιστη διάρκεια που προβλέπεται σ' αυτό, σκοπό έχει να θέσει περιορισμούς στη στέρηση της ελευθερίας των υπηκόων τρίτων χωρών που τελούν υπό αναγκαστική απομάκρυνση. Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να μην παρατείνεται, για δυσανάλογο χρονικό διάστημα, η κράτηση προσώπου εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης (Δέστε: Υπόθεση 762/11, Asghar v. Δημοκρατίας, ημερ. 30.6.2011).»

 

Εν κατακλείδι, έχοντας ενώπιόν μου το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο, που ο αιτητής συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση (23.1.2023), χωρίς στο παρόν στάδιο να υπάρχει προοπτική απέλασης του, λαμβανομένου υπόψη και του όλου ιστορικού της υπόθεσης (στο οποίο περιλαμβάνεται και η απραξία των αρμοδίων αρχών για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω), βρίσκω πως εν προκειμένω υπάρχει παρατεταμένη και αδικαιολόγητη διάρκεια κράτησης, η οποία όχι μόνο δεν βαραίνει τον αιτητή, ως η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα εισηγείται, αλλά αυτή συνηγορεί υπέρ της απελευθέρωσης του (Αναφορικά με την Aίτηση του xxx xxx xxx Yassa για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus, Πολ. Αίτ. 9/2019, ημερ. 6.2.2019).

 

Η διοίκηση είχε υποχρέωση να στοιχειοθετήσει, δεκαοκτώ και πλέον μήνες μετά, ότι ο αιτητής  θα πρέπει να συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση, κατ΄ εξαίρεση, για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης (ως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 23.7.2024), κάτι που βρίσκω ότι απέτυχε να πράξει. Τουναντίον, εξισορρόπηση των δικαιωμάτων του Κράτους και του αιτητή, οδηγεί στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος. 

 

Ο αιτητής, υπό το φως όλων των πιο πάνω, δικαιούται να απολαύσει την ελευθερία του, που είναι, ως ελέχθη, ύψιστο αγαθό το οποίο πρέπει να διασφαλίζεται από κάθε χώρα στην οποία υπάρχει δημοκρατικό καθεστώς. Και στην Κύπρο, υπάρχει δημοκρατικό καθεστώς.

 

Η Αίτηση κρίνεται βάσιμη, δικαιολογημένη και εγκρίνεται. Εκδίδεται το αιτούμενο Προνομιακό Ένταλμα. Οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας να αφήσουν αμέσως ελεύθερο τον αιτητή.

 

Επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντος αιτητή τα έξοδα της αίτησης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                   Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 

  

 

  

 

 

         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                              

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο