ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΊΤΗΣΗ ΑΡ. 130/2024

(i-justice)

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]

 

21 Αυγούστου, 2024

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ

1964

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2021

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ O. A. ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΔΙΚΗ ΕΝΤΟΣ ΔΙΚΗΣ ΑΡ. 1) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.7.2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΚΗΣ ΕΝΤΟΣ ΔΙΚΗΣ ΕΠΙ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ ΑΠΟΔΕΚΤΟΤΗΤΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡ. 12, 17, 18 ΚΑΙ 19 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 6, 8 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ Ν.92/1996 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΗΜΕΡ. 27.4.2016, Ν.125(Ι)/2018 ΚΑΙ Ν.44(Ι)/2019.

 Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.    Mε την παρούσα αίτηση, ζητείται η παραχώρηση άδειας για την προώθηση διαδικασίας έκδοσης, κατά κύριο λόγο, εντάλματος certiorari, αλλά και εντάλματος prohibition.  Θα γίνεται, έτσι, επίκληση προς τούτο της εξαιρετικής φύσεως  δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.  Στο πλαίσιο αυτής θα ζητείται η ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 8.7.2024, του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, στην ποινική υπόθεση αρ. 20188/2021.  Τούτο δε στη βάση ότι με την εν λόγω ενδιάμεση απόφασή του και την αποδοχή για κατάθεση συγκεκριμένης μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο παρέβη το άρθρο 21 του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, (Ν.92(Ι)/1996), όπως έχει τροποποιηθεί. Συνακόλουθα, παρέβη και τη θεμελιακή αρχή για δίκαιη δίκη.  Με το ένταλμα prohibition θα ζητείται η παρεμπόδιση της συνέχισης, περαιτέρω, της ακροαματική διαδικασίας στην προαναφερθείσα ποινική υπόθεση.

 

Το Κακουργιοδικείο εξέδωσε την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του,   κατά την εξέλιξη της διαδικασίας ακροάσεως της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης, που είχε ως αποτέλεσμα να επιτραπεί η κατάθεση συγκεκριμένης μαρτυρίας για την οποία προβλήθηκε ένσταση από την υπεράσπιση. Η τυχόν έκδοση του εντάλματος prohibition, ενδεχόμενα να οδηγήσει στον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας.  Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που εκδοθεί μόνο το ένταλμα certiorari, ενδεχόμενα να προκληθεί αμηχανία στην πλευρά της κατηγορούσας αρχής, ανάλογα και με τη σημασία της εν λόγω μαρτυρίας σε σχέση με την υπόθεση της.  Πάντως, η έκδοση των προς αίτηση ενταλμάτων, δε θα οδηγήσει αφ’ εαυτής στην αθώωση του εδώ αιτητή, κατηγορούμενου στην εν λόγω ποινική υπόθεση, αλλά οπωσδήποτε, ούτε  και στην καταδίκη του, αφού δε θα έχει ολοκληρωθεί η δίκη.  Η ποινική υπόθεση θα παραμείνει ημιτελής, αφού το εκδικάζον Δικαστήριο δεν θα έχει τη δυνατότητα να εκδώσει την τελική ετυμηγορία του σε σχέση με αυτή.  Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου είναι ακυρωτικής φύσεως και δε δύναται αυτό, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, να διατάξει την επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης.  Εμφανώς, εάν εκδοθούν τα εν λόγω εντάλματα, θα πρόκειται για μια εντελώς άγνωστη πορεία σε ποινική δίκη, από δικονομικής άποψης.

 

Η έναρξη και η εκδίκαση ποινικής υπόθεσης διέπεται από τον περί Ποινικής Δικονομία Νόμο, Κεφ. 155.  Αυτή, αρχίζει με την κατάθεση του κατηγορητηρίου, κατόπιν εγκρίσεως προς τούτο του αρμόδιου δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 43 του Νόμου, Κεφ. 155.  Από τις ελάχιστες, συγκριτικά, των προνοιών του είναι και αυτή στο άρθρο 39. Προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «το κατηγορητήριον, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος νόμου, δεν επιδέχεται ένστασιν εν σχέσει προς τον τύπο ή το περιεχόμενο αυτού αν είναι συντεταγμένο συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου». Συνεπώς, δεν είναι εύκολη υπόθεση η διαγραφή ενός κατηγορητηρίου, εάν τούτο μπορεί να διορθωθεί, (βλ. Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398).  Η πιο πάνω διάταξη είναι ενδεικτική της σημασίας της ποινικής υπόθεσης, από τη στιγμή που καταχωρείται το κατηγορητήριο στο ποινικό μητρώο του κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου  και σηματοδοτείται έτσι η ύπαρξη της.

 

Πλέον σημαντικές, όμως, είναι οι πρόνοιες του άρθρου 69(1) του Νόμου,  Κεφ. 155.  Προβλέπει για τρεις ειδικές απολογίες, που μπορεί να εγερθούν από την πλευρά του κατηγορούμενου.  Αυτές αφορούν στο ότι: (α) το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, (β) ο κατηγορούμενος έχει προηγουμένως καταδικαστεί ή αθωωθεί για το συγκεκριμένο αδίκημα,  (γ) αυτός έτυχε χάριτος για το εν λόγω ποινικό αδίκημα. Εάν καμία δεν γίνει δεκτή και ο κατηγορούμενος δε δηλώσει ενοχή, το δικαστήριο προχωρεί στην ακρόαση της υπόθεσης. Αυτή δε, συνεχίζει απρόσκοπτα αφού καταδειχθεί και η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του, οπότε, αυτός καλείται να προσφέρει μαρτυρία προς υπεράσπιση του, εάν το επιθυμεί.  Αυτά, σε γενικές γραμμές ως προς τη φύση της ποινικής υπόθεσης, τα οποία και εξετάζονται προκαταρκτικά, καθώς, επίσης, της ποινικής δίκης αφ’ ης στιγμής αυτή έχει αρχίσει, με την προσφορά μαρτυρίας από την κατηγορούσα αρχή. 

 

Εν προκειμένω, ο αιτητής δε δήλωσε παραδοχή σε σχέση με τις εναντίον του κατηγορίες, όπως αυτές αναφέρονται στο κατηγορητήριο, οπότε άρχισε η ποινική δίκη με τον τρόπο που έχει προαναφερθεί. Στο στάδιο εκείνο, η κατηγορούσα αρχή επιχείρησε την κατάθεση ως μαρτυρίας, ό,τι θεωρήθηκε από την υπεράσπιση ότι αποτελεί «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας», προερχόμενο από δύο κατασχεθέντα τηλέφωνα του αιτητή.  Τότε, ηγέρθη ένσταση ως προς την δεκτότητά της. Υποβλήθηκε ότι αυτή είχε ληφθεί χωρίς να είχε προηγηθεί η έκδοση δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν.92(Ι)/1996, αφού δεν είχε υποβληθεί σχετική μονομερής αίτηση προς τούτο.  Ακολούθησε η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της ένστασης  και την έκδοση ενδιάμεσης απόφασης με την οποία επετράπη η κατάθεση της συγκεκριμένη μαρτυρίας, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.  Το Κακουργιοδικείο, διαπίστωσε πως ό,τι τελικώς κατατέθηκε, ήταν διάφορα αρχεία, προς το σκοπό προστασίας του περιεχομένου τους, το οποίο δεν ήταν γνωστό στο στάδιο εκείνο. 

 

Η ακρόαση ποινικής υπόθεσης η οποία έχει αρχίσει, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος τυχόν ενδιάμεσης απόφασης του εκδικάζοντος δικαστηρίου σε σχέση με την αποδοχή ή όχι της κατάθεσης συγκεκριμένης μαρτυρίας που επιχειρείται από την κατηγορούσα αρχή, συνεχίζει αδιαλείπτως και ολοκληρώνεται με την τελική ετυμηγορία του ποινικού δικαστηρίου, εφόσον και ο κατηγορούμενος έχει, στο μεταξύ, κληθεί σε απολογία, στο κατάλληλο σημείο. Στο στάδιο αυτό, το δικαστήριο αποφαίνεται οριστικά σε σχέση με την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου. Επομένως, δε νοείται τερματισμός της ποινικής δίκης εκτός ως ο Νόμος, Κεφ. 155 ορίζει.  Ούτε και στην περίπτωση που η υπεράσπιση επικαλείται παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, είναι επιτρεπτή η διακοπή της ποινικής δίκης.  Τούτο, όμως, είναι ένα θέμα που τυχόν να τεθεί προς εξέταση από το δικαστήριο, κατά το στάδιο της έκδοσης της τελικής απόφασής του, αναφορικά με την ευθύνη του κατηγορουμένου, εφόσον θα έχει εγερθεί ως μέρος της υπεράσπισης του.  Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ford (Αρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 στη σελ. 247:  «Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Παραβίασή τους δε συνεπάγεται, είτε τη διαγραφή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, ή την κατάργηση της δίκης».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή κατά την αγόρευση του επεσήμανε τη σοβαρότητα, κατά την άποψη του, του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε, στην προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο.  Στη βάση αυτή εισηγήθηκε, η αποδοχή της συγκεκριμένης μαρτυρίας έγινε κατά παράβαση του άρθρου 21 του Ν.92(Ι)/1996, και τούτο συνιστά «προφανέστατο νομικό σφάλμα» και εν γένει παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος, προς τούτο. Επιπρόσθετα, υπέδειξε, συναφώς, πως η συγκεκριμένη ενδιάμεση απόφαση δεν είναι και εφέσιμη.

 

Ακριβώς, από το γεγονός ότι μια ενδιάμεση απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν είναι εφέσιμη, καταδεικνύεται ότι η ποινική δίκη δεν είναι δυνατό να διακοπεί για το λόγο ότι το δικαστήριο τυχόν να έσφαλε στην αποδοχή μαρτυρίας κατά τη διεξαγωγή της.  Σύμφωνα με το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960,  Ν.14/1960, κάθε απόφαση ποινικού δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση «ως ο νόμος ήθελε ορίσει», η οποία «δύναται να ασκηθεί κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως…».  Δεν υπάρχει περιορισμός, ειδικά, ως προς την προσβολή με έφεση καταδικαστικής απόφασης.  Επομένως, αντικείμενο αυτής δυνατόν να καταστεί και οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.

 

Εν πάση περιπτώσει, σε σχέση με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση,  η ερμηνεία του Κακουργιοδικείου όσον αφορά το άρθρο 21 του Ν.92(Ι)/1996, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προφανέστατο νομικό σφάλμα.  Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης την εισήγηση, σχετικά, της υπεράσπισης, κατέληξε ως η υπό αναφορά ενδιάμεση απόφασή του.  Συγκεκριμένα ότι η προσφερθείσα προς κατάθεση μαρτυρία περιείχε αρχεία αγνώστου περιεχομένου και, επομένως, η κατάθεση της, στο στάδιο εκείνο, δε συνιστούσε παραβίαση του προαναφερθέντος άρθρου του Ν.92(Ι)/1996.  Δηλαδή, δεν αποτελούσε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο κατετέθηκε ως μαρτυρία χωρίς να είχε ληφθεί, προηγουμένως, δικαστική ένταλμα προς τούτο. Η εν λόγω απόφαση του Κακουργιοδικείου, σε καμία περίπτωση δεν εκφεύγει των ορίων της δικαιοδοσίας του, η δε κρίση του, συναφώς, ήταν το αποτέλεσμα ερμηνείας που αυτό προσέδωσε, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 21, ανωτέρω. Οπωσδήποτε, δεν πρόκειται για νομικό σφάλμα πασίδηλο στο πρακτικό, δηλαδή στην  εν λόγω ενδιάμεση απόφαση του, η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα είναι δυνατό να προσβληθεί στο πλαίσιο έφεσης, σε περίπτωση που ο αιτητής καταδικαστεί και προσβάλει την απόφαση αυτή του Κακουργιοδικείου, (βλ. Ex parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).  Επομένως, οι θέσεις, ανωτέρω, εκ μέρους του αιτητή, δεν γίνονται δεκτές. 

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                   Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο