ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2016)

 

4 Σεπτεμβρίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΨΑΡΗ

Εφεσείων

ν.

 

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

 

Εφεσίβλητης

_________________

M. Β. Iωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Καμπανέλλας για Νίκος Χρ. Αναστασιάδης και Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Ο εφεσείων είχε εναχθεί από την εφεσίβλητη Τράπεζα ως εγγυητής της αδελφής του σε γραπτή  συμφωνία στεγαστικού δανείου ύψους Λ.Κ.60.000 (€102.516,08)  που αυτή είχε συνάψει στις 13.12.2006 με την εφεσίβλητη. Στην αγωγή εναγόμενη ήταν και η αδελφή του, εναντίον της οποίας η Τράπεζα είχε αξιώσει και άλλες θεραπείες, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν. Με κοινό δικόγραφο Υπεράσπισης και οι δύο εναγόμενοι αρνήθηκαν τις αιτούμενες θεραπείες. Με ανταπαίτηση τους αξίωσαν δηλωτικές αποφάσεις, στο περιεχόμενο των οποίων θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια.

 

Ό,τι στο παρόν στάδιο ενδιαφέρει, είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία ο εφεσείων διετάχθη να καταβάλει, δυνάμει της συμφωνίας εγγύησης που υπέγραψε, το ποσό των €99.511,57, με τόκο προς 8,25% από 28.11.2008 μέχρι εξοφλήσεως, «με δικαίωμα ανατοκισμού δύο φορές τον χρόνο». Η ίδια απόφαση εξεδόθη και εναντίον της πρωτοφειλέτιδος  αδελφής του, η οποία δεν καταχώρισε έφεση. Παρόλο που δεν καταγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ευθύνη των δύο αδελφών σε σχέση με το πιο πάνω ποσό, είναι αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένη.

 

Ο εφεσείων, με δεκατέσσερις λόγους έφεσης, οι οποίοι μαζί με την αιτιολογία τους καλύπτουν δεκαεπτά περίπου σελίδες, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση.

 

Θα ξεκινήσουμε από τον δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο «εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν απαιτείτο η υποβολή αίτησης τροποποίησης ώστε οι ενάγοντες να αντικατασταθούν με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ».  Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε πως ουδέποτε ήταν η θέση του εφεσείοντα, ούτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά ούτε και ενώπιον μας, ότι η αγωγή ηγέρθη από ανύπαρκτο πρόσωπο. Σε τέτοια περίπτωση, όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη Lioufis And Co Ltd v. Ανδρονίκου και άλλου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773, το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας ενός ενάγοντα είναι η αίτηση για διαγραφή της αγωγής. Εν προκειμένω, τέτοια αίτηση ουδέποτε υπεβλήθη, και αδυνατούμε να αντιληφθούμε γιατί το θέμα επαναφέρεται στο πλαίσιο της έφεσης, όταν μάλιστα με αυτή προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των επίδικων θεμάτων, τα οποία αφορούν σε διαφορά μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητης Τράπεζας. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα αποφασίστηκε, πολύ ορθά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Κατά την 3/10/2013 κατεχωρήθη στο φάκελο του Δικαστηρίου η ακόλουθη ειδοποίηση, εκ μέρους των Εναγόντων:

 

“Δια της παρούσης ειδοποιείστε ότι, δυνάμει των προνοιών του Διατάγματος Κ.Δ.Π.104/2013, το οποίο εκδόθηκε την 29ην Μαρτίου 2013 από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, την 29/3/2013, έλαβε χώρα μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, και από την 29/3/2013 όλη η επιχειρηματική δραστηριότητα και λειτουργία και όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις (εκτός από τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα 1 του εν λόγω Διατάγματος) της CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, από συμβάσεις που υπέγραψε, και όλα τα δικαιώματα επί οποιασδήποτε κινητής και ακίνητης περιουσίας, εξασφαλίσεις και οποιασδήποτε άλλης μορφής, συμβατικά δικαιώματα, αγώγιμα δικαιώματα, ή οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα και γενικά όλα ανεξαίρετα τα περιουσιακά στοιχεία της CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD μεταβιβάστηκαν ή εκχωρήθηκαν προς όφελος και  αναλήφθηκαν ή αποκτήθηκαν από την ΒANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD και στα ελληνικά ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.  Αντίγραφο του εν λόγω διατάγματος επισυνάπτεται και σημειώνεται ως Τεκμήριο 1.

 

Δια της παρούσης ειδοποιείστε, περαιτέρω, ότι, η αντικατάσταση και/ή υποκατάσταση του Ιδρύματος υπό εξυγίανση, για τους σκοπούς των διαδικασιών που εκκρεμούν, πραγματοποιείται με καταχώριση, από το αποκτών πρόσωπο ή την ενδιάμεση τράπεζα ή την εταιρεία διαχείρισης, σχετικής ειδοποίησης.  Ένεκα των ανωτέρω, δια της παρούσης, οι Ενάγοντες αντικαθίστανται και/ή υποκαθίστανται από τους ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, και όλα τα μελλοντικά δικόγραφα, στον τίτλο τους, θα έχουν, ως όνομα των Εναγόντων, το όνομα του αποκτώντος προσώπου, με αναγραφή στην παρένθεση το παλαιό όνομα των Εναγόντων, ως ακολούθως:  ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (πρώην CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD). Το αποκτών πρόσωπο διόρισε εκ νέου τους κ.κ. ΝΙΚΟΣ ΧΡ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ, ως δικηγόρους του αποκτώντος προσώπου και/ή των Εναγόντων και σχετικό διοριστήριο επισυνάπτεται, ως Τεκμήριο 2

 

Η ειδοποίηση αυτή δίδεται από το αποκτών πρόσωπο BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD και στα ελληνικά ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 28 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Άλλων Ιδρυμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013 Ν.38(1)/2013, ως τροποποιήθηκε την 17/5/2013.”

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων στην γραπτή του αγόρευση υποστηρίζει ότι Ενάγοντες, στην παρούσα υπόθεση, δεν θα έπρεπε να ήταν ούτε η Cyprus Popular Bank Public CoLtd, ούτε η Marfin Popular Bank Public Co Ltd, αλλά η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.  Αυτό το οποίο έχω αντιληφθεί από την ως άνω επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγομένων, είναι ότι θα έπρεπε να καταχωρηθεί αίτηση τροποποίησης, ώστε οι Ενάγοντες να αντικατασταθούν με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.  Την απάντηση στο εγειρόμενο από την Υπεράσπιση ζήτημα δίνει ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμος 17(1)/2013,  όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 38(1)/2013, το άρθρο 28 του οποίου αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«Νοείται ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή οποιουδήποτε Κανονισμού, στις περιπτώσεις όπου εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου ή Επαρχιακού Κτηματολογίου, η αντικατάσταση και/ή υποκατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση για τους σκοπούς της εκκρεμούσας διαδικασίας, θα πραγματοποιείται με την καταχώριση από το αποκτών πρόσωπο ή την ενδιάμεση τράπεζα ή την εταιρεία διαχείρισης, σχετικής ειδοποίησης προς το οικείο πρωτοκολλητείο ή επαρχιακό κτηματολόγιο, ανάλογα με την περίπτωση.»

 

Εν όψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν απαιτείτο η υποβολή αίτησης τροποποίησης, ώστε οι Ενάγοντες να αντικατασταθούν με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.» 

   

 

Εν κατακλείδι, ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται. 

 

Προχωρούμε με τον δωδέκατο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο «Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει και/ή να αιτιολογήσει δεόντως και επαρκώς την έκδοση αποφάσεως».  Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου, καταγράφεται ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ανεπαρκή, γενικά και αόριστα, ότι αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική και έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, ότι υπήρχε παντελής έλλειψη μαρτυρίας η οποία δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες δικαιούνται σε απόφαση εναντίον των εναγομένων, κλπ.

 

Πρόκειται περί λόγου έφεσης ο οποίος μαζί με την αιτιολογία του, πάσχει από γενικότητα και αοριστία και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε απόρριψη. Να επαναλάβουμε πως τα επίδικα θέματα σε μίαν έφεση προσδιορίζονται από τους λόγους έφεσης, οι οποίοι θα πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και σαφείς, ενώ έκαστος λόγος έφεσης επιβάλλεται να υποστηρίζεται από σαφή και πλήρη αιτιολογία. Και τούτο, για να μην υπάρχει αοριστία στα επίδικα θέματα της έφεσης και για να μην καταλαμβάνεται η άλλη πλευρά εξαπίνης. Τα πιο πάνω στοιχεία ελλείπουν από τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης.

 

Eν πάση περιπτώσει, μελετώντας την πρωτόδικη απόφαση, στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά, διαπιστώνουμε πως προσδιορίστηκαν τα επίδικα θέματα, συνοψίστηκε η ουσιώδης μαρτυρία, αξιολογήθηκε, έγιναν ευρήματα στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας, και στο τέλος της ημέρας ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κλήθηκε να αποφασίσει, και αποφάσισε, κατά πόσο η εφεσίβλητη απέδειξε την απαίτηση της εναντίον του εφεσείοντα και κατά πόσο ο τελευταίος απέδειξε την ανταπαίτηση του εναντίον της εφεσίβλητης. Κατ΄ επέκταση, η απόφαση εμπεριέχει τέτοια αιτιολογία ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθότητας της. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με τον εντέκατο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο «Εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε απόφαση εναντίον των Εναγομένων». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου γίνεται αναφορά, ανάμεσα σε άλλα, ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ότι ο εφεσείων-εναγόμενος 2 υπέγραψε ως εγγυητής. Θα σημειώσουμε απλώς πως ο εφεσείων παραδέχθηκε, και μάλιστα στην κυρίως εξέταση του, ότι υπέγραψε στις 13.12.2006 ως εγγυητής στη συμφωνία δανείου που κατήρτισε η αδελφή του, εναγόμενη 1, με την εφεσίβλητη Τράπεζα. Ως εκ τούτου, μαρτυρία δόθηκε όχι μόνο από την εφεσίβλητη, αλλά και από τον ίδιο τον εφεσείοντα, και τα όσα περί αντιθέτου αναφέρονται στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αβάσιμη είναι και η άλλη θέση που προβάλλεται στην αιτιολογία, ότι δεν υπήρξε μαρτυρία για σύναψη έγκυρων συμφωνιών και για ύπαρξη οφειλόμενου ποσού αφού δόθηκε μαρτυρία σε σχέση με τα πιο πάνω από την ίδια την εφεσίβλητη, την οποία μάλιστα ούτε ο εφεσείων αλλά ούτε και η αδελφή του με τη μαρτυρία που έδωσαν αμφισβήτησαν. Αλλού επικεντρώθηκαν, και συγκεκριμένα στην ακριβή διεύθυνση διαμονής τους. Ο μεν εφεσείων ισχυρίστηκε πως διέμενε στην οδό [ ] 38Α, η δε αδελφή του στην οδό [ ] 38. Να σημειώσουμε πως πρόκειται για διευθύνσεις διαμονής του εφεσείοντα και της αδελφής του, σε οικοδομές που έχουν ανεγερθεί στο ίδιο οικόπεδο, στο οποίο και οι δύο είναι ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου, ½ μερίδιο έκαστος.

 

Όσον αφορά στην αιτιολογία, ότι «Δεν απεδείχθη ενώπιον του Δικαστηρίου ότι υπήρξε νόμιμος τερματισμός», θα πούμε πως το θέμα αυτό ανεπίτρεπτα εγείρεται στην αιτιολογία του εντέκατου λόγου έφεσης αφού για τον τερματισμό της συμφωνίας δανείου υπάρχει αυτοτελής λόγος έφεσης, ο έβδομος, ο οποίος μάλιστα υποστηρίζεται από δέκα παραγράφους αιτιολογίας. Ως εκ τούτου, το θέμα αυτό θα αποφασιστεί όταν θα εξετάζουμε τον έβδομο λόγο έφεσης. Και ο εντέκατος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Oι λόγοι έφεσης 3, 4 και 13 προσβάλλουν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου κατέθεσε εκ μέρους της εφεσίβλητης ο Γρηγόρης Γρηγορίου  (Μ.Ε.1). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, αυτός ασκεί καθήκοντα λειτουργού είσπραξης χρεών, και έχει στην κατοχή του και υπό τον έλεγχο του όλα τα έγγραφα που αφορούν στο λογαριασμό στεγαστικού δανείου που χορηγήθηκε στην αδελφή του εφεσείοντα, με αριθμό 021-12-561790 (νέος αριθμός 357016925972). Ο μάρτυρας κατέθεσε ως τεκμήρια τα εν λόγω έγγραφα. Μαρτυρία έδωσαν και οι δύο εναγόμενοι. Η βασική θέση του εφεσείοντα ήταν ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή ημερ. 6.11.2008 (Τεκ. 20), με την οποία η εφεσίβλητη τον ενημέρωνε ότι η πρωτοφειλέτης αδελφή του δεν τηρούσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, την εκπλήρωση των οποίων ο ίδιος είχε εγγυηθεί με το εγγυητήριο έγγραφο ημερ. 13.12.2006. Την ίδια θέση προέβαλε και για την επιστολή τερματισμού ημερ. 27.11.2008 (Τεκ. 22), με την οποία η εφεσίβλητη τον καλούσε να εξοφλήσει τις οφειλές του ως εγγυητής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά τις αρχές που ισχύουν σε σχέση με την αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας αφού στην απόφαση του καταγράφει, ανάμεσα σε άλλα, πως:

 

«Παρακολούθησα με την επιβαλλόμενη προσοχή όλους τους μάρτυρες να καταθέτουν ενόρκως στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Θα πρέπει να τονίσω ότι η αξιολόγηση τους δεν περιορίστηκε στην εντύπωση που άφησαν από το εδώλιο του μάρτυρα, αλλά επεκτάθηκε στην ουσία της εκδοχής τους, την οποία αντεπαρέβαλα με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που υπάρχει ενώπιον μου (Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 και Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71).

 

 

Για τον μάρτυρα της εφεσίβλητης (Μ.Ε.1) σημείωσε πως αυτός «άφησε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο», για να προσθέσει πως αυτός είχε πλήρη επίγνωση του καθήκοντος του να παρουσιάσει τα γεγονότα, ως αυτά περιήλθαν στην αντίληψη του «χωρίς προσπάθεια παραποίησης τους, ώστε να δώσει προβάδισμα στην υπόθεση των Εναγόντων. Απάντησε σε οτιδήποτε ερωτήθηκε με σαφήνεια και αυθορμητισμό ……… Αποκάλυψε όλα τα στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελο του, χωρίς να αποκρύψει οτιδήποτε το οποίο δυνατό να μην εξυπηρετούσε την υπόθεση των εναγόντων». Κατ΄ επέκταση, απεδέχθη τη μαρτυρία του στο σύνολο της.

 

Για τον εφεσίβλητο και την αδελφή του, σημείωσε πως αυτοί «άφησαν αλγεινή εντύπωση στο Δικαστήριο», το οποίο διαπίστωσε  σκοπιμότητα εκ μέρους και των δύο «μέσω ενός ευτελούς και προσαρμοσμένου στις ανάγκες της Υπεράσπισης τους σεναρίου, ότι δεν είχαν παραλάβει τις προειδοποιητικές επιστολές και τις επιστολές τερματισμού των Εναγόντων προφασιζόμενοι ότι οι διευθύνσεις που αναγράφονται στις επιστολές δεν ανταποκρίνονται στην ορθή διεύθυνση του καθενός. Όπως ισχυρίστηκαν, η ορθή διεύθυνση της εναγόμενης 1 είναι η [ ] 38 και του εναγόμενου 2 η [ ] 38Α. Αντίθετα, η διεύθυνση που αναγράφεται στις πιο πάνω επιστολές είναι για μεν την εναγόμενη 1 η [ ] 38Α, για δε τον εναγόμενο 2 η [ ] 38.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δεν διέκρινε εκ μέρους του εφεσείοντα και της αδελφής του προσήλωση στην αλήθεια,  προχώρησε να σημειώσει πως από τα διάφορα έγγραφα που είχαν κατατεθεί ενώπιον του, οι πιο πάνω ισχυρισμοί τους καταρρίπτονταν. Συγκεκριμένα, στον τίτλο ιδιοκτησίας οικοπέδου του εφεσείοντα, ½ μερίδιο (Τεκ. 31), η διεύθυνση του εφεσείοντα φαίνεται να είναι [ ] 38 και όχι 38Α.  Το ίδιο συμβαίνει και με την εγγύηση που αυτός υπέγραψε στις 13.12.2006 (Τεκ. 12), σε σχέση με την οποία είχε εναχθεί. Και σε αυτή δηλώνει ως διεύθυνση του την [ ] 38. Το ίδιο και για το έγγραφο (Τεκ. 13), που επίσης υπέγραψε  πριν από την υπογραφή της εγγύησης. Και σε αυτό το έγγραφο η διεύθυνση του είναι [ ] 38. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του πως όταν του υπεδείχθη το εν λόγω έγγραφο (Τεκ. 13), αυτός «προέβαλε την ευτελή δικαιολογία ότι δεν πρόσεξε, μέσα σε τόσα πολλά έγγραφα, ότι ο τραπεζικός υπάλληλος δεν κατέγραψε την ορθή διεύθυνση την οποία του ανέφερε».  Με άλλα λόγια, ούτε και εδώ τον πίστεψε.

 

Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε την πλούσια νομολογία που αφορά στο πότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παρεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων στα οποία προβαίνουν τα πρωτόδικα Δικαστήρια. Θα αρκεστούμε να παραπέμψουμε σε ένα μικρό απόσπασμα από μία παλαιά υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε. Πρόκειται για την Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 39:

 

«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoulos v. Stavrou (1982)1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει την μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλμεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372)».

 

 

 

Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία,  υπό το φως και των όσων έχουν προβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα προς υποστήριξη των συγκεκριμένων λόγων έφεσης. Καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα, και σε τέτοια περίπτωση το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παρεμβαίνει (Νικολαίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271). Έπεται ότι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι «Εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι η εναγόμενη 1 παρέβηκε τους όρους αποπληρωμής των επίδικων δανείων». Συναφής με τον πέμπτο λόγο έφεσης είναι ο έβδομος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο ο εφεσείων διατείνεται ότι «Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες συμφωνίες τερματίστηκαν νόμιμα από τους ενάγοντες είναι αυθαίρετο και εσφαλμένο». Ό,τι εδώ βεβαίως ενδιαφέρει είναι μόνο η συμφωνία δανείου στην οποία ο εφεσείων υπέγραψε ως εγγυητής της πρωτοφειλέτιδος αδελφής του.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, ούτε η πρωτοφειλέτης, αλλά ούτε και ο εφεσείων αμφισβήτησαν πως η πρωτοφειλέτης δεν ήταν συνεπής με τις συμβατικές υποχρεώσεις της και, κατ΄ επέκταση, ουδέποτε ισχυρίστηκαν πως ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου δεν ήταν νόμιμος.  Από την άλλη, η μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη, η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογούσε πλήρως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρωτοφειλέτης παρέβη τους όρους της συμφωνίας δανείου, αφού αυτή δεν κατέβαλλε, ως όφειλε, τις συμπεφωνημένες δόσεις αποπληρωμής, και κατ΄ επέκταση νόμιμα η εφεσίβλητη τερμάτισε τη συμφωνία. Ως εκ τούτου, είναι αβάσιμοι και οι πιο πάνω λόγοι έφεσης.

Με τον όγδοο λόγο έφεσης ο εφεσείων αναφέρει ότι «εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της συμφωνίας δανείου τεκμήριο 4 την οποία εγγυήθηκε ο εναγόμενος 2 κατέστη απαιτητό και κατά συνέπεια ο εναγόμενος 2 κατέστη υπόλογος για την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου».  Η μόνη αιτιολογία που φαίνεται να αφορά στον πιο πάνω λόγο έφεσης είναι ότι «δεν υπήρξε νόμιμος τερματισμός του λογαριασμού, κατά τρόπο ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο να καταστεί απαιτητό». Για το θέμα όμως του τερματισμού της συμφωνίας έχουμε ήδη αποφασίσει πιο πάνω. Ως εκ τούτου, και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης γίνεται γενική αναφορά ότι «Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες συνέταξαν τις επιστολές τεκμήρια 21, 22 και 23 είναι εσφαλμένο».  Κατ΄ αρχάς, να σημειώσουμε πως το Τεκμήριο 23 είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα, αφού αφορά σε επιστολή που απευθυνόταν στην πρωτοφειλέτιδα για άλλο δάνειο που αυτή συνήψε με την εφεσίβλητη και για το οποίο ουδεμία σχέση είχε ο εφεσείων.

 

Με κάθε σεβασμό, ουδέποτε ήταν η θέση του εφεσείοντα κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, ότι οι εν λόγω επιστολές καταρτίστηκαν από την εφεσίβλητη εκ των υστέρων για αλλότριους σκοπούς ή ότι αυτές δεν έφεραν υπογραφή εκ μέρους της.  Η θέση του ήταν ότι δεν παρέλαβε τις εν λόγω επιστολές. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα, το οποίο μάλιστα εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, στον οποίο θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια. Ως εκ τούτου, και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον δέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι «Εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται στην επιδίκαση τόκου υπερημερίας από τις ημερομηνίες τερματισμού ο οποίος θα υπολογισθεί επί του επιτοκίου που ίσχυε κατά την αμέσως πριν την ημερομηνία τερματισμού». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης αναφέρεται πως το πιο πάνω συμπέρασμα του Δικαστηρίου «είναι αντίθετο με την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία αφού ουδέποτε απεδείχθη ενώπιον του Δικαστηρίου ότι υπήρξε νόμιμος τερματισμός».  Με δεδομένο όμως ότι έχουμε ήδη βρει ότι ήταν δικαιολογημένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι υπήρξε νόμιμος τερματισμός, ο πιο πάνω λόγος δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. 

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι  «Εσφαλμένα και αυθαίρετα το Δικαστήριο κατέληξε ότι ταχυδρομήθηκαν με συνήθης ταχυδρομείο οι επιστολές τεκμήρια 19, 20, 21, 22 και 23 προς τους Εναγόμενους περαιτέρω δε ότι παραλήφθηκαν από τους Εναγόμενους».

 

Στη συμφωνία εγγύησης που ο εφεσείων υπέγραψε υπήρχαν οι ακόλουθες πρόνοιες:

 

 «1.    Εγώ, για μένα, τους διαδόχους, εκδοχείς και τους νόμιμους αντιπροσώπους μου με το έγγραφο αυτό εγγυούμαι, όλες τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη σε σας είτε αυτές είναι, παρούσες ή μελλοντικές, είτε είναι, ή θα γίνουν απαιτητές είτε είναι, προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα ή από εγγύηση προς τρίτο πρόσωπο ή πρόσωπα και είτε είναι άμεσες ή έμμεσες. Αναλαμβάνω δε να σας πληρώσω μόλις μου ζητήσετε οποιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο και απαιτητό σε σχέση με τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη ή οποιεσδήποτε από αυτές, συμπεριλαμβανομένων τόκων, τραπεζικών δικαιωμάτων, δικηγορικών και άλλων εξόδων.

      

        […]

 

 14.    Νοείται πάντοτε ότι γραπτή απαίτηση πληρωμής από σας προς εμένα θα θεωρείται  ότι έγινε κατάλληλα σε μένα ή τους διαχειριστές ή τους εκτελεστές της περιουσίας μου αν υποβληθεί με επιστολή μέσω συνήθους ταχυδρομείου στη διεύθυνση μου που φαίνεται πιο κάτω και θα είναι ισχυρή παρά την τυχόν αλλαγή της διεύθυνσης μου και έστω και αν η αλλαγή κοινοποιηθεί σε σας. Η απαίτηση αυτή θα θεωρείται ότι λήφθηκε από μένα ή τους διαχειριστές ή εκτελεστές 24 ώρες μετά την ταχυδρόμηση της και θα είναι ισχυρή αν υπογραφεί εκ μέρους σας από οποιοδήποτε υπάλληλο σας.»     

   

Καθίσταται σαφές πως τα μέρη συμφώνησαν πως σε περίπτωση που οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταστεί πληρωτέο και απαιτητό σε σχέση με τις υποχρεώσεις της πρωτοφειλέτιδος, ο εφεσείων είχε υποχρέωση να το καταβάλει «μόλις του το ζητούσε» η Τράπεζα. Όπως λέχθηκε στην Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1465,1474, η παροχή τέτοιας ειδοποίησης «δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος, αλλά δευτερεύοντα όρο για την εκτελεστότητα του χρέους δηλαδή της ευχέρειας ανάκτησης του. Αυτό εξηγείται με σαφήνεια στην πολύ πρόσφατη απόφαση του αγγλικού εφετείου στην Stimpson v. Smith [1999] 2 All E.R. 833».

 

Από τον όρο (14) της συμφωνίας (ανωτέρω), προκύπτει πως τα μέρη συμφώνησαν πως η αποστολή επιστολής απαίτησης πληρωμής «μέσω συνήθους ταχυδρομείου», στη διεύθυνση που ο ίδιος ο εφεσείων δήλωσε στη συμφωνία εγγύησης, δηλαδή [ ] 38, Λεμεσός, θα είναι ισχυρή «παρά την τυχόν αλλαγή της διεύθυνσης μου έστω και αν η αλλαγή κοινοποιηθεί σε εσάς».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και γι΄ αυτό το θέμα, σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

 

«Ο Μ.Ε. στη γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 1) αναφέρει, στην παράγραφο 49 ότι, σύμφωνα με αρχείο που διατηρούν οι Ενάγοντες, όλες οι ως άνω αναφερόμενες επιστολές, περιλαμβανομένων και των προειδοποιητικών (Τεκμήρια 19 - 23), απεστάλησαν δια του συνήθους ταχυδρομείου στους Εναγόμενους 1 και 2, στις τελευταίες τους γνωστές διευθύνσεις. Καμιά επιστροφή αλληλογραφίας στους Ενάγοντες σημειώθηκε.  Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά και στον όρο 14 της συμφωνίας εγγύησης (Τεκμήριο 12), ο οποίος διαλαμβάνει ότι η γραπτή απαίτηση προς τον εγγυητή θα θεωρείται ότι έγινε κατάλληλα αν υποβληθεί με επιστολή μέσω συνήθους ταχυδρομείου.»

 

 

 

Καταλήγουμε πως η πιο πάνω αξιόπιστη μαρτυρία εύλογα επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε εύρημα ότι οι επιστολές στάληκαν στον εφεσείοντα «μέσω συνήθους ταχυδρομείου», ως η συμφωνία προέβλεπε.  Κατ΄ επέκταση, η απαίτηση που απεστάλη στη διεύθυνση που ο εφεσείων  δήλωσε στη συμφωνία, «θεωρείται ότι λήφθηκε από τον ίδιο 24 ώρες μετά την ταχυδρόμηση της και θα είναι ισχυρή» (Αλέκα Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. 169/2011, ημερ. 13.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:D309).  Και ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί την απόφαση του Δικαστηρίου ότι τα Τεκμήρια 24 και 25 πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.  Πρόκειται για γενικές πρόνοιες οι οποίες αφορούν σε έγγραφα που αποτελούν μέρος αρχείου επιχείρησης, οι οποίες είχαν εισαχθεί στο βασικό νόμο με τον περί Αποδείξεως (Τροποποιητικό) Νόμο (2004), Ν. 32(Ι)/2004. Όπως λέχθηκε στην ΧΧΧ Σπετσιώτη ν. Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 362/2012 (σχ. με 364/2012), ημερ. 26.10.2018:

 

«Ο τροποποιηθείς περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9, δίδει πλέον το δικαίωμα κατάθεσης στοιχείων και γεγονότων, τα οποία προηγουμένως, με την αυστηρότερη θεώρηση που υπήρχε, θεωρούνταν εξ ακοής μαρτυρία.» 

 

 

 

 Το Τεκμήριο 25 δεν ενδιαφέρει αφού αφορά σε δάνειο της αδελφής του εφεσείοντα, στο οποίο ο εφεσείων δεν είχε καμία απολύτως ανάμειξη. Το Τεκμήριο 24 αφορά στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού σε σχέση με το στεγαστικό δάνειο που συνήψε η αδελφή του εφεσείοντα, στο οποίο αυτός υπέγραψε ως εγγυητής. Οι εν λόγω καταστάσεις συνοδεύονταν από πιστοποιητικό, ως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 35(3), του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, στο οποίο καταγραφόταν πως:

 

«Πιστοποιείται με το παρόν ότι οι συνημμένες καταστάσεις λογαριασμού αποτελούν μέρος του Αρχείου, δηλαδή του αρχείου τήρησης και διατήρησης των λογαριασμών των πελατών των Εναγόντων και συγκεκριμένα αποτελούν τις καταστάσεις λογαριασμού των Εναγόντων για το λογαριασμό με αριθμό 021-12-561790 (νέος αριθμός 357016925972) και αναφέρεται στην χρονική περίοδο από την 19/12/06 μέχρι και την 5/03/2015 και αφορούν την Κατερίνα Ψαρή στην Αγωγή 5334/09 Ε.Δ. Λεμεσού. Περαιτέρω πιστοποιείται ότι οι Ενάγοντες αποτελούν επιχείρηση η οποία δυνάμει άδειας από τις αρμόδιες αρχές, να ασκεί τραπεζικές εργασίες αδιάλειπτα και συστηματικά μέχρι σήμερα με σκοπό το κέρδος.»

 

 

Μάλιστα τόσο αυτές όσο και το σχετικό πιστοποιητικό κατατέθηκαν χωρίς ένσταση από την Υπεράσπιση, η οποία το μόνο που υπέβαλε στον Μ.Ε.1, που ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε το πιστοποιητικό και κατέθεσε το εν λόγω τεκμήριο, ήταν ότι «Κύριε μάρτυς κατέθεσες στο Δικαστήριο ένα πιστοποιητικό, το Τεκμήριο 24 και εις το πάνω μέρος αναφέρεται Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Εγώ σου υποβάλλω κύριε μάρτυς ότι αυτό το έγγραφο ουδεμία σχέση έχει με τους εναγόμενους 1 και 2. Τι έχεις να πεις;»  Ο μάρτυρας βεβαίως απάντησε πως το Τεκμήριο 24 αφορά στη συμφωνία δανείου που συνήψε η αδελφή του εφεσείοντα, επίδικο θέμα στην αγωγή, η οποία είχε αρχικό αριθμό δανείου 021-12-561790     «ο οποίος με τη συγχώνευση των δύο τραπεζών, έχει αλλάξει αριθμό και έχει πάρει τον αριθμό 357016925972». Με άλλα λόγια, δικαιολογημένα απάντησε πως σημασία είχε ο αριθμός του δανείου στον οποίο αναφερόταν το εν λόγω τεκμήριο, αλλά και δικαιολογημένα αναγραφόταν στον τίτλο του πιστοποιητικού η επωνυμία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ». Για το τελευταίο αυτό θέμα παραπέμπουμε στα όσα είχαμε αναφέρει όταν απορρίπταμε τον δεύτερο λόγο έφεσης.

 

Με δεδομένο ότι ο εφεσείων δεν είχε αμφισβητήσει την ορθότητα του περιεχομένου του Τεκμηρίου 24, είτε με την αντεξέταση του Μ.Ε.1, είτε με την προσκόμιση μαρτυρίας εκ μέρους του, δεν μπορεί να ισχυρίζεται με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 24. Τουναντίον, βρίσκουμε πως ορθά έλαβε υπόψη του και το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου από το οποίο μάλιστα επιβεβαιωνόταν πως δεν υπήρξε οποιοδήποτε κενό όσον αφορά στην κίνηση του συγκεκριμένου λογαριασμού (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, ως Προσωρινού Εκκαθαριστή της Περιουσίας της Εταιρείας DEME-DAIRY LTD κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 246/2013, ημερ. 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523).  Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.   

 

Ο δέκατος τέταρτος, και τελευταίος λόγος έφεσης, αφορά στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την Ανταπαίτηση, η οποία είχε εγερθεί και από τους δύο εναγομένους. Με αυτήν ζητούσαν:

 

(Α) Απόρριψη της αγωγής ως πρόωρης και αβάσιμης. Αυτό βεβαίως δεν ήταν θέμα ανταπαίτησης. Εν πάση περιπτώσει, η αγωγή δεν ήταν ούτε πρόωρη, ούτε αβάσιμη.

(Β)   Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων «απηλλάγη πλήρως της εγγυήσεως εις την ισχυριζόμενη συμφωνία στεγαστικού δανείου ημερομηνίας 13.12.2006».  Και αυτή η αξίωση του, στη βάση των δικαιολογημένων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη.

(Γ)   Η εν λόγω θεραπεία δεν αφορά στον εφεσείοντα, αλλά στην αδελφή του και στις υποθήκες που αυτή συνέστησε για εξασφάλιση των υποχρεώσεων της.

 

Επικεντρωνόμαστε στη θεραπεία υπό (Δ), με την οποία ο εφεσείων αξίωνε «Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η αξίωσης (sic) τόκου 14% από τους Ενάγοντες αποτελεί πράξη επαχθή για τους Εναγομένους και/ή πράξη παράνομη και/ή καταπιεστική η οποία έχει ως σκοπό να καταστήσει ανίκανους τους Εναγομένους να πληρώσουν την ισχυριζόμενη οφειλή με αποτέλεσμα οι Ενάγοντες να πωλήσουν την ακίνητη περιουσία των και να καταστήσουν  τους Εναγομένους άστεγους και οι Ενάγοντες να πλουτίσουν αδικαιολόγητα σε βάρος των Εναγομένων.»

 

Ο εφεσείων θεωρεί πως επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε το επιτόκιο που η εφεσίβλητη αξίωσε, αλλά μικρότερο, ουσιαστικά τον δικαίωσε στο μέρος αυτό της Ανταπαίτησης του. Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε. Αξιόπιστη μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη αξίωσε 14% επιτόκιο για να καταστήσει ανίκανους, τόσο τον εφεσείοντα όσο και την αδελφή του, να καταβάλουν οφειλή με τέτοιο επιτόκιο, και τούτο για να δυνηθεί να πωλήσει την ακίνητη περιουσία τους (να σημειώσουμε εδώ πως ο εφεσείων ουδέποτε υποθήκευσε ακίνητη περιουσία του) και καταστήσει έτσι και τους δύο «άστεγους και να πλουτίσει αδικαιολόγητα εις βάρος τους», δεν υπήρξε. Δικαιολογημένα λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Ανταπαίτηση στο σύνολο της, χωρίς μάλιστα να εκδώσει διαταγή για έξοδα στην Ανταπαίτηση εναντίον του αποτυχόντα εφεσείοντα.

 

Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή.  

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €4.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

           

 

                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο