ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε145/2017)

 

 

  19 Σεπτεμβρίου 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟ) ΝΟΜΟ 1979, ΑΡ.84/79

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ ΑΡ.101/1987

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΜΕ ΑΡ.142861 ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ RCB BANK LTD, ΟΔΟΣ 2, AMATHOUNTOS, ΛΕΜΕΣΟΣ, 3105 ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ IGOR MIKCHAILOVICH BAKAY, GORKI 2, ZALENAYA LOSCHINA 3, ODINTSOVSKI RAYON, MOSCOW REGION RUSSIAN FEDERATION

 

Μεταξύ:

 

FISTELLA LTD (ΠΡΩΗΝ RCB BANK LTD),

 

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

IGOR MIKCHAILOVICH BAKAY,

 

Καθ’ ου η Αίτηση.

 

ΚΑΙ

 

                  RECOLTA ENTERPRICES LTD,

 

Εφεσείουσα,

     ΚAI

 

 

FISTELLA LTD (ΠΡΩΗΝ RCB BANK LTD),

 

Εφεσίβλητης,

 

____________________

 

 

M. Μάρκου με Π. Παπαπέτρου (κα) και Γ. Τουμαζή (κα) για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα. 

Σ. Πίττας με Α. Λάμπρου (κα) για Σωτήρης Πίττας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

____________________

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:      Η RCB Bank Ltd καταχώρισε την Αίτηση Αρ.6/2016, για την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση στην Κύπρο αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης που είχε εξασφαλίσει εναντίον κάποιου Igor Mikchailovich Bakay.  Η RCB προώθησε την αίτηση όταν διαπίστωσε ότι η κυπριακή εταιρεία Folantez Investments Ltd, τις μετοχές της οποίας κατέχει η εταιρεία Melipest Trading Ltd, από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, της οποίας ο Bakay ήταν ο τελικός δικαιούχος (ultimate beneficial owner) ήταν η ιδιοκτήτρια μιας έπαυλης μεγάλης αξίας στην Γερμανία. 

 

    Στο πλαίσιο της κύριας Αίτησης, εξασφάλισε την 16.5.2016 προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα σε σχέση με την έπαυλη και προσωρινού διορισμού του δικηγόρου Δρ Χρ. Κληρίδη ως ενδιάμεσου παραλήπτη της περιουσίας του Bakay, περιλαμβανομένης και της έπαυλης.   

 

    Η Εφεσείουσα εταιρεία κατόπιν αδείας παρενέβη στη διαδικασία των προσωρινών διαταγμάτων και καταχώρισε αίτηση για την ακύρωση τους.  Η θέση της ήταν ότι οι μετοχές της Folantez ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος της.  Πάντα κατά τη θέση της, η ενεχυρίαση είχε παραχωρηθεί προς εξασφάλιση δανείου ποσού €12.000.000  από τον τελικό δικαιούχο των μετοχών της, κάποιο Gennady Vasiliev, προς τον Bakay.

 

    Η αίτηση της Εφεσείουσας είχε καταχωριστεί δυνάμει των προνοιών της Δ.48, Θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που επιτρέπουν σε οιονδήποτε πρόσωπο που επηρεάζεται από ένα διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς να αποταθεί στο δικαστήριο με αίτηση με κλήση για τον παραμερισμό ή την διαφοροποίηση του.  Στη διαδικασία αυτή δεν είχε κληθεί για να συμμετάσχει και δεν είχε συμμετοχή ο Bakay.

 

    Η πρωτόδικη απόφαση εξεδόθη την 21.6.2017.  Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο η Εφεσείουσα και η RCB καταλόγιζαν η μια στην άλλη ότι είχε συνωμοτήσει με τον Bakay για να την εξαπατήσουν.  Με αναφορά στις σχετικές ημερομηνίες και συμπεριφορές της Εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι αφήνονταν πολλά ερωτηματικά για τη γνησιότητα της συμφωνίας ενεχυρίασης και ότι δεν άντεχε στη βάσανο της λογικής ότι η Εφεσείουσα δεν είχε πράξει τα στοιχειώδη για την εφαρμογή της.  Κατέληξε ότι η Εφεσείουσα είχε αποτύχει «να ανατρέψει το κριτήριο της ύπαρξης «καλού λόγου για να υποτεθεί» ότι ο Igor Bakay  έχει και ασκεί ουσιαστικό έλεγχο επί των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων».  Έτσι, απέρριψε την αίτηση.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε το κριτήριο που ανέδειξε η αγγλική νομολογία όπως εξελίχθηκε, αρχίζοντας από την T.S.B. Private Bank International S.A. v. Chabra and Another [1992] 1 W.L.R. 231, δηλαδή την ύπαρξη «good reason to suppose» («καλού λόγου για να υποτεθεί») ότι ο εναγόμενος έχει και ασκεί ουσιαστικό έλεγχο επί των περιουσιακών στοιχείων που επιδιώκεται να δεσμευτούν.

 

    Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 6.  Η θέση της Εφεσείουσας ότι ο Bakay δεν είχε ουσιαστικό έλεγχο επί της έπαυλης, εδραζόταν στη θέση της ότι αυτή ήταν ενεχυριασμένη προς όφελος της ιδίας.

 

    Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης εγείρουν ζητήματα της διαδικασίας στην οποία εκδόθηκαν τα προσωρινά διατάγματα, ανεξάρτητα του ζητήματος του προβαλλόμενου συμφέροντος της Εφεσείουσας στην περιουσία που δεσμεύτηκε.

 

    Με το λόγο 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εξετάσει δύο ζητήματα που εγείρονταν από την Εφεσείουσα ως λόγοι ακύρωσης των προσωρινών διαταγμάτων.  Κατά την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει τα ενδιάμεσα διατάγματα γιατί αυτά δεν είχαν επιδοθεί για σχεδόν ένα χρόνο, κατά παράβαση του άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 (λόγος έφεσης 2).  Ούτε βέβαια και η εναρκτήρια αίτηση για την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση στην Κύπρο της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης είχε επιδοθεί στον Bakay. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο μη προώθηση της εναρκτήριας αίτησης και ενώ διατηρούνταν σε ισχύ τα ενδιάμεσα διατάγματα συνιστούσε, πάντα κατά την Εφεσείουσα, κατάχρηση της διαδικασίας (λόγος έφεσης 3) και αναιρούσε και εκθεμελίωνε το όποιο στοιχείο του κατ’ επείγοντος (λόγος έφεσης 4).  Τέλος, σύμφωνα με το λόγο έφεσης 5, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε τα ενδιάμεσα διατάγματα λόγω παράλειψης της Εφεσίβλητης να αποκαλύψει γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την έκδοση τους.      

 

    Η Εφεσείουσα είχε αιτηθεί να συνενωθεί στην αίτηση της Εφεσίβλητης για την έκδοση των διαταγμάτων και να της δοθεί άδεια να καταχωρίσει ένσταση στη συνέχιση της ισχύος τους ή και αίτηση για τον παραμερισμό τους, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφαίνεται με την απόφαση του ημερ.7.11.2016 ως ακολούθως:

 

«... δίδεται άδεια στην Αιτήτρια να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία, μόνο όμως για τους σκοπούς του προσωρινού διατάγματος.  Θεωρώ ότι είναι ορθότερο να καταχωρηθεί αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος, όπως είναι και η θέση των δύο πλευρών, αντί ένστασης στο προσωρινό διάταγμα, ώστε να δοθεί η ευκαιρία και στην Καθ' ης η Αίτηση να καταχωρήσει τη δική της ένσταση. 

 

Αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος εκ μέρους της Αιτήτριας να καταχωρηθεί εντός δεκαπέντε ημερών από σήμερα».

 

 

    Η απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχει προσβληθεί με άλλη έφεση, ούτε και αποτελεί αντικείμενο της παρούσας.  Επομένως, δεν θα επιχειρήσουμε να την ερμηνεύσουμε.

 

    Η αίτηση της Εφεσείουσας για ακύρωση των διαταγμάτων καταχωρίστηκε, εκδικάστηκε και αποφασίστηκε ενόσω τα διατάγματα ήταν ορισμένα επιστρεπτέα και προτού οριστικοποιηθούν.  Η Εφεσείουσα δεν συμμετείχε στη διαδικασία οριστικοποίησης των ενδιάμεσων διαταγμάτων.  Η αίτηση της Εφεσίβλητης ήταν ορισμένη για επίδοση και τα προσωρινά διατάγματα ορισμένα επιστρεπτέα την 21.6.2017, δηλαδή την ίδια ημέρα που θα εκδιδόταν η προσβαλλόμενη με την παρούσα έφεση απόφαση.  Προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης της Εφεσίβλητης και των προσωρινών διαταγμάτων σε κάποιο χρονικό στάδιο μετά την απαγγελία της προσβαλλόμενης απόφασης.  Αφού διαπιστώθηκε ότι είχε επιτευχθεί επίδοση στον Bakay και ότι αυτός δεν εμφανιζόταν, τα διατάγματα κατέστησαν απόλυτα. 

 

    Ως αποτέλεσμα, υφίσταται απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία οριστικοποιήθηκαν τα ενδιάμεσα διατάγματα, που ουδέποτε εφεσιβλήθηκε. 

 

    Περαιτέρω, πολύ αργότερα, την 16.6.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε αίτηση του παραλήπτη για την πώληση της έπαυλης.  Αυτή έχει ήδη πωληθεί και το προϊόν της πώλησης έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, ως οι οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

    Οι εξελίξεις που ακολούθησαν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης συζητήθηκαν κατά την ακρόαση της έφεσης με τους δικηγόρους της Εφεσείουσας να επικαλούνται την απόφαση της μειοψηφίας στην Μαυρονικόλα ν. Φοινιώτη κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1659

 

    Στην Μαυρονικόλα το αντικείμενο του διατάγματος που είχε ακυρωθεί με την προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση, δεν υφίστατο.  Επρόκειτο για ποσό απαλλοτρίωσης που είχε πληρωθεί από την αποζημιούσα αρχή στους εφεσίβλητους-εναγόμενους και δεν υπήρχε ένδειξη ότι παρέμενε στην κατοχή τους.  Η εξέλιξη είχε ακολουθήσει την απόρριψη της αίτησης και ενώ η έφεση εκκρεμούσε. 

 

    Η πλειοψηφία απέρριψε την έφεση στη βάση ότι δεν είχε προσδιοριστεί οτιδήποτε που θα καθιστούσε την έφεση χρήσιμη.  Η δικαίωση και ηθική ικανοποίηση στην οποία είχε αναφερθεί ο δικηγόρος των εφεσείοντων δεν ήταν αρκετή.  Αναφέρθηκε ότι (σελ.1665): «Kαλείται εν προκειμένω το Eφετείο να αποφανθεί επί ζητήματος που δεν έχει τώρα παρά μόνο ακαδημαϊκή σημασία χωρίς δυνατότητα να προκύψει οποιοδήποτε όφελος σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.  Aποτελεί αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν πράττουν επί ματαίω».

 

    Η απόφαση της μειοψηφίας βασίστηκε στη θέση ότι (σελ.1667):  «Το δικαίωμα έφεσης δεν τελεί υπό την αίρεση οποιουδήποτε όρου ούτε η βιωσιμότητα της έφεσης συναρτάται προς οποιοδήποτε μεταγενέστερο γεγονός».  Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι (σελ.1668):

 

«Το δικαίωμα έφεσης δεν συναρτάται με τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του. Όπως προσδιορίζεται από τον ίδιο το νόμο το δικαίωμα είναι απόλυτο. Ασκείται δικαιωματικά και διατηρεί τη ζωτικότητά του μέχρι τη διεκπεραίωση της έφεσης. Ο εξανεμισμός του αντικειμένου της θεραπείας την οποία επιζητούσε ο διάδικος, λόγω γεγονότων τα οποία μεσολάβησαν στο ενδιάμεσο, δεν αναιρεί το δικαίωμα έφεσης ούτε απαλλάττει το Δικαστήριο από την υποχρέωση να εξετάσει την έφεση παρά την εξασθένιση των ερεισμάτων για την παροχή της συγκεκριμένης θεραπείας».

 

 

    Στην απόφαση της μειοψηφίας υπενθυμίζονται οι ευρείες εξουσίες που έχει το εφετείο για την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής κρίνεται ως δίκαια και πρέπουσα υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης όπως έχουν μεταβληθεί στο ενδιάμεσο και μνημονεύονται οι Trifonides v. Alpan (Taki Bros) (1988) 1 C.L.R. 224 και ΑΛΠΑΝ (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.ά. v.Τρυφωνίδου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 679.  Όπως διαπίστωσε η μειοψηφία, σε κάθε περίπτωση, παρέμεναν ζητήματα άμεσης πρακτικής σημασίας για τον εφεσείοντα τα οποία συναρτώνταν προς την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  

 

    Εν προκειμένω, πέραν από το ότι η ακύρωση των διαταγμάτων δεν θα μπορούσε να έχει οιαδήποτε επίπτωση σε σχέση με την έπαυλη που έχει ήδη πωληθεί, η έκδοση διατάγματος για την ακύρωση των ενδιάμεσων διαταγμάτων, θα είναι σε σύγκρουση με την πρωτόδικη απόφαση για την οριστικοποίηση τους, που παραμένει ισχυρή.  Ούτε άλλη διαταγή στην έφεση θα ήταν πρόσφορη στις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

    Καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει χωρίς άλλο να απορριφθεί.

 

Θα αναφέρουμε ωστόσο και τα εξής ως προς την ουσία της αντιδικίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε ο λόγος στον οποίο η Εφεσείουσα θεμελίωνε την εμπλοκή της στην υπόθεση.  Τη συμφωνία ενεχυρίασης.  Αναμφίβολα, στην περίπτωση που τέτοια συμφωνία ενεχυρίασης δεν υφίστατο, η Εφεσείουσα δεν ενομιμοποιείτο να συμμετάσχει και να εγείρει οιοδήποτε ζήτημα στη όποια διαδικασία στην υπόθεση.

 

Δεν ήταν βέβαια το κατάλληλο στάδιο να κριθεί κατά πόσο υφίστατο ή όχι και κατά πόσο ήταν ισχυρή συμφωνία ενεχυρίασης.  Γι’ αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι: «Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει θέματα ουσίας ούτε και θα προβεί σε ευρήματα αξιοπιστίας, αλλά θα εξετάσει αν αντικειμενικά έχουν τεθεί τέτοια στοιχεία ενώπιον του που να δικαιολογούν την ακύρωση του».  Αναγνώρισε αντικειμενικά στοιχεία στην υπόθεση της Εφεσείουσας και αποφάνθηκε ως ανωτέρω αναφέραμε.

 

Εφόσον ήταν συζητήσιμο ζήτημα κατά πόσο υπήρχε προγενέστερη συμφωνία ενεχυρίασης, σε αντίθεση με την περίπτωση όπου η συμφωνία ενεχυρίασης θα ήταν αδιαμφισβήτητη και δεδομένο το αποτέλεσμα της σε σχέση με την έπαυλη, τα διατάγματα που στόχευαν στη διαφύλαξη της αξίας της εδικαιολογείτο να είχαν εκδοθεί.  Στο τέλος της ημέρας, η Εφεσίβλητη και η Εφεσείουσα προέβαλαν αντικρουόμενα συμφέροντα σε σχέση με την έπαυλη, η Εφεσίβλητη προς ικανοποίηση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης εναντίον του Bakay που θα ενέγραφε στην Κύπρο και η Εφεσείουσα με αναφορά στο δανεισμό προς τον Bakay και την εξασφάλιση του δανείου με τη συμφωνία ενεχυρίασης.  Ήταν επομένως δικαιολογημένη η πρωτόδικη απόφαση να μην ακυρώσει τα προσωρινά διατάγματα στη βάση ότι η περιουσία καλυπτόταν από τη συμφωνία ενεχυρίασης, εκκρεμούσης και της διαδικασίας για την οριστικοποίηση τους, έτσι που να διαφυλαχθεί η έπαυλη ως περιουσιακό στοιχείο, εξέλιξη που δεν βρίσκουμε να ήταν σε σύγκρουση και με τα συμφέροντα της Εφεσείουσας, όπως η ίδια τα είχε προβάλει.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

€2.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας. 

 

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Π.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

                                                                    

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο