ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 149/2024)

 

 

9 Σεπτεμβρίου, 2024

 

 

[ΔΑΥΙΔ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ), ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΝ ΤΤΟΟΥΛΟ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΦΑΙΔΩΝΑ ΤΤΟΟΥΛΟ), ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ ΑΒΒΑΚΟΥΜ ΧΡΙΣΤΟΦΗ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗ) ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟ ΤΙΜΟΘΕΟ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΝ (ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΧΡΗΣΤΑΚΗ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ PROHIBITION

.....................................

 

Κ. Ευσταθίου μαζί με κα Μ. Κέστωρος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

         ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Με την προώθηση της παρούσας αίτησης, οι Αιτητές επιζητούν την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος, τύπου  Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται η «έναρξη και/ή η συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου η οποία είναι προγραμματισμένη στις 30.8.2024 στο χώρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου στη Λευκωσία.»

          Παρά την ως άνω οριοθέτηση του αιτητικού στο σώμα της αίτησης, στη σχετική Έκθεση που συνοδεύει το διάβημα, οι θεραπείες που σε αυτή δηλώνεται ότι επιζητούνται είναι:

«Α. Διάταγμα Prohibition που να απαγορεύει στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, ως διοικητικό και δικαστικό όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου και/ή το εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο το οποίο εκπροσωπείται από τον πρόεδρό του, Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κιτίου κ. Νεκτάριο λειτουργούν ως δικαστικό όργανο από του να αρχίσει και/ή επιληφθεί και/ή να συνεχίσει να επιλαμβάνεται και/ή να εκδικάζει και να αποφασίζει επί της καταγγελίας η οποία υπεβλήθη από τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, εναντίον των αιτητών ημερομηνίας 8.3.2024 και/ή επί κατηγορητηρίου το οποίο φέρει ημερομηνία 9.8.2024 και το οποίο έχει επιδοθεί αυθημερόν στους αιτητές, ενώπιον του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου και/ή μέχρις ότου εξεταστεί η παρούσα αίτηση.

Β. Διάταγμα Prohibition που να απαγορεύει στον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής από του να λάβει άλλα και/ή περαιτέρω μέτρα επί της καταγγελίας του Αρχιμανδρίτη ιερομονάχου π. Βαρνάβα Χρυσάνθου προς τον ίδιο μέχρις ότου εξεταστεί η παρούσα αίτηση.

Γ. Άδεια για καταχώρηση και/ή επιτρέπουσα την έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition απαγορεύον στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, ως διοικητικό και δικαστικό όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου και/ή το εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο το οποίο εκπροσωπείται από τον πρόεδρό του, Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κιτίου κ. Νεκτάριο λειτουργούν ως δικαστικό όργανο από του να αρχίσει και/ή επιληφθεί και/ή να συνεχίσει να επιλαμβάνεται και/ή να εκδικάζει και να αποφασίζει επί κατηγορητηρίου το οποίο φέρει ημερομηνία 9.8.2024 και το οποίο έχει επιδοθεί αυθημερόν στους αιτητές, ενώπιον του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου και/ή μέχρις ότου εξεταστεί η παρούσα αίτηση.

Δ. Άδεια επιτρέπουσα την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition που να απαγορεύει στον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής από του να λάβει άλλα και/ή περαιτέρω μέτρα επί της καταγγελίας του Αρχιμανδρίτη ιερομονάχου π. Βαρνάβα Χρυσάνθου προς τον ίδιο μέχρις ότου εξεταστεί η παρούσα αίτηση.»

 

         Τα γεγονότα, στο βαθμό που ενδιαφέρουν για τους σκοπούς της παρούσας Αίτησης, ως προβάλλονται στη σχετική  Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή αρ. 2, Αρχιμανδρίτη Πορφύριου Ττόουλου (κατά κόσμον Φαίδωνα Ττόουλου) που την συνοδεύουν, αποκαλύπτουν ότι οι ως άνω Αιτητές, ως μοναχοί, διέμεναν μέχρι την απομάκρυνσή τους, στην Ιερά Μονή Οσίου Αββακούμ, στο Φτερικούδι. Στις 05.03.2024, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής, κάλεσε την αδελφότητα της Μονής Αββακούμ στη Μητρόπολη Ταμασού, όπου επικαλούμενος άσκηση δικαστικής δικαιοδοσίας, ανακοίνωσε ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο τέσσερεις δικαστικές αποφάσεις που η κάθε μια αφορούσε ξεχωριστά τον κάθε ένα από τους Αιτητές, επιβάλλοντας σε αυτούς ποινές για κανονικά και ποινικά παραπτώματα που περιήλθε στην αντίληψη του ότι είχαν υποπέσει. Γνωστοποίησε στους Αιτητές το περιεχόμενο των αποφάσεων με ισάριθμες προσωπικές επιστολές στον καθένα από αυτούς. Ειδικότερα, επέβαλε στον Αρχιμανδρίτη Νεκτάριο Γεωργίου (Αιτητή αρ.1), ηγούμενο της μονής,  τις ποινές:

- Τρίμηνης αργίας

- Της παύσης από τα καθήκοντα του Ηγουμένου μέχρι τη   διεξαγωγή της έρευνας και

- Της υποχρέωσης άμεσης εγκατάλειψης της Μονής.

         Στον  Αρχιμανδρίτη Πορφύριο Ττόουλο (Αιτητή αρ. 2) τις ποινές:

- Της τρίμηνης αργίας.

- Της παύσης από τα καθήκοντα Ηγουμενοσυμβούλου μέχρι τη διεξαγωγή της έρευνας και

- Της υποχρέωσης άμεσης εγκατάλειψης της Μονής.

         Στον Ιερομόναχο Αββακούμ Χριστοφή (Αιτητή αρ.3), τις ποινές:

- Της τρίμηνης αργίας.

- Της παύσης από τα καθήκοντα Ηγομενοσυμβούλου μέχρι τη διεξαγωγή της έρευνας και

- Της υποχρέωσης άμεσης εγκατάλειψης της Μονής.

 

Στον Μοναχό Τιμόθεο Φλουρέντζο (Αιτητή αρ. 4) τις ποινές:

- Της μηνιαίας ακοινωνησίας

- Της παύσης από τα καθήκοντα Ηγομενοσυμβούλου μέχρι τη διεξαγωγή της έρευνας και

- Της υποχρέωσης άμεσης εγκατάλειψης της Μονής.

Αποτελεί θέση των Αιτητών πως παρά το γεγονός ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής υπήρξε λανθασμένη και αντίθετη με πρόνοιες και άρθρα του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (Κ.Χ.Ε.Κ.), στα οποία και παραπέμπουν, το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα της ήταν ότι ο τελευταίος, είτε ως Αρχιερέας είτε ως Επισκοπικό Δικαστήριο, στις 05.03.2004, άσκησε δικαιοδοτική εξουσία και δικαστική κρίση, εκδίδοντας τις ως άνω τέσσερεις δικαστικές αποφάσεις και επιβάλλοντας συγκεκριμένες ποινές, τις οποίες σε μεταγενέστερο στάδιο, με επιστολές του ημερομηνίας 03.06.2024, παράτυπα κα παράνομα παράτεινε. Αποτέλεσμα τούτου, προτάσσεται, ήταν να δημιουργηθεί «δεδικασμένο» όπως η εν λόγω αρχή δικαίου αναγνωρίζεται γενικότερα στο δίκαιο, αλλά και ειδικότερα προβλέπεται στον Κ.Χ.Ε.Κ.. Παρά το γεγονός ότι ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής, έκρινε πλήρως, τελεσίδικα και αμετάκλητα την υπόθεση, υποστηρίζουν, απευθύνθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου θέτοντας εκ νέου και από μηδενικής βάσεως το ζήτημα, παραβιάζοντας την ως άνω αρχή δικαίου. Παράβαση,  σημειώνουν, που παρά το γεγονός ότι τέθηκε στον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου με επιστολή, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ανακριτική Επιτροπή αλλά και στο Συνοδικό Δικαστήριο, αγνοήθηκε. Προβαίνοντας περεταίρω σε εκτενή αναφορά σε πρόνοιες του Κ.Χ.Ε.Κ. και Παραρτημάτων του τελευταίου, όπως και σε «Ιερούς Κανόνες», τους οποίους ανάλογα ερμηνεύουν, αποτελεί θέση των Αιτητών ότι αυτές παραβιάστηκαν ή έτυχαν λανθασμένης εφαρμογής. Αμφισβητούν, κατά τον τρόπο που ειδικότερα εισηγούνται τούτο, τόσο την  ορθότητα και νομιμότητα των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν για τον καταρτισμό και την επίδοση σχετικών κατηγορητηρίων στους Αιτητές 1, 2 και 3, όσο και γενικότερα τη δρομολόγηση της διαδικασίας ενώπιων του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου. Ταυτόχρονα, αμφισβητείται από την πλευρά τους, όχι μόνο η αρμοδιότητα αλλά και η υπόσταση διαφόρων οργάνων και σωμάτων που προβλέπονται στον Κ.Χ.Ε.Κ. και σχετικούς Εκκλησιαστικούς Κανονισμούς, τα οποία φέρονται κατά τους ίδιους να ενεπλάκησαν στις πιο πάνω εξελίξεις και διαδικασίες, μη εξαιρουμένων της Ανακριτικής Επιτροπής και του ίδιου του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου, ενώπιων του οποίου εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης, την απαγόρευση της έναρξης και συνέχειας της οποίας επιζητούν οι Αιτητές. 

Με δεδομένο, υποδεικνύεται, ότι το σύνολο των μελών της Ιεράς Συνόδου, στις 08.03.2024, τοποθετήθηκε θετικά στο ζήτημα της παραπομπής των δύο πιο πάνω Αρχιμανδριτών Νεκτάριου και Πορφύριου σε Συνοδικό Δικαστήριο για να δικαστούν,  θα έπρεπε να εξαιρεθούν από την άσκηση καθηκόντων Δικαστή ή μέλους Ανακριτικής Επιτροπής, κατά τρόπο που να μην δημιουργούνται υποψίες μεροληπτικής συμπεριφοράς, θίγοντας έτσι την αρχή της δίκαιης δίκης. Επί τούτου, υποστηρίζουν ότι σχετική πρόνοια του Κ.Χ.Ε.Κ. που απαγορεύει την εξαίρεση του συνόλου των μελών πολυμελούς δικαιοδοτικού οργάνου που συγκροτείται από Αρχιερείς κατά τρόπο που να καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση, προσθέτοντας ταυτόχρονα ότι το σύνολο των μελών της Ιεράς Συνόδου, λόγω της παράλειψής τους να προβούν σε δήλωση αποκλεισμού τους, υπόκεινται σε ποινή τουλάχιστον τρίμηνης αργίας. Σημειώνοντας περεταίρω το γεγονός ότι οι Αιτητές ενημερώθηκαν, μέσω επιστολής του Προέδρου του Συνοδικού Δικαστηρίου, πως δεν θα επιτραπεί η εκπροσώπηση τους στη διαδικασία από συγκεκριμένο δικηγόρο, εκ Θεσσαλονίκης, υποστηρίζουν ότι επηρεάστηκε το βασικό δικαίωμα τους να παρίστανται στη δίκη με το δικηγόρο της επιλογής τους.

         Παρεμβάλλεται ότι κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών δήλωσαν στο Δικαστήριο πως ενόψει του γεγονότος ότι στην εξέλιξη των πραγμάτων διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο δεν αφορά των Αιτητή αρ. 4, στον οποίο δεν έχει επιδοθεί σχετικό κατηγορητήριο, δεν θα επιμείνουν στην προώθηση της Αίτησης σε σχέση με τον τελευταίο και ότι αυτή εγκαταλείπεται όσον αφορά τον Αιτητή αρ.4.

         Με την αγόρευση τους, την οποίαν προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψιν του Δικαστηρίου, προώθησαν τις θέσεις τους. Στο βαθμό δε που έκριναν αναγκαίο, έπραξαν τούτο και δια ζώσης κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, όπου και διευκρίνισαν πως η εκτενής αναφορά και παράθεση γεγονότων, διαδικασιών και θέσεων στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, σκοπό είχε να δοθεί στο Δικαστήριο μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως αντικείμενο της υπό συζήτηση Αίτησης δεν είναι ο έλεγχος της νομιμότητας ενεργειών οι οποίες έχουν ήδη λάβει χώραν και οι οποίες δεν θα μπορούσαν, πλέον, να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου και πρόληψης στο πλαίσιο αίτησης του είδους. Αποσαφήνισαν και προσδιόρισαν παράλληλα τους λόγους για τους οποίους επιζητείται η αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου, υποδεικνύοντας ότι τούτο εδράζεται στο γεγονός ότι οι Αιτητές εμποδίστηκαν να επιλέξουν το δικηγόρο της επιλογής τους, ότι έχει παραβιαστεί η αρχή του δεδικασμένου, ως επίσης ότι μέλη της Ιεράς Συνόδου που αποφάσισαν την δρομολόγηση της διαδικασίας, μετέχουν και στο Συνοδικό Δικαστήριο.

         Ως αναδύεται από την διαχρονική νομολογία των Δικαστηρίων μας, τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με  ιδιαίτερη φειδώ. Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, και Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298).  

         Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ή τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας τους. (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Νεόφυτου Ηλία, (1997) 1 Α.Α.Δ. 869). Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας ούτε μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω της συγκεκριμένης προνομιακής του δικαιοδοσίας, δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ’ έφεση και όχι μέσω προνομιακών ενταλμάτων (βλ. μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145), Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημερ. 06.04.2021).

         Ειδικότερα, το ένταλμα Prohibition, εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο και απευθύνεται σε κατώτερο Δικαστήριο ή σε δημόσιο Σώμα που ασκεί δικαστική ή οιονεί δικαστική εξουσία, με σκοπό να το εμποδίσει να ενεργεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας, ή να εφαρμόσει διαταγή που δεν είχε δικαίωμα να εκδώσει, ή καταστρατηγεί το νόμο. Η εμβέλεια του, ως κατ’ επανάληψη έχει διαπιστωθεί από τη νομολογία, με την εισαγωγή της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας (Άρθρο 146), έχει ουσιαστικά περιοριστεί στον έλεγχο Δικαστικών πράξεων και αποφάσεων. (βλ. σύγγραμμα Π. Αρτέμη (ανωτέρω), σελ. 241 κ.επ., σύγγραμμα Α.Ν. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» σελ.392, Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol. II, p. 113 et seq, Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256 και Χαραλάμπους & άλλοι (1991) 1 Α.Α.Δ. 677).

         Ότι κατά προτεραιότητα απασχολεί, είναι η δυνατότητα ελέγχου των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της διαδικασίας που ενώπιων τους ακολουθείται, μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων.

         Είναι γεγονός ότι ο δικαστής Ιωσηφίδης, στην υπόθεση Ex Parte Efrosyni Michaelidou (1969) 1 C.L.R. 118,  η οποία αφορούσε αίτηση εκ μέρους της αιτήτριας για εξασφάλιση άδειας καταχώρησης δια κλήσεως αίτησης για έκδοση διατάγματος τύπου Prohibition κατά απόφασης Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε στην απουσία της αιτήτριας απόφαση λύσης του γάμου της (διαζύγιο), σε βάρος της, προχώρησε στην εξέταση της σχετικής αίτησης, λειτουργώντας όπως εξήγησε κατά τον τρόπο και στην έκταση που έχει δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) στην Αγγλία, προβαίνοντας σε έλεγχο των Αγγλικών Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, μέσω εντάλματος τύπου Prohibition. Φρόντισε ωστόσο να διακηρύξει ότι αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της ύπαρξης δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων για κάτι τέτοιο, ενόψει της ειδικότερης πρόνοιας του Συντάγματος (Άρθρο 111), σύμφωνα με το οποίο το αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης τέτοιων ζητημάτων αναγνωρίζεται ότι ανήκει στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου.

         Το Άρθρο 152.1 του Συντάγματος προνοεί ότι:

«H δικαστική εξουσία, εξαιρουμένης της ασκουμένης κατά το έννατον μέρος υπό του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου υπό των δικαστηρίων των προβλεπομένων υπό κοινοτικού νόμου, ασκείται υπό Aνωτάτου Δικαστηρίου και υπό κατωτέρων δικαστηρίων, τα οποία θα ιδρυθώσι δια νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος

 

         Είναι προφανές ότι τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, δεν αποτελούν κατώτερα Δικαστήρια τα οποία, ως η πιο πάνω Συνταγματική πρόνοια προβλέπει, «θα ιδρυθώσι δια νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος». Η Εκκλησία της Κύπρου, αποτελεί θεσμό που προϋπήρχε αιώνες πριν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Αυτοκέφαλη, Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, ως το όνομα της προσδιορίζεται στο Σύνταγμα (Άρθρο 110), διαχρονικά, ετύγχανε και εξακολουθεί να τυγχάνει, ειδικότερης αντιμετώπισης σε σχέση με τις αρμοδιότητες και εξουσίες της (βλέπε μεταξύ άλλων την μελέτη του πρώην Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Κρ. Τορναρίτη  «Αι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά το εν Κύπρω ισχύον Δίκαιο» Επιθεώρησης Δημόσιου και Ιδιωτικού Δικαίου, Τόμος Α, 1967, όπου γίνεται ειδικότερη αναφορά στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας από την αναγνώριση της τελευταίας ως αυτοκέφαλης με απόφαση που λήφθηκε κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, το 431 μ.χ., μέχρι και μετά την ανεξαρτησία και την σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας).  

         Η Εκκλησία της Κύπρου, ως σημειώθηκε μεταξύ άλλων στην Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής Αρ. 4 (1990) 3 Α.Α.Δ. 338, τόσο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όσο και στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, είχε αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης και διοίκησης, όχι μόνο της περιουσίας της αλλά και των εσωτερικών της υποθέσεων. Στο πλαίσιο της ίδιας προσέγγισης, ήταν που υποδείχθηκε στην  Μανώλης Γ. Μανώλη κ.α. ν. Μακαρίου Β’ Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.α., Υπόθεση Αρ. 343/48, Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ότι η εκλογή Επισκόπου Πάφου, συμπεριλαμβανομένης και της εκλογής τοπικών εκλεκτόρων και ο τρόπος της εκλογής, ήταν θρησκευτικό θέμα, εκτός δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων της Πολιτείας.

         Αυτή η ξεχωριστή θέση της Εκκλησίας, όπως επισημαίνεται στη ως άνω μελέτη του πρώην Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Κρ. Τορναρίτη,  περιφρουρήθηκε και συνταγματικά. Ειδικότερα, το Άρθρο 110.1 του Συντάγματος προνοεί ότι:

«Η αυτοκέφαλος ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου θα συνεχίσει έχουσα το αποκλειστικόν δικαίωμα ρυθμίσεως και διοικήσεως των εσωτερικών αυτής υποθέσεων και της περιουσίας αυτής συμφώνως τοις Ιεροίς Κανόσι και τω εν ισχύϊ Καταστατικώ Χάρτη αυτής. Η ελληνική Κοινοτική Συνέλευσις δεν δύναται όπως ενεργεί αντιθέτως προς το ειρημένον δικαίωμα της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου

 

         Ως δε επισημαίνεται στην ίδια πιο πάνω μελέτη, με παραπομπή και στα κρατούντα για το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα (βλ. Σβώλου – Βλάχου «Το Σύνταγμα της Ελλάδος» τόμος 1 σελ.51), η Εκκλησία της Κύπρου, όχι μόνο δύναται να θεωρηθεί από νομική άποψη, όπως και στην Ελλάδα τούτο ισχύει, «ως αυτοτελείς και αυτοδιοικούμενος οργανισμός με ίδιαν δικαιοδοσία αλλ’ εντός του κράτους οργανισμός έλκων απ’ ευθείας εκ του Συντάγματος δικαιώματα», αλλά τυγχάνει περισσότερων προνομίων και μεγαλύτερης αυτονομίας και ανεξαρτησίας από ότι στην Ελλάδα, έχοντας μεταξύ άλλων, συνταγματικά κατοχυρωμένο (Άρθρο 110.1), το αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης και διοίκησης των εσωτερικών της υποθέσεων σύμφωνα με τον Κ.Χ.Ε.Κ και τους Ιερούς Κανόνες, χωρίς την εποπτεία ή επιτήρηση του Κράτους, ως ισχύει η κατάσταση πραγμάτων στην Ελλάδα, για ορισμένες τουλάχιστον εκκλησιαστικές πράξεις.

         Έχει παράλληλα, τη δική του σημασία επί του συζητούμενου, η επισήμανση της σταθερής θεώρησης της νομολογίας των Δικαστηρίων μας ότι η Εκκλησία της Κύπρου δεν αποτελεί θεσμοποιημένη αρχή η οποία ασκεί κρατική - πολιτειακή εξουσία. Ούτε αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Ως υποδείχθηκε στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής Αρ. 4 (ανωτέρω), - με αναφορά στο λόγο της υπόθεσης Celaleddin and Others ν. Council of Ministers and Others 5 R.S.C.C. 102 - όπου εξετάστηκε το ζήτημα αν η Εκκλησία της Κύπρου αποτελεί «θεσμοθετημένο όργανο» ή «αρχή» της πολιτείας, ως η έννοια του όρου περιλαμβάνεται στο άρθρο 139 του Συντάγματος, (σελ.356):

«... η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου δεν είναι δημιούργημα ή και δεν έχει υποσταθεί θεσμοποιημένη από το Σύνταγμα ή το Νόμο αλλά είναι ιδιάζων οργανισμός ιδιωτικού δικαίου. Δεν είναι όργανο κυβερνήσεως ούτε ενεργεί για τη Δημοκρατία. Δεν έχει, ούτε ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία, ούτε υπόκειται σε κρατικό έλεγχο. Ως εκ τούτου δεν είναι αρχή εν τη Δημοκρατία με την έννοια του όρου στο εδάφιο 3(δ) του Άρθρου 139 του Συντάγματος και δεν νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής κάτω από το Άρθρο αυτό».

        

          Η ως άνω θέση σε σχέση με τα χαρακτηριστικά που συνιστούν μια «αρχή της Δημοκρατίας» επαναλήφθηκε στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 359,  όπου, με αναφορά στην πιο πάνω νομολογία, επιβεβαιώθηκε ότι (σελ. 396):

«Ο όρος «όργανο» ή «αρχή της Δημοκρατίας » περιλαμβάνει σώμα οργανικά συγκροτημένο, το οποίο ασκεί πολιτειακή εξουσία σε ένα ή περισσότερους τομείς της κρατικής λειτουργίας.».

 

         Ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας, Ανδρέας Μ. Λοΐζου, στο Σύγγραμμα του «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» αφού υποδεικνύει το γεγονός ότι στην Αγγλία, με βάση το κοινοδίκαιο, μπορεί να εκδοθεί ένταλμα τύπου Prohibition και εναντίον των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων προς το σκοπό (α) να παραμείνουν αυτά εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας τους και (β) να εμποδιστούν από το να ενεργήσουν κατά παράβαση των νόμων της χώρας ή των βασικών αρχών της δικαιοσύνης, υποδεικνύει ταυτόχρονα ότι στην Κύπρο, ενόψει των προνοιών του Συντάγματος και στην έκταση που αυτά δεν έχουν επηρεαστεί από την τροποποίηση του, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έχει δικαιοδοσία να ερευνήσει τη νομιμότητα των αποφάσεων των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων (σελ. 393).

         Την ως άνω θεώρηση του πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου φαίνεται εξάλλου να υιοθέτησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 4) (ανωτέρω). Στην ως άνω απόφαση, ως έχει ήδη σημειωθεί, αφού γίνεται αναφορά στον τρόπο που είχε διασφαλιστεί η θέση της Εκκλησίας στην Κύπρο, τόσο πριν όσο και μετά την ανεξαρτησία, σημειώνεται παράλληλα ότι η Εκκλησία της Κύπρου δεν είναι θεσμοποιημένη με το Σύνταγμα ή το νόμο Αρχή, ούτε αποτελεί Αρχή Δημοσίου Δικαίου. Ούτε οι διοικητικές της αποφάσεις αποτελούν εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις δημοσίου δικαίου και ως εκ τούτου δεν υπόκεινται στον Δικαστικό έλεγχο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Ταυτόχρονα, κατά τρόπο σαφή υποδεικνύεται ότι τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια δεν υπάγονται στον έλεγχο του Ανώτατου  Δικαστηρίου με προνομιακά διατάγματα με βάση το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, αφού δεν αποτελούν Δικαστήρια, όπως προβλέπεται στο μέρος Χ του Συντάγματος.

Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία, συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου, θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγούμενου, ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου. Το πλέγμα των αρχών που διέπουν την δεσμευτικότητα των προγενέστερων Δικαστικών αποφάσεων είναι καλά γνωστό, όπως και η δυνατότητα παρέκκλισης από αυτές. (Νικολάου v. Νικολάου (1992) 1Β ΑΑΔ 1338,  Κενεβέζος v. Θεμιστοκλέους κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 412,Δημοκρατία ν. Δ. Δημητριάδης (1977) 3 Α.Α.Δ. 77 και Γουότς κ.α. ν. Λαούρη κ.α. (2014) 1Β Α.Α.Δ. 1401, στην οποία συζητήθηκαν εκτενώς τα στενά περιθώρια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις).

         Στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν τέθηκε καν από την πλευρά των Αιτητών, ζήτημα παρέκκλισης από την ως άνω θέση του Ανώτατου Δικαστηρίου, όσον αφορά τη μη υπαγωγή των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων στον έλεγχο του, μέσω Προνομιακών Διαταγμάτων. Πέραν δε του γεγονότος του ότι από την πλευρά των Αιτητών δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς τούτο,  δεν τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου οποιαδήποτε εξέλιξη-διαφοροποίηση, νομική ή πραγματική, ικανή να τεκμηριώσει οποιαδήποτε από τις αυστηρές προϋποθέσεις για απόκλιση από την προηγούμενη επί του ζητήματος απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι μια απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία, δεν αποτελεί λόγο ανατροπής της Miliangos v. George Frank (Textiles) Ltd [1975] 3 All E.R. 801.

         Η διακηρυγμένη πλέον θέση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι δεν διατηρεί δικαιοδοσία ελέγχου των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, μέσω της διαδικασίας των Προνομιακών Διαταγμάτων, ως αυτά προβλέπονται στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, φαίνεται ότι σφραγίζει εξ’ αρχής την πορεία της υπό συζήτηση αίτησης.

         Παρά την ως άνω κατάληξη του Δικαστηρίου η οποία αποβαίνει καταλυτική για την τύχη της υπό συζήτηση αίτησης, δεν παραβλέπω το γενικότερο ζήτημα που προβάλλουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών, την εισήγηση δηλαδή ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται η παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, μέσω της Προνομιακής του Δικαιοδοσίας, στις περιπτώσεις που παρουσιάζεται να προκύπτουν ζητήματα παραβίασης από τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια Συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και βασικών αρχών δικαίου, παραπέμποντας προς τούτο, κατ’ αναλογία, σε Αγγλική νομολογία σχετική με την δυνατότητα που παρέχεται στα Αγγλικά Δικαστήρια, για έλεγχο των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, μέσω διατάγματος Prohibition. Παρεμφερείς άλλωστε φαίνεται να ήταν οι προβληματισμοί του δικαστή Ιωσηφίδη, στην υπόθεση στην υπόθεση Ex Parte Efrosyni Michaelidou, (ανωτέρω), αφήνοντας ανοικτό «is left entirely open» το ζήτημα κατά πόσο ανάλογη πρόνοια στο Σύνταγμα (Άρθρο 111), αποστερεί πράγματι από το Ανώτατο Δικαστήριο την δικαιοδοσία άσκησης ελέγχου στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, μέσω Προνομιακών Διαταγμάτων. Όπως υπέδειξε (σελ 119) : 

In the present case this Court is not acting as a Court of appeal from the ecclesiastical tribunal but as the High Court in England in the exercise of its supervisory function over the ecclesiastical Courts by the writ of prohibition. This is on the assumption that Article 111 of the Constitution does not oust the jurisdiction of this Court even in the case of proceedings for prohibition, which matter is left entirely open. But assuming, without deciding, that Article 111 does not oust our jurisdiction, would prohibition lie to an ecclesiastical tribunal in England in the circumstances of this case? If it does not lie then that would be the end of the matter; but if it lies then I would have to consider the effect of the provisions of Article 111.»

 

         Στην υπό συζήτηση περίπτωση, στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου ακόμα και αν δεν εντοπιζόταν το ως άνω «ανάχωμα» της νομολογίας, ή ακόμα το Δικαστήριο για καλό και αναγνωρισμένο προς τούτο λόγο, έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν, προχωρούσε στην εξέταση των εγειρόμενων ζητημάτων ως προωθήθηκαν τελικά από την πλευρά των Αιτητών, (κατ’ αναλογίαν, ως στην υπόθεση Ex Parte Efrosyni Michaelidou, (ανωτέρω)), η κατάληξη ως προς την τύχη του διαβήματος, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. 

         Εξηγούμαι, έστω  κατά τρόπο συνοπτικό.

         Ως έχει ήδη σημειωθεί, συγκεκριμένη μορφή και έκταση μπορεί να προσλάβει ο έλεγχος στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση εντάλματος τύπου Prohibition. Παρεμβάλλεται δε ότι το πλαίσιο και το εύρος του  ελέγχου, ως καθορίζεται και στην Αγγλική νομολογία στις περιπτώσεις του είδους, περιορίζεται στις περιπτώσεις που τα Αγγλικά Εκκλησιαστικά Δικαστήρια κραυγαλέα εκφεύγουν από τη δικαιοδοσία τους ή βίαια και έντονα παραβιάζουν  θεμελιώδεις αρχές του δικαίου και της εσωτερικής νομοθείας. Παρέμβαση του είδους, με σκοπό τον έλεγχο ή τη διόρθωσή των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, δεν επεκτείνεται στις περιπτώσεις που τα τελευταία ενεργούν εντός της δικαιοδοσίας τους, ακόμα και αν έχουν ενεργήσει άδικα, λανθασμένα, ή αντίθετα με τους δικούς τους Κανονισμούς (βλέπε μεταξύ άλλων Ex Parte Efrosyni Michaelidou, (ανωτέρω) και την πληθώρα Αγγλικών αποφάσεων επί του ζητήματος, στις οποίες παραπέμπει.)  

         Ως έχει ήδη σημειωθεί,  η πλευρά των Αιτητών έχει προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους αξιώνει την αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου. Κατά τον τρόπο που πιο πάνω έχει τεθεί, προτάσσεται αρχικά ζήτημα παράβασης της αρχής του δεδικασμένου, προβάλλοντας τη θέση ότι στο πλαίσιο της εγκαλούμενης διαδικασίας ενώπιων του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου, αντιμετωπίζουν κατηγορίες, εκ νέου, για αδικήματα τα οποία τους έχουν επιβληθεί ήδη ποινές από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασσού και Ορεινής.  

         Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώπιων του Δικαστηρίου, πέραν της γενικής και αόριστης προς τούτο αναφοράς του ομνύοντα Αρχιμανδρίτη Πορφύριου, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει, εκ πρώτης όψεως, ότι τα αδικήματα για τα οποία οι Αιτητές κατηγορούνται ενώπιων του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου, μέσω των κατηγορητηρίων που τους επιδόθηκαν, είναι τα ίδια αδικήματα για τα οποία, ως ισχυρίζονται, τους επιβλήθηκαν ήδη ποινές. Δεν μπορεί να διαπιστωθεί τούτο, στο βαθμό έστω που απαιτείτε σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση, αφού, πέραν από τις επιστολές με τις οποίες τους ανακοινώνονται οι αποφάσεις του Πανιερώτατου Μητροπολίτη Ταμασσού και Ορεινής, δεν έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου τα ακριβή αδικήματα για τα οποία, ως οι Αιτητές ισχυρίζονται,  τους έχει ήδη επιβληθεί ποινή. Σημειώνεται ότι στις εν λόγο επιστολές, συγκεκριμένο μέρος της απόφασης του ως άνω Μητροπολίτη, παρουσιάζεται να συνδέεται με έρευνα, η διεξαγωγή της οποίας εκκρεμεί. Παράλληλα, τα κατηγορητήρια που τους επιδόθηκαν, ως αυτά τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου,  παρουσιάζεται να τους αποδίδουν κατηγορίες που εκ των πραγμάτων, λόγο του χρόνου που προκρίνεται ότι διαπράχθηκαν τα αποδιδόμενα σε αυτούς αδικήματα, δεν θα μπορούσαν να απασχολήσουν στην όποια διαδικασία έλαβε χώρα ενώπιων του Πανιερώτατου Μητροπολίτη Ταμασσού και Ορεινής, στο πλαίσιο της οποίας ο τελευταίος παρουσιάζεται να επέβαλε ποινές, στις 05.03.2024.

         Προκρίνεται επίσης από την πλευρά των Αιτητών ότι έχουν στερηθεί του Συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος εκπροσώπησής τους από δικηγόρο της επιλογής τους, ενόψει της απόρριψης εκ μέρους του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, κατ’ επίκληση προνοιών του Κ.Χ.Ε.Κ., του αιτήματος για εκπροσώπηση τους ενώπιων του Συνοδικού Δικαστηρίου από συγκεκριμένο δικηγόρου εκ Θεσσαλονίκης. 

         Πέραν του γεγονός ότι το όλο ζήτημα της εκπροσώπησης ενός κατηγορούμενου ενώπιων Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων φαίνεται να αποτελεί εσωτερικό ζήτημα της Εκκλησίας της Κύπρου που ρυθμίζεται από συγκεκριμένες πρόνοιες του Κ.Χ.Ε.Κ., για την ερμηνεία  και εφαρμογή των οποίων, στην συγκεκριμένη περίπτωση, έχει ήδη αποφανθεί το Συνοδικό Δικαστήριο,  εκφεύγοντας από τον επιζητούμενο μέσω της αιτούμενης άδειας έλεγχο από το παρών Δικαστήριο, θα πρέπει παράλληλα να υπομνηστεί η πάγια προσέγγιση της νομολογίας των Δικαστηρίων μας, ότι η ρύθμιση του τρόπου άσκησης ενός Συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, καθ’ ην έκταση η προβλεπόμενη ρύθμιση δεν το αποκλείει ούτε επιδρά καταλυτικά σε αυτό, απολήγοντας σε αποστέρηση του,  δεν αποτελεί πρακτική άγνωστη στο δίκαιο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/14, ημερ. 31.10.2014, όπου απασχολούσε το Συνταγματικό δικαίωμα της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη ως διασφαλίζεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος,  είναι επιτρεπτή η επιβολή διαδικαστικών διατυπώσεων στη βάση του ως άνω άρθρου, αρκεί η πρόσβαση στο Δικαστήριο να μην επηρεάζεται ή ματαιώνεται και να μην τίθενται νομοθετικά εμπόδια τα οποία να την καθιστούν υπερβολικά δύσκολη ή αδύνατη (βλ. επίσης Fatsita v. Fatsita and Another (1988) 1 C.L.R. 210 και Φοινικαρίδου ν. Οδυσσέως (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1744). Κατά τον ίδιο τρόπο η επιβολή και η ανάγκη ικανοποίησης συγκεκριμένων προϋποθέσεων και προαπαιτούμενων για την εκπροσώπηση ενός κατηγορούμενου ενώπιων των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, όπως άλλωστε κατά περίπτωση ισχύει και για την εκπροσώπηση κατηγορούμενου ενώπιων Δικαστηρίων συγκεκριμένης δικαιοδοσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν βλέπω πως θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκείς λόγος, ως τέτοιος προκρίνεται ο συγκεκριμένος, για την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

         Παραβιάζεται το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, προβάλλεται τέλος από την  πλευρά των Αιτητών, ενόψει του γεγονότος ότι μέλη της Ιεράς Συνόδου που αποφάσισαν την δρομολόγηση της διαδικασίας, μετέχουν τελικά και στο Συνοδικό Δικαστήριο. Το ζήτημα δεν εξετάζεται αφηρημένα και εκτός των ειδικότερων περιστατικών που περιβάλλουν την εκάστοτε υπό συζήτηση περίπτωση. Στη βάση όσων έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, κατ’ επίκληση σχετικών προνοιών του Κ.Χ.Ε.Κ. που το Σύνταγμα ευθέως διακηρύσσει και αναγνωρίζει ότι διέπει και ρυθμίζει την διοίκηση και τις εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας της Κύπρου (Άρθρο 110.1), τα μέλη της Ιεράς Συνόδου παρουσιάζονται να παραπέμπουν το ζήτημα που τους γνωστοποιήθηκε με τις αναφορές - καταγγελίες  του Πανιερώτατου Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής αναφορικά με τους δύο Αρχιμανδρίτες Νεκτάριο και Πορφύριο, σε Ανακριτική Επιτροπή.  Η απόφαση για άσκηση δίωξης σε βάρος τελικά τριών προσώπων, για τα οποία τελικά ετοιμάστηκαν σχετικά κατηγορητήρια, ήταν το αποτέλεσμα απόφασης της τελευταίας. Τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, δεν παρουσιάζονται να έχουν οποιαδήποτε ανάμιξη στην διερεύνηση των ζητημάτων, την ετοιμασία και την καταχώρηση των σχετικών κατηγορητηρίων της υπόθεσης που οι τρείς εναπομείναντες Αιτητές αντιμετωπίζουν ενώπιων του Συνοδικού Δικαστηρίου, ικανή να πλήξει το γενικότερο δικαίωμα των Αιτητών για δίκαιη δίκη κατά τον τρόπο που η πλευρά τους εισηγείται. Ούτε τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, τα μέλη του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου αποτέλεσαν και μέλη  της Ανακριτικής Επιτροπής. Παρεμβάλλεται πως, σύμφωνα πάντα με όσα η πλευρά των Αιτητών έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου, σχετική πρόνοια του Κ.Χ.Ε.Κ. δεν επιτρέπει την εξαίρεση του συνόλου των μελών πολυμελούς δικαιοδοτικού οργάνου που συγκροτείται από Αρχιερείς κατά τρόπο που να καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, πρακτική αναγνωρισμένη, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος επηρεασμού της ομαλής λειτουργίας της δικαιοσύνης και η απονομή της.  

         Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω είναι ότι η υπό συζήτηση Αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Τόσο ενόψει του γεγονότος ότι στη βάση της ισχύουσας νομολογίας τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια δεν υπάγονται στον έλεγχο του Ανώτατου Δικαστηρίου μέσω Προνομιακών Διαταγμάτων,  όσο και ενόψει του γεγονότος ότι ούτος ή άλλος, οι λόγοι για τους οποίους αναζητήθηκε η αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου στην συγκεκριμένη περίπτωση,  δεν έχει καταδειχθεί, στο βαθμό έστω που απαιτείται σε αιτήσεις του είδους, ότι συντρέχουν.

         Η Αίτηση απορρίπτεται

         Καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

    Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.                      

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο