ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 150/2015)

 

4 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

G.A.P. AKIS EXPRESS LTD

Εφεσείουσα

ν.

 

M.C. JEWELLERY LTD

Εφεσίβλητης

_________________________

Ντ. Παπαδόπουλος για Ντ. Παπαδόπουλος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Κ. Κύζη (κα) για Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Ένα διαμάντι, ενός καρατίου, αξίας ΛΚ3.220, ήταν το αντικείμενο της αγωγής που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού η ιδιοκτήτρια του, εφεσίβλητη εταιρεία, εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα μεταφορών δεμάτων, πακέτων και φακέλων, ανά το παγκύπριο.

 

Η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι κατά/ή περί τις 17.7.2007, στη Λεμεσό, παρέδωσε στην εφεσείουσα το εν λόγω διαμάντι εντός πακέτου και/ή φακέλου για να το μεταφέρει και παραδώσει στη Λευκωσία, σε συγκεκριμένη εταιρεία, η οποία το είχε αγοράσει έναντι του πιο πάνω τιμήματος. Το διαμάντι ουδέποτε παραδόθηκε στον παραλήπτη αφού ο φάκελος απωλέσθη καθ΄ ον χρόνο αυτός βρισκόταν στην κατοχή της εφεσείουσας και/ή υπαλλήλου της. Αξιώθηκαν αποζημιώσεις οι οποίες καθορίστηκαν στη βάση της αξίας του διαμαντιού, ενώ αξιώθηκε και το ποσό των «€1,37σέντ (£0,80σέντ)», ποσό που η εφεσίβλητη κατέβαλε στην εφεσείουσα για την «εκτέλεση της συμφωνίας μεταφοράς του διαμαντιού».

 

Η εφεσείουσα με το δικόγραφό της αρνήθηκε τις αιτούμενες θεραπείες. Παραδέχθηκε ότι ανέλαβε να μεταφέρει αντικείμενο για την εφεσίβλητη μέχρι τα γραφεία της στη Λευκωσία για να το παραλάβει η συγκεκριμένη εταιρεία. Ήταν η δικογραφημένη της θέση, πως αν και η εφεσίβλητη είχε την επιλογή να δηλώσει την αξία του αντικειμένου, επέλεξε να μην το πράξει, δηλώνοντας μόνο ότι το πακέτο ήταν αξίας, χωρίς να δηλώσει το περιεχόμενο και/ή την αξία του.  Αρνήθηκε οιανδήποτε ευθύνη, αφού η θέση της ήταν ότι το πακέτο είχε κλαπεί από τρίτο άτομο. Τέλος, ήταν η δικογραφημένη της θέση ότι «σύμφωνα με τους όρους οι οποίοι διέπουν τη συμφωνία μεταξύ ενάγουσας και εναγομένης για μεταφορά του εν λόγω αντικειμένου, η εναγόμενη στην περίπτωση απώλειας του αντικειμένου εξ αμελείας της, υποχρεώνεται στην καταβολή μόνο μέχρι του ποσού των ΛΚ100».

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας κατέθεσαν τρεις μάρτυρες, ο Μ.Χ., η Δ.Μ. και η Σ.Χ. (Μ.Ε.1-3 αντίστοιχα), ενώ εκ μέρους της εφεσείουσας  εταιρείας κατέθεσε ο Γ.Χ., διευθυντικό στέλεχος αυτής (Μ.Υ.1).  

 

Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως η Μ.Ε.3 ήταν το πρόσωπο, το οποίο εκ μέρους της εφεσίβλητης παρέδωσε στα γραφεία της εφεσείουσας στη Λεμεσό, τον φάκελο με την ένδειξη «Φάκελος Αξίας», εντός του οποίου είχε τοποθετήσει το διαμάντι μαζί με το πιστοποιητικό του και το τιμολόγιο που η εφεσίβλητη είχε εκδώσει για την πώλησή του στη συγκεκριμένη εταιρεία. Kατά την παράδοση του φακέλου, η Μ.Ε.3 δεν ανέφερε στην εφεσείουσα την αξία του περιεχομένου του φακέλου, αλλά ούτε και ερωτήθηκε για το περιεχόμενο και την αξία αυτού.

 

Ο Μ.Υ.1 είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως ο συγκεκριμένος φάκελος, αφού μεταφέρθηκε στα γραφεία της εφεσείουσας στη Λευκωσία, δόθηκε σε οδηγό-υπάλληλο της για να τον παραδώσει στα γραφεία της συγκεκριμένης εταιρείας στη Λευκωσία. Ενημερώθηκε στη συνέχεια  ότι ο εν λόγω φάκελος εκλάπη καθ΄ ον χρόνο αυτός βρισκόταν εντός αυτοκινήτου της εφεσείουσας. Συγκεκριμένα, ενημερώθηκε πως ο οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου, αφού το στάθμευσε, αποβιβάστηκε από αυτό, αφήνοντας το ξεκλείδωτο και τα παράθυρα ανοιχτά, για να παραδώσει άλλα αντικείμενα σε άλλους παραλήπτες. Όταν επέστρεψε, διαπίστωσε ότι ο συγκεκριμένος φάκελος δεν ήταν εντός του αυτοκινήτου. Ακολούθησε καταγγελία στην Αστυνομία, χωρίς όμως αυτός να εντοπιστεί.            

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, και προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα, απεδέχθη τη μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης. Απεδέχθη το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, το οποίο αφορούσε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο φάκελος παρεδόθη σε οδηγό της εφεσείουσας στη Λευκωσία, για μεταφορά και παράδοση αυτού στη συγκεκριμένη εταιρεία, και στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο φάκελος, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, «δεν βρισκόταν πλέον στο αυτοκίνητο». 

 

Αφού βρήκε πως παρεδόθη από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα το διαμάντι, και ότι αυτό απωλέσθη, κατέληξε για λόγους που παρέθεσε, πως η εφεσείουσα είχε ευθύνη. Όσον αφορά στο ύψος των αποζημιώσεων, βρήκε πως είχε εφαρμογή το έγγραφο (Τεκ. 1) που εξεδόθη από την εφεσείουσα. Πρόκειται για έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται «ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ & ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ», και στο οποίο καταγράφονται «όλοι οι όροι του συμβολαίου παροχής υπηρεσιών μεταφοράς και/ή παράδοση φακέλων και δεμάτων μεταξύ του αποστολέα και του μεταφορέα».  Ερμηνεύοντας τους συγκεκριμένους όρους, βρήκε πως η εφεσίβλητη θα έπρεπε να αποζημιωθεί για την αξία του διαμαντιού. Κατ΄ επέκταση, εξέδωσε απόφαση προς όφελος της και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των €4.784,08 (ΛΚ2.800), αξία του διαμαντιού αφαιρουμένου του Φ.Π.Α., πλέον τόκο, πλέον έξοδα.

 

Η εφεσείουσα, με εννέα λόγους έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. Υπάρχουν λόγοι έφεσης με τους οποίους προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αφού έχουμε μελετήσει την προσαχθείσα μαρτυρία, υπό το φως και των όσων προβάλλονται στους συγκεκριμένους λόγους έφεσης, βρίσκουμε πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εύλογα και δικαιολογημένα, και σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Σάββας Σωκράτους ν. Suphire (Venture Capital) Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 134/2015, ημερ. 8.11.2023). Έπεται ότι  οι σχετικοί με το πιο πάνω θέμα λόγοι έφεσης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους έφεσης που αφορούν στα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στα οποία αυτό προέβη, στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας. Ούτε και εδώ δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου, αφού τα εν λόγω ευρήματα όχι μόνο δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που απεδέχθη ως αξιόπιστη, αλλά αυτά είναι εύλογα και δικαιολογημένα. Ως εκ τούτου, και αυτοί οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας, προέβη σε ένα ουσιαστικό εύρημα που αφορά στους όρους της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας μεταφοράς του επίδικου φακέλου, σε σχέση με το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης. Το παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Με βάση τα πιο πάνω, σε συνάρτηση βέβαια με τα περιστατικά της υπόθεσης όπως προέκυψαν από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, οι όροι που καταγράφονται στο Τεκμήριο 1 γνωστοποιήθηκαν στους ενάγοντες. Και αυτό γιατί τέτοια δελτία χρησιμοποιούσαν κατά τις μεταξύ τους συναλλαγές για χρόνια και γιατί η εναγόμενη τους είχε παραχωρήσει τρίπτυχα των εντύπων αυτών και τα είχαν στο γραφείο τους για να το συμπληρώνουν οι ίδιοι για σκοπούς ευκολίας, κάτι που έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το Τεκμήριο 1 υπογράφηκε μάλιστα από υπάλληλο των εναγόντων. Είναι λοιπόν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι όροι του Τεκμηρίου 1, έχουν εφαρμογή για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης που πρέπει να επιδικασθεί στους ενάγοντες για την απώλεια του διαμαντιού. Ο επίδικος όρος είναι αυτός που καταγράφεται στον αστερίσκο 6 του όρου 5 του Τεκμηρίου 1 και διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

 

«Νοουμένου ότι έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του παρόντος όρου σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής δέματος ή φακέλου αξίας, η εταιρεία μας θα σας αποζημιώσει αν είναι μετρητά χρήματα με ποσό σε Κυπριακές Λίρες ίσο με το ποσό των μετρητών το οποίο μας παρεδώθει και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις με ποσό ίσο με την αξία του περιεχομένου του δέματος ή φακέλου ή με το ποσό των Λ.Κ.100= (οποίο είναι το μικρότερο)». 

 

(Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο)

 

 

 

Το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται. Με άλλα λόγια, και οι δύο πλευρές δέχονται πως για το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης, εφαρμόζονται μόνο οι όροι του εγγράφου (Τεκ. 1) που εξεδόθη για τη συγκεκριμένη μεταφορά. Ως εκ τούτου, σε αυτό θα επικεντρωθούμε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία (Glory Worldwide Holdings Ltd v. Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1633), ορθά σημείωσε πως η ερμηνεία ενός εγγράφου είναι θέμα νομικό και αυτή είναι έργο του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, ορθά προχώρησε να ερμηνεύσει το συγκεκριμένο έγγραφο για να διαπιστώσει την πρόθεση των μερών. Παραθέτουμε αυτολεξεί την ερμηνεία που έδωσε:

 

«Εξετάζοντας τις πρόνοιες του συγκεκριμένου όρου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, αλλά και το σύνολο των όρων του Τεκμηρίου 1, θεωρώ ότι σε αυτές δεν μπορεί να αποδοθεί άλλη έννοια, παρά μόνο ότι η αποζημίωση σε περίπτωση απώλειας αντικειμένου αξίας και εφόσον βέβαια τηρηθούν οι λοιποί όροι της συμφωνίας, κάτι που δεν έχει αμφισβητηθεί στην εξεταζόμενη περίπτωση, η αποζημίωση που θα πρέπει να καταβληθεί είναι με ποσό ίσο με την αξία του περιεχομένου του φακέλου αξίας. Η διαζευκτική δυνατότητα που τίθεται στο συγκεκριμένο όρο για καταβολή ποσού Λ.Κ.100= δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα πρέπει να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εναγομένης. Και αυτό γιατί όπως προνοείται, η αποζημίωση είναι για ποσό «ίσο με την αξία του περιεχομένου του δέματος ή φακέλου ή με το ποσό των Λ.Κ.100=. (οποίο είναι το μικρότερο)».  Με τον τρόπο που ο όρος αυτός διατυπώνεται, η έννοια που μπορεί να του αποδοθεί είναι ότι το ποσό των Λ.Κ.100= είναι το μικρότερο ποσό με το οποίο κάποιος αποστολέας μπορεί να αποζημιωθεί σε περίπτωση απώλειας αντικειμένου αξίας και όταν δεν πρόκειται για μετρητά.

 

Κρίνεται ότι το συμπέρασμα αυτό ως προς την έννοια που πρέπει να αποδοθεί στο συγκεκριμένο όρο ενισχύεται και από το συνολικό περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 και ειδικότερα από τα όσα διαλαμβάνονται στον ίδιο όρο σε σχέση με την απώλεια μετρητών, ότι δηλαδή στην περίπτωση που ο φάκελος αξίας περιέχει μετρητά, η εναγόμενη αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον αποστολέα με ποσό ίσο με αυτό που της παραδόθηκε. Και αυτό γιατί δεν είναι δυνατό η εναγόμενη να αναλαμβάνει, όπως διαλαμβάνεται στον ίδιο όρο ότι στην περίπτωση που ο φάκελος αξίας περιέχει μετρητά, να αποζημιώνει με ποσό ίσο με αυτό που της παραδόθηκε, αλλά στην περίπτωση που δεν πρόκειται για μετρητά αλλά για οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο αξίας η αποζημίωση να μην αντιστοιχεί στην αξία του απωλεσθέντος αντικειμένου, αλλά να περιορίζεται σε μικρότερο ποσό. Αυτό θα ισοδυναμούσε με την από μέρους της εναγομένης άνιση μεταχείριση των πελατών της

 

(Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο)

 

 

Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε με την πιο πάνω ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την οποία κρίνουμε εσφαλμένη. Εάν τα συμβαλλόμενα μέρη ήθελαν να καταβάλλεται αποζημίωση, σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής δέματος ή φακέλου, στη βάση της αξίας του περιεχομένου του δέματος ή του φακέλου (όταν αυτό δεν αφορά σε μετρητά) θα το έλεγαν ρητά. Όπως το είπαν στην περίπτωση χρημάτων. Προφανής ο λόγος που έγινε η διαφοροποίηση για τα «μετρητά χρήματα», αφού ο μεταφορέας μπορεί να εξακριβώσει το ποσό των χρημάτων που του παραδίδεται για μεταφορά.  Άλλωστε, όχι τυχαία, στο Τεκμήριο 1 γίνεται αναφορά σε ποσό μετρητών «το οποίο μας παρεδώθει» (sic). Δεν μπορεί όμως να γίνει το ίδιο και για την αξία άλλων αντικειμένων ή πραγμάτων. Έτσι, ρητά κατεγράφη πως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, που δεν αφορούν δηλαδή σε παράδοση χρημάτων, η καταβλητέα αποζημίωση θα αφορά σε «ποσό ίσο με την αξία του περιεχομένου του δέματος ή του φακέλου ή με το ποσό των ΛΚ100 (οποίο είναι το μικρότερο)». Με άλλα λόγια, ακόμη και αν η αξία του περιεχομένου είναι πάνω από ΛΚ100, η αποζημίωση εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να υπερβαίνει τις ΛΚ100. Αυτό είναι το μέγιστο ποσό που ο μεταφορέας συμφώνησε να καταβάλλει ως αποζημίωση σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής δέματος ή φακέλου που δεν αφορά σε χρήματα. Εάν βεβαίως η αξία είναι κάτω από τις ΛΚ100, τότε δεν νοείται ο δικαιούχος να αποζημιωθεί με το μέγιστο ποσό των ΛΚ100, αλλά με την μικρότερη πραγματική αξία του περιεχομένου.

 

Η δε θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι «όταν μιλούμε για αντικείμενα αξίας θα έπρεπε να εννοείτο ότι αναφερόμαστε σε αντικείμενα κοντά στο ποσό των 100 Λ.Κ. ή πέραν των 100 Λ.Κ.», η οποία προβλήθηκε για να υποστηρίξει ότι «θα ήταν παράλογο για απώλεια αντικειμένου αξίας το μέγιστο ποσό που θα μπορούσε να λάβει ο αντισυμβαλλόμενος που έστελνε αντικείμενο αξίας να ήταν 100 Λ.Κ.», με κάθε σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Το σαφές κείμενο του Τεκμηρίου 1, δεν μεταδίδει τέτοια έννοια (Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Ετ. Νέμεσις Λτδ (1998) 1 (Α) 407, 413). 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης, ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εσφαλμένη και ότι «η ορθή ερμηνεία του εν λόγω όρου είναι ότι η αποζημίωση των Λ.Κ. 100 θα είναι η μέγιστη», είναι βάσιμος.

 

Κατ΄ επέκταση, η έφεση γίνεται δεκτή.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των €170,86 (Λ.Κ.100), με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και εγκριθούν από το οικείο Δικαστήριο. 

 

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται προς όφελος της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζουμε σε €2.000, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

   

                                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο