ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.16/2016)

 

 

  11 Σεπτεμβρίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΦΩΤΙΟΥ,

Εφεσείοντα,

ν.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

____________________

 

 

Α. Κορομίας για Δράκος & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με έντεκα λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εναντίον του εργοδότη του, Εφεσίβλητου, για αποζημιώσεις συνεπεία ατυχήματος που είχε στο χώρο της εργασίας του και ενώ εργαζόταν.  Ο Εφεσίβλητος ήταν ο υπεργολάβος εργασιών καλουπιών σε υπό ανέγερση πολυκατοικίες όπου και εργαζόταν ο Εφεσείων.  Η αγωγή του Εφεσείοντα που στρεφόταν και εναντίον της κυρίως εργολάβου εταιρείας, εναγόμενης 2, επίσης απορρίφθηκε, χωρίς να έχει σε αυτή της την πτυχή εφεσιβληθεί. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Εφεσείων έφερε αποκλειστική την ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος, αφού αποδέχτηκε ως προς τις περιστάσεις που αυτό επεσυνέβηκε την εκδοχή του Εφεσίβλητου και απέρριψε την δική του.

 

Ο Εφεσείων τραυματίστηκε ενώ ασχολείτο με το ξεκαλούπωμα πλάκας σε υπό ανέγερση οικοδομή, δηλαδή την αφαίρεση από κάτω από την πλάκα του ξυλότυπου.  Το ύψος της συγκεκριμένης πλάκας ήταν περίπου 3,10 μ. και απαιτείτο δάπεδο εργασίας ύψους περίπου 1,20 μ. ώστε ο εργαζόμενος να στέκεται σε αυτό και να φτάνει, με τα χέρια ψηλά, να ξεκολλά και να αφαιρεί τα διάφορα μέρη του ξυλότυπου από το κάτω μέρος της πλάκας.  Το δάπεδο εργασίας κατασκευάζεται με τη χρήση μεταλλικών σκαλωσιών (ορθοστάτες) γνωστών ως «Π».  Αυτά έχουν πλάτος 1,20 μ. και μεταξύ τους τοποθετούνται οι λεγόμενοι «πόντοι», που είναι σανίδια μήκους 3-4 μ. και πλάτους περί τα 25 εκατ..  Τοποθετούνται 3-4 «πόντοι» ο ένας δίπλα στον άλλο ώστε να δημιουργηθεί επαρκές πλάτος δαπέδου εργασίας. 

 

Εν προκειμένω, το δάπεδο εργασίας στο οποίο στεκόταν ο Εφεσείων αποτελείτο από ένα μόνο «πόντο» και στηριζόταν στη μια μόνο άκρη του σε «Π».  Στην άλλη του άκρη στηριζόταν σε ένα βαρέλι, πάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί και ένα τούβλο για να φτάσει το ύψος του «Π» στην άλλη άκρη.  Επιπλέον, ο συγκεκριμένος «πόντος» ήταν φθαρμένος.  Το ατύχημα επεσυνέβηκε όταν ο «πόντος» αυτός έσπασε υπό το βάρος του Εφεσείοντα, όταν αυτός αναγκάστηκε να συγκρατήσει με τα χέρια του το επιπλέον βάρος του ξυλότυπου που ξεκόλλησε από την πλάκα.

 

Η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν ότι εργαζόταν στην παρουσία του Εφεσίβλητου που τον είχε προτρέψει να ανεβεί στον «πόντο», λέγοντας του «έφκα πάνω και μην φοβάσαι».  Και τούτο, παρά την εισήγηση του Εφεσείοντα να τοποθετηθούν ακόμη 1-2 «πόντοι».  Όπως προαναφέραμε, η εκδοχή του Εφεσείοντα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο που αποδέχτηκε την εκδοχή του Εφεσίβλητου.  Ο τελευταίος είχε καταθέσει ότι οι οδηγίες του προς τον Εφεσείοντα ήταν να μεταβεί στο χώρο, να ετοιμάσει με τον ορθό τρόπο, όπως του είχε μάθει, το δάπεδο εργασίας και να τον περιμένει, να πάει και ο ίδιος, για να ξεκαλουπώσουν μαζί την πλάκα.  Ο Εφεσείων, όχι μόνο κατασκεύασε το δάπεδο εργασίας κατά παράβαση των οδηγιών του και των κανόνων ασφαλείας, αλλά ούτε τον περίμενε, ξεκινώντας μόνος του το ξεκαλούπωμα.  Περαιτέρω, κατά το ξεκαλούπωμα, ο Εφεσείων δεν ακολούθησε τον σωστό τρόπο, όπως επίσης του είχε υποδείξει, με αποτέλεσμα να αποσυνδεθούν ταυτόχρονα δύο από τα ξύλα που συγκρατούσαν τον ξυλότυπο αντί ένα, και να μετατεθεί υπερβολικό βάρος στο σώμα του, με αποτέλεσμα να σπάσει ο «πόντος» πάνω στον οποίο στεκόταν.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και να αποδεχτεί αυτή του Εφεσίβλητου ήταν, σύμφωνα με το λόγο έφεσης 3, «αποτέλεσμα μιας εντελώς λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας, των συνθηκών του επίδικου ατυχήματος και της πραγματικότητας όπως αυτή προέβαλλε μέσα από το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας και κυρίως των αναντίλεκτων γεγονότων και εκατέρωθεν συμπεριφορών κατά τη διεξαγωγή της δίκης». 

 

Όλα τα σημεία που  αναφέρονται στην αιτιολογία του λόγου αφορούν στην κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσίβλητου και ουδεμία αναφορά γίνεται στον Εφεσείοντα.  Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του τη στάση του Εφεσίβλητου κατά την ακροαματική διαδικασία.  Ότι ο Εφεσίβλητος είχε ακολουθήσει τη γραμμή αντεξέτασης της εναγόμενης 2, κατά τρόπο που καταδείκνυε συνεννόηση μεταξύ τους και ότι στην αγόρευση του, ο δικηγόρος του, «χρησιμοποίησε φωτοτυπικώς» μεγάλο μέρος του κειμένου της αγόρευσης του δικηγόρου της εναγόμενης 2, υποστηρίζοντας και ζήτημα άλλης υπεισερχόμενης αιτίας (novus actus interveniens) σε σχέση με την πρόκληση των σωματικών βλαβών του Εφεσείοντα, που δεν είχε επικαλεστεί στη δικογραφία του.

 

Ο Εφεσείων καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αγνόησε τη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου αναφορικά με το ζήτημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών εργατών.  Ο Εφεσίβλητος, αρχικά είχε αρνηθεί ότι εργοδοτούσε αλλοδαπούς εργάτες, για να παραδεχτεί, μετά από σχετική υποβολή ότι είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης για τέτοια παράνομη εργοδότηση.

 

Ακόμη, πως απέτυχε να συνεκτιμήσει ότι ο Εφεσίβλητος είχε αποφύγει να ενημερώσει το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, με τη δικαιολογία ότι ο τραυματισμός του Εφεσείοντα δεν ήταν σοβαρός, που πρόδηλα ήταν.  Ενημέρωση του Τμήματος για το ατύχημα που είχε επισυμβεί την 27.11.2006 έγινε από τον ίδιο τον Εφεσείοντα την 11.1.2007 και, όπως ήταν αναμενόμενο, η εικόνα του χώρου όπου επεσυνέβηκε το ατύχημα είχε αλλάξει άρδην μέχρι και την επίσκεψη, την 12.1.2007, του επιθεωρητή εργασίας του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας.

 

Παρεμβάλλουμε και το συναφή λόγο έφεσης 5 με τον οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αγνόησε την παράλειψη του Εφεσίβλητου να προσκομίσει τη στη διάθεση του μαρτυρία για να βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή αξιολόγηση των δεδομένων.  Στην αιτιολογία δεν γίνεται αναφορά σε οιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία που θα μπορούσε να προσκομιστεί, παρά μόνο στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντα αναφέρεται: « … όπως άλλους εργάτες του εργοταξίου, που προφανώς, δεν θα στήριζαν τους ισχυρισμούς του …». Στην αιτιολογία καταγράφονται σημεία που δεν συνδέονται με το λόγο.  Επαναλαμβάνεται ότι ο Εφεσίβλητος στηρίχτηκε στη μαρτυρία της εναγόμενης 2, ακολουθώντας τη δική της γραμμή, που ήταν διαφορετική από τη δική του όπως την είχε δικογραφήσει, ότι παρέκκλινε από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του και ότι δεν είχε γραπτή εκτίμηση κινδύνων και γραπτές οδηγίες για το καλούπωμα και ξεκαλούπωμα και το στήσιμο δαπέδων εργασίας.

 

Δεν διαφάνηκε ότι υπήρχαν μάρτυρες που θα μπορούσαν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο, πολύ περισσότερο ότι η εκδοχή τους θα ήταν αντίθετη με αυτή του Εφεσίβλητου, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, είχε συνταγματικό δικαίωμα να επιλέξει ποιους θα καλούσε ως μάρτυρες για την προώθηση της υπεράσπισης του.  Ο λόγος έφεσης 5 κρίνεται εντελώς ανυπόστατος και απορρίπτεται.

 

Επανερχόμαστε στο λόγο έφεσης 3 για να σημειώσουμε ότι θεωρούμε πολύ σοβαρή την παράλειψη του Εφεσίβλητου να ενημερώσει το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας αναφορικά με το επίδικο ατύχημα και τον τραυματισμό του Εφεσείοντα.  Ο Καν.4(1) των περί Ασφάλειας στην Εργασία (Γνωστοποίηση Ατυχημάτων και Επικίνδυνων Συμβάντων) Κανονισμών του 2007, Κ.Δ.Π.531/2007,[1] εναποθέτει σαφή υποχρέωση στον εργοδότη να ενημερώσει για το ατύχημα που είχε εργοδοτούμενος του.  Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε σχέση με τους διάφορους σκοπούς που εξυπηρετεί ο Κανονισμός.  Αρκεί για σκοπούς της παρούσης να επισημάνουμε την παράμετρο της υποβοήθησης στη δέουσα διερεύνηση του εργατικού ατυχήματος και την απόδοση ευθυνών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα με τρόπο εσφαλμένο.  Δεν του απέδωσε τη σημασία που έπρεπε και απέτυχε να εξετάσει τη διασύνδεση του με τη διερεύνηση των συνθηκών του επίδικου ατυχήματος.  Ανέφερε δε στην απόφαση του ότι: «Η παράλειψη αυτή κρίνεται από το Δικαστήριο ως μη βαρύνουσας σημασίας εφόσον το Δικαστήριο ήδη απέρριψε τη μαρτυρία του [Εφεσείοντα] και αποδέχθηκε την μαρτυρία του [Εφεσίβλητου], ο οποίος ανέφερε στη μαρτυρία του τον ορθό τρόπο που είχε υποδείξει και είχε δώσει οδηγίες στον [Εφεσείοντα] για κατασκευή του δαπέδου εργασίας … ».  Έκρινε δηλαδή την παράλειψη ως μη βαρύνουσας σημασίας στη βάση ότι είχε ήδη αποφανθεί επί της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα και του Εφεσίβλητου, ενώ θα έπρεπε να λειτουργήσει ακριβώς αντίθετα και να συνυπολογίσει την παράλειψη ως παράμετρο σε σχέση με την αξιοπιστία του Εφεσίβλητου, και τότε να της αποδώσει τη σημασία που θα έκρινε αρμόζουσα.

 

Εσφαλμένη ήταν η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αναφορικά με τη μαρτυρία για την ιδιοκτησία του «πόντου» που έσπασε.  Ο Εφεσίβλητος και ο διευθυντής της Εναγόμενης 2, που αμφότεροι, όπως καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο: «μου έκαμαν εξαιρετικά θετική εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα και αποδέχομαι τη μαρτυρία τους στο σύνολο της.», είχαν δώσει αντικρουόμενες μαρτυρίες ως προς την ιδιοκτησία του «πόντου».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι: «θεωρώ ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του [Εφεσείοντα] ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο πόντος έσπασε, το θέμα της ιδιοκτησίας του, κρίνεται ως μη ουσιώδες στοιχείο και δεν κλονίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του [Εφεσίβλητου] και του Διευθυντή των Εναγομένων 2». 

 

Κατά πρώτο λόγο το στοιχείο κάθε άλλο παρά μη ουσιώδες ήταν.  Το άρθρο 13(4) των περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμοι του 1996 έως (Αρ.2) του 2003,[2] προνοεί ότι: «Κάθε εργοδότης οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε ο εξοπλισμός εργασίας, οι μηχανές, τα μηχανήματα, οι συσκευές και τα εργαλεία τα οποία  τίθενται στη διάθεση των εργοδοτουμένων του να είναι τα κατάλληλα για την εκτέλεση της εργασίας που ανατίθεται σε αυτούς και/ή κατάλληλα προσαρμοσμένα προς το σκοπό αυτό, με στόχο τη διασφάλιση της ασφάλειας και υγείας των εργοδοτουμένων κατά τη χρήση τους».  Επομένως, η καταλληλότητα του «πόντου» και κατά προέκταση η κυριότητα του, ήταν ζήτημα προς εξέταση, συναφές προς την ευθύνη για το ατύχημα, ανεξάρτητα από την αποδοχή ή όχι της εκδοχής του Εφεσείοντα.

 

Κατά δεύτερο λόγο η απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα δεν ήταν, σε κάθε περίπτωση, σχετική παράμετρος.  Δόθηκαν από τον Εφεσίβλητο και το διευθυντή της Εναγόμενης 2 εκ διαμέτρου αντίθετες, αντικρουόμενες και μεταξύ τους ασυμβίβαστες εκδοχές, για ζήτημα που δεν ήταν επουσιώδες αλλά ουσιαστικό.  Ένας εκ των δύο δεν είπε την αλήθεια και αυτό δεν μπορούσε να παραγνωριστεί με τη δικαιολογία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, που αποδέχτηκε την μαρτυρία αμφοτέρων στο σύνολο της.

 

Παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Κατά κανόνα το εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία, το εφετείο δεν επεµβαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1).  Το εφετείο μπορεί να επέμβει όπου διαπιστώνεται ότι η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).

 

Καταλήγουμε, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, ότι η κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσίβλητου ήταν προβληματική και υπό τας περιστάσεις η αποδοχή της εκδοχής του, με τον τρόπο που έγινε, και που έκρινε και την έκβαση της αγωγής, ανασφαλής.  Η αναπόφευκτη διαταγή για επανεκδίκαση, καθιστά σκόπιμο να αποφύγουμε να αναφερθούμε ή να σχολιάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης 1, 2 και 4 που αφορούν στην ευθύνη.

 

Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης 6-11 αφορούν στο ύψος των αποζημιώσεων του Εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε τις αποζημιώσεις του Εφεσείοντα στο ποσό των €63.918,93.  Ποσό €50.000 ήταν οι γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία, ποσό €12.301,93 αφορούσε την απώλεια απολαβών για 36 εβδομάδες (εννέα μήνες) προς €341,72 (£200) την εβδομάδα, ενώ ποσό €1.617 αφορούσε ειδικές αποζημιώσεις που είχαν συμφωνηθεί επί ποσοστού πλήρους ευθύνης.

 

Στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας που αποδέχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, συνεπεία του επιδίκου ατυχήματος ο Εφεσείων είχε υποστεί: 

 

«Συντριπτικό κάταγμα πτέρνας εξωαρθρικά, το οποίο αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με τοποθέτηση νάρθηκα σταθεροποίησης του κατάγματος στο σκέλος.

 

Στις 28.12.06 αφαιρέθηκε ο γύψινος νάρθηκας και στις 25.1.07 παρατηρήθηκε πόρωση του κατάγματος της πτέρνας σε ικανοποιητική θέση.

 

Στις 30.4.07 ο Ενάγοντας παρουσίαζε πλήρη πόρωση του κατάγματος της πτέρνας και ακτινολογικός έλεγχος παρουσίαζε ήδη οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις οι οποίες τον δυσχέραιναν στις κινήσεις στη βάδιση.

 

Στις 6.11.07 ο Ενάγοντας παρουσίαζε χωλότητα στο δεξιό σκέλος λόγω άλγους στην υπαστραγαλική άρθρωση και από έλεγχο με αξονική τομογραφία της δεξιάς πτέρνας διαπιστώθηκε η ύπαρξη μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας.

 

Στις 15.6.09 στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας χειρουργήθηκε από τον ΜΕ6 και έγινε αρθρόδεση υπαστραγαλικής άρθρωσης.

 

Στις 30.10.09 ο Ενάγοντας βάδιζε χωρίς στήριγμα με ελαφρά χωλότητα και άλγος.  Η αρθρόδεση της υπαστραγαλικής είχε επιτευχθεί επιτυχώς, όμως η δυσκαμψία του άκρου ποδός, η ακινητοποίηση της υπαστραγαλικής άρθρωσης και η χωλότητα παραμένουν.  Είναι δυσχερής η βάδιση επί ανώμαλου εδάφους ή εδάφους με κλίση».

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επιτρέψει να ακουστεί μαρτυρία ότι την 22.8.2008, 21 μήνες μετά το επίδικο εργατικό ατύχημα, ο Εφεσείων ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και είχε αποζημιωθεί «για σωματικές βλάβες και ειδικότερα για πόνο στη μέση του».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι τα προβλήματα στη σπονδυλική στήλη του Εφεσείοντα μπορούσαν να αποδοθούν στην πτώση του κατά το επίδικο εργατικό ατύχημα και καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις με βάση το κάταγμα της πτέρνας που είχε υποστεί κατά το επίδικο ατύχημα και τα κατάλοιπα αυτού.

Το παράπονο του Εφεσείοντα, όπως εκφράζεται με το λόγο έφεσης 9, είναι ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε επικαλεστεί στη δικογραφία του ζήτημα άλλης υπεισερχόμενης αιτίας πρόκλησης (novus actus interveniens) των σωματικών του βλαβών και, επομένως, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε μαρτυρία σχετικά με τον τραυματισμό του στο τροχαίο ατύχημα και τις συνέπειες του στη σπονδυλική του στήλη.

 

    Το ζήτημα εγειρόταν με την Υπεράσπιση της Εναγόμενης 2 που είχε, εν προκειμένω, δικογραφήσει ότι: « … οι σωματικές βλάβες που ισχυρίζεται [Εφεσείων] … ότι υπέστη συνεπεία του επίδικου δυστυχήματος δεν είναι στο σύνολο τους και/ή κατά το μεγαλύτερο τους μέρος αποτέλεσμα του επίδικου δυστυχήματος αλλά προϋπήρχαν και/ή οφείλονται σε νέα ανεξάρτητη αιτία».  Στην Υπεράσπιση του Εφεσίβλητου δεν εγειρόταν τέτοιο ζήτημα.  

 

    Δεν θα εξετάσουμε κατά πόσο η επί του προκειμένου μαρτυρία, στην εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον του Εφεσίβλητου και της Εναγόμενης 2 στην ίδια δίκη, μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, που δεν μπορούσε παρά να είναι ενιαία, ζήτημα που εγείρεται με το λόγο έφεσης 4.  Ωστόσο, αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι ζήτημα άλλης υπεισερχόμενης αιτίας πρόκλησης (novus actus interveniens) των σωματικών βλαβών του Εφεσείοντα δεν εγειρόταν με τη δικογραφία του Εφεσίβλητου, δεν ήταν επίδικο ζήτημα στη μεταξύ τους διαμάχη και δεν μπορούσε ως τέτοιο να εξεταστεί. 

 

    Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι ο εκάστοτε τραυματίας ενάγοντας έχει πάντα το βάρος να διασυνδέσει τη βλάβη ή το κατάλοιπο της με την επίδικη αιτία και επομένως η έγερση με την υπεράσπιση ζητήματος άλλης υπεισερχόμενης αιτίας εξετάζεται, εφόσον δικογραφείται, όταν η βλάβη φαίνεται να συνδέεται και να είναι επίπτωση και επακόλουθο της επίδικης αιτίας, έτσι που στην απουσία άλλης εξήγησης να αποδίδεται σε αυτή.  Άλλωστε, το ζήτημα αφορά στη διακοπή της διασύνδεσης της αρχικής ζημιογόνας πράξης και της συνέπειας, διασύνδεση που θα πρέπει κατά πρώτο λόγο να θεμελιωθεί, προτού να μπορεί να εξεταστεί ζήτημα διακοπής της.  Εν κατακλείδι, αυτό που θα πρέπει να διαπιστωθεί είναι κατά πόσο ο Εφεσείων συνέδεσε τη βλάβη στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής του στήλης με το επίδικο ατύχημα.    

   

    Παρεμβάλλουμε εδώ το λόγο έφεσης 10 με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα προβλήματα του Εφεσείοντα στη σπονδυλική του στήλη δεν μπορούσαν να αποδοθούν στο επίδικο ατύχημα, στη βάση ότι ήταν αντίθετο προς την ιατρική μαρτυρία.  Στην αιτιολογία του λόγου εγείρονται ζητήματα αναφορικά με την απόρριψη της μαρτυρίας του ιατρού (Μ.Ε.10) και την αποδοχή της μαρτυρίας των ιατρών (Μ.Ε.8) και (Μ.Υ.2).  Αυτό δηλαδή που επικαλείται ο Εφεσείων δεν είναι ότι η ιατρική μαρτυρία που είχε γίνει αποδεχτή απέδιδε τα προβλήματα του Εφεσείοντα στη σπονδυλική του στήλη στο επίδικο ατύχημα, αλλά ότι έπρεπε  το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχτεί άλλη ιατρική μαρτυρία που είχε προσφερθεί και τότε, στη βάση της τελευταίας, τα προβλήματα του Εφεσείοντα στη σπονδυλική του στήλη θα έπρεπε να είχαν αποδοθεί στο επίδικο ατύχημα.

 

    Πολύ πρόσφατα, στη Φωκά κ.ά. ν. Haralco & Spantios Developers Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.86/2016, ημερ.4.9.2024, αναφέραμε ότι:

 

«Η προσβολή συγκεκριμένου ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ισοδυναμεί με προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας του μάρτυρα ή των μαρτύρων στη μαρτυρία των οποίων θεμελιώθηκε το εύρημα.  Η προσβολή της κρίσης της αξιοπιστίας μάρτυρα απαιτείται να γίνεται ρητά και άμεσα.  Ούτε αρκεί να αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το επιμέρους εύρημα, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ως αξιόπιστος ο μάρτυρας που το υποστήριξε.  Με την αιτιολογία των λόγων έφεσης, αυτοί αιτιολογούνται, αλλά δεν διευρύνονται ώστε να καλύπτουν ζητήματα που σαφώς δεν προκύπτουν από τον ίδιο το λόγο (Άζινου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.110/2021, ημερ.7.12.2021)».

 

 

    Καταλήγουμε ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των ιατρών που κατέθεσαν στη δίκη δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.  Επομένως, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση της κρίσης της αξιοπιστίας των ιατρών, παραμένουν απρόσβλητα.  Ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται.  

 

    Η μαρτυρία του Μ.Ε.10 απορρίφθηκε στην ολότητα της γιατί διέψευδε πτυχή της μαρτυρίας της Μ.Ε.8 που επίσης κλήθηκε από τον Εφεσείοντα και δεν είχε αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του ορθοπεδικού  Δρ Σουκάκου (Μ.Ε.7) ότι η χωλότητα απότοκο του τραυματισμού κατά το επίδικο ατύχημα, είχε συμβάλει στη δημιουργία δισκοκήλης.  Αποδέχθηκε επί του προκειμένου την αντίθετη θέση του χειρούργου ορθοπεδικού Μιχάλη Πηλαβάκη (Μ.Υ.2) ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο θα ίσχυε εφόσον υπήρχε μεγάλη ανισοσκέλεια, πέραν των τεσσάρων εκατοστών βράχυνση του ενός σκέλους, που δεν ήταν η περίπτωση.  Έτσι, παρά το ότι φαίνεται ότι το ζήτημα της διασύνδεσης της βλάβης αυτής με το επίδικο ατύχημα συζητήθηκε με αναφορά και στο τροχαίο ατύχημα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ο Εφεσείων δεν είχε επιτύχει να διασυνδέσει τη συγκεκριμένη βλάβη με την επίδικη αιτία αγωγής.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 9 κρίνεται αλυσιτελής και απορρίπτεται.

 

    Ο λόγος έφεσης 6 αφορά στον υπολογισμό της απώλειας απολαβών του Εφεσείοντα σε €12.301,93 που αφορούσε την απώλεια απολαβών για εννέα μήνες.  Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι: «Λαμβάνοντας υπόψη την μαρτυρία του ΜΥ2 που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, ότι δηλαδή η περίοδος ανάρρωσης του [Εφεσείοντα] από την εγχείρηση της αρθρόδεσης για 6-9 μήνες είναι δικαιολογημένη, κρίνω ότι ο [Εφεσείων] θα εδικαιούτο επί πλήρους ευθύνης για απώλεια ημερομισθίων για περίοδο 9 μηνών το ποσό των £7.200 (€12.301,93)».  Καθίσταται πρόδηλο ότι το ποσό αφορά την περίοδο των εννέα μηνών από την εγχείρηση της αρθρόδεσης μέχρι και την ανάρρωση.  Κανένα άλλο ποσό δεν προσδιορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την περίοδο από το επίδικο ατύχημα μέχρι και τη διενέργεια της εγχείρησης της αρθρόδεσης που πραγματοποιήθηκε την 15.6.2009.

 

    Ο λόγος έφεσης εισηγείται ότι ο υπολογισμός είναι αντίθετος με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τη μαρτυρία του Δρ Πηλαβάκη (Μ.Υ.2) που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί, στη βάση της οποίας αναδεικνύετο ότι ο Εφεσείων ήταν ανίκανος για εργασία και την περίοδο από το εργατικό ατύχημα μέχρι και την εγχείρηση αρθρόδεσης (27.11.2006 -15.6.2009).  

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι:

 

«Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης βρίσκω ότι ο Ενάγοντας υπέστηκε λόγω της πτώσης του, κάταγμα πτέρνας και τα ευρήματα του δικαστηρίου είναι ως τα πιο πάνω μη αμφισβητούμενα γεγονότα.  Μετά την αρθρόδεση στην οποία υποβλήθηκε στις 15.6.09 από τον ΜΕΑ, η κινητικότητα της ποδοκνημικής ραχιαίας και πελματιαίας του δεξιού ποδιού είναι φυσιολογική.  Καταργήθηκαν οι κινήσεις πρηνισμού και υπτιασμού λόγω της αρθρόδεσης και η μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα της υπαστραγάλιας άρθρωσης αντιμετωπίστηκε με την αρθρόδεση με την οποία καταργήθηκε ο πόνος, όμως δυσχεραίνει τη βάδιση μόνο επί ανώμαλου εδάφους ή εδάφους επί κλίσης.  Η βάδιση επί επίπεδου εδάφους είναι ανώδυνη όπως και εργασίες, ακόμα και ανέβασμα σκαλιών, ένεκα της φυσιολογικής κίνησης της ποδοκνημικής.  Ο Ενάγοντας, με αυτά τα δεδομένα θα μπορούσε να εργαστεί ως καλουπσιής με ελάχιστη ενόχληση αν στο χώρο εργασίας του συναντούσε ανώμαλο έδαφος αλλά σε μεγάλο ποσοστό θα μπορούσε να εργαστεί χωρίς ενοχλήσεις».

 

 

    Δεν καταγράφεται στην απόφαση τί είχε αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την περίοδο από το επίδικο ατύχημα μέχρι και τη διενέργεια της εγχείρησης της αρθρόδεσης, ίσως μόνο συμπερασματικά.  Διαπιστώνουμε ωστόσο ότι υφίστανται επιμέρους ευρήματα αναφορικά με την κατάσταση του Εφεσείοντα τα οποία μας παρέχουν την ευχέρεια να προβούμε σε δικά μας συμπεράσματα (άρθρο 25(3) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ.2) του 2024) αναφορικά με την ικανότητα του Εφεσείοντα για εργασία για την περίοδο 27.11.2006 -15.6.2009.  Αναφερόμαστε και στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως εμφαίνονται στο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο έχουμε νωρίτερα μεταφέρει.  Καταλήγουμε ότι ο Εφεσείων ήταν ανίκανος για εργασία κατά την αναφερόμενη περίοδο και επομένως οι αποζημιώσεις, επί πλήρους ευθύνης, θα έπρεπε να περιλαμβάνουν το επιπλέον ποσό των €41.048,07. Ο λόγος έφεσης 6 επιτυγχάνει.  

 

    Με το λόγο έφεσης 7 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει και να αποφανθεί για την αξία του Εφεσείοντα στην εργατική αγορά και την αποζημίωση του για την ενδεχόμενη μείωση της.  Εισηγείται το ποσό των €20.000.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας όπως την είχε αποδεχτεί, κατέληξε  ότι ο Εφεσείων «συνεπεία του τραυματισμού του από το επίδικο ατύχημα, δεν κατέστη ανίκανος για εργασία και επομένως δεν δικαιούται σε απώλεια μελλοντικών απολαβών».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε συγκεκριμένα εξεύρει ότι ο Εφεσείων: «μετά την αρθρόδεση θα μπορούσε να εργάζεται ως καλουπσιής με ελάχιστη ενόχληση αν στο χώρο της εργασίας του συναντούσε ανώμαλο έδαφος αλλά σε μεγάλο ποσοστό θα μπορούσε να εργάζεται χωρίς ενοχλήσεις».  Στη βάση αυτών του των ευρημάτων η μη επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση που εισηγείται ο Εφεσείων δεν αποτελεί σφάλμα.  Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

    Ο λόγος έφεσης 8 δεν προσφέρει οτιδήποτε το ουσιαστικό, αφού απλά αναφέρεται στα ποσά που, κατά τον Εφεσείοντα θα έπρεπε να περιληφθούν στις αποζημιώσεις του επί πλήρους ευθύνης και εξετάστηκαν με τους λόγους έφεσης 6 και 7.

 

    Ο λόγος έφεσης 11 αναφέρεται στις αποζημιώσεις όπως θα έπρεπε να υπολογιστούν και καθοριστούν «Με δεδομένη την ορθή ιατρική μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Σεβαστό Δικαστήριο».  Ο Εφεσείων αναφέρεται στην ιατρική μαρτυρία που εισηγείται ότι θα έπρεπε να κάμει αποδεχτή το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε διαφορετικό δηλαδή υπόβαθρο από αυτό που έγινε αποδεχτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως, και χωρίς να έχει ανατραπεί το υπόβαθρο γεγονότων στη βάση του οποίου καθορίστηκαν οι αποζημιώσεις, ο λόγος δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

    Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τις αποζημιώσεις του Εφεσείοντα επί πλήρους ευθύνης τροποποιείται στην έκταση που αφορά απώλεια ημερομισθίων ώστε να αναφέρεται σε ποσό €53.350 αντί €12.301,93, ώστε το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων επί ποσοστού πλήρους ευθύνης να ανέρχεται στις €104.967.

 

    Αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της πτυχής αυτής της αγωγής από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε κάμει αναφορά στον τόκο, ούτε και με την έφεση ηγέρθη το ζήτημα, επομένως, παραμένει για να καθοριστεί κατά την επανεκδίκαση. 

 

  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

 

 

    €4.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου

 

 

 

 

 

                    `                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1]  Σήμερα οι περί Ασφάλειας στην Εργασία (Γνωστοποίηση Ατυχημάτων και Επικίνδυνων Συμβάντων) Κανονισμοί του 2007 και 2017.

[2]    Σήμερα οι περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμοι του 1996 έως 2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο