ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 292/2015

 

19 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ,  Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εφεσείων,

                                             ν.

 

HAWAII HOTELS LTD

Εφεσίβλητης.

       _________________________

Νίκος Καλλής, για τον Εφεσείοντα.

Έλενα Νικολάου (κα), για Κώστας Π. Χατζηκωστής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

       _________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_______________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων για σειρά ετών, 1993-2010, υπήρξε εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης εταιρείας, η οποία είναι ιδιοκτήτρια και διαχειρίστρια του Ξενοδοχείου «Grand Resort», στη Λεμεσό. Προσελήφθη στις 16.8.1993 από την εφεσίβλητη εταιρεία, ως μάγειρας στο πιο πάνω Ξενοδοχείο, και εργοδοτείτο μέχρι και τον Απρίλιο του 2010, χωρίς διακοπή.  Από το 2004 περίπου, του είχαν ανατεθεί  καθήκοντα Αρχιμάγειρα Τμήματος (Chef de Partie) και ήταν ο επικεφαλής της κουζίνας του εστιατορίου «Άνθεα» εντός του πιο πάνω Ξενοδοχείου.

 

Στις 16.4.2010 ο δικηγόρος του εφεσείοντα απέστειλε στην εφεσίβλητη επιστολή με την οποία υπέβαλλε την παραίτησή του «από αποκλειστική υπαιτιότητα» της εφεσίβλητης. Παραθέτουμε αυτολεξεί το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής:

 

«α) Ο ως άνω εργοδοτούμενος σας στις  3/4/10 επεσκέφθη το ξενοδοχείο παρά το ότι ήτο με άδεια ασθενείας και δυστυχώς διαπίστωσε ότι το ωράριο εργασίας που του αναθέσατε ήτο και πάλι απαράδεκτο αφού απαιτείτο από τον ως άνω πελάτη μας να εργάζεται κάποιες ώρες τα πρωινά και κάποιες ώρες της ιδίας ημέρας τα βράδια ενώ γνωρίζετε ότι διαμένει εκτός της πόλης Λεμεσού.

Παρόμοιο πρόγραμμα εργασίας δεν έχει επιβληθεί σε άλλο εργοδοτούμενο σας και τούτο δεικνύει δυστυχώς τις προθέσεις σας.

Όταν δε ο πελάτης μας ρώτησε τον τμηματάρχη του γιατί να συμβαίνει αυτό η απάντηση που πήρε ήταν ότι αυτό συνέβη κατόπιν εντολών της διεύθυνσης του ξενοδοχείου.

 

Κύριοι, όταν σας προειδοποιούσαμε ότι ο πελάτης μας ήτο πρόθυμος να εργαστεί συνειδητά στο ξενοδοχείο σας χωρίς προβλήματα  και επεφύλαξε τις ανησυχίες του μας απαντήσατε ότι αυτός δεν εγκατέλειψε την απαράδεκτη προσπάθεια του και την έμμονη ιδέα του για την  συντήρηση ανοικτών λογαριασμών με τους εργοδότες του στην βάση φανταστικών σεναρίων.

 

Λυπούμε γιατί με την συμπεριφορά σας επιβεβαιώνετε τις ανησυχίες του πελάτου μας αλλά και όλες τις προθέσεις σας.

 

Από την όλη συμπεριφορά σας είναι φανερό ότι πρόθεση σας είναι να εξαναγκάσετε τον πελάτη μας σε παραίτηση.

 

Σας πληροφορούμε λοιπόν ότι δια της παρούσης ο πελάτης μας θεωρεί εντελώς απαράδεκτη και αδικαιολόγητη την συμπεριφορά σας και ως εκ τούτου καταγγέλλει την μεταξύ σας σύμβαση εργασίας.

 

Σας καθιστούμε απόλυτα υπεύθυνους για την δυσάρεστη αυτή εξέλιξη και τον εξαναγκασμό του πελάτη μας σε παραίτηση από αποκλειστικά δική σας υπαιτιότητα.

 

Ο πελάτης μας θα διεκδικήσει όλα τα νόμιμα δικαιώματα του.»

 

 

Ακολούθως, ο εφεσείων προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών,  αξιώνοντας από την εργοδότρια εταιρεία αποζημιώσεις για εξαναγκασμό σε παραίτηση, κατά παράβαση του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67), ως αυτός τροποποιήθηκε.     H δικογραφημένη θέση του ήταν πως η εργοδότρια εταιρεία προέβη σε επιβολή διακεκομμένου ωραρίου επιλεκτικά μόνο για τον ίδιο, με αποτέλεσμα η εν λόγω ενέργεια να του δημιουργήσει «πολλαπλά προβλήματα και να καταστήσει αδύνατη την εκτέλεση της εργασίας του».  Ως εκ τούτου, ήταν η θέση του πως τα πιο πάνω, «ισοδυναμούσαν με εξαναγκασμό του σε παραίτηση». Ήταν περαιτέρω η δικογραφημένη του θέση πως «η ημερομηνία τερματισμού της εργασίας του υπήρξε η 3/4/10, ημερομηνία κατά την οποία ο αιτητής παρά το γεγονός ότι απουσίαζε από τα καθήκοντα του με άδεια ασθενείας, επεσκέφθη το ξενοδοχείο για να διαπιστώσει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση επαναλάμβαναν την ήδη καταγγελθείσα συμπεριφορά και καλούσαν τον αιτητή να εργάζεται με διακεκομμένο ωράριο».

 

Η εφεσίβλητη με τους γενικούς λόγους είχε αρνηθεί όλες τις θεραπείες που ο εφεσείων αξίωνε, προβάλλοντας, ανάμεσα σε άλλα, τη θέση ότι ο εφεσείων στις 16.4.2010 υπέβαλε παραίτηση εγκαταλείποντας την απασχόληση του οικειοθελώς, αδικαιολόγητα και χωρίς να τους είχε δώσει τη «νενομισμένη ή οποιαδήποτε προειδοποίηση».  Ήταν μάλιστα η θέση της πως όταν ενημέρωσε τον αιτητή για τη νόμιμη προσωρινή αναστολή των εργασιών του ξενοδοχείου για την περίοδο 30.11.2009- 31.3.2010, αυτός διέκοψε την αναρρωτική του άδεια «και εγγράφηκε σαν άνεργος στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ώστε να καρπωθεί τα σχετικά ωφελήματα. Όμως αντί ο αιτητής να επιστρέψει στα καθήκοντα του με τη λήξη της εν λόγω προσωρινής αναστολής, κατά/ή περί την 3.4.2010 απέστειλε στους καθ΄ ων η αίτηση και πάλι αναρρωτική άδεια, αυτή τη φορά από Ορθοπεδικό και ζήτησε να απουσιάσει από τα καθήκοντα του, μεταξύ της 3.4.2010 και της 16.4.2010. Κατά/ή περί την 12.4.2010 οι καθ΄ ων η αίτηση απέστειλαν στον αιτητή επιστολή με την οποία τον κάλεσαν να εξεταστεί από δικό τους Ορθοπεδικό και αντί να συμμορφωθεί, κατά/ή περί την 16.4.2010 υπέβαλε παραίτηση με επιστολή του δικηγόρου του, προβάλλοντας διάφορους αναληθείς ή/και αβάσιμους υπό τις περιστάσεις ισχυρισμούς».

 

Η εφεσίβλητη, πέρα από την απόρριψη της αίτησης, αξίωνε, με ανταπαίτηση, «Πληρωμή αντί προειδοποίησης αντιστοιχούσα στα ακαθάριστα ημερομίσθια τριών βδομάδων». Η ανταπαίτηση όμως φαίνεται να μην προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, και ως ήτο αναμενόμενο, απερρίφθη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από το άρθρο 7[1] του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67), σημειώνοντας πως «ο αιτητής έχει το βάρος να αντικρούσει το νόμιμο μαχητό τεκμήριο που προβλέπει το άρθρο 7(2) του Νόμου και να αποδείξει ότι νόμιμα τερμάτισε την απασχόληση του λόγω της διαγωγής της εργοδότριας εταιρείας». Αφού παρέθεσε τη νομολογία που αφορά σε εξαναγκασμό σε παραίτηση, αξιολόγησε την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, την οποία παρέθεσε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια.  Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας, προέβη σε ένα ουσιαστικό και καθοριστικό εύρημα, το οποίο παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Ο Αιτητής υπέβαλε την παραίτηση του τον Απρίλιο του 2010  από την εργασία του  επικαλούμενος την τροποποίηση του ωραρίου εργασίας του από την Εργοδότρια Εταιρεία. Δεν απέδειξε όμως ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της παραίτησης του τον Απρίλιο του 2010 η Εργοδότρια Εταιρεία επέδειξε την ίδια συμπεριφορά με αυτή που επέδειξε τον Απρίλιο του 2009  ζητώντας του να εργάζεται με διακεκομμένο ωράριο αφού δεν αποδείχτηκε ενώπιον μας με αξιόπιστη μαρτυρία  ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της παραίτησης του Αιτητή  η Εργοδότρια Εταιρεία συνέχισε να παραβιάζει τους όρους εργοδότησης του Αιτητή (ρητούς και εξυπακουόμενους). Κατά συνέπεια δεν έχει αποδειχτεί ότι κατά τον χρόνο παραίτησης του Αιτητή συνέτρεχαν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την υποβολή παραίτησης από τον Αιτητή λόγω εξαναγκασμού του.  Το εν λόγω γεγονός είναι μοιραίο για την Αίτηση του Αιτητή. Παρά το ότι ο Αιτητής δεν αποδέχτηκε με τη συμπεριφορά του τις ενέργειες της Εργοδότριας Εταιρείας που έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 2009 ενόψει του ότι παρέμεινε στην εργασία του, υπό τις περιστάσεις που αναφέραμε πιο πάνω, για ένα χρόνο μετά τις εν λόγω ενέργειες δεν μπορεί (κωλύεται) να επικαλεστεί αυτές τις ενέργειες ως λόγο εξαναγκασμού του τον Απρίλιο του 2010 τη στιγμή που δεν αποδείχτηκε ότι  τον Απρίλιο του 2010 η Εργοδότρια Εταιρεία επανέλαβε την ίδια συμπεριφορά.

 

Συνακόλουθα με τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι ο Αιτητής  δεν κατέφερε να αποδείξει ότι δικαιολογημένα τον Απρίλιο του 2010 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω των ενεργειών της Εργοδότριας Εταιρείας τον Απρίλιο του 2010 με αποτέλεσμα ο Αιτητής να μην δικαιούται στην καταβολή αποζημίωσης  για εξαναγκασμό σε παραίτηση και  πληρωμή αντί προειδοποίησης.»

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, απέρριψε την αίτηση. Για λόγους που καταγράφει, αποφάσισε όπως μη επιδικάσει και δεν επεδίκασε έξοδα. Η εν λόγω διαταγή δεν θα μας απασχολήσει αφού η ορθότητα της δεν αμφισβητείται.

 

Ο εφεσείων με ένα λόγο έφεσης, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Τον παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα, ήτοι βασιζόμενο σε εσφαλμένη αξιολόγηση της συνολικής μαρτυρίας και χωρίς επαρκή αιτιολόγηση του αποτελέσματος, κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς τα ευρήματα να συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία ή/και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι δικαιολογημένα τον Απρίλιο του 2010 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω των ενεργειών της Εργοδότριας Εταιρείας με αποτέλεσμα να μη δικαιούται σε καταβολή αποζημίωσης για εξαναγκασμό σε παραίτηση και πληρωμή αντί προειδοποίησης.»

 

Ως γνωστό, το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67), ως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Ν.110(1)/99, περιορίζει το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε νομικά σημεία. Για το τι συνιστά νομικό σημείο, για το οποίο δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός, ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, 519, Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26 και Μιχαήλ ν. Nakis Theocharides & Son Ltd (2016) 1(Β) A.A.Δ. 1710.

 

Ο λόγος έφεσης, σε συσχετισμό με την αιτιολογία του, την οποία έχουμε θέσει ενώπιον μας, ουσιαστικά στρέφεται κατά του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο προέκυψε κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν ζήτησε από τον εφεσείοντα να εργαστεί τον Απρίλιο του 2010 με διακεκομμένο ωράριο. Να υπενθυμίσουμε εδώ πως η θέση του εφεσείοντα κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν πως όταν επαναλειτούργησε το ξενοδοχείο, τον Απρίλιο του 2010, αυτός «πήγε πίσω δουλειά και έπιασε δουλειά και τα προγράμματα εργασίας ξανάρχισαν να είναι τα ίδια και ότι του ζητείτο πάλι επιλεκτικά (μόνο αυτός) να εργάζεται με διακεκομμένο ωράριο». Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω μαρτυρία του ως αναξιόπιστη, για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει. Μάλιστα, δεν παρέλειψε να σημειώσει πως όταν του υποβλήθηκε, κατά την αντεξέταση, πως στο ξενοδοχείο παρουσιάστηκε τον Απρίλιο του 2010 όχι για να εργαστεί αλλά για να παραδώσει απλώς ιατρικό πιστοποιητικό με το οποίο του εχορηγείτο άδεια απουσίας από την εργασία του για την περίοδο 3.4.2010-16.4.2010, αυτός, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«… απάντησε ότι στις 3.4.2010 πήγε δουλειά και όταν ο προϊστάμενος του του είπε ότι θα συνεχίσει να εργάζεται με διακεκομμένο ωράριο προσκόμισε το ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο του χορηγούσε άδεια απουσίας.  Σε ερώτηση αν αρρώστησε ξαφνικά μόλις είδε το πρόγραμμα εργασίας στις 3.4.2010, απάντησε ότι τον τελευταίο καιρό η ψυχολογική πίεση που δεχόταν από τη διεύθυνση του Ξενοδοχείου και τον προϊστάμενο ήταν ανυπόφορη  και  στη συνέχεια όταν ρωτήθηκε πότε δέχθηκε την εν λόγω ψυχολογική πίεση είπε ότι αυτή την πίεση την δεχόταν πριν την άδεια απουσίας του (χωρίς να διευκρινίσει ποια άδεια απουσίας εννοούσε).»  

   

Μελετώντας τα τηρηθέντα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, διαπιστώνουμε πως ουδέν παρεισέφρησε που να καθιστά τρωτά, εντός της έννοιας του Νόμου, τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επειδή στον λόγο έφεσης γίνεται αναφορά ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία, θα πούμε, με τον προσήκοντα σεβασμό, πως διαφωνούμε. Όλα τα ευρήματα πρωτογενών γεγονότων του Δικαστηρίου, δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία που αυτό απεδέχθη ως αξιόπιστη. Τέλος, επειδή στον λόγο έφεσης γίνεται αναφορά και σε «μη επαρκή αιτιολόγηση του αποτελέσματος», θα αρκεστούμε να σημειώσουμε πως από το κείμενο της απόφασης, την οποία προσεγγίζουμε ως ενιαίο σύνολο (Λαούτα ν. Δημοκρατίας (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2205, 2212), προκύπτει πως αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, ως το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επιτάσσει (Ττόκκου ν. Σεργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 60, 65).    

 

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα €2.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                        Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/ΣΓεωργίου



[1] «(1) Όταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ΄ εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοια του άρθρου 3.

     (2) Καθ΄ οιονδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του  παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο