ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 310/2015)

 

4 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείων

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εφεσίβλητης

_________________________

Γ. Διογένους με Π. Βασιλείου για Γεώργιος Διογένους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Κ. Καμπανέλλας για Νίκος Χρ. Αναστασιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εξεδόθη, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, απόφαση εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου 1, και υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας, για το ποσό των €108,835,46, πλέον τόκοι. Η απόφαση εξεδόθη στη βάση αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, με την οποία περιορίζονταν  οι δικογραφημένες αξιώσεις.

 

Με τον εναπομείναντα λόγο έφεσης, τον οποίο παραθέτουμε αυτολεξεί, ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την πιο πάνω απόφαση:

 

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με πλάνη περί  τον νόμο και τα πράγματα και ως εκ τούτου λανθασμένα αποφάνθηκε ότι οι πρόνοιες του Περί Τόκου Νόμου 1977 δεν τυγχάνουν εφαρμογής και ειδικότερα λανθασμένα προέβη σε συμπέρασμα ότι το άρθρο 6 του πιο πάνω αναφερόμενου νόμου δεν τυγχάνει εφαρμογής επειδή η αγωγή εγέρθηκε το 2009 περίοδο κατά την οποία ήτο σε εφαρμογή ο Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμος 160(1) 99 μη λαμβάνοντας υπόψη του ότι η επίδικη συμφωνία δανείου συνάφθηκε στις 15/07/1993 αλλά και τερματίστηκε κατά τις 04/02/1999 ημερομηνίες κατά τις οποίες ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος 1977».

 

Το άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/1977         (o oποίος καταργήθηκε από τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, Ν.160(Ι)/1999) προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«6. (1) Το ποσόν το οποίο δύναται να ανακτηθή δι΄ αγωγής ως καθυστερούμενος τόκος εφ΄ οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεων δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος.»

 

 

Αναφέρουμε από τώρα πως στον λόγο έφεσης δεν διευκρινίζεται πώς η κατ΄ ισχυρισμόν πλάνη επηρέασε την εκδοθείσα απόφαση.  Με άλλα λόγια, δεν αναφέρεται κατά πόσο η απόφαση θα έπρεπε να ήταν για μικρότερο ποσό, και γιατί, όταν μάλιστα ο εφεσείων δεν φαίνεται να αμφισβητεί το περιεχόμενο της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, την οποία ετοίμασε και κατέθεσε ως τεκμήριο η εφεσίβλητη.  Παρά την πιο πάνω αδυναμία στη σύνταξη του λόγου έφεσης, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο αυτός είναι βάσιμος, υπό το φως και των όσων προβάλλονται στην αιτιολογία του, στην οποία αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα, πως «το ποσό του τόκου το οποίο οι εφεσίβλητοι αξίωναν μέσα από την απαίτηση τους ξεπερνά κατά πολύ το αρχικό ποσό δανείου, ήτοι των 32.500 Λ.Κ., ήτοι 55.529,55 ΕΥΡΩ».

To πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν είχε εφαρμογή ο περί Τόκου Νόμος του 1977, Ν.2/1977.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Ο λόγος που δεν εφαρμόζεται ο Ν.2/1977 και ειδικότερα το άρθρο 6, είναι επειδή ο εν λόγω νόμος έχει καταργηθεί το 2001 ρητά από το Ν.160(i)/1999.  Η αγωγή καταχωρήθηκε το 2009, όταν δεν ήταν σε ισχύ ο Ν.2/1977, ο δε Ν.160(Ι)/1999, που τον κατάργησε, δεν προνοεί οτιδήποτε, υπό τύπο μεταβατικών διατάξεων, που να επιτρέπουν την εφαρμογή του Ν.2/1977 και ειδικότερα του άρθρου 6, αν και το έχει κάνει για άλλες νομοθεσίες (βλέπε άρθρο 6 του Ν.160(i)/1999).

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνεται ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε απόφαση για το ποσό των €108.835,46 πλέον τόκο 9% επί του ποσού των €45.273,29 από 09.09.2014, ως το Τεκμήριο 12.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση, προς όφελος των Εναγόντων και εναντίον του Εναγόμενου 1, για το ποσό των €108.835,46 πλέον τόκο 9% επί του ποσού των €45.273,29 από 09.09.2014 μέχρι εξόφλησης».

 

 

 

Σημειώνουμε πως η εκδοθείσα απόφαση βασίστηκε σε συμφωνία δανείου ύψους Λ.Κ.32.500 που είχε συναφθεί μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητης στις 15.7.1993. Η εν λόγω συμφωνία τερματίστηκε νόμιμα από την εφεσίβλητη στις 4.2.1999, αφού ο εφεσείων δεν κατέβαλλε τις συμπεφωνημένες δόσεις. Η αγωγή εναντίον του καταχωρίστηκε στις 20.10.2009.

 

Από τα πιο πάνω, είναι ηλίου φαεινότερον, πως κατά τον χρόνο τερματισμού της συμφωνίας ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος του 1977, Ν.2/1977. Ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999, Ν.160(Ι)/1999, ο οποίος, ως ελέχθη, κατήργησε τον περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/1977, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου, 2001. Δικαιολογημένα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε στην Παπαχριστοφόρου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου  Δημ. Ετ. Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2325, όπου στη σελ. 2335 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Είμαστε της γνώμης ότι ο Ν. 160(Ι)/99 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Η ισχύς του,  αρχίζει από 1/1/2001 και συνεπώς δεν καλύπτει τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης που αφορά διαφορά του 1997. Υπενθυμίζεται ότι η μεταξύ των μερών συμφωνία τερματίστηκε στις 22/8/1997. Πρόκειται περί νόμου ουσίας και όχι διαδικαστικού και συνεπώς δεν έχει αναδρομική ισχύ (βλ. Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245).»

       

  

 

Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκε και η υπόθεση Ξιούρουππας κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2604, όπου σημειώθηκαν τα ακόλουθα, στη σελ. 2615:

 

«Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες, (Χριστοφίδης ν. Παττίχη (2002) 1 Α.Α.Δ. 245). Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 26/1977 (sic) που καταργήθηκε με το νέο Νόμο.»

 

 

Συνεπώς, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αυτή εκτίθεται στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του, είναι εσφαλμένη αφού ουσιαστικά με τον τρόπο που αποφάσισε, έδωσε στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, Ν.160(Ι)/1999, αναδρομική ισχύ, ενώ αυτός δεν έχει. Εφαρμογή εν προκειμένω είχε το άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/1977, στο οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω.

 

 

Στην Archbold Invest. Ltd κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας Λτδ (2006) 1(Β) 1084, αποφασίστηκε πως το πιο πάνω άρθρο εφαρμόζεται όταν το κεφάλαιο είναι σταθερό. Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην Παπαχριστοφόρου (ανωτέρω). Εν προκειμένω, το κεφάλαιο ήταν σταθερό, αφού, ως ελέχθη, επρόκειτο περί δανείου ύψους Λ.Κ.32.500 (€55.529,55), το οποίο χορηγήθηκε στον εφεσείοντα το 1993 και ήταν πληρωτέο με μηνιαίες δόσεις των €683.44 (Λ.Κ.400) εκάστης, της πρώτης δόσης πληρωτέας στις 15.8.1993 «και οι υπόλοιπες την 15η ημέρα κάθε επομένου εκάστου μηνός μέχρι τελικής εξόφλησης».

 

Και το ερώτημα τώρα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η εφεσίβλητη εξασφάλισε απόφαση για τόκους, τους οποίους δεν μπορούσε να ανακτήσει με αγωγή δυνάμει του περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/1977.  Ως ελέχθη, η αξίωση της εφεσίβλητης κατά την ακρόαση της αγωγής περιορίστηκε. Αξιώθηκε ποσό στη βάση αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, κάτι που είναι θεμιτό (Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Το περιεχόμενο της εν λόγω κατάστασης λογαριασμού, ως ελέχθη, δεν αμφισβητείται. Μάλιστα, κατά την ακρόαση της εφέσεως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι από την αναδομημένη κατάσταση, δυνάμει της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προκύπτει ότι ο τόκος υπερέβαινε το ποσό του δανείου κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «Με βάση τις αναδομημένες συμφωνούμε. Θέλω, όπως είπα και στο συνάδελφο, να μας πει με βάση τις αρχικές που συνδέονται με την καταχώρηση και εδώ είναι η διαφορά γιατί όταν καταχωρήθηκε η αγωγή δεν καταχωρήθηκε με βάση τις αναδομημένες αλλά με τις άλλες.»     

 

Το ουσιώδες όμως, με κάθε σεβασμό, δεν είναι τι αξιώθηκε με την αγωγή ούτε οι αρχικές καταστάσεις λογαριασμού, αλλά τι παρέμεινε να αξιώνεται και τι εδόθη από το Δικαστήριο. Μάλιστα, επειδή η εφεσίβλητη αρχικά είχε αξιώσει μεγαλύτερο ποσό, το οποίο στη συνέχεια περιόρισε, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να της στερήσει τα έξοδα της δίκης.  Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, «Αν οι ενάγοντες δεν προέβαιναν σε υπερχρεώσεις και αποδέχονταν πληρωμή χωρίς αυτές, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη για δίκη και δημιουργία εξόδων».

 

Εν κατακλείδι, από το περιεχόμενο της αναδομημένης κατάστασης  επί της οποίας βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να εκδώσει την απόφαση του, προκύπτει πως οι τόκοι που αξιώθηκαν, και δόθηκαν, δεν υπερέβαιναν, κατά την καταχώριση της αγωγής, το ποσό των  €55.529,55, που ήταν το αρχικό ποσό του δανείου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αποφασίσαμε να μην εκδώσουμε, και δεν εκδίδουμε, διαταγή για έξοδα, και τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα βρήκε πως είχε εφαρμογή ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999, Ν.160(Ι)/1999, κάτι για το οποίο ο εφεσείων δικαιολογημένα διαφώνησε, καταχωρώντας την υπό εκδίκαση έφεση, η οποία όμως, για τους λόγους που εξηγήσαμε, δεν είχε επιτυχή κατάληξη.

 

 

                                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο