ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.326/2015)

 

 

   4 Σεπτεμβρίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

1. ARESTIS BROS LIMITED,

2. INTER-PLANET LOGISTICS LIMITED,

Εφεσίβλητες.

____________________

 

Α. Χαραλάμπους (κα) για Μ. Καραολιά (κα), για την Εφεσείουσα.

Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) για Ανδρέα Σ. Αγγελίδη ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 1.

Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) για Karapatakis Pavlides LLC, για την Εφεσίβλητη 2.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Την 23.10.2015 η Εφεσείουσα καταχώρισε την παρούσα έφεση, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία είχε απορριφθεί η αξίωση της εναντίον των Εφεσίβλητων.  Το 2021 δόθηκαν οδηγίες για την καταχώριση περιγραμμάτων, με τις οποίες συμμορφώθηκαν όλα τα μέρη.  Η εκδίκαση όμως της έφεσης έχει καθυστερήσει και εκκρεμεί.

 

Το 2023 έλαβαν χώρα ριζικές αλλαγές στο χώρο της δικαιοσύνης.  Το μέχρι την 30.6.2023 Ανώτατο Δικαστήριο, άρχισε από 1.7.2023 να λειτουργεί ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και Ανώτατο Δικαστήριο.[1]  Η δικαιοδοσία του τελευταίου ρυθμίζεται με το άρθρο 9(3) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, οι Νόμοι.  Καθιδρύθηκε και δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Εφετείο.[2]  Το Εφετείο έχει, σύμφωνα με το άρθρο 9(4) των Νόμων, δικαιοδοσία να αποφασίζει «επί πάσης εφέσεως κατά αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου».  Η εκδίκαση των υποθέσεων δευτεροβάθμιας πολιτικής δικαιοδοσίας οι οποίες εκκρεμούσαν ανατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και το Εφετείο ανάλογα με το χρόνο που αυτές είχαν καταχωριστεί.  Σύμφωνα με τις Μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 23(1)(α) και (β)(i) των Νόμων, οι υποθέσεις αυτές παραπέμπονται για εκδίκαση από το Εφετείο, εκτός από εκείνες που είχαν καταχωριστεί πριν από την 31.12.2017 που εκδικάζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Επομένως, η παρούσα έφεση η οποία καταχωρίστηκε το 2015, συμφώνως των Νόμων, θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Εγείρει, λοιπόν, η Εφεσίβλητη 1 ζήτημα ότι η πρόβλεψη του άρθρου 23(1)(β)(i) των Νόμων «είναι ασύμφωνη με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και κύρια με το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης ΟΛΩΝ των εκκρεμούσων για χρόνια Πολιτικών Εφέσεων».

Η Εφεσίβλητη 2 υιοθέτησε τη θέση της Εφεσίβλητης 1, ενώ η Εφεσείουσα δήλωσε ότι αφήνει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

 

Επιχειρηματολόγησε ενώπιον μας η Εφεσίβλητη 1 ότι οι «Μεταβατικές διατάξεις» αναίτια, ακατανόητα και άνισα, με μόνο κριτήριο την ημερομηνία καταχώρισης και χωρίς κάποια αιτιολογημένη προϋπόθεση, διακρίνουν τις εφέσεις που είχαν καταχωριστεί μέχρι και μετά την 31.12.2017 και παρέχουν το δικαίωμα «τριτοβάθμιας κρίσης» μόνο στη δεύτερη κατηγορία εφέσεων.  Αυτό, κατά την εισήγηση της συνιστά άνιση μεταχείριση μεταξύ των εφεσείοντων και εφεσίβλητων στις δύο κατηγορίες και παραβιάζονται το Άρθρο 28 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «Πάντες είναι ίσοι ενώπιον … της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως», το Άρθρο 30 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευτεί η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου» και το Άρθρο 35 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής».

 

Η Εφεσίβλητη 1 ανέφερε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης δεν θα έχει οιονδήποτε ένδικο μέσο για να μεταβάλει το αποτέλεσμα, ενώ στην περίπτωση που η έφεση εκδικαζόταν από το Εφετείο, εφόσον δεν θα ήταν ικανοποιημένη από την εφετειακή απόφαση, θα είχε τη δυνατότητα να αποταθεί για τριτοβάθμια κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Είναι πρόδηλο ότι αναφέρεται στις πρόνοιες του άρθρου 9(3)(γ) των Νόμων και την δυνατότητα που, κατόπιν αδείας, παρέχεται στον εφεσείοντα ή τον εφεσίβλητο, μετά την έκδοση απόφασης από το Εφετείο, να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίσει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό «επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου».  Σε τέτοια περίπτωση, «η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

Παρεμπιπτόντως, συμφωνούμε με αυτό που εμμέσως επισημαίνει η Εφεσίβλητη 1, ότι η δικαιοδοσία που προβλέπεται στο άρθρο 9(3)(γ) των Νόμων αφορά μόνο μετά την έκδοση απόφασης από το Εφετείο (Κωνσταντινίδη, Αίτ. Αρ.1/2023, ημερ.16.10.2023, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου).

 

Ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης 1 αναφέρθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Ευστάθιος Μιχαήλ κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.77/2016 και 79/2016, ημερ.31.1.2024,  όπου εξετάστηκε ανάλογο ζήτημα, σε σχέση με το άρθρο 23(3)(β)(i) των Νόμων, που αφορά στις «Μεταβατικές διατάξεις» αναφορικά με τις εκκρεμούσες υποθέσεις δευτεροβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.  Ωστόσο, δεν θεωρεί ότι η απόφαση καλύπτει την επίδικη περίπτωση γιατί, αναφέρει, «η κρίση και αρμοδιότητα του [Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου] ΔΕΝ ορίστηκε να ανατρέπει και/ή να αποφασίζει επί υποθέσεων που ορίστηκαν ήδη προς εκδίκαση ενώπιο Δευτεροβάθμιου Εφετείου!». 

 

Ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης 1 δεν αναφέρθηκε καθόλου στις πρόνοιες του άρθρου 9(2)(γ) των Νόμων, στην πανομοιότυπη πρόβλεψη με αυτή του άρθρου 9(3)(γ), που παρέχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο μετά την έκδοση απόφασης σε αναθεωρητική έφεση, να αποφασίσει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό «επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου».  Και σε αυτή την περίπτωση, «η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».

 

Πριν τη μεταρρύθμιση η  παρούσα έφεση θα εκδικαζόταν από το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο ενεργούσε ως εφετείο ασκώντας δευτεροβάθμια δικαιοδοσία.  Τώρα, και πάλι θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, που στην περίπτωση και πάλι θα ασκήσει δευτεροβάθμια δικαιοδοσία.  Το παράπονο της Εφεσίβλητης 1 είναι γιατί άλλες εφέσεις, αυτές που καταχωρίστηκαν μετά την 31.12.2017, παραπέμπονται με τους Νόμους στο νεοσύστατο Εφετείο, ενώ η υπό εκδίκαση έφεση παρέμεινε για να εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Το Άρθρο 144 του Συντάγματος προνοεί ότι:

1. (1) Κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας περιλαμβανομένης της κατ’ έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως.

(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιόν του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3).

(3) Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί την παραπομπή, εκδικάζοντας το παραπεμφθέν ενώπιόν του ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή να απορρίψει την παραπομπή, ενημερώνοντας το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, σε περίπτωση δε κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίψει την παραπομπή, το παραπεμφθέν ζήτημα εκδικάζεται από το παραπέμψαν αυτό δικαστήριο.

(4) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει παρευθύς το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδο της ενώπιόν του διαδικασίας, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εκδικάσει το ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 και αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος. Πας διάδικος δικαιούται, καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ έφεσιν, να εγείρη ζήτημα αντισυνταγματικότητος νόμου ή αποφάσεως η διατάξεώς τινος αυτών ουσιώδους δια την διάγνωσιν της εκκρεμούς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως. Tο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εγείρεται το ζήτημα, παραπέμπει παρευθύς τούτο ενώπιον του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδον της διαδικασίας, μέχρις ου αποφανθή επ αυτού το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριο.

2. Mετ’ ακρόασιν των διαδίκων το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το παραπεμφθέν αυτώ ζήτημα και αποφασίζει επ’ αυτού, διαβιβάζει δε την απόφασιν αυτού εις το δικαστήριον, όπερ είχε παραπέμψει το ζήτημα.

3. H κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεσμεύει το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριον και τους εν τη δίκη διαδίκους, εν η δε περιπτώσει δέχεται ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξίς τις αυτών είναι αντισυνταγματική, επιφέρει την μη εφαρμογήν μόνο εν τη εκκρεμεί ταύτη δίκη του νόμου τούτου ή της αποφάσεως η της σχετικής διατάξεως αυτών.

 

Όταν ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών εγείρεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου από το Ανώτατο Δικαστήριο, αυτό «δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».  Όταν το ζήτημα εγείρεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αυτό «παραπέμπει παρευθύς το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».  Μόνη προϋπόθεση είναι το ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών να είναι ουσιώδες για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, ζήτημα που πρέπει να αποφασίσει το δικαστήριο προτού παραπέμψει.

 

Στην εισήγηση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης 1 δεν περιλαμβάνεται πρόταση ως προς τις συνέπειες για την έφεση.  Εφόσον όμως είναι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ήγειρε το ζήτημα, εκλαμβάνεται ότι θεωρεί τις μεταβατικές διατάξεις αντισυνταγματικές στην έκταση που με αυτές παρέχεται δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδικάσει τις πολιτικές εφέσεις που είχαν καταχωριστεί μέχρι 31.12.2017, όπως η παρούσα έφεση.  Εφόσον κριθούν αντισυνταγματικές το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα έχει δικαιοδοσία και δεν θα πρέπει να εκδικάσει την παρούσα έφεση.  Επομένως, το ζήτημα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιον μας έφεσης, αφού αφορά στη δικαιοδοσία μας να την εκδικάσουμε.

 

    Το άρθρο 9(2)(α)(i) των Νόμων προνοεί ότι: « … το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, αφού ακούσει τους ενώπιόν του διαδίκους, δύναται να περιλάβει στην απόφασή του προς παραπομπή την υπό του ιδίου αιτιολογημένη γνώμη επί του προκύψαντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας», είμαστε ωστόσο της άποψης ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει, κατά κανόνα, να αποφεύγει να  περιλαμβάνει τη γνώμη του επί του ζητήματος που προκύπτει, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο, σε κάποια περίπτωση, η γνώμη των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας να παρουσιάσει διαφορές.

 

    Το νομικό θέμα – ζήτημα αντισυνταγματικότητας το οποίο παραπέμπεται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει ως ακολούθως:

 

Κατά πόσο το άρθρο 23 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, στην έκταση που παρέχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδικάσει τις υποθέσεις δευτεροβάθμιας πολιτικής δικαιοδοσίας που εκκρεμούσαν πριν την 1.7.2023 και που είχαν καταχωριστεί μέχρι 31.12.2017 είναι αντισυνταγματικό.

 

         

Έκθεση

    Τα Πραγματικά Δεδομένα επί των οποίων στηρίζεται το δια της παραπομπής υποβαλλόμενο ερώτημα είναι τα ακόλουθα:

 

Η ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου πολιτική έφεση (Πολ. Έφ. Αρ.326/2015) καταχωρίστηκε την 23.10.2015, κατά της τελικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αγωγή Αρ.1525/2008.  Με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε απορριφθεί η αξίωση της Εφεσείουσας εναντίον των Εφεσίβλητων.  Η έφεση εκκρεμούσε κατά την 1.7.2023 και συνεχίζει να εκκρεμεί. Το ζήτημα ηγέρθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την Εφεσίβλητη 1.

 

    Σχετικές Διατάξεις του Συντάγματος και του επίδικου Νόμου:

-      Άρθρα 28, 30 και 35 του Συντάγματος.

-      Άρθρο 23 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024.

 

    Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν το Ανώτατο Δικαστήριο να θεωρήσει ως σκόπιμη την υποβολή της παραπομπής:

 

Η υποβολή της παραπομπής θεωρήθηκε σκόπιμη εφόσον στην περίπτωση που οι αναφερόμενες διατάξεις είναι αντισυνταγματικές το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα έχει δικαιοδοσία και δεν θα πρέπει να εκδικάσει την παρούσα έφεση.  Επομένως, το ζήτημα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου έφεσης, αφού αφορά στη δικαιοδοσία του να την εκδικάσει.

 

Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή να προβεί στις δέουσες ενέργειες συμφώνως και του Καν.5 του περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 2023.

 

Η διαδικασία της έφεσης αναστέλλεται μέχρις ότου αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                                         Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 

 

                                               



[1]    Άρθρο 3(8)(α) των Νόμων, όπως εισήχθη με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις)(Τροποποιητικό) Νόμο του 2022, Ν.145(Ι)/2022 και τροποποιήθηκε με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις)(Τροποποιητικό)(Αρ.3) Νόμο του 2022, Ν.223(Ι)/2022.

[2]    Άρθρο 3Α(1) των Νόμων, όπως εισήχθη με τον Ν.145(Ι)/2022.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο