ECLI:CY:DD:2020:469

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 506/2018)

 

 9 Οκτωβρίου 2020

[Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΛΕΣΧΗ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

                                                                             Αιτήτρια

                                                       ΚΑΙ

1.  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ 2. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΩΣ ΕΦΟΡΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

    Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Φ. Καμένος, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σια Δ.Ε.Π.Ε. και Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε., για αιτητή

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για καθ’ ων η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια ζητά-

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, για την οποία η Αιτήτρια πληροφορήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 23.1.2018, την οποία παρέλαβε κατά/ή περί την 26.01.2018, […], και με την οποία οι Καθ’ ων αποφάσισαν και/ή αρνήθηκαν να ανανεώσουν την εγγραφή της Αιτήτριας ως Λέσχης μέχρι τις 30.6.2018 καθότι, σύμφωνα με την θέση τους, «η τελευταία αίτηση για ανανέωση της Αιτήτριας λήφθηκε στις 14.07.2017 οπόταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Σωματείων, Ιδρυμάτων και για άλλα Συναφή Θέματα Νόμος του 2017, Νόμος 104/2017», είναι άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Η αιτήτρια, Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας («η Λέσχη»), με επιστολή των δικηγόρων της προς τον Έπαρχο, Έφορο Λεσχών Επαρχίας Λευκωσίας («ο Έπαρχος»), ημερομηνίας 12.12.2017, ζήτησε όπως ο τελευταίος προβεί στην ανανέωση της εγγραφής της αιτήτριας ως Λέσχης διαδοχικά κατ’ έτος από 1.7.2015 μέχρι 30.6.2018. Στην εν λόγω επιστολή, γινόταν αναφορά στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1238/2014[1], συνεπεία της οποίας, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, δεν υφίστατο πλέον έρεισμα για την εκ μέρους του Επάρχου άρνηση ανανέωσης της εγγραφής της Λέσχης ως τέτοιας, ως είχε συμβεί προηγουμένως, με την επιστολή του Επάρχου ημερομηνίας 12.5.2015: ως αναφερόταν στην τελευταία αυτή επιστολή, ο Έπαρχος δεν μπορούσε να ανανεώσει την εγγραφή της Λέσχης, λόγω της εκκρεμότητας που υπήρχε όσον αφορά στο καταστατικό της, καθώς και της προαναφερθείσας προσφυγής αρ. 1238/2014 που εκκρεμούσε.

 

Είναι σημαντικό να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι αντικείμενο της προαναφερθείσας προσφυγής αρ. 1238/2014 ήταν η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων, ημερομηνίας 14.7.2014, με την οποία ανακαλείτο η τροποποίηση του άρθρου 11 του Καταστατικού της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας. Κρίνεται σκόπιμο να παραταθεί αμέσως κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα από την ακυρωτική δικαστική απόφαση στην υπό αναφορά προσφυγή, για σκοπούς κατανόησης του πραγματικού πλαισίου της παρούσας υπόθεσης και του υπό εξέταση επίδικου ζητήματος:

«Το 1976, η Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας, τροποποίησε το άρθρο 11 του Καταστατικού της, έτσι ώστε προέβλεπε ότι σε περίπτωση τυχόν διάλυσης της Λέσχης, τα περιουσιακά της στοιχεία θα περιέχονται στα μέλη της Λέσχης, εκτός αν αυτά αποφασίσουν να τα διαθέσουν σε κάποιο κοινωφελή σκοπό.  Η πιο πάνω τροποποίηση, όπως αναφέρεται στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση, εγκρίθηκε από την Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, κατόπιν σχετικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Στις 16/4/2014, το Υπουργείο Εσωτερικών, ζήτησε την νομική συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα τόσο για τη συμβατότητα του άρθρου 11 του Καταστατικού της Λέσχης με οποιονδήποτε μη κερδοσκοπικό σκοπό, όσο και για το κατά πόσο το γεγονός ότι η Λέσχη έχει καταστεί "ιπποδρομιακή αρχή", αρμόδια για την διαχείριση όλων των ιπποδρομιακών στοιχημάτων με τον περί Φορολογίας των Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων και Λαχείων Νόμο, αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 11(γ) του περί Εγγραφής Λεσχών Νόμου.

 

Με επιστολή της ημερομηνίας 14/5/2014, η Νομική Υπηρεσία απάντησε ότι η Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας έχει τις εξουσίες για τη διενέργεια στοιχήματος, χωρίς να σχολιάζει οτιδήποτε σε σχέση με το άρθρο 11 του Καταστατικού περί διανομής των περιουσιακών στοιχείων της λέσχης στα μέλη της, σε περίπτωση διάλυσής της.

 

Στις 2/7/2014, σε επιστολή του το Υπουργείο Εσωτερικών προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, κοινοποίησε την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, σύμφωνα με την οποία υπό τις περιστάσεις θα πρέπει να ανακληθεί η τροποποίηση του άρθρου 11 του Καταστατικού της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας. Ακολούθησε στις 14/7/2014 επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας προς τους αιτητές σύμφωνα με την οποία, με υπόδειξη του Υπουργού Εσωτερικών ανακαλείται η τροποποίηση του άρθρου 11 του Καταστατικού της Λέσχης, για λόγους δημοσίου συμφέροντος δυνάμει του άρθρου 54(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).».

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας την πιο πάνω απόφαση ανάκλησης, διαπίστωσε ανεπαρκή αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης, αλλά και παραβίαση του υπό του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999)προβλεπόμενου δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, αφού, σύμφωνα με τα κριθέντα, οι καθ’ ων η αίτηση είχαν την υποχρέωση να δώσουν στους αιτητές την ευκαιρία να ακουστούν.

 

Μετά την έκδοση της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης και εις απάντηση της προαναφερθείσας επιστολής των δικηγόρων της αιτήτριας, ημερομηνίας 12.12.2017, ο Έπαρχος, στις 23.1.2018, προχώρησε στην ανανέωση της εγγραφής της Λέσχης, εκδίδοντας συναφώς δυο πιστοποιητικά έγγραφης, ένα που αφορούσε την εγγραφή της Λέσχης μέχρι τις 30.6.2016 και το δεύτερο που αφορούσε την εγγραφή μέχρι τις 30.6.2017. Ωστόσο, αναφορικά με την ανανέωση της εγγραφής της Λέσχης μέχρι 30.6.2018, ο Έπαρχος απέστειλε προς τους δικηγόρους της αιτήτριας την επίδικη επιστολή, ημερομηνίας 23.1.2018, στην οποία αναφέρονταν τα εξής (η υπογράμμιση προστέθηκε):

 

«Θέμα: Ανανέωση εγγραφής της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας (Λ.Ι.Λ.) σαν Λέσχη

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερ. 12/12/17 σχετικά με το πιο πάνω θέμα για το οποίο ακολούθησε και σχετική αλληλογραφία με το Γενικό Εισαγγελέα και σας πληροφορώ ότι το Γραφείο μου ενόψει της σχετικής απόφασης για την εν λόγω προσφυγή, προχώρησε με την ανανέωση της εγγραφής της Λέσχης από 1/07/15 μέχρι 30/06/17. Η τελευταία δε ανανέωση θα γίνει μέχρι 30/06/17 και όχι μέχρι 30/06/18, καθότι όπως φαίνεται και από τα υποβληθέντα έγγραφα τα οποία επιστράφηκαν από το Γραφείο σας, η τελευταία αίτηση για ανανέωση της Λέσχης λήφθηκε στις 14/07/17 οπόταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Σωματείων, Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμος του 2017, Νόμος 104(Ι)/2017.».

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή στις 4.4.2018.

 

Βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της πλευράς της αιτήτριας, ο οποίος αναπτύσσεται κάτω από τον πρώτο προτασσόμενο λόγο ακύρωσης στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της, αποτελεί ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, έτσι όπως αυτή εκτίθεται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 23.1.2018, στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας, μη δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, παραβιάζει δε αυτή τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της νομιμότητας, αλλά και τις οικείες διατάξεις του Νόμου 158(Ι)/1999.

 

Αντίλογος επί των πιο πάνω, δεν υπήρξε από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση.

 

Ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

Το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, ως περιέχεται στην επιστολή του Επάρχου, ημερομηνίας 23.1.2018, έχει ήδη εκτεθεί στην ολότητά του, πιο πάνω.

 

Είχε προηγηθεί, υπενθυμίζεται, η επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας, ημερομηνίας 12.12.2017, στην οποία επισημαίνετο προς τους καθ’ ων η αίτηση ότι, λόγω της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1238/2014, δεν υφίστατο πλέον έρεισμα για την εκ μέρους του Επάρχου συνέχιση της άρνησης ανανέωσης της εγγραφής της Λέσχης, όπως είχε συμβεί προηγουμένως, όταν με την επιστολή του ημερομηνίας 12.5.2015, ο Έπαρχος είχε αναφέρει στους δικηγόρους της αιτήτριας ότι δεν μπορούσε να ανανεώσει την εγγραφή της Λέσχης, λόγω της εκκρεμότητας που υπήρχε όσον αφορά στο καταστατικό της, καθώς και της προαναφερθείσας εκκρεμούσας τότε προσφυγής αρ. 1238/2014.

 

Εξετάζοντας, λοιπόν, το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, λαμβανομένων υπόψη και των όσων τίθενται στην προαναφερθείσα επιστολή των συνηγόρων της αιτήτριας, αλλά και του προεκτεθέντος ιστορικού της περίπτωσης, κρίνω, υπό το φως των νομολογιακών κατευθυντήριων επί του θέματος, ότι η αιτιολογία που δίδεται αναφορικά με την απόφαση μη ανανέωσης της εγγραφής της αιτήτριας ως Λέσχης μέχρι τις 30.6.2018, κάθε άλλο παρά επαρκής μπορεί να χαρακτηριστεί.

 

Στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 23.1.2018, όπου περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση και της οποίας, επαναλαμβάνω, το περιεχόμενο έχει εκτεθεί αυτούσιο ανωτέρω, εκτίθεται ως μοναδικός λόγος άρνησης της ανανέωσης της εγγραφής της αιτήτριας ως Λέσχης μέχρι τις 30.6.2018, το ότι «η τελευταία αίτηση για ανανέωση της Λέσχης λήφθηκε στις 14/07/17 οπόταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Σωματείων, Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμος του 2017, Νόμος 104(Ι)/2017». Ωστόσο, πέραν τούτου ουδέν. Πέραν της απλής παράθεσης του αμέσως πιο πάνω λεκτικού και της αναφοράς στο Νόμο 104(Ι)/2017, δεν εξηγούν οι καθ' ων η αίτηση πως και γιατί το, κατά τη θέση τους, γεγονός ότι είχε τεθεί σε ισχύ ο εν λόγω Νόμος όταν λήφθηκε η τελευταία αίτηση για ανανέωση της εγγραφής της αιτήτριας (ημερομηνίας 10.7.2017), αποτελούσε επαρκές έρεισμα για να αρνηθούν την ανανέωση της εν λόγω εγγραφής μέχρι τις 30.6.2018. Δεν υποδεικνύουν στην απάντησή τους οι καθ’ ων η αίτηση σε ποιες διατάξεις του Νόμου 104(Ι)/2017 αναφέρονται και/ή ποιες είναι οι διατάξεις του εν λόγω Νόμου που είναι σχετικές με το υπό συζήτηση ζήτημα και, εν τέλει, καθοριστικές για τη λήψη της απόφασής τους, αλλ’ ούτε και γίνεται οποιαδήποτε ουσιαστική υπαγωγή οποιουδήποτε γεγονότος και/ή δεδομένου της υπό κρίση περίπτωσης στις διατάξεις του συγκεκριμένου Νόμου, προκειμένου να διαφανεί με επάρκεια και να καταστεί αντιληπτός ο συλλογισμός και/ή το σκεπτικό του αποφασίζοντος οργάνου και, συνακόλουθα, να καταστεί ευχερής και η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (βλ. Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι προφανές ότι η επίδικη απόφαση στερείται της απαιτούμενης επάρκειας και σαφήνειας, ενώ, επιπρόσθετα, δεν προκύπτει αν λήφθηκαν υπόψη και πως έχουν αξιολογηθεί τα όσα προβάλλονται εκ μέρους της αιτήτριας στην προαναφερθείσα επιστολή των δικηγόρων της, ημερομηνίας 12.12.2017.

 

Ούτε βεβαίως και είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου ή/και η εξέταση εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου  104(Ι)/2017 στην προκειμένη περίπτωση και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης (βλ. Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997).

 

Ας σημειωθεί, περαιτέρω, ότι ερωτήματα προκύπτουν και από το ίδιο το τεθέν στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 23.1.2018 περιεχόμενο. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η τελευταία αίτηση για ανανέωση της Λέσχης λήφθηκε στις 14/07/17», ημερομηνία που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Νόμος 104(Ι)/2017. Ωστόσο, εξετάζοντας τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται καταχωρημένα εντός του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, διαπιστώνεται ότι η επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας προς τον Έπαρχο, ημερομηνίας 10.7.2017, στην οποία επισυναπτόταν η αίτηση για ανανέωση της εγγραφής της Λέσχης μέχρι τις 30.6.2018, επιδόθηκε σε εξουσιοδοτημένο άτομο της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας στις 13.7.2017, ήτοι μια μέρα πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση και, συνεπώς, μια μέρα πριν από την πιο πάνω δημοσίευση του Νόμου. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από το Κυανούν 706 του οικείου διοικητικού φακέλου και το εκεί περιεχόμενο της επιστολής του λειτουργού του Επαρχιακού Ταχυδρομικού Γραφείου Λευκωσίας, όπου ακριβώς αναγράφεται ως ημερομηνία επίδοσης της επιστολής σε «Εξουσιοδοτημένο Άτομο» της Επαρχιακής Διοίκησης η 13.7.2017.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, «η  αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης», ενώ σύμφωνα με το εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, «Δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση γενικών χαρακτηρισμών που µπορούν να εφαρµοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση ούτε η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόµου που µπορούν να τύχουν εφαρµογής σε οποιαδήποτε περίπτωση» (βλ. και Φράγκου, ανωτέρω). Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298).

 

Θα πρέπει στην αιτιολογία της πράξης να περιέχονται τα συγκεκριμένα στοιχεία, επί των οποίων στηρίχθηκε η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης, ως και τα κριτήρια βάσει των οποίων η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (βλ. ενδεικτικά Μιχαλάκης Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 7, Φράγκου, ανωτέρω και Ν. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου», Δεύτερη Έκδοση, 2006). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων στοιχείων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Φράγκου, ανωτέρω, Κυριακίδης, ανωτέρω, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρ. 636, 646 και 647).

 

Η αιτιολογία της πράξης, βεβαίως, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και την πάγια επί του θέματος νομολογία (βλ. Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας. Ωστόσο, κατά πάγια επίσης νομολογία, αυτό είναι εφικτό «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου» (βλ. Αντώνης Καλογήρου κ.α. ν. Δημοκρατίας  (2004) 4 Α.Α.Δ. 1031, Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου (2004) 4 Α.Α.Δ. 461 και Φράγκου, ανωτέρω). Η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (βλ. Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).

 

Εν προκειμένω, έχω εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, αλλά και τα παραρτήματα που συνοδεύουν την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να συμπληρώσει και/ή να προσθέσει στην δοθείσα, ελλιπή, αιτιολογία της επίδικης απόφασης που περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 23.1.2018.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας ευσταθεί, εφόσον, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, η δοθείσα αιτιολογία της επίδικης απόφασης κρίνεται ελλιπής και, σε κάθε περίπτωση, ανεπαρκής, καθιστώντας ωσαύτως την προσβαλλόμενη απόφαση υποκείμενη σε ακύρωση.

 

Με την πιο πάνω διαπίστωση, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα.

 

Η προσφυγή λοιπόν επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.



[1] Βλ. Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Επάρχου Λευκωσίας και Εφόρου Λεσχών Επαρχίας Λευκωσίας κ.α., Υποθ. Αρ. 1238/2014, ημερ. 22.9.2017.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο