ECLI:CY:DD:2021:256
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 430/2016
11 Ιουνίου 2021
[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]
Αναφορικά με τα Άρθρα 23, 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
ΧΧΧ ΤΕΝΕΚΕΤΖΗ
Αιτητή
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση
…………………………
κ. Χ. Σταυρινός για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
κα Ε. Συμεωνίδου για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ε. Μιχαήλ, ΔΔΔ: Ο αιτητής με την προσφυγή του ζητά την ακόλουθη θεραπεία:
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερ. 29.01.2016 (Παράρτημα Α) με την οποία απέρριψε το αίτημα του για επιστροφή και/ή καταβολή των ποσών των συντάξεων του που σωρευτικά κατακρατήθηκαν και/ή αναστάληκε η καταβολή τους δυνάμει του Νόμου 88(Ι)/11 ο οποίος, όμως κηρύχθηκε αντισυνταγματικός, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, και παν το παραληφθέν έδει να είχεν εκτελεστεί.»
Ο αιτητής αφυπηρέτησε το 2000 από τη δημόσια υπηρεσία και λάμβανε σύνταξη. Το 2011 διορίστηκε ως κοινοτάρχης. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3(β) του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου, Ν. 88(Ι)/2011, η καθ’ ης η αίτηση μείωσε τη σύνταξη που λάμβανε ο αιτητής τα έτη 2012 και 2013 κατά το ποσό της ετήσιας αποζημίωσης που αυτός λάμβανε ως κοινοτάρχης. Το εν λόγω άρθρο κηρύχτηκε αντισυνταγματικό από το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση ημερομηνίας 7.10.2014 Κουτσελίνη- Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 740/2011. Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 8.1.2016 ζήτησε όπως κατ’ εφαρμογή της απόφασης, του επιστραφεί το ποσό που παρακρατήθηκε. Η καθ’ ης η αίτηση σε απάντηση με επιστολή ημερομηνίας 29.1.2016 απέρριψε το αίτημα.
Η καθ’ ης η αίτηση εγείρει προδικαστικές ενστάσεις των οποίων η εξέταση προηγείται. Εισηγούνται ότι η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική και ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος.
Οι προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν. Ακόμα και εάν τα ποσά που αποκόπηκαν αφορούν την περίοδο 2012 και 2013, αντικείμενο της προσφυγής είναι η επιστολή της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 29.1.2016 και συνεπώς η προσφυγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα. Ούτε πρόκειται περί βεβαιωτικής μη εκτελεστής απόφασης εφόσον το αίτημα που υποβλήθηκε ήταν μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στην Κουτσελίνη ζητώντας εφαρμογή της και στην περίπτωση του αιτητή. Ο επηρεασμός των δικαιωμάτων του αιτητή ως προς το ζήτημα της εφαρμογής της απόφασης και στη δική του περίπτωση, προέκυψε με την απορριπτική επιστολή η οποία, βεβαίως, δημιουργεί έννομα εκτελεστά αποτελέσματα. Για τον ίδιο λόγο, κρίνω επίσης ότι ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής αφορούν, συνοπτικά, σε παραβίαση της αρχής της ισότητας και της χρηστής διοίκησης από τη μη εφαρμογή της Κουτσελίνη στα δεδομένα του αιτητή και αθέμιτο πλουτισμό της διοίκησης από τη μη καταβολή του ποσού που αντισυνταγματικά κρατήθηκε και ποτέ δεν επιστράφηκε στον αιτητή.
Παρόμοια ζητήματα εξετάστηκαν από την αδελφή Δικαστή Καλλιγέρου, Π.Δ.Δ, στην υπόθεση Λύρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 99/2015 κ.ά., 28.6.2019 από την οποία παραθέτω και υιοθετώ για σκοπούς της υπό κρίση προσφυγής το πιο κάτω απόσπασμα:
Στην απόφαση της Ολοµέλειας του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου Pavlides v. Republic (1967) 3 CLR 217, την οποία επικαλέστηκε η κα Συµεωνίδου για τους καθ’ ων η αίτηση, αποφασίστηκε πως το άρθρο 148 του Συντάγµατος που επιβάλλει την συµµόρφωση µε τις αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου έναντι πάντων, περιλαµβανοµένων και των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάµει του άρθρου 146 του Συντάγµατος, δεν µετατρέπει την σχετική ισχύ της απόφασης µε την οποία κρίνεται η αντισυνταγµατικότητα νόµου σε γενικής ισχύος, µε αποτέλεσµα µία τέτοια απόφαση να αφορά µόνο τα διάδικα µέρη και µόνο γι’ αυτά να απαιτείται συµµόρφωση.
Η πιο πάνω απόφαση δεν αντιστρατεύεται το δικαίωµα των διοικουµένων που πλήγησαν από την εφαρµογή της αντισυνταγµατικής νοµοθεσίας, να αναζητήσουν µε αίτηµά τους δράση από την διοίκηση στα πλαίσια του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της ισότητας, επικαλούµενοι το γεγονός ότι εκδόθηκαν και γι’ αυτούς όµοιες προς την ακυρωθείσα πράξεις βάσει της ίδιας διάταξης νόµου που κρίθηκε αντισυνταγµατικός και της υποχρέωσης της διοίκησης να το εξετάσει. Όπως αναφέρεται στο σύγγραµµα του Π.∆. ∆αγτόγλου, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, 7η Έκδοση, σελ. 310, «η αρχή της νοµιµότητας απαιτεί από τη διοίκηση όχι µόνο να τηρεί το δίκαιο κατά την έκδοση των πράξεών της, αλλά και να ανακαλεί τυχόν εκδοθείσα παράνοµη πράξη, αποκαθιστώντας έτσι την έννοµη τάξη. Η βασική αυτή υποχρέωση της διοικήσεως προς αποκατάσταση της νοµιµότητας υπάρχει ανεξαρτήτως προσφυγής του θιγόµενου ιδιώτη και παραµένει υφιστάµενη και µετά την πάροδο της προθεσµίας της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας».
Στην απόφαση της Ολοµέλειας του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου Κυπριακή ∆ηµοκρατία v. Ιωάννη Μονογιού (2006) 3 Α.Α.∆. 133, την οποία επικαλέστηκαν οι συνήγοροι των αιτητών, αποφασίστηκε πως η αρχή της χρηστής διοίκησης επέβαλλε την εφαρµογή της σχετικής πρόνοιας του Προϋπολογισµού και σε διοικουµένους που δεν είχαν προσφύγει. Παραθέτω το σχετικό απόσπασµα, µε τον τονισµό να έχει προστεθεί:
«Η θέση των εφεσειόντων, ότι η αντικατάσταση που προβλέπεται µε το άρθρο (2) του Νόµου 8/96 συνεπάγεται τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας και κατ' επέκταση η παράλειψη της ∆ιοίκησης δεν µπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη οφειλόµενης ενέργειας, δεν µπορεί να γίνει αποδεκτή. Το ίδιο θέµα εξετάστηκε στις υποθέσεις ∆ηµοκρατία ν. ∆αυΐδ Γεωργίου, ∆ηµοκρατία ν. Καζέπη και Άλλων, ∆ηµοκρατία ν. Κώστα Κόκκαλη και Άλλων και ∆ηµοκρατία ν. Ανδρέα Χρυσοστόµου και Άλλων (2001) 3 Α.Α.∆. 603, 610, στις οποίες σηµειώθηκαν τα πιο κάτω:
"Από τη φρασεολογία του Νόµου 8(ΙΙ)/96 φαίνεται ότι ο Νόµος δεν δηµιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις Κλίµακες ήδη υφιστάµενων θέσεων. Η διαφοροποίηση που επήλθε στον τίτλο και στη µισθοδοσία δεν επέβαλλε την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας. Με την εφαρµογή του Νόµου προέκυψε η υποχρέωση απόδοσης των δικαιωµάτων στους δικαιούχους. Η αντίληψη της διοίκησης ότι θα έπρεπε να εγκριθούν νέα σχέδια υπηρεσίας είναι λανθασµένη. Η πιο πάνω εκτίµηση σε συνδυασµό µε τη σχετική καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οδηγεί στο αναπόφευκτο συµπέρασµα ότι η στάση της ∆ιοίκησης συνιστά παράλειψη οφειλόµενης ενέργειας."
∆εν συµµεριζόµαστε την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων ότι οι πρόνοιες του Νόµου 8(II)/96 δεν µπορούν να υπερισχύσουν των προνοιών του Νόµου 1/90. Όπως έχει ρητά τονιστεί στις Α.Ε. 2779, 2783, 2814 και 2905 της 21/6/2001,
"Αναφορικά µε το συσχετισµό του άρθρου 27 του Νόµου 1/90 επικροτούµε την πρωτόδικη απόφαση ότι το πιο πάνω άρθρο δεν µπορεί να συνδεθεί µε τις πρόνοιες του νόµου 8(II)/96 και τούτο γιατί, όπως ορθά σηµειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, το άρθρο 27 προβλέπει τα γενικά καθήκοντα και τις ευθύνες µιας υπό πλήρωση θέσης. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι κατείχαν ήδη τις θέσεις για τις οποίες ίσχυαν συγκεκριµένα Σχέδια Υπηρεσίας."
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ότι η εφαρµογή του Νόµου επιβάλλει την απόδοση των δικαιωµάτων στους δικαιούχους, έχουµε καταλήξει στο συµπέρασµα ότι το πρωτόδικο συµπέρασµα, ότι έκδηλα πρόκειται για παράλειψη οφειλόµενης ενέργειας εκ µέρους της ∆ιοίκησης, είναι ορθό.
(ii) Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και ίσης µεταχείρισης.
Το Ανώτατο ∆ικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι η ∆ιοίκηση είχε υποχρέωση µετά την προηγηθείσα απόφαση του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου η οποία διευκρίνισε οριστικά και τελεσίδικα το θέµα, να εντάξει τον εφεσίβλητο στην κλίµακα Α7 σύµφωνα µε τις πρόνοιες του Νόµου 8(II)/96, χωρίς περαιτέρω ρυθµίσεις, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν συµπεριλαµβανόταν στα πρόσωπα που είχαν δικαιωθεί µε τις προσφυγές που είχαν καταχωρίσει.
Οι εφεσείοντες αµφισβητούν την πιο πάνω προσέγγιση ισχυριζόµενοι ότι η υποχρέωση εφαρµογής των προνοιών του Νόµου 8(II)/96 περιορίζεται σε εκείνα τα πρόσωπα που είχαν καταχωρίσει προσφυγή και είχαν δικαιωθεί από το Ανώτατο ∆ικαστήριο.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Η αρχή της χρηστής διοίκησης εξυπακούει ότι τα διοικητικά όργανα θα πρέπει να συµπεριφέρονται ορθά και αµερόληπτα προς τους διοικούµενους. (Βλ. Tasmi Trading v. Republic 1988) 3 C.L.R. 782, Tamassos Suppliers v. ∆ηµοκρατίας (1992) 3 Α.Α.∆. 60, ∆ηµοκρατία ν. Ιερωνυµίδη κ.ά. (1996) 3 A.A.∆. 286, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 A.A.∆. 249 και Καµένος ν. ∆ηµοκρατίας (1998) 3 Α.Α.∆. 25, 36).
Στην παρούσα περίπτωση η ∆ιοίκηση δεσµευόταν από τις αρχές της χρηστής διοίκησης να εφαρµόσει τις νοµοθετικές πρόνοιες προς όφελος όλων των επηρεαζόµενων υπαλλήλων και όχι µόνο προς όφελος εκείνων µόνο που είχαν επιζητήσει την εφαρµογή τους µε την καταχώριση προσφυγών. Η επιλεκτική κρίση της ∆ιοίκησης δεν αντιστρατεύεται µόνο τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αλλά επιπρόσθετα ισοδυναµεί και µε άνιση µεταχείριση του εφεσίβλητου».
Στην απόφαση της Ολοµέλειας του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Θεµιστού ν. ∆ηµοκρατίας (2011) 3 Α.Α.∆. 514, αποφασίστηκε ότι η αρχή της ισότητας δεν επέτρεπε διάκριση µεταξύ των διοικουµένων. Παραθέτω το σχετικό απόσπασµα, το οποίο επικαλέστηκαν οι συνήγοροι των αιτητών, µε τον τονισµό να έχει προστεθεί:
«Τα τεµάχια της εφεσείουσας 235 και 236 (αρ. εγγραφής G217 και G218), Φ/Σχ. ΧΧΧ/46Ε1, Ε2, στην τοποθεσία Κάµπος της Τερατσιάς στο Τσέρι απαλλοτριώθηκαν δυνάµει του ∆ιατάγµατος Απαλλοτρίωσης αρ. 359, ηµεροµηνίας 26.5.00. Σηµειώνουµε συναφώς πως η εφεσείουσα δεν πρόβαλε ένσταση στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης που δηµοσιεύθηκε στις 28.5.99, και πως, στη συνέχεια, συµφώνησε και εισέπραξε την αποζηµίωση για τα τεµάχια τα οποία, έτσι, περιήλθαν στη ∆ηµοκρατία. Πρόβαλαν, όµως, ένσταση και άσκησαν προσφυγή οι ιδιοκτήτες άλλων ακινήτων που επίσης απαλλοτριώθηκαν όπως και το ίδιο το Συµβούλιο Βελτιώσεως Τσερίου και η Αρδευτική Επιτροπή Αρδευτικού Τµήµατος «Αγκάλη» Τσερίου που επηρεάζονταν. Η προσφυγή εκείνη, µε αρ. 1050/00, πέτυχε πρωτοδίκως και η ακύρωση του διατάγµατος απαλλοτρίωσης των ακινήτων των εκεί αιτητών οριστικοποιήθηκε, µετά την άσκηση έφεσης, µε την απόφαση της Ολοµέλειας στη ∆ηµοκρατία ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.∆. 333. Τα ακίνητα, ενόψει του κοινού για όλα σκοπού όπως αυτός καθοριζόταν στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, θα παραχωρούνταν στην Κυπριακή Αεραθλητική Οµοσπονδία για την κατασκευή διαύλου, κτιριακών εγκαστάσεων, πύργου ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας και οποιωνδήποτε άλλων αναγκαίων εγκαταστάσεων για δηµιουργία αεραθλητικού κέντρου. Κρίθηκε πως δεν ήταν δυνατό να ενταχθεί η περίπτωση σε οποιονδήποτε από τους σκοπούς δηµόσιας ωφέλειας δυνάµει του Άρθρου 3(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόµου του 1962 (Ν. 15/62όπως τροποποιήθηκε).
Η εφεσείουσα, ενόψει αυτής της απόφασης, ζήτησε επιστροφή και των δικών της ακινήτων. Η απάντηση ήταν αρνητική. Η σκέψη γι' αυτή προκύπτει από τη γνωµοδότηση της Νοµικής Υπηρεσίας της ∆ηµοκρατίας πως η δικαστική απόφαση «δεν ενεργεί ούτε υπέρ ούτε κατά της κας Θεµιστού και δεν αφορά την απαλλοτρίωση των δικών της τεµαχίων». Ως προς την ίδια, αφού το ∆ιάταγµα Απαλλοτρίωσης των ακινήτων της δεν προσβλήθηκε, παρέµεινε έγκυρο και δεν ήταν δυνατό τώρα να αµφισβητηθεί. Κατά τα λοιπά, αφού το έργο προωθείται προς υλοποίηση και ολοκλήρωση δεν µπορούσε να τίθεται ζήτηµα επιστροφής αφού δεν επιβάλλεται η συµπλήρωση µέσα στην τριετία που καθορίζεται. Σηµειώνουµε από την αρχή πως η υπόθεση διακρίνεται από τις συνήθεις του είδους στις οποίες ζητούµενο είναι η, στην πράξη, προώθηση του έργου µε εύλογες ενέργειες, ώστε αυτό να καθίσταται, µέσα στην τριετία αλλά και διαχρονικά, εφικτό. ∆εν είναι κάτω από αυτό το πρίσµα που συζητήθηκε η υπόθεση και, πάντως, δεν είναι σ' αυτή την πτυχή που αφορούν οι λόγοι έφεσης. Μας λέχθηκε συναφώς πως µετά από ορισµένες αρχικές ενέργειες προς προώθηση του έργου κρίθηκε ορθό να ανασταλούν τα περαιτέρω έργα σε αναµονή της δικαστικής απόφασης. Με προφανή στόχο την αποφυγή ενδεχοµένως µάταιης δαπάνης.
Συζητήθηκε πρωτοδίκως το κατά πόσο προέκυπτε δεδικασµένο που εκτεινόταν και σε ό,τι αφορούσε στην εφεσείουσα. Η εισήγηση της ήταν πως αφού ο προσδιορισθείς σκοπός της απαλλοτρίωσης κρίθηκε αντίθετος προς το Σύνταγµα και το Νόµο, το ∆ιάταγµα Απαλλοτρίωσης εξαφανίστηκε έναντι πάντων. ∆εν έγινε δεκτή αυτή η εισήγηση. Όπως εξηγήθηκε, αφού η εφεσείουσα δεν ήταν διάδικος σε εκείνη την υπόθεση και, περαιτέρω, δεν είχε η ίδια αµφισβητήσει εµπροθέσµως το κύρος του ∆ιατάγµατος Απαλλοτρίωσης ως προς τα δικά της ακίνητα, δεν µπορούσε εκ των υστέρων να αµφισβητήσει τη νοµιµότητα του διατάγµατος απαλλοτρίωσης. ∆εν παράχθηκε, συνεπώς, δεδικασµένο µε την εµβέλεια που η εφεσείουσα εισηγείτο. Πέρα από αυτό, όπως προστέθηκε, αυτή δεν είχε πλέον και τη νοµιµοποίηση για τη διεκδίκηση που έκαµε. Είχε εισπράξει την αποζηµίωση για τα ακίνητα και, εποµένως, δεν µπορούσε να αµφισβητήσει πράξη της διοίκησης που δεν τη βλάπτει αλλά, αντίθετα, από την οποία «η ίδια έχει ωφεληθεί και πλήρως ικανοποιηθεί για τη βλάβη που είχε υποστεί».
Εν τούτοις τα πιο πάνω δεν καλύπτουν την έκφανση των επιχειρηµάτων της εφεσείουσας που υπερβαίνουν όσα θα ήταν δυνατό να θεωρηθούν ότι συνιστούν εκ των υστέρων και, βεβαίως, εκπροθέσµως αµφισβήτηση του κύρους του ∆ιατάγµατος Απαλλοτρίωσης. Ήταν η παράλληλη θέση της εφεσείουσας και αυτή επανέρχεται ενώπιόν µας µε τους λόγους έφεσης πως, ούτως ή άλλως, δεν είναι δυνατό να τίθεται ζήτηµα «εφικτού» πλέον σκοπού όταν αυτός, µε βάση την απόφαση της Ολοµέλειας, δεν είναι σκοπός δηµόσιας ωφέλειας. Κάτω από αυτό το φακό το ζήτηµα του δεδικασµένου µε την έννοια της αναζήτησης του κατά πόσο επιδιώκεται εκ των υστέρων ακύρωση του ∆ιατάγµατος Απαλλοτρίωσης, που δεν ήταν το αντικείµενο της τότε δικαστικής διαδικασίας, και ως προς τα ακίνητα της εφεσείουσας, στην πραγµατικότητα δεν εγείρεται. Η υποχρέωση επιστροφής µε αναφορά στο κατά πόσο ο σκοπός καθίσταται εφικτός, προϋποθέτει έγκυρο ∆ιάταγµα Απαλλοτρίωσης και το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης δεν αµφισβήτησε το κύρος του αλλά αντίθετα εισέπραξε και την αποζηµίωση, είναι, στο πλαίσιο αυτού του προβληµατισµού, αδιάφορο. Υπάρχει αυτόνοµο δικαίωµα διεκδίκησης επιστροφής νοµίµως, βεβαίως, απαλλοτριωθέντος ακινήτου, όταν τίθεται ζήτηµα ως προς το εφικτό της πραγµάτωσης του σκοπού. Επ' αυτού του θέµατος είναι µεγάλος ο όγκος της νοµολογίας µας και αυτή έχει αρκετά πρόσφατα συνοψιστεί και επεξηγηθεί από την πλήρη Ολοµέλεια στη Ζήνων Ευθυµιάδης Εστέιτς Λτδ ν. ∆ηµοκρατίας (2006) 3 Α.Α.∆ 166.
Εδώ το θέµα είναι αν είναι νοητό να γίνεται λόγος περί σκοπού που καθίσταται εφικτός εντός της τριετίας ή οποτεδήποτε, όταν αυτός είναι, σύµφωνα µε την απόφαση της Ολοµέλειας του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου που εκδόθηκε σε διαδικασία στην οποία, µάλιστα, η ∆ηµοκρατία ήταν διάδικος, δεν είναι σκοπός δηµόσιας ωφέλειας. Θα αναµέναµε πως η ∆ηµοκρατία δεν θα ήθελε αυτής της µορφής τη διχοτόµηση που θα διαχώριζε τους, σε ίδια µοίρα ευρισκόµενους, ιδιοκτήτες σε εκείνους που άσκησαν και σε εκείνους που δεν άσκησαν προσφυγή. Αυτό θα συνιστούσε, ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα ήταν υποχρεωτικό, ισοµερή µεταχείριση µε γνώµονα την ουσία και όχι τις εξωτερικές παραµέτρους του πράγµατος. ∆εν θέλησε όµως η διοίκηση να ακολουθήσει αυτή την πορεία και, πλέον, οφείλουµε απάντηση στο ερώτηµα που τέθηκε. Κατά το Σύνταγµα και το Νόµο, όπως έχουµε σηµειώσει, θεωρούµε πως δεν µπορεί να είναι εφικτός πλέον ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν τα ακίνητα της εφεσείουσας αφού η πραγµάτωσή τους δεν θα εξυπηρετούσε δηµόσια ωφέλεια, όπως οριστικά αποφάσισε η Ολοµέλεια στην αναφερθείσα δικαστική διαδικασία»
Κατά παρόμοιο τρόπο κρίνω ότι στην υπό κρίση υπόθεση η καθ’ ης η αίτηση απορρίπτοντας το αίτημα του αιτητή ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και των αρχών που πρέπει να διέπουν τη χρηστή διοίκηση.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. Ως προς το μέρος της αιτούμενης θεραπείας που αφορά σε παράλειψη, εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη είναι συγκεκριμένη δεν μπορεί ταυτόχρονα να υπάρχει και παράλειψη και συνεπώς το σκέλος εκείνο της θεραπείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο.
Επιδικάζονται €1400 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.
Ε. Μιχαήλ, ΔΔΔ