ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1211/2017

16 Ιανουαρίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Ε. Α. Π.

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ης η αίτηση.

------------

 

Α. Κωνσταντίνου, για την αιτήτρια.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ’ ης η αίτηση.

Ρ. Πασιουρτίδη (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση (εφεξής η «ΕΔΥ»), η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 04.08.2017 και με την οποία η ΕΔΥ προήγαγε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, Μ.Π.Ι. (εφεξής Ε/Μ), στη μόνιμη θέση Πρώτου Φαρμακοποιού, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες (εφεξής η «θέση»), από την 01.08.2017, αντί και/ή στη θέση της ιδίας.

 

Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και προκηρύχθηκε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.10.2015, με τελευταία ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων τις 23.11.2015.  Σε ανταπόκριση της προκήρυξης υποβλήθηκαν 9 αιτήσεις, μεταξύ αυτών της αιτήτριας και του Ε/Μ.

 

Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, ενεργώντας ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όρισε, με βάση το άρθρο 32(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90), ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής τους Π.Μ., Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, Γ.Κ., Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, Λ.Π., Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και Π.Κ., Διευθύντρια Γενικού Χημείου του Κράτους.

 

Σε συνεδρία της ημερομηνίας 02.02.2016, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση στις 23.02.2016 και τους 9 υποψηφίους, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν προς τούτο με επιστολές ημερομηνίας 03.02.2016. 

 

Στις 19.02.2016 το Ε/Μ απέστειλε στην Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):

 

«Θέμα: Πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Πρώτου Φαρμακοποιού (ΚΛ. Α14(ιι), Φαρμακευτικές Υπηρεσίας (θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής)

 

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και στη σχετική αίτησή μου ημερομηνίας 30/10/2015 και σας ενημερώνω ότι δεν ενδιαφέρομαι για την πιο πάνω θέση και ως εκ τούτου, δεν θα προσέλθω στην προφορική εξέταση που θα πραγματοποιηθεί στις 23/02/2016.».

 

Επιστολή με την οποία δήλωσε ότι δεν εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την πλήρωση της θέσης, απέστειλε και άλλη υποψήφια (η Σ.Δ.).  Η Γενική Διευθύντρια ενημέρωσε τη Συμβουλευτική Επιτροπή για τις εν λόγω 2 επιστολές κατά τη συνεδρία της Επιτροπή ημερομηνίας 22.02.2016. 

 

Κατά την ίδια συνεδρία, η Γενική Διευθύντρια ζήτησε από τον Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών να αποχωρήσει από τη συνεδρία και ενημέρωσε τα εναπομείναντα 3 μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι η υποψήφια Α.Χ. της απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 09.02.2016, ισχυριζόμενη ότι ο Διευθυντής Φαρμακευτικών Υπηρεσιών επέδειξε στο παρελθόν κατ’ επανάληψη εκδικητική και εχθρική συμπεριφορά απέναντί της και ως εκ τούτου ζήτησε όπως ο Διευθυντής εξαιρεθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για σκοπούς ίσης μεταχείρισης της έναντι των υπολοίπων υποψηφίων και αντικειμενικής αξιολόγησής της.  Επί του θέματος η Γενική Διευθύντρια, ως περαιτέρω ενημέρωσε τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ζήτησε γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 17.02.2016, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι οι ισχυρισμοί της εν λόγω υποψήφιας φαίνεται να είναι ατεκμηρίωτοι και ενδεχόμενα αβάσιμοι, μη δυνάμενοι να στηρίξουν θέμα έλλειψης αμεροληψίας του Διευθυντή.  Παραπέμποντας στις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99) και στην επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας υπέδειξε ότι για να εξαιρεθεί μέλος συμβουλευτικής επιτροπής θα πρέπει η έλλειψη αμεροληψίας να είναι ορατή στο μέσο τρίτο πρόσωπο, δηλαδή ορατή αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά.  Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος εξαίρεσης του Διευθυντή, επισημαίνοντας ότι τυχόν αποδοχή του θα είχε ως αποτέλεσμα ένας υπάλληλος να επιλέγει και να καθορίζει τη σύσταση μιας συμβουλευτικής επιτροπής, αναλόγως των εντυπώσεων και εικόνων που μόνο ο ίδιος έχει, χωρίς αυτές να έχουν βασιμότητα. 

 

Με βάση την εν λόγω γνωμάτευση, η Πρόεδρος και τα 3 μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφάσισαν, κατά τη συνεδρία της 22.02.2016, όπως, για τους λόγους που αναφέρονται στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, το αίτημα της υποψηφίας Α.Χ. απορριφθεί.

 

Την 23.02.2016, όλα τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής πραγματοποίησαν την προφορική εξέταση των υποψηφίων.  Το Ε/Μ και η υποψήφια Σ.Δ. δεν προσήλθαν στην προφορική εξέταση, ενώ η υποψήφια Α.Χ. προσήλθε, εξέφρασε τη διαφωνία της για τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στη διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων και αποχώρησε. 

 

Όπως καταγράφεται στα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 23.02.2016, μετά την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων και της αξιολόγησης της απόδοσής τους, παραλήφθηκε επιστολή του Ε/Μ ημερομηνίας 23.02.2016, η οποία επισυνάπτεται στα πρακτικά, με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Θέμα: Πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Πρώτου Φαρμακοποιού (ΚΛ. Α14(ιι), Φαρμακευτικές Υπηρεσίας (Θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής)

 

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σε συνέχεια της επιστολής μου ημερομηνίας 19/02/2016 θα ήθελα να σας ενημερώσω για τους λόγους της απόφασής μου να μην προσέλθω στην προφορική εξέταση στις 23/02/2016.

 

Δέχθηκα από τον Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και ενώπιον υφιστάμενής μου, έντονα αρνητική κριτική με προσβλητικά σχόλια προς το άτομό μου και απειλή για λήψη μέτρων εναντίον μου λόγω μη στήριξης του Εφόρου στο Συμβούλιο Φαρμάκων.

Ως εκ τούτου θεώρησα ότι δεν μπορούσα να αξιολογηθώ από τον Διευθυντή μου ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.».

 

Η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής κάλεσε εκ νέου τα μέλη όπως προσέλθουν σε συνεδρία την 23.02.2016, με σκοπό την ενημέρωση και τη λήψη απόφασης επί του θέματος που ήγειρε το Ε/Μ στην επιστολή της.  Ο Διευθυντής τοποθετήθηκε επί του περιεχομένου της επιστολής, αναφέροντας τη δική του θέση επί των διαμειφθέντων και ακολούθως του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τη συνεδρία.  Η Πρόεδρος και τα εναπομείναντα μέλη της Επιτροπής, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 17.02.2016 και τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απέρριψαν τις θέσεις του Ε/Μ και αποφάσισαν τη μη εξαίρεση του Διευθυντή από τη συμμετοχή του ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επισημαίνοντας ότι, για να αποδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας του Διευθυντή έναντι του Ε/Μ, δεν είναι αρκετό, από μόνο του, το γεγονός ότι ο Διευθυντής ενδεχόμενα έχει εκφράσει στη διάρκεια της εκτέλεσης των επίσημων καθηκόντων του την άποψη του, η οποία ενδεχομένως να είναι δυσμενής για το Ε/Μ.

 

Ακολούθως, με επιστολή ημερομηνίας 25.02.2016, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας υπέβαλε στον Πρόεδρο της ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την οποία συστήθηκαν ομόφωνα για προαγωγή η αιτήτρια και άλλοι 3 υποψήφιοι. 

 

Επισημαίνεται ότι, ως καταγράφεται στην έκθεση, η αιτήτρια αξιολογήθηκε κατά την προφορική εξέταση ως «Εξαίρετη», βαθμολογία την οποία εξασφάλισε και στη συνολική αξιολόγηση, κατόπιν συνεκτίμησης των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, της αξίας, της πείρας και των προσόντων της, της κατοχής του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος[1] και της αρχαιότητάς της.  Οι δε άλλοι 3 συστηθέντες χαρακτηρίστηκαν, στη συνολική αξιολόγηση, ως «Καλός», «Πάρα Πολύ Καλός» και «Καλή».

 

Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι σε σχέση με το Ε/Μ, στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καταγράφονται τα ακόλουθα (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η υποψήφια, κα Ι.Π.Μ., με επιστολή της προς την Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Δρ Χ.Γ., ημερ. 19/02/16 (Παράρτημα 10) ανέφερε ότι δεν ενδιαφέρεται για την υπό πλήρωση θέση, και δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στην προφορική εξέταση.  Ως εκ τούτου η κ Ι.Π.Μ., έθεσε τον εαυτό της εκτός διαδικασίας για επιλογή και διορισμό στην εν λόγω θέση».

 

Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της ημερομηνίας 22.08.2016, αποφάσισε (για ό,τι εδώ ενδιαφέρει) τα ακόλουθα (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, παρατήρησε τα πιο κάτω:

 

1.    (α) Με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής και ιδιαίτερα το γεγονός ότι, μετά τα δεδομένα που οδήγησαν το Υπουργείο Υγείας να ζητήσει νομική συμβουλή από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε σχέση με τη συμμετοχή του κ. Λ.Π. ως Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπήρξε και μεταγενέστερη της γνωμάτευσης επιστολή από άλλη αιτήτρια, στην οποία παρέθετε τους λόγους που δεν παρέστη στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, επικαλούμενη εχθρική στάση του κ. Λ.Π. σε βάρος της (δέχτηκε από το Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών όπως αναφέρει στην επιστολή της, και ενώπιον υφιστάμενής της, έντονα αρνητική κριτική με προσβλητικά σχόλια προς το άτομό της και απειλή για λήψη μέτρων εναντίον της λόγω μη στήριξης του Εφόρου στο Συμβούλιο Φαρμάκων), και

(β) ορισμένα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν έχουν υπογραφεί από τον κ. Λ.Π.

         

Η Επιτροπή έκρινε ότι τα πιο πάνω δημιουργούν αμφιβολίες τόσο σ’ ό,τι αφορά τη νομιμότητα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και σ’ ό,τι αφορά τη νομιμότητα του τρόπου με τον οποίο αυτή έχει ενεργήσει.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η Επιτροπή έκρινε ότι θα πρέπει να εξετασθούν από νομικής πλευράς τα ζητήματα αυτά και να ενημερωθεί σχετικά η Επιτροπή.

[…]

Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε να επιστραφεί το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, προκειμένου η Συμβουλευτική Επιτροπή να διερευνήσει τα ζητήματα που έχουν προκύψει και να ενεργήσει ανάλογα».

 

Η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενημερώθηκε για την ανωτέρω απόφαση της ΕΔΥ με επιστολή ίδιας ημερομηνίας (22.08.2016).

 

Ακολούθησε επιστολή ημερομηνίας 19.09.2016, με την οποία η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενημέρωσε τον Πρόεδρο της ΕΔΥ ότι ζητήθηκε εκ νέου από τον Γενικό Εισαγγελέα σχετική γνωμάτευση ως προς τα ζητήματα που η ΕΔΥ είχε εγείρει και ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, με επιστολή του ημερομηνίας 13.09.2016, γνωμάτευσε ότι είναι ασφαλέστερο όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή συγκροτηθεί εκ νέου, χωρίς τη συμμετοχή του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών καθότι, ως αναφέρεται στη γνωμάτευση, «εξετάζοντας τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, και αντιπαραβάλλοντάς τα με τη σχετική νομολογία είναι δυνατό η παρουσία του κου Λ.Π. να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς το αμερόληπτο της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, χωρίς να χρειάζεται η τεκμηρίωση ως προς το εάν η οποιαδήποτε απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι πράγματι μεροληπτική».

 

Σε συνέχεια της ανωτέρω γνωμάτευσης ο Πρόεδρος της ΕΔΥ, με επιστολή ημερομηνίας 24.11.2016, ζήτησε περαιτέρω καθοδήγηση από τον Γενικό Εισαγγελέα ως προς τον χειρισμό του θέματος, εκφράζοντας προβληματισμούς, κατά πρώτον, ως προς το ζήτημα της υπογραφής των πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον ο Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών υπέγραψε μεν την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πλην όμως δεν υπέγραψε τα πρακτικά των 2 συνεδριάσεων κατά τις οποίες του ζητήθηκε να αποχωρήσει ώστε να εξετασθεί το θέμα της εξαίρεσής του, και, κατά δεύτερον, ως προς το γεγονός ότι, η επί του ζητήματος της συμμετοχής του Διευθυντή στη Συμβουλευτική Επιτροπή γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν σε αντίθεση με την προηγούμενη γνωμάτευσή του, ημερομηνίας 17.02.2016.  Στην εν λόγω επιστολή του ο Πρόεδρος της ΕΔΥ επεσήμανε στον Γενικό Εισαγγελέα και τα ακόλουθα σε σχέση με το Ε/Μ:

 

«4. Τέλος, σε’ ότι αφορά την αιτήτρια Ι.Π.Μ., η οποία αρχικά είχε ενημερώσει τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι δεν ενδιαφέρεται για την υπό πλήρωση θέση και δεν προσήλθε στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αλλά, στη συνέχεα, μετά την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης, απέστειλε επιστολή στη Συμβουλευτική Επιτροπή, παραθέτοντας τους λόγους που δεν παρέστη σ’ αυτήν, επικαλούμενη εχθρική στάση του κ. Λ.Π., σημειώνεται ότι ο κ. Λ.Π. διέψευσε τους ισχυρισμούς της (παρ. 2.4 της προς εσάς επιστολής της Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής) και η Συμβουλευτική Επιτροπή (παρ. 2.7 της ίδιας επιστολής), έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της κας Ι.Π. δεν τεκμηριώθηκαν».

 

Σε απαντητική επιστολή ημερομηνίας 02.12.2016, ο Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε την άποψη, αφενός, ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά τις οποίες εξετάστηκε το ζήτημα της συμμετοχής του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, θα έπρεπε να υπογραφούν και από τον ίδιο, εφόσον ήταν παρών και, αφετέρου, ότι οι επί του θέματος γνωματεύσεις που είχαν δοθεί δεν ήταν αντικρουόμενες, αλλά, στη βάση όλων των περιστατικών που είχαν τεθεί ενώπιόν του, θεωρήθηκε ασφαλέστερο να γίνει εισήγηση για επανάληψη της όλης διαδικασίας, ώστε να εφαρμοσθούν ορθά οι κανόνες του διοικητικού δικαίου και η σχετική νομολογία και να διασφαλισθεί η νομιμότητα της πράξης σε περίπτωση προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο.  Τούτο δε καθότι, ως αναφέρεται στη γνωμάτευση, «υπήρχαν ήδη προβλήματα, όπως διαπιστώθηκαν με την πρώτη επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας, ημερομηνίας 15.2.2016, αλλά μεταγενέστερα επαυξήθηκαν δημιουργώντας περαιτέρω επιπλοκές στην όλη διαδικασία».  Ως εκ τούτου, ο Γενικό Εισαγγελέας εισηγήθηκε είτε τη συνέχιση της διαδικασίας, νοουμένου ότι ο Διευθυντής Φαρμακευτικών Υπηρεσιών θα υπογράψει τα σχετικά πρακτικά, είτε την εξ αρχής επανάληψη της όλης διαδικασίας. 

 

Σε συνεδρία της ημερομηνίας 15.12.2016, η ΕΔΥ αποφάσισε όπως το θέμα επιστραφεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή, προκειμένου να ενεργήσει ως οι συμβουλές του Γενικού Εισαγγελέα.  Η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενημερώθηκε για την απόφαση με επιστολή του Προέδρου της ΕΔΥ, ημερομηνίας 13.01.2017.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 15.05.2017, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπέβαλε νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αναφέροντας ότι αποφασίστηκε όπως επαναληφθεί η όλη διαδικασία εξ αρχής και ότι, στη βάση γνωμάτευσης που ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, η αρμόδια αρχή όρισε ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής τους Γ.Κ., Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, Χ.Κ., Αναπληρωτή Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, Π.Κ., Διευθύντρια Γενικού Χημείου του Κράτους και Χ.Τ., Αναπληρωτή Διευθυντή Οδοντιατρικών Υπηρεσιών.

 

Ως περαιτέρω αναφέρεται στην έκθεση, η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την πρώτη της συνεδρία, αποφάσισε όπως κληθούν σε προφορική εξέταση στις 28.04.2017 όλοι οι υποψήφιοι για τη θέση.  Συνακόλουθα, προσκλήθηκαν και παρακάθισαν στην προφορική εξέταση και οι 9 υποψήφιοι, ήτοι και το Ε/Μ και η υποψήφια Σ.Δ., η οποία επίσης με επιστολή της (ως και το Ε/Μ) είχε δηλώσει ότι δεν εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την πλήρωση της θέσης, αλλά και η υποψήφια Α.Χ., η οποία στη πρώτη διαδικασία προσήλθε στην προφορική εξέταση, εξέφρασε τη διαφωνία της για τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στη διαδικασία και αποχώρησε.

 

Σημειώνεται ότι η αιτήτρια, με επιστολή της ημερομηνίας 19.04.2017, πληροφόρησε την Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι θα παραστεί στην προφορική εξέταση της 28.04.2017 με επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων της.

 

Κατά τη δεύτερη αυτή διαδικασία, η αιτήτρια (η οποία επαναλαμβάνεται ότι κατά την αρχική διαδικασία είχε εξασφαλίσει τη βαθμολογία «Εξαίρετη», τόσο στην προφορική εξέταση όσο και στη συνολική αξιολόγηση), αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν Καλή» κατά την προφορική εξέταση και στη συνολική αξιολόγηση ως «Σχεδόν Πολύ Καλή», με το Ε/Μ να αξιολογείται και στα δύο ως «Εξαίρετη» και να περιλαμβάνεται στους 4 υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για προαγωγή, στους οποίους δεν περιλήφθηκε η αιτήτρια.

 

Η ΕΔΥ, στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.06.2017, μελέτησε την έκθεση της νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη τους υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Η προφορική εξέταση των υποψηφίων πραγματοποιήθηκε κατά τη συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 07.07.2017, κατά την οποία η ΕΔΥ έκρινε ότι το Ε/Μ υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτήν προαγωγή στη θέση, από 01.08.2017.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 04.08.2017 και εναντίον αυτής η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

 

Διά της γραπτής αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου της η αιτήτρια διατείνεται, καταρχάς, ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα το Ε/Μ θεωρήθηκε ως υποψήφια, τη στιγμή που η ίδια δήλωσε γραπτώς ότι δεν ενδιαφέρεται για τη θέση.  Ακολούθως, είναι η θέση της αιτήτριας ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα ο Διευθυντής Φαρμακευτικών Υπηρεσιών αποκλείσθηκε (στην ουσία, κατά την εισήγηση, εκδιώχθηκε) από τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Με πρόσθετους λόγους ακύρωσης η αιτήτρια υποβάλλει ότι η συγκρότηση και η σύνθεση της νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παράνομη, ότι εσφαλμένα και κατά παράβαση της νομολογίας η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή αγνόησε το πλεονέκτημά της, το οποίο το Ε/Μ δεν κατείχε, ότι δεν δόθηκε ειδική και πειστική αιτιολογία για την παράκαμψη του πλεονεκτήματός της, ότι η ΕΔΥ, κατά παράβαση της νομοθεσίας και της νομολογίας, αποδέχθηκε ως νόμιμη και έγκυρη την έκθεση – σύσταση της νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής και ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να συμπεριλάβει στη σύστασή της και την ίδια, λόγω του πλεονεκτήματος που κατείχε, χωρίς να αιτιολογήσει γιατί δεν το έπραξε.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών της ΕΔΥ, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.  Ειδικότερα, είναι η θέση της κας Παπαδοπούλου ότι η απόφαση να επαναληφθεί εξ αρχής η διαδικασία ήταν ορθή, αφού νόμιμα δεν λήφθηκε υπόψη και δεν συνυπολογίστηκε η επιστολή του Ε/Μ, ημερομηνίας 19.02.2016, με την οποία, ως η ευπαίδευτη δικηγόρος αναφέρει στην αγόρευσή της, το Ε/Μ «ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε τη συμμετοχή του στη διαδικασία των προφορικών συνεντεύξεων, αφού όπως προκύπτει από την επιστολή του, ο λόγος που δεν ήθελε να συμμετέχει στη διαδικασία ήταν ότι θεώρησε ότι δεν μπορεί να αξιολογηθεί από τον κ. Λ.Π. για τους λόγους που ρητώς καταγράφονται στην επιστολή αυτή και όχι ότι δεν επιθυμούσε να είναι υποψήφια για την επίδικη θέση».  Θεωρεί δε πως η επανάληψη εξ αρχής της διαδικασίας ήταν επιβεβλημένη, ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.  Είναι, επιπλέον, η θέση της πως το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών δεν ήταν ευκαιριακό κώλυμα συμμετοχής, αλλά θέμα που απαιτούσε την εξ αρχής εξαίρεσή του και την εκ νέου συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Ως προς το πλεονέκτημα της αιτήτριας, εισηγείται ότι αυτό δεν αγνοήθηκε αλλά συνυπολογίστηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και τόσο η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να μην συστήσει την αιτήτρια όσο και η τελική απόφαση της ΕΔΥ, ήταν αιτιολογημένες, εύλογες και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, με την αιτήτρια να μην έχει αποδείξει έκδηλη δική της υπεροχή έναντι του Ε/Μ.

 

Τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε υποστηρίζει και η ευπαίδευτη δικηγόρος του Ε/Μ, η οποία επισημαίνει ιδιαίτερα τη συντριπτική υπεροχή του Ε/Μ σε αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας και τη σημαντική διαφορά των 2 υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Σε σχέση με τις επιστολές που το Ε/Μ απέστειλε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η κα Πασιουρτίδη εισηγείται ότι το Ε/Μ ουδέποτε επιθυμούσε να εγκαταλείψει την αίτησή της για διεκδίκηση της επίδικης θέσης, αλλά αναγκάστηκε να μην συμμετάσχει στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής λόγω της συμμετοχής του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών στη σύνθεσή της και της συνεπακόλουθης έλλειψης αμεροληψίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Δεν επρόκειτο δηλαδή, ως η ευπαίδευτη δικηγόρος εισηγείται, «για οικειοθελή εκδήλωση βούλησης απόσυρσης του ενδιαφέροντος του ενδιαφερομένου μέρους για τη συγκεκριμένη θέση», εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος «ουδέποτε επιθυμούσε να εγκαταλείψει το ενδιαφέρον της για προαγωγή».  Ορθώς δε, κατά τη θέση της, το Ε/Μ κλήθηκε σε προφορική συνέντευξη μετά την απόφαση για συγκρότηση νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον «η ένσταση που υπέβαλε το ενδιαφερόμενο μέρος αναφορικά με τη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθόλα ορθά έγινε δεκτή».

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η εξέταση του οποίου προέχει, διαπιστώνω, με κάθε σεβασμό προς τις ευπαίδευτες δικηγόρους της καθ’ ης η αίτηση και του Ε/Μ, πως οι εισηγήσεις τους παραβλέπουν μία σειρά από γεγονότα και δεδομένα.

 

Καταρχάς το ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής του Ε/Μ, ημερομηνίας 19.02.2016.  Με την εν λόγω επιστολή το Ε/Μ ουδεμία ένσταση υπέβαλε σε σχέση με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ως η εισήγηση της κας Πασιουρτίδη.  Τουναντίον, το Ε/Μ, με δική της πρωτοβουλία, απέστειλε την επιστολή δηλώνοντας ανεπιφύλακτα ότι δεν ενδιαφέρεται για την υπό πλήρωση θέση.  Η δήλωση αυτή είναι τόσο σαφής, όσο και ελεύθερη που συνιστά ανεπιφύλακτη απόσυρση του ενδιαφέροντος του Ε/Μ (O Neil v Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 260).  Το κείμενο της επιστολής ημερομηνίας 19.02.2016 δεν άφηνε καμία αμφιβολία, ως θέμα γραμματικής ερμηνείας, ότι η παραίτηση του Ε/Μ από τη διεκδίκηση της θέσης δεν υπόκειτο σε οιονδήποτε όρο ή επιφύλαξη (Χατζηβασιλείου ν ΡΙΚ (2003) 3 ΑΑΔ 364).

 

Ως εκ τούτου, ορθώς η πρώτη Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στην έκθεσή της ότι το Ε/Μ έθεσε τον εαυτό της εκτός διαδικασίας για επιλογή και διορισμό στην εν λόγω θέση.

 

Περαιτέρω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το Ε/Μ ουδέποτε ανακάλεσε το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 19.02.2016.  Με την επιστολή ημερομηνίας 23.02.2016, το Ε/Μ περιορίστηκε στην κοινοποίηση των λόγων για τους οποίους αποφάσισε να μην προσέλθει στην προφορική εξέταση, χωρίς όμως να ανακαλέσει το περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής της, ούτε τη ρητή παραίτησή της από τη διεκδίκηση της θέσης.  Οι λόγοι, όμως, για τους οποίους το Ε/Μ εκ των υστέρων ισχυρίστηκε ότι την οδήγησαν στην παραίτηση από τη διεκδίκηση της θέσης και τους οποίους επιχειρεί, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, να χαρακτηρίσει ως «ένσταση» σε σχέση με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήταν νομικώς αδιάφοροι. Τούτο καθότι η προφορική εξέταση είχε ήδη ολοκληρωθεί, χωρίς τη συμμετοχή του Ε/Μ, κατόπιν δικής της επιλογής. 

 

Υπενθυμίζεται συναφώς η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συμφώνως της οποίας ο διοικούμενος έχει δικαίωμα να προσφεύγει στα διοικητικά όργανα που του προσφέρει ο Νόμος και ακολούθως να ζητά δικαστικό έλεγχο σε σχέση με τη νομιμότητα της συγκρότησής τους.  Το δε γεγονός ότι η νομιμότητα της συγκρότησης δεν τέθηκε ενώπιον του οργάνου, δεν αποτελεί κώλυμα έγερσής του ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως, που μπορεί να τεθεί οποτεδήποτε και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα (Exxon Mobil Cyprus Ltd κ.ά. ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 449).

 

Η ισχυριζόμενη εκ των υστέρων υποχρέωση για αποκατάσταση της νομιμότητας παραβλέπει, καταρχάς, το γεγονός ότι οι λοιποί υποψήφιοι, μεταξύ αυτών και η αιτήτρια, είχαν ήδη υποβληθεί στη διαδικασία της προφορικής εξέτασης, με την αιτήτρια μάλιστα να αξιολογείται ως «Εξαίρετη», αξιολόγηση η οποία παραδόξως μετατράπηκε σε «Σχεδόν Καλή» από τη δεύτερη Συμβουλευτική Επιτροπή, 3 εκ των 5 μελών της οποίας ήταν τα ίδια με την πρώτη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Παραγνωρίζεται, επίσης, το γεγονός ότι οι εκ των υστέρων ισχυρισμοί του Ε/Μ στην επιστολή ημερομηνίας 23.02.2016 αξιολογήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και απορρίφθηκαν, στη συνεδρία της ημερομηνίας 23.02.2016. 

 

Όλα τα ανωτέρω διαπιστώνω ότι παραγνωρίστηκαν και από την ΕΔΥ αλλά και από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η γνωμάτευση του οποίου προκύπτει να άλλαξε συνεπεία του περιεχομένου της επιστολής του Ε/Μ ημερομηνίας 23.02.2016, η οποία όμως δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως προερχόμενη από υποψήφια που είχε ρητώς παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της θέσης.  Το ζητούμενο, εν πάση περιπτώσει, ήταν να αξιολογηθεί τι ήταν νόμιμο και αναγκαίο να πράξει η Συμβουλευτική Επιτροπή και όχι το πώς ήταν «ασφαλέστερο» να ενεργήσει, κατά προφανή δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων των λοιπών υποψηφίων.

 

Ως εκ των ανωτέρω, αποδέχομαι ως βάσιμο τον πρώτο λόγο ακύρωσης και καταλήγω ότι, πράγματι, εσφαλμένα και πεπλανημένα υπό τις περιστάσεις το Ε/Μ θεωρήθηκε ως υποψήφια για τη διεκδίκηση της θέσης.  Σημειώνεται ότι το ίδιο ισχύει και για τις άλλες 2 υποψήφιες που δεν έλαβαν μέρος στην πρώτη συνέντευξη.

 

Επιπρόσθετα, διαπιστώνω πλάνη της ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 22.08.2016, κατά την οποία αποφάσισε να επιστραφεί το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθότι, από τα σχετικά πρακτικά (ανωτέρω,) προκύπτει ότι η ΕΔΥ θεώρησε ότι το Ε/Μ απλώς δεν παρέστη στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, παραλείποντας να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το Ε/Μ είχε ρητώς και ανεπιφύλακτα παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της θέσης και ως εκ τούτου η μεταγενέστερή της επιστολή, η οποία δημιούργησε τις σχετικές αμφιβολίες και την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη.

 

Λαμβάνοντας δε υπόψη το γεγονός ότι το αίτημα για εξαίρεση του Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, το οποίο υποβλήθηκε από την υποψήφια Α.Χ., εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 22.02.2016, στη βάση της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα ότι η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να προκύπτει αντικειμενικά, ώστε να μην καταλείπεται η επιλογή σε υποψήφιο του καθορισμού της συγκρότησης μίας συμβουλευτικής επιτροπής, αποδέχομαι ως βάσιμο και τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα και πεπλανημένα ο Διευθυντής αποκλείστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Συνακόλουθα, η διαδικασία εσφαλμένα επαναλήφθηκε από την αρχή αφού έπρεπε να συνεχισθεί βάσει της έκθεσης της πρώτης Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την υπογραφή από τον Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών των σχετικών πρακτικών των συνεδριών στις οποίες εξετάστηκε το ζήτημα της εξαίρεσής του.

 

Ενόψει της ανωτέρω κατάληξης παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

 

 

Α.ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 



[1] Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στη Φαρμακευτική ή σε κλάδο της Φαρμακευτικής ή σε θέματα Διεύθυνσης/Διοίκησης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο