ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1237/2019)

24 Ιανουαρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡA 1Α, 23, 24, 26, 28, 30, 35, 179, 192, 193 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Ζ. Ν. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Α

Αιτητές

v.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης η αίτηση.

……………………………

Στέφανος Σκορδής, για Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές.

Μαρία Φράγκου, για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την καθ’ ης η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Οι αιτητές, με την υπό εκδίκαση προσφυγή, ζητούν από το Δικαστήριο τις ακόλουθες δύο θεραπείες:-

«Α. Απόφαση ή/και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, ως το Παράρτημα Γ(3), με την οποία εφάρμοσαν τις πρόνοιες του περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και τους Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2012 έως 2018, Ν. 168(Ι)/2012 όπως τροποποιήθηκε, και/ή με την οποία απέκοψαν από τη μηνιαία μισθοδοσία κάθε Αιτητή για τον μήνα Μάιο του 2019 για την οποία έλαβαν γνώση την 28.05.2019 και για τον μήνα Ιούνιο του 2019 για την οποία έλαβαν γνώση την 25.6.2019 (Παράρτημα Β στην παρούσα), οπότε και έγινε η πληρωμή τους για τον μήνα Μάιο και Ιούνιο 2019, είναι άκυρη ως παράνομη και/ή στηριζόμενη σε Νόμο ο οποίος προσκρούει στο Σύνταγμα και/ή στην ΕΣΔΑ και/ή εν γένει σε υπερνομοθετικούς κανόνες και αρχές.

Β. Απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη επιστροφής των αποκοπέντων μετά τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Συνεκδ. Προσφυγές αρ. 98/2013 κ.ά., 611/2012 κ.ά. και 1713/2011 κ.ά. και/ή η άρνηση των Καθ’ ων η αίτηση να επιστρέψουν στους Αιτητές τα αποκοπέντα ως «Μείωση Απολαβών» από τους μηνιαίους μισθούς των Αιτητών από την εφαρμογή της σχετικής διοικητικής απόφασης για τους ίδιους από τον Απρίλιο του 2019, ως η Επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 7.06.2019 (Παράρτημα Ε στην παρούσα) μετά το γραπτό αίτημα της συντεχνίας των Αιτητών (Παράρτημα Δ στην παρούσα), με την οποία αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τις σχετικές απαιτήσεις των Αιτητών, είναι άκυρη ως παράνομη και/ή στηριζόμενη σε Νόμο ο οποίος προσκρούει στο Σύνταγμα και/ή στην ΕΣΔΑ και/ή εν γένει σε υπερνομοθετικούς κανόνες και αρχές.»

 

  Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως και στην Ένσταση, οι αιτητές είναι μόνιμοι υπάλληλοι της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, η πρόσληψη των οποίων έγινε κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2019. Η πληρωμή του μισθού τους, γινόταν περί τα τέλη εκάστου μήνα, από την ίδια την καθ’ ης η αίτηση.

 

  Στα πλαίσια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών του κράτους, ψηφίστηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, μεταξύ άλλων, ο περί Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2012, Ν. 168(Ι)/2012 και ο περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος του 2012, Ν. 216(Ι)/2012.

 

  Κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Ν. 168(Ι)/2012, η καθ’ ης η αίτηση προχώρησε σε αποκοπή συγκεκριμένου ποσού επί των μηνιαίων απολαβών των αιτητών. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αιτητές προσβάλλουν την αποκοπή ποσού που περιγράφεται ως «Μείωση απολαβών από 1/12/2012», ως αυτή η αποκοπή περιγράφεται στην ανάλυση της μισθοδοσίας τους, για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 2019. Επιπροσθέτως, προσβάλλουν ως άκυρη, την παράλειψη της καθ’ ης η αίτηση να επιστρέψει  τα ποσά που απέκοψε από τη μισθοδοσία τους, μετά την έκδοση απόφασης από την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία οι ως άνω νομοθετικές διατάξεις, κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

 

  Το βασικό τους επιχείρημα, όπως αυτό αναλύεται, τόσο στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, όσο και στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνήγορου τους, στηρίζεται στο γεγονός της έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης από την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου, στις συνεκδ. υποθ. 98/13 κ.ά. Νικολαΐδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29.3.2019, με τις οποίες κηρύχθηκαν αντισυνταγματικές οι πρόνοιες του άρθρου 3(β) του Ν. 168(Ι)/2012, για την κλιμακωτή μείωση των ακαθάριστων απολαβών των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

 

  Στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών, προβάλλονται ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας της πράξης της καθ’ ης η αίτηση να αποκόψει από τον μισθό τους συγκεκριμένο ποσό, χωρίς όμως ν’ αναφέρεται σε συγκεκριμένη πρόνοια των διατάξεων του Ν. 168(Ι)/2012, για την οποία προβάλλεται ισχυρισμός αντίθεσης προς το Σύνταγμα. Λαμβανομένης υπόψη της πιο πάνω αναφερόμενης παράλειψης,  των αιτητών, προς εξειδίκευση του άρθρου της συγκεκριμένης νομοθεσίας, υποστηρίζεται, παρόλα ταύτα, πως η πρόνοια (γενικά) με βάση την οποία επιβλήθηκε αποκοπή επί της μισθοδοσίας των αιτητών, παραβιάζει τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Συντάγματος, αφού ο μισθός του δημοσίου υπαλλήλου, αποτελεί δημόσιο δικαίωμα. Διατείνονται πως η επίδικη αποκοπή, στηρίζεται επί νομικά ανυπόστατου Νόμου, αφού δεν προηγήθηκε η αναγκαία επεξεργασία από το Υπουργικό Συμβούλιο, συνιστά αναδρομική φορολογία που αντιβαίνει στις διατάξεις του Άρθρου 24 του Συντάγματος, στην αρχή της αναλογικότητας, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, στην αρχή της ισότητας και στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

  Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, προέβαλε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, εγείροντας πρωτίστως, πως η ακυρωτική απόφαση στην Νικολαΐδης κ.ά. (ανωτέρω), έχει ανατραπεί κατ’ έφεσιν, με την έκδοση της απόφασης της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Ε.Δ.Δ. 177/2018 Δημοκρατία κ.ά. ν. Αυγουστή κ.ά., ημερομηνίας 10.4.2020 και τα εκεί προσβαλλόμενα νομοθετήματα, έχουν κριθεί, τελεσίδικα, συνταγματικά. Τονίζοντας την αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, υποστήριξε πως η προαναφέρομενη απόφαση (Αυγουστή κ.ά. (ανωτέρω)), δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, την οποία και θα πρέπει να εφαρμόσει προς επίλυση της επίδικης διαφοράς.

 

  Εγέρθηκε, επιπροσθέτως, ισχυρισμός περί απουσίας εννόμου συμφέροντος εκ μέρους των αιτητών να προσβάλουν το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 7.6.2019, η οποία αποτελεί απάντηση επί της επιστολής της συντεχνίας της ΕΤΥΚ, ημερομηνίας 3.4.2019, η οποία εστάλη προς την καθ’ ης η αίτηση προ της πρόσληψης των αιτητών στην υπηρεσία της καθ’ ης η αίτηση και αφετέρου, λόγω της αποδοχής της εφαρμογής των επίδικων νομοθεσιών, οι οποίες ήταν ήδη σε ισχύ κατά το χρόνο της πρόσληψης τους. Εγέρθη και ζήτημα έλλειψης συνάφειας των αιτητικών υπό παραγράφους Α και Β. Επί της ουσίας, απορρίφθηκαν όλοι οι ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του Ν. 168(1)/2012, κατ΄ εφαρμογήν του οποίου εκδόθηκε η Κ.Δ.Π. 458/13, ήτοι η περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Υπαλλήλων και Συνταξιούχων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Προσωρινές Διατάξεις) Οδηγία του 2013.

 

  Όπως προκύπτει από τα αιτητικά των παραγράφων Α και Β της προσφυγής, εφαλτήριο για την καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής, αποτέλεσε η έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Νικολαΐδης κ.ά. (ανωτέρω), με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 3(β) του Ν. 168(Ι)/2012, καθώς και του Τροποποιητικού αυτού Νόμου, Ν. 31(Ι)/2013.

 

  Το ζήτημα, όμως, συνδέεται άρρηκτα με τα όσα επακολούθησαν σε σχέση με την πιο πάνω αναφερόμενη ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου, ήτοι με την έκδοση της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αυγουστή κ.ά. (ανωτέρω), με την οποία ανατράπηκαν τα πρωτοδίκως κριθέντα.

  Με την εν λόγω απόφαση διακηρύχθηκε, τελεσίδικα πλέον, η συνταγματικότητα των συγκεκριμένων προαναφερθεισών νομοθετημάτων. Με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει προσδιοριστεί τελεσίδικα το ισχύον δίκαιο, ήτοι η συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 3(β) του Ν. 168(Ι)/2012, δυνάμει του οποίου εφαρμόστηκε η κλιμακωτή μείωση των απολαβών των κρατικών υπαλλήλων και υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και μάλιστα, αναδρομικά από της ψήφισης του Νόμου, σύμφωνα με το τεκμήριο συνταγματικότητας των Νόμων.

 

  Συνεπώς, η πράξη της αποκοπής συγκεκριμένου ποσού από τη μηνιαία μισθοδοσία των αιτητών, κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3(β) του Ν. 168(Ι)/2012 ή/και στη βάση των διατάξεων του Κανονισμού 3 της Κ.Δ.Π. 458/2013, με την οποία η καθ’ ης η αίτηση υιοθέτησε, ουσιαστικά, τις διατάξεις του άρθρου 3(β) του πιο πάνω αναφερόμενου Νόμου, κρίθηκε τελεσίδικα και δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο, ως πλήρως συνάδουσα με τις διατάξεις του Συντάγματος.

  Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, κρίνεται ως ορθή η θέση της καθ’ ης η αίτηση, στη βάση της αρχής του δεσμευτικού προηγούμενου, που έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία αποτελεί πηγή δικαίου, με την οποία έχει ήδη προσδιοριστεί και καθοριστεί το ισχύον δίκαιο και μάλιστα αναδρομικά από της ψήφισης του επίδικου Νόμου (Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. Π.Ε. 319/08, ημερομηνίας 7.7.2014, Α.Ε. 126/13 Στυλιανού ν. Ρ.Ι.Κ., ημερομηνίας 6.10.2020).

 

  Ως επακόλουθο, ανακύπτει επιπροσθέτως και το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι εννόμου συμφέροντος εκ μέρους των αιτητών να προωθήσουν την προσφυγή τους, καθώς και το ερώτημα του κατά πόσον η επίλυση της επίδικης διαφοράς, αποκτά ή όχι, μόνον θεωρητική σημασία, κατά τρόπο επίσης συνδεόμενο με την ανάγκη έννομης προστασίας των συμφερόντων των αιτητών.

 

  Οι αιτητές, παραγνωρίζουν πως, ακόμα και εάν γίνει αποδεκτή η προσφυγή τους, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε δικαίωση, αλλά ούτε σε ικανοποίηση των αιτημάτων τους, απολήγοντας αυτή, έτσι, ως αλυσιτελής (Σύγγραμμα Δ. Θ. Πυργάκη «Το Έννομο Συμφέρον στη Δίκη Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 49).

 

  Επί των πιο πάνω, παραπέμπω και στο Σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2014, έκτη έκδοση, σελ. 458 και επ. § 538, 545 και 547, από το οποίο παραθέτω τις πιο κάτω αποκοπές:-

«Έννομο είναι, τέλος, το συμφέρον που έχει ανάγκη έννομης προστασίας. Η ανάγκη αυτή δεν υπάρχει στις περιπτώσεις που τα επίδικα ζητήματα έχουν θεωρητική μόνο σημασία, γιατί αναφέρονται σε καταργημένες πια ή μη ψηφισμένες ακόμη νομοθετικές διατάξεις ή σε μη ισχύουσες πια διοικητικές πράξεις, ή όταν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα  ή είναι «αλυσιτελές» το ένδικο βοήθημα, δηλαδή και σε περίπτωση αποδοχής του δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων, ή η επιδιωκόμενη έννομη προστασία δεν μπορεί να βελτιώσει ή μπορεί μάλιστα να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος. […]

Το έννομο συμφέρον πρέπει, τέλος, να είναι παρόν (ενεστώς), δηλαδή ήδη υπαρκτό κατά το χρόνο ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος και να διατηρείται κατά την άσκηση του ένδικου βοηθήματος και κατά τη συζήτηση της υποθέσεως.  […]

Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει (κρίσιμος χρόνος) κατά το χρόνο εκδόσεως (ή αρνήσεως εκδόσεως) της πράξεως και της καταθέσεως του ένδικου βοηθήματος και να εξακολουθεί να υπάρχει κατά τα συζήτηση της υποθέσεως και μέχρι της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως.»

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω πως η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Εναντίον των αιτητών και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση, επιδικάζονται €1.900 πλέον Φ.Π.Α. 

           

 

 

   Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Α – ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΙΤΗΤΩΝ

2. Π. Α.

3. Μ. Λ.

4. Χ..Α.

5. Σ. Χ.

6. Χ. Ξ.

7. Λ. Α.

8. Κ. Σ.

9. Κ. Σ.

10. Μ. Κ.

11. Ξ. Σ.

12. Α. Μ. Φ.

13. Ε. Π.

14. Θ. Ι.

15. Μ. Ν.

16. Α. Χ.

17. Ε. Ε.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο