ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 1295/2023)

 

30 Ιανουαρίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

Μεταξύ

Γ. Α.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ’ ης η Αίτηση

…………………………

Ανδρέας Καραμανώλης μαζί με Μελίνα Λοίζου (κα) για Καραμανώλης & Καραμανώλης Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Παύλος Βασιλείου για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Η προσφυγή του αιτητή στρέφεται κατά της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 12.6.2023 με την οποία τερματίζεται η καταβολή στον αιτητή σύνταξης ανικανότητας αναδρομικά από 31.12.2021 και ζητείται από τον αιτητή να επιστρέψει το ποσό των €23,638.25.

Στον αιτητή εγκρίθηκε η καταβολή σύνταξης ανικανότητας σε ποσοστό 75% το 2011. Σε έλεγχο που διενεργήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση τον Ιούνιο του 2023 διαπιστώθηκε ότι τα εισοδήματα του αιτητή αυξήθηκαν από τον Σεπτέμβρη του 2020 και επειδή δεν δικαιολογείτο πλέον η καταβολή σε αυτόν της σύνταξης ανικανότητας, λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ως προς τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, οι διευκρινίσεις της υπόθεσης ολοκληρώθηκαν χωρίς να δοθεί δικαίωμα στην πλευρά της καθ’ ης η αίτηση να καταχωρήσει γραπτή αγόρευση. Το ιστορικό καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.1.2024. Παρά το ότι με το εν λόγω πρακτικό δόθηκε χρόνος για καταχώρηση της  γραπτής αγόρευσης της καθ’ ης η αίτηση χωρίς αλλαγή στην ημερομηνία διευκρινίσεων, η καθ’ ης η αίτηση και πάλι δεν συμμορφώθηκε με αποτέλεσμα να ολοκληρωθεί η διαδικασία χωρίς καταχώρηση γραπτής αγόρευσης εκ μέρους της αλλά κατάθεση του διοικητικού φακέλου.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε παραβίαση του νόμου, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο.

Το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το ακόλουθο:

«Σύμφωνα με το άρθρο 40 του εν λόγω Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας εάν:

(1) ήταν ανίκανος για εργασία για 156 ημέρες εντός οποιοσδήποτε περιόδου διακοπής της απασχόλησης

(2)  εντός αυτής της περιόδου διακοπής της απασχόλησης αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία

(3) δε συμπλήρωσε την ηλικία των 63 χρόνων και

(4) πληρεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς

Μόνιμα ανίκανοι για εργασία, θεωρούνται ασφαλισμένοι που έχουν απολέσει την ικανότητα τους να κερδίζουν από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελούν σύμφωνα με τις δυνάμεις, δεξιότητες και μόρφωση τους, πέραν του 1/3 του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως υγιές άτομο στην ίδια επαγγελματική κατηγορία και μόρφωση.

Στη δική σας περίπτωση, παρά το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζετε λαμβάνοντας υπόψη τις Ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται στον φάκελο σας και από στοιχεία που έχουμε στην διάθεση μας έχει διαπιστωθεί ότι εργάζεστε από 01/01/2022 με μηνιαίες αποδοχές που υπερβαίνουν το ένα τρίτο των αποδοχών που κερδίζατε πριν συνταξιοδοτηθείτε.

Με βάση τις πρόνοιες της Νομοθεσίας των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τα πιο πάνω, πληροφορείστε ότι η σύνταξη ανικανότητας σας τερματίζεται από 31/12/2021.  Από 01/01/2022 μέχρι 31/05/2023 σας καταβλήθηκε αντικανονικά το ποσό των €23638,25 το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 68 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, καλείστε να επιστρέψετε. Η διευθέτηση του ποσού αυτού μπορεί να γίνει στο πλησιέστερο σας Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων με μηνιαίες δόσεις.»

Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η επίμαχη περίοδος αρχίζει από την 1.1.2022. Ως παράρτημα 6 και 7 της ένστασης επισυνάπτεται αναλυτική κατάσταση αποδοχών ασφαλισμένου για το έτος 2022 και την περίοδο Ιανουάριος μέχρι Ιούλιος 2023. Τα εισοδήματα αυτά ο αιτητής τα λάμβανε ως οδηγός λεωφορείου. Το επάγγελμα αυτό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 της ένστασης του καθ’ ου η αίτηση, το ασκούσε ο αιτητής από τον Οκτώβριο του 2011 όταν, δηλαδή, ξεκίνησε να του καταβάλλεται η σύνταξη ανικανότητας και λάμβανε γύρω στα €600 μηνιαίως. Όπως επίσης αναφέρεται στην παράγραφο 2 της ένστασης του καθ’ ου η αίτηση, πριν ασθενήσει ο αιτητής εργαζόταν ως ξενοδοχειακός υπάλληλος με απολαβές €1721 μηνιαίως για επτά μήνες και ανεργιακό επίδομα για τους υπόλοιπους πέντε μήνες.

Δηλαδή, το 2011 ο αιτητής προτού ασθενήσει είχε ετήσιο εισόδημα από την εργασία που ασκούσε €8.605. Το 2022 το ετήσιο εισόδημά του ήταν €8.988 και για επτά μήνες το 2023 ήταν €5.296.

Σύμφωνα με το Άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 59(Ι)/2010:

«(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ανίκανος προς εργασία», θεωρείται ο ασφαλισµένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωµατικής ή πνευµατικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς µετά την ασφάλισή του, δεν µπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναµένεται να εκτελεί, λαµβανοµένων υπόψη των δυνάµεων, των δεξιοτήτων, της µόρφωσης και της συνήθους επαγγελµατικής απασχόλησής του, πέραν από το ένα τρίτο ή, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας µεταξύ εξήντα (60) και εξήντα τριών (63) ετών, πέραν από το ένα δεύτερο, του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελµατική κατηγορία σωµατικά και πνευµατικά υγιές πρόσωπο της ίδιας µόρφωσης.»

Για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, ο αιτητής κατά τον χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν 62 ετών και κατά τον χρόνο από τον οποίο τερματίστηκε η σύνταξη, δηλαδή το 2022, ήταν 61. Συνεπώς, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 40(5) για να θεωρείται ανίκανος προς εργασία θα πρέπει να μην είναι σε θέση λόγω της ασθένειάς του να κερδίζει πέρα του ήμισυ του ποσού που θα κέρδιζε ένα υγιές πρόσωπο με τα ίδια δεδομένα.

Ο καθ’ ου η αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφαση φαίνεται να υπολόγισε εσφαλμένα το 1/3 ως κριτήριο αντί το ½ ως προνοεί ο Νόμος. Όμως η πλάνη του καθ’ ου η αίτηση επεκτείνεται και αλλού. Συγκεκριμένα, αντί ο καθ’ ου η αίτηση να διερευνήσει τα εισοδήματα που θα είχε ένα υγιές πρόσωπο στην ίδια περιφέρεια και ίδια επαγγελματική κατηγορία ως ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο διερεύνησης δηλαδή το 2022, έλαβε υπόψη τα εισοδήματα που είχε ο αιτητής έντεκα χρόνια προηγουμένως το 2011.

Τα πιο πάνω καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη ως αποτέλεσμα ουσιώδης πλάνη τόσο περί τον νόμο όσο και περί τα πράγματα ως επίσης λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο