ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 14/2020)

 

23 Ιανουαρίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

Μεταξύ

1. LGS HANDLING LTD

2. LOUIS TRAVEL LTD

3. LOUIS AVIATION LTD

Αιτητών

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Καθ’ ης η Αίτηση

…………………………

Άννα Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές.

Ειρήνη Νεοφύτου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Η προσφυγή των αιτητών στρέφεται κατά της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 25.10.2019 με την οποία κρίθηκε ότι οι αιτητές παράβηκαν τις διατάξεις των Άρθρων 6(1) και 9(2) του Κανονισμού ΕΕ 2016 και επέβαλαν σε αυτούς διοικητικό πρόστιμο ύψους €70.000, €10.000 και €2.000 αντίστοιχα.

Στις 6.6.2018 υποβλήθηκε παράπονο στην καθ’ ης η αίτηση από το Ελεύθερο Εργατικό Σωματείο Ιδιωτικών Υπαλλήλων ΣΕΚ σε σχέση με την εφαρμογή ενός αυτοματοποιημένου συστήματος από τους αιτητές για τη διαχείριση, παρακολούθηση και έλεγχο των απουσιών των εργοδοτουμένων τους για λόγους ασθενείας. Μετά από διερεύνηση, η καθ’ ης η αίτηση κατέληξε ότι διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως παράβαση των υποχρεώσεων των αιτητών ως αυτές προκύπτουν από τα Άρθρα 6(1) και 9(2) του Κανονισμού ΕΕ 2016/679 και ζήτησε από τους αιτητές να υποβάλουν τις θέσεις τους γιατί να μην τους επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο. Οι αιτητές υπέβαλαν τις θέσεις τους στις 2.9.2019 και στις 25.10.2019 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Οι λόγοι ακύρωσης που προωθούν οι αιτητές αφορούν, συνοπτικά, σε πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα, παραπλανητική και εσφαλμένη αιτιολογία, παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης λόγω στέρησης του δικαιώματος υποβολής μετριαστικών περιστάσεων και παραβίαση της αρχής της ισότητας.

Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το αντικείμενο της καταγγελίας ήταν το ακόλουθο:

«1.1.  Στις 06.06.2018, δέχτηκα παράπονο από το Ελεύθερο Εργατικό Σωματείο Ιδιωτικών Υπαλλήλων ΣΕΚ εναντίον των Εταιρειών Louis, οι οποίες εφαρμόζουν ένα αυτοματοποιημένο σύστημα με σκοπό την διαχείριση, παρακολούθηση και έλεγχο των απουσιών των εργοδοτουμένων για λόγους ασθενείας, χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο βαθμολόγησης, γνωστό ως «ο Συντελεστής Bradford» (Bradford Factor). To εν λόγω σύστημα είναι επίσης προσβάσιμο στο ενδο-διαδίκτυο των Εταιρειών Louis

Στις σελίδες 26 – 27 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα:

«4.1  Η ημερομηνία της άδειας ασθενείας και η συχνότητα λήψης άδειας ασθενείας που αφορούν φυσικό πρόσωπο εν ζωή, στο μέτρο που αποκαλύπτεται αμέσως ή εμμέσως η ταυτότητα του, αποτελούν «ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 9(1) του Κανονισμού.

Το αυτοματοποιημένο σύστημα που χρησιμοποιείται συνιστά «σύστημα αρχειοθέτησης» βάσει του ορισμού στο άρθρο 4(6) του Κανονισμού.

Η τροφοδότηση αυτοματοποιημένου συστήματος με τα ανωτέρω προσωπικά δεδομένα, η βαθμολόγηση τους χρησιμοποιώντας τον «Συντελεστή Bradford» και ακολούθως η κατάρτιση προφίλ φυσικών προσώπων, βάσει των αποτελεσμάτων που παράγονται/εξάγονται, αποτελούν επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 4(2) του Κανονισμού.

Υπεύθυνος επεξεργασίας είναι οι Εταιρείες Louis (άρθρο 4(7) του Κανονισμού).

Υποκείμενα των δεδομένων είναι οι εργοδοτούμενοι των Εταιρειών Louis (άρθρο 4(1) του Κανονισμού).

4.2  Οι Εταιρείες Louis, ως οι εργοδότες, έχουν δικαίωμα να ασκούν εποπτεία στη συχνότητα λήψης αδειών ασθενείας και/ή στην εγκυρότητα των πιστοποιητικών αδειών ασθενείας.

Τέτοιο δικαίωμα όμως δεν πρέπει να ασκείται καταχρηστικά και θα πρέπει επίσης να ασκείται εντός των ορίων που θέτει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο.  Μία επεξεργασία για να είναι σύννομη θα πρέπει να περιορίζεται στα αναγκαία για την οργάνωση, έλεγχο και διεκπεραίωση του κύκλου εργασιών της εταιρείας.  Ο εργοδότης δεν μπορεί να ασκεί απεριόριστο έλεγχο και εποπτεία στους εργοδοτούμενους, παραβιάζοντας την προσωπικότητα τους.

Η βαθμολόγηση των νόμιμων αδειών ασθενείας εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του εργοδότη, διότι με αυτόν τον τρόπο καθιστά ο ίδιος τον εαυτό του ιατρό ή επαγγελματία του τομέα της υγείας και «τιμωρεί» τους εργοδοτούμενους που λαμβάνουν άδεια ασθενείας συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας/μήνα και/ή συχνά και/ή συστηματικά.

4.3.  Όταν ο στόχος που έχει επισημανθεί από τον εργοδότη μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο παρεμβατικό και επαχθή τρόπο, ο εργοδότης θα πρέπει να εξετάζει την επιλογή αυτή.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι Εταιρείες Louis θα μπορούσαν να καλούν σε προφορικές συνεντεύξεις/συναντήσεις τους εργοδοτούμενους που απουσιάζουν συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας/μήνα και/ή συχνά και/ή συστηματικά λόγω ασθένειας και/ή τους εργοδοτούμενους για τους οποίους υπάρχει υπόνοια και/ή καταγγελία ότι, παρουσιάζουν ψευδή πιστοποιητικά αδειών ασθενείας.

4.4.1.  Κατά την εξέταση του ζητήματος της βαθμολόγησης των αδειών ασθενείας, ο εργοδότης θα πρέπει πάντοτε να έχει υπόψη ότι, αν και οι εργοδοτούμενοι έχουν δικαίωμα για έναν ορισμένο βαθμό προστασίας της προσωπικότητας τους στον χώρο εργασίας, το δικαίωμα αυτό πρέπει να ισορροπεί με το δικαίωμα του να ελέγχει τη λειτουργία της επιχείρησής του και να προστατεύεται από ενέργειες των εργοδοτουμένων που ενδέχεται να βλάψουν τα νόμιμα συμφέροντα του, όπως για παράδειγμα τη νομική ευθύνη του εργοδότη για τις ενέργειες των εργοδοτουμένων του.

4.4.2.  Στο πλαίσιο αυτό, ο εργοδότης οφείλει να διενεργεί Εκτίμηση Έννομου Συμφέροντος.»

Οι διάδικοι δεν φαίνεται να διαφωνούν ότι η επεξεργασία που γίνεται εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 125(Ι)/2018 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Η διαφωνία τους εστιάζεται στον τρόπο που εφαρμόζεται ο συντελεστής Bradford τον οποίο χρησιμοποιούν οι αιτητές. Η καθ’ ης η αίτηση, ως καταγράφεται στις σελίδες 30 και 42 της απόφασης, θεωρεί ότι:

«Η βαθμολόγηση των αδειών ασθενείας, χρησιμοποιώντας τον Συντελεστή Bradford, ο οποίος σιμώνει στο τετράγωνο (πολλαπλασιάζει με τον εαυτό του) τον αριθμό των περιπτώσεων που λαμβάνεται η άδεια ασθένειας (συχνότητα λήψης άδειας) και κατ επέκταση τα ενδεχόμενα μέτρα που λαμβάνονται εναντίον των εργοδοτουμένων βάσει του αριθμητικού αποτελέσματος που παράγεται, για σκοπούς ικανοποίησης των έννομων συμφερόντων τους, όπως αυτά διατυπώνονται στην εν λόνω Εκτίμηση.

Υπερέχει/Υπερισχύει των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των εργοδοτουμένων (άρθρο 6(1)(στ) του Κανονισμού) και ως εκ τούτου, η εν λόγω επεξεργασία (βαθμολόγηση των αδειών ασθενείας χρησιμοποιώντας τον Συντελεστή Bradford) ΔΕΝ μπορεί να βασιστεί στις διατάξεις του άρθρου 6(1)(στ) του Κανονισμού, που αφορά στην προάσπιση των έννομων συμφερόντων τους.»

Ταυτόχρονα, καταλήγει σε εκτίμηση του τρόπου χρήσης του συντελεστή στη σελίδα 30:

«(iii) Η Εκτίμηση του Έννομου Συμφέροντος που έχει διενεργηθεί από τους Καθ’ ων το παράπονο, θα μπορούσε να ευσταθεί/ισχύει στην περίπτωση που το αυτοματοποιημένο Σύστημα προέβαινε σε απλή αρίθμηση των απουσιών των εργοδοτουμένων, λόγω άδειας ασθενείας, χωρίς ωστόσο ο αριθμός των απουσιών, δηλαδή της συχνότητας, να πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του.

Βάσει του αριθμητικού αποτελέσματος που θα παραγόταν, το δικαίωμα των Εταιρειών Louis, ως οι εργοδότες, θα εξακολουθούσε να υφίσταται νια λήψη μέτρων εναντίον των εργοδοτουμένων, σύμφωνα με το ισχύον εργατικό δίκαιο και ως εκ τούτου θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν τα έννομα συμφέροντα τους όπως αυτά καταγράφονται στην Εκτίμηση.»

Οι αιτητές εστιάζουν στη γραπτή τους αγόρευση στο κατά πόσο διερευνήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση ορθά και επαρκώς ή πεπλανημένα το σύστημα που χρησιμοποιούν. Εντούτοις, όσα αναφέρθηκαν από την καθ’ ης η αίτηση σε σχέση με την προέλευση του συγκεκριμένου συστήματος φαίνεται να αποτελούν παρεμπίπτουσες  αναφορές και όχι την ουσία του θέματος. Η καθ’ ης η αίτηση δεν έχει, εξάλλου, ούτε εξουσία ούτε αρμοδιότητα να επιβάλει στους αιτητές εάν θα χρησιμοποιούν ένα σύστημα ή όχι. Η εξουσία της εξαντλείται στη διερεύνηση του κατά πόσο η επεξεργασία που γίνεται από τους αιτητές των συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων των υπαλλήλων τους – είτε με χρήση συγκεκριμένου συστήματος είτε όχι – είναι σύννομη.

Το κύριο πρόβλημα που φαίνεται να εντόπισε η καθ’ ης η αίτηση κατά την επεξεργασία στην οποία προβαίνουν οι αιτητές, είναι αυτό που καταγράφεται στα πιο πάνω αποσπάσματα από την προσβαλλόμενη απόφαση δηλαδή, η καταγραφή του αριθμού που ένας υπάλληλος λαμβάνει άδεια ασθενείας και ο πολλαπλασιαμός του αριθμού αυτού με τον εαυτό του (ύψωση στο τετράγωνο) αντί της απλής αρίθμησης των αδειών. Το εύρημα αυτό της καθ’ ης η αίτηση καταγράφεται στην έκθεση με τίτλο Data Protection Impact Analysis που υπέβαλαν στην καθ’ ης η αίτηση στις 4.3.2019 οι σύμβουλοι των αιτητών Grant Thornton εκ μέρους των αιτητών (βλ. Παράρτημα 9(β) της ένστασης της καθ’ ης η αίτηση). Συγκεκριμένα, στη σελίδα 8 της έκθεσης στην οποία περιγράφεται η διαδικασία που ακολουθείται, στο σημείο 8 καταγράφονται τα εξής:

«8.  The Bradford factor is calculated once the sick leave is submitted into Exelsys using the following formula:

Bradford Factor = Total number of days being absent x Number of Occasions2

Οι δικηγόροι των αιτητών στην επιστολή τους ημερομηνίας 2.9.2019 που υποβλήθηκε ως οι παραστάσεις εκ μέρους των αιτητών καταγράφουν μία διαφορετική μέθοδο υπολογισμού που είναι αυτή που επικαλούνται και στα πλαίσια της υπό κρίση διαδικασίας. Συγκεκριμένα, καταγράφουν τα ακόλουθα στη σελίδα 2:

«Θα πρέπει να είναι σαφές ότι το σύστημα οδηγεί μόνο σε αριθμητική απόδοση στοιχείων (points) που είναι συνάρτηση αποκλειστικά του αριθμού των ημερών απουσιών λόγω ασθένειας και των περιπτώσεων απουσίας.

[…]

2.      Η οποιαδήποτε «επεξεργασία» μέσω του Bradford Factor δεν οδηγεί σε οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα, παρά σε άθροισμα με βάση τις ημέρες απουσίας και τις περιπτώσεις απουσίας, δηλ. με βάση δείκτες καθαρά αριθμητικής και αντικειμενικής μηχανικής μορφής, χωρίς να μεσολαβεί αξιολόγηση, άσκηση διακριτικής εξουσίας και δεν υπάρχει καν διαφοροποίηση της μεταχείρισης των στοιχείων απουσίας με επαύξηση των προς άθροιση αριθμών ή άλλως, λ.χ. λόγω συχνότητας απουσίας, είδους ασθενείας, απουσίας σε Σαββατοκυρίακα, εορτές, κλπ.»

Οι πιο πάνω αναφορές των δικηγόρων των αιτητών δεν φαίνεται να απασχόλησαν την καθ’ ης η αίτηση ή να την προβλημάτισαν, έστω, ως προς την ασυμφωνία των όσων απέστειλαν οι σύμβουλοι στις 4.3.2019 και των όσων κατέγραψαν οι δικηγόροι στη μεταγενέστερη επιστολή της 2.9.2019.

Είναι σε αυτό το σημείο που εντοπίζεται η πλάνη της καθ’ ης η αίτηση και η έλλειψη δέουσας έρευνας. Όφειλε η καθ’ ης η αίτηση προτού καταλήξει στην τελική της απόφαση να διευκρινίσει τις αντιφατικές θέσεις των αιτητών έτσι ώστε να διακριβωθούν οι πραγματικές συνθήκες εφαρμογής της επεξεργασίας.

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης καθίσταται αλυσιτελής.

Για τους λόγους που εξηγούνται, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητών και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

 

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο