ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1700/2017 κ.ά.)

 

18 Ιανουαρίου 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

(Υπόθεση Αρ. 1700/2017)

Μεταξύ

1. Κ. Σ.

2. Χ. Ζ. ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ

ΩΣ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

 

Αιτητών

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

      2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1708/2017)

Μεταξύ

Δ. Ζ.

Αιτήτριας

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

 (Υπόθεση Αρ. 1713/2017)

Μεταξύ

Ε. Χ.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

     1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

     2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1715/2017)

Μεταξύ

Ν. Δ. – Μ.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1717/2017)

Μεταξύ

Ε. Π.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1718/2017)

Μεταξύ

Μ. Χ.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1719/2017)

Μεταξύ

Α. Π.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1720/2017)

Μεταξύ

Ε. Κ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1721/2017)

Μεταξύ

Ν. Σ.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1722/2017)

Μεταξύ

Φ. Σ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1723/2017)

Μεταξύ

Α. Κ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1736/2017)

Μεταξύ

1. Λ. Μ.

  2. Χ. Λ. Χ.

Αιτητών

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1737/2017)

Μεταξύ

Δ. Λ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1739/2017)

Μεταξύ

Γ. Π.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1740/2017)

Μεταξύ

Γ. Λ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1741/2017)

Μεταξύ

Π. Λ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1742/2017)

Μεταξύ

Α. Μ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1743/2017)

Μεταξύ

1.   Σ. Χ.

2.   Γ. Λ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1744/2017)

Μεταξύ

Σ. Π.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1746/2017)

Μεταξύ

Γ. Φ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

 (Υπόθεση Αρ. 1748/2017)

Μεταξύ

Η. Η.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1749/2017)

Μεταξύ

Σ. Ε.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1751/2017)

Μεταξύ

Ρ. Γ.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1752/2017)

Μεταξύ

Α. Κ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1753/2017)

Μεταξύ

Ι. Λ.

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

 (Υπόθεση Αρ. 1755/2017)

Μεταξύ

Ρ. Χ.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

      ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

Κυριάκος Σταυρινός για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1700/2017, 1708/2017 και 1736/2017.

Ζηνοβία Σουρουλλά (κα), για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1713/2017.

Ειρήνη Ανδρέα (κα) για G. Kaimakliotis & Co LLC, για τους αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1715/2017, 1717/2017 – 1723/2017 και 1737/2017.

Γρηγόρης Λεοντίου και Άνθια Παπαμιχαήλ (κα) για Γ. Λεοντίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1739/2017 – 1744/2017, 1746/2017 – 1749/2017 και 1751/2017 – 1755/2017.

Αθανασία Αχιλλέως (κα) και Φρόσω Σωτηρίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Με την παρούσα απόφαση εξετάζονται οι προδικαστικές ενστάσεις που εγείρει ο καθ’ ου η αίτηση. Η ανάγκη για εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων κατά προτεραιότητα προέκυψε από το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης των ενδιάμεσων αιτήσεων ημερομηνίας 3.12.2021 που καταχώρησαν οι αιτητές.

Οι προδικαστικές ενστάσεις που εγείρει ο καθ’ ου η αίτηση είναι τέσσερεις. Εισηγούνται ότι η πράξη που προσβάλλεται με τις προσφυγές δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος, ότι οι προσφυγές στον βαθμό που στρέφονται κατά της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 19.7.2017 έχουν απωλέσει το αντικείμενό τους εφόσον η εν λόγω απόφαση αναθεωρήθηκε ή/και τροποποιήθηκε και, τέλος, ότι οιαδήποτε απόφαση θα είναι αλυσιτελής εφόσον δεν μπορεί να προκύψει εξαναγκαστικά η ικανοποίηση των αιτημάτων των αιτητών αλλά ούτε και αναδιαμόρφωση των αποφάσεων του καθ’ ου η αίτηση.

Τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από την ένσταση και τη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, έχουν ως εξής:

Όταν το 2013 τέθηκαν η Λαϊκή Τράπεζα και η Τράπεζα Κύπρου σε καθεστώς εξυγίανσης, το συνολικό ύψος των καταθέσεων των υπαλλήλων των δύο τραπεζών στα ταμεία προνοίας και συντάξεων απομειώθηκε κατά 100% και 47,5% αντίστοιχα. Το ποσοστό που αφορά καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου μετατράπηκε σε μετοχές.

Αναφορικά με τις καταθέσεις των ταμείων προνοίας και συντάξεων των υπαλλήλων της Λαϊκής Τράπεζας, περιλήφθηκε η παράγραφος 2.1 στο Μνημόνιο Συναντίληψης για τη Δεσμευτική Ειδική Οικονομική Πολιτική σύμφωνα με την οποία οι Κυπριακές αρχές δήλωναν ότι «θα επιτύχουν πρωτογενές έλλειμμα στη γενική κυβέρνηση όχι μεγαλύτερο των EUR 395 εκατομμυρίων (2,4% του ΑΕΠ) το 2013» και ότι ο στόχος αυτός «μπορεί να αναθεωρηθεί προκειμένου να ενσωματώσει αποζημίωση για ταμεία προνοίας και τα συνταξιοδοτικά ταμεία στη Λαϊκή Τράπεζα για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση με τέτοια ταμεία στην Τράπεζα Κύπρου […]».

Η δέσμευση αυτή ενσωματώθηκε στην επιστολή ημερομηνίας 23.5.2013 του Υπουργού Οικονομικών προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων και ακολούθησε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 4.9.2013 σύμφωνα με την οποία μέσω κρατικής χορηγίας περιορίστηκε η απομείωση των καταθέσεων των ταμείων προνοίας και συντάξεων στη Λαϊκή Τράπεζα κατά 47,5% ομοίως, δηλαδή, με τη μείωση στην Τράπεζα Κύπρου.

Η επιστολή ημερομηνίας 23.5.2013 περιλάμβανε, πρόσθετα, την ακόλουθη αναφορά:

«Πρόσθετα, τα Ταμεία Προνοίας με καταθέσεις τόσο στην Τράπεζα Κύπρο όσο και στη Λαϊκή Τράπεζα θα τύχουν πρόσθετης αποζημίωσης από το κράτος κατά τον ακόλουθο τρόπο:  Για το κάθε μέλος των Ταμείων Προνοίας το οποίο θα υποστεί ζημιά λόγω του κουρέματος των καταθέσεων στις δύο τράπεζες, θα ανοιχτεί ξεχωριστή νοητή μερίδα στο μητρώο του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία θα πιστωθεί με ένα ποσοστό του ποσού της ζημιάς αυτής το οποίο θα συμφωνηθεί, ως οφειλή από το κράτος.  Τα δικαιούχα μέλη των Ταμείων προνοίας, θα μπορούν να εξαργυρώσουν τα οφειλόμενα σε αυτούς ποσά με εφάπαξ καταβολή από τα Ταμεία του Κράτους, κατά την ημερομηνία κανονικής συνταξιοδότησης τους ή σε περίπτωση θανάτου, ή Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας.

Η συμμετοχή στο πιο πάνω πρόγραμμα πρόσθετης αποζημίωσης, θα είναι αυτόματη για τα Ταμεία Προνοίας με καταθέσεις στη Λαϊκή Τράπεζα, ενώ στην περίπτωση των Ταμείων Προνοίας με καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου θα είναι προαιρετική.  Συγκεκριμένα, σε αυτά θα δοθεί η επιλογή είτε α)  να συμμετέχουν στο πρόγραμμα πρόσθετης αποζημίωσης παραχωρώντας στο κράτος ισόποσες ως προς την κρατική αποζημίωση μετοχές της Τράπεζας Κύπρου που θα τους δοθούν ως αποζημίωση για το κούρεμα των καταθέσεων τους είτε β)  να μη συμμετέχουν στο πρόγραμμα αυτό, διατηρώντας το σύνολο των μετοχών της Τράπεζας Κύπρου που θα τους παραχωρηθούν.

Σκοπός των πιο πάνω ενεργειών είναι ο περιορισμός της απώλειας για τα επηρεαζόμενα μέλη των ταμείων στο 25% του ποσού που θα αναλογούσε στο κάθε μέλος, εάν δεν προέκυπταν τα γεγονότα στις δύο τράπεζες.»

Σε σχέση με την ως άνω αναφορά, ακολούθησε νέα επιστολή από τον Υπουργό Οικονομικών με ημερομηνία 30.10.2013 στην οποία αναφέρεται ότι:

«Τέλος, σε σχέση με το θέμα της πρόσθετης αποζημίωσης που θα περιόριζε την απώλεια στο 25%, θα ήθελα να διευκρινίσω πως η πρόθεση της κυβέρνησης να προωθήσει ανάλογο σχέδιο παραμένει, αλλά όπως έχω ήδη εξηγήσει στη Βουλή, η έναρξη της εφαρμογής τοποθετείται μετά την έξοδο της Κύπρου από το Μνημονιακό Πρόγραμμα.

Αυτό προκύπτει μετά την ξεκάθαρη τοποθέτηση της Τρόικας ότι δεν συμφωνεί και δεν θα χρηματοδοτήσει οποιοδήποτε σχέδιο πέραν από το συμφωνηθέν σχέδιο των €300 εκ. το οποίο ήδη βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο υλοποίησης.

Σημειώνω πως το προτεινόμενο από την κυβέρνηση σχέδιο, ούτως ή άλλως, προβλέπει σταδιακή και σε βάθος χρόνου υλοποίηση, μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους.»

Στη βάση της πολιτικής δέσμευσης για αύξηση της αναπλήρωσης των απομειωμένων καταθέσεων, ακολούθησε το Σχέδιο με ημερομηνία δημοσίευσης την 29.9.2017 σύμφωνα με το οποίο δικαιούχοι ήταν μέλη των επηρεαζόμενων ταμείων προνοίας και συντάξεων του ιδιωτικού τομέα κατά την 26.3.2013. Σύμφωνα με το Σχέδιο, επί του ύψους των καταθέσεων που δεν απομειώθηκαν (Τράπεζα Κύπρου) ή δεν αναπληρώθηκαν από το κράτος (Λαϊκή Τράπεζα) το οποίο αντιστοιχεί σε 52,5% των καταθέσεων, το κράτος θα αναπληροί νοουμένου ότι το μέγιστο ποσό της αυξημένης κρατικής αναπλήρωσης δεν θα υπερβαίνει το 22,5% των ανασφάλιστων καταθέσεων των ταμείων έτσι ώστε το συνολικό ποσό αναπλήρωσης να φτάνει το 75% των καταθέσεων εκάστου μέλους με ανώτατο όριο αναπλήρωσης ανά μέλος το ποσό των €100.000. Το ποσό της αναπλήρωσης καταβάλλεται κατά την ημερομηνία συνταξιοδότησης του μέλους. Έθετε, επίσης, το Σχέδιο ως προϋπόθεση για συμμετοχή την εκχώρηση από κάθε μέλος των μετοχών που έλαβαν στην Τράπεζα Κύπρου στο κράτος.

Ακολούθως, το Σχέδιο αναθεωρήθηκε τον Δεκέμβριο του 2017 κατά τρόπο ώστε όσα μέλη αποχώρησαν από την εργασία τους την περίοδο μεταξύ 26.3.2013 – 19.7.2017 να λαμβάνουν ως ανώτατο ύψος πρόσθετης αναπλήρωσης το ποσό των €75.000 με ανώτατο όριο συνολικής αναπλήρωσης ανά μέλος – είτε δεν απομειώθηκαν, είτε αναπληρώθηκαν ήδη από το κράτος – το ποσό των €250.000. Πρόσθετα, δόθηκε το δικαίωμα σε όποιο μέλος επιθυμεί να διατηρήσει τις μετοχές του να επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι θα αφαιρείται από το ποσό αναπλήρωσης η αξία των μετοχών που καθορίστηκε σε €0,1632 ανά μετοχή.

Οι Υποθέσεις Αρ. 1700/2017, 1708/2017, 1713/2017, 1715/2017, 1717/2017 μέχρι 1723/2017, 1736/2017 και 1737/2017 (στο εξής η «ομάδα Α») έχουν ως αιτούμενη θεραπεία την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση να συμπεριλάβει όρο στο Σχέδιο ως δημοσιεύτηκε στις 29.9.2017 σύμφωνα με τον οποίο το συνολικό ποσό αναπλήρωσης της απώλειας για κάθε μέλος του ταμείου προνοίας δεν θα ξεπερνά το ποσό των €100.000 λαμβανομένου υπόψη και του ποσού που ήδη αναπληρώθηκε από το κράτος και αντιστοιχεί στο 52,5% των καταθέσεων του μέλους αυτού.

Οι Υποθέσεις Αρ. 1739/2017 μέχρι 1744/2017, 1746/2017 μέχρι 1749/2017 και 1751/2017 μέχρι 1755/2017 (στο εξής η «ομάδα Β») ζητούν την ακύρωση της απόφασης ως δημοσιεύτηκε σε δελτίο τύπου ημερομηνίας 7.12.2017 με την οποία διαφοροποιήθηκε το Σχέδιο ως δημοσιεύτηκε στις 29.9.2017 και με την οποία διαφοροποιήθηκε δυσμενώς  η απόφαση που δημοσιοποιήθηκε με επιστολές του Υπουργού Οικονομικών προς τον Πρόεδρο της Βουλής ημερομηνίας 23.5.2013 και 30.10.2013 με τις οποίες θα καταβαλλόταν το 52,5% των καταθέσεων εκάστου μέλους.

Από την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των αιτητών γίνεται αντιληπτό ότι σε όλες τις υποθέσεις αυτό που εντοπίζεται ως προβληματικό είναι ο καθορισμός του μέγιστου ποσού αναπλήρωσης για κάθε μέλος.

Εντούτοις, σε ότι αφορά στις υποθέσεις της ομάδας Α το Σχέδιο ημερομηνίας 29.9.2017 τροποποιήθηκε διαφοροποιώντας τον τρόπο και το ύψος της αναπλήρωσης που θα λάμβανε κάθε μέλος. Συνεπώς, οι πρόνοιες του Σχεδίου ως δημοσιεύτηκε στις 29.9.2017 και αποτελούν την προσβαλλόμενη πράξη των υποθέσεων της ομάδας Α δεν υφίστανται πλέον. Η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση μέσω της τρίτης προδικαστικής ένστασης που εγείρουν είναι ότι οι εν λόγω προσφυγές έχουν απωλέσει το αντικείμενό τους λόγω του αναθεωρημένου Σχεδίου που ακολούθησε αυτού που προσβάλλεται με τις υποθέσεις της ομάδας Α. Σε απάντηση, οι συνήγοροι των αιτητών της ομάδας Α εισηγούνται ότι επειδή δεν δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το αναθεωρημένο σχέδιο ως προνοείται στο Άρθρο 57.4 του Συντάγματος, δεν άρχισε η ουσιαστική ισχύς του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999

Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 7 της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 7.12.2017 κατά την οποία εγκρίθηκε το αναθεωρημένο Σχέδιο, αποφάσισε όπως η απόφασή του μη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αυτή η ευχέρεια δίδεται στο Υπουργικό Συμβούλιο από τις πρόνοιες του Άρθρου 57.4 του Συντάγματος και επομένως, οι πρόνοιες του Άρθρου 4 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999,  δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.

Στη βάση των όσων έχω εξηγήσει, η κατάληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από την επιτυχία της τρίτης προδικαστικής ένστασης των καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με τις προσφυγές της ομάδας Α αφού με την έκδοση του αναθεωρημένου Σχεδίου, το αρχικό Σχέδιο που προσβάλλεται με τις εν λόγω προσφυγές δεν ισχύει πλέον.

Συνεπώς, οι Υποθέσεις Αρ. Υποθέσεις Αρ. 1700/2017, 1708/2017, 1713/2017, 1715/2017, 1717/2017 μέχρι 1723/2017, 1736/2017 και 1737/2017 απορρίπτονται ως απαράδεκτες.  

Αναφορικά με τις υπόλοιπες προδικαστικές ενστάσεις – που εν όψει της ως άνω κατάληξης σε σχέση με τις υποθέσεις της ομάδας Α αφορούν μόνο τις εναπομείνασες υποθέσεις της ομάδας Β – οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ανήκει στις πράξεις κυβερνήσεως και ως τέτοια εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου και, επιπρόσθετα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή πράξη επειδή είναι γενικής εφαρμογής και η μόνη ατομική εκτελεστή πράξη θα ήταν εκείνη που ακολουθεί της υποβολής αίτησης από κάθε αιτητή.

Όπως προκύπτει από την αιτούμενη θεραπεία και την επιχειρηματολογία των αιτητών, η αντίδρασή τους προκαλείται από τη δυσμενή, κατά την εισήγησή τους, διαφοροποίηση του αναθεωρημένου Σχεδίου της 6.12.2017 σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στις επιστολές του Υπουργού Οικονομικών προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερομηνίας 23.5.2013 και 30.10.2013. Σε απάντηση των προδικαστικών ενστάσεων περί εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, οι αιτητές εισηγούνται ότι τόσο οι επιστολές όσο και το Σχέδιο συνιστούν εκτελεστές πράξεις διότι δημιουργούν νέα δικαιώματα για τους αιτητές.

Η εισήγηση των αιτητών περί εκτελεστότητας των δύο επιστολών του Υπουργού Οικονομικών δεν με βρίσκει σύμφωνη. Το περιεχόμενο των επιστολών ενδεχομένως να υποδηλοί ασυνέπεια εκ μέρους της διοίκησης σε σχέση με τον χειρισμό που ακολούθησε αλλά από μόνες τους δεν δημιουργούν δικαιώματα σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο αφού ουδέποτε έλαβαν μορφή ατομικής πράξης ή απόφασης έτσι ώστε να αποκτήσουν εκτελεστό χαρακτήρα για σκοπούς προσφυγής στο Δικαστήριο.  

Από την άλλη, το Σχέδιο προέκυψε μετά την απομείωση των καταθέσεων των ταμείων προνοίας και συντάξεων ένεκα της ένταξης των τραπεζών Κύπρου και Λαϊκής σε καθεστώς εξυγίανσης ως πολιτική απόφαση για σκοπούς διατήρησης της κοινωνικής συνοχής αφού οι απομειώσεις αφορούσαν ταμεία προνοίας και συντάξεων. Η μνημονιακή δέσμευση – όπως προκύπτει από το απόσπασμα που παρατίθεται πιο πάνω στην απόφαση – αφορούσε στην εξομοίωση της απομείωσης των ταμείων στις δύο τράπεζες. Η περαιτέρω αποζημίωση των δικαιούχων, δεν φαίνεται να προέκυψε από κάποια δέσμευση αλλά ως απόφαση πολιτικής. Η δέσμευση που προέκυπτε από το μνημόνιο συντελέστηκε με την απόφαση ημερομηνίας 4.9.2013 κατά την οποία παραχωρήθηκε κρατική χορηγία ίση με 52,5% των ταμείων προνοίας και συντάξεων στη Λαϊκή Τράπεζα έτσι ώστε να εξομοιωθεί με την Τράπεζα Κύπρου.

Το ερώτημα, συνεπώς, που προκύπτει είναι κατά πόσο η απόφαση αυτή της διοίκησης να προσφέρει πρόσθετη αποζημίωση στους δικαιούχους αποτελεί εκτελεστή πράξη η νομιμότητα της οποίας μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά.

Η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση ότι πρόκειται περί πράξης κυβερνήσεως και συνεπώς περιβάλλεται με δικαστική ασυλία, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο.

Πλήρως καθοδηγητικό ως προς τη θεωρία και τη φύση των κυβερνητικών πράξεων θεωρώ το ακόλουθο απόσπασμα από τη διιστάμενη απόφαση της έντιμης κας Παπαδοπούλου, Δ. στη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 427:

«Η «κυβερνητική πράξη», στο Ελληνικό Δίκαιο, έχει εισαχθεί με τον ιδρυτικό του Συμβουλίου της Επικρατείας Νόμο 3713/1928 (περί Συμβουλίου της Επικρατείας - Άρθρο 46, το οποίο κωδικοποιούσε τη γαλλική νομολογία). Η διάταξη του Άρθρου 46 περιλαμβάνεται σήμερα στο Προεδρικό Διάταγμα 18/1989, το οποίο ρητά προβλέπει ότι «δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές που ανάγονται στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας».   

Στο σύγγραμμα του Ιωάννου Δ. Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας» Β΄ Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1994, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 374)

«Διά της ΣτΕ 56/1930 εγκαινιάζεται η νομολογία του Συμβουλίου επί των εν γένει κυβερνητικών πράξεων. Συμφωνίες με την Τουρκία, τη Βουλγαρία και άλλα Κράτη προέβλεπαν τις διαδικασίες και τα μέσα αποζημιώσεως των Ελλήνων πολιτών που εξ αιτίας των σημαντικών ανακατατάξεων οι οποίες ακολούθησαν τους πολέμους των προηγουμένων ετών ζημιώθηκαν περιουσιακώς. Η ΣτΕ 56/1930, εξεδόθη εξ αφορμής μιας υποθέσεως όπου μια χριστιανή πρόσφυξ από τη Μικρά Ασία ζητούσε από το Υπουργείο των Οικονομικών την, με βάση την ελληνοτουρκική συμφωνία της 7 Δεκ. 1926 και του κυρώσαντος αυτή νόμου 3372, αποκατάστασή της. Εφαρμόζοντας τη θεωρία των κυβερνητικών πράξεων, ως θα έπραττε και το Conseil d'Etat, το Συμβούλιο της Επικρατείας απαντά στην αιτούσα ότι 'η ενέργεια προς εκτέλεσιν της συμβάσεως, και η περί τούτου βεβαίωσις, ως και η περαιτέρω ενδεχομένη έτι εξέλιξις των συμβατικών όρων και υποχρεώσεων, είναι έργον ουσιωδώς κυβερνητικόν διαφεύγον την αρμοδιότητα του Συμβουλίου', εξηγώντας όμως ότι δεν υπήρχε επί του προκειμένου περίπτωση δημιουργίας δικαιώματος υπέρ ιδιώτου δεδομένου ότι 'ούτε εν τη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμβάσει (...) ούτε εις τον τηρούντα ταύτην (...) νόμον (...) διαλαμβάνεται θετική διάταξις ορίζουσα ότι οι υπ' αυτών μνημονευόμενοι υπήκοοι Έλληνες ή ομογενείς ων αι κτηματικαί περιουσίαι θα περιήρχοντο εις την κυριότητα της Τουρκικής Κυβερνήσεως θέλουσιν αποζημιωθή εις το ακέραιον'.»

Στο «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», του Βασιλείου Σκουρή, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 57 - 62, αναφέρεται ότι οι «κυβερνητικές πράξεις» αποτελούν περισσότερο θεωρητική κληρονομιά του παρελθόντος και λιγότερο έκφραση της σύγχρονης νομικής πραγματικότητας. Η επιστήμη, όμως, του δημοσίου δικαίου δεν τις αποκηρύσσει ως ξεχωριστή κατηγορία αποφάσεων της Εκτελεστικής Εξουσίας. Σε ένα κράτος, όμως, δικαίου, ο πολιτικός χαρακτήρας ή η πολιτική φύση μιας ενέργειας δε δικαιολογεί είτε την ευμενέστερη είτε τη δυσμενέστερη μεταχείρισή της. Με την προσφυγή σε δυσδιάκριτα πολιτικά ελατήρια ή σε αόριστες πολιτικές σκοπιμότητες δεν επιτυγχάνεται η αποδέσμευση από το νόμο και δεν αποκρούεται ο δικαστικός έλεγχος τηρήσεώς του.

Στο δικό μας σύστημα, δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια ότι οι «πράξεις κυβερνήσεως» που ανάγονται στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου, είναι, όμως, νομολογημένο ότι αυτές δεν υπόκεινται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι πράξεις κυβερνήσεως βρίσκονται εκτός και υπεράνω των περιορισμών που επιβάλλουν οι αρχές της νομιμότητας και του κράτους δικαίου. Μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια αγωγής για αποζημιώσεις - (βλ. Λ. Θεοχαροπούλου - «Η Αρχή της Ισότητας στα Δημόσια Βάρη και η Αστική Ευθύνη του Κράτους» και Επαμεινώνδα Σπηλιωτοπούλου - «Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 1, 1993, σελ. 98).

Στη Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352, αναφέρεται:- (σελ. 355-356).

«Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως κυβερνητικές πράξεις θεωρούνται η απόφαση για απονομή ή άρνηση χάριτος (Demetriou v. Republic 3 RSCC 121), ο κατά το Σύνταγμα διορισμός του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Louca v. The President of the Republic (1983) 3 C.L.R. 783)*, ο διορισμός του Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Αστυνομίας (Stokkos v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1411), και η άρνηση και/ή παράλειψη εξέτασης και ικανοποίησης αιτήματος για απομάκρυνση πρεσβείας από ορισμένο δρόμο (Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2643). Δεν υπόκειται, επίσης, σε δικαστικό έλεγχο ο διορισμός Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Level Tachexcavans Ltd (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1075). Αντίθετα, όπως κρίθηκε στην Karaliota v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2053, η άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου αλλοδαπού στη Δημοκρατία δεν συνιστά κυβερνητική πράξη. Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε και τονίστηκε η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου για περιορισμό των κυβερνητικών πράξεων.»

Οι «πράξεις κυβερνήσεως» δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένες. Ο χαρακτηρισμός μιας πράξεως ως «πράξεως κυβερνήσεως» ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Αυτό, όμως, δεν είναι πάντοτε εύκολο εγχείρημα, αφού δεν υπάρχει σταθερό και, γενικά, αποδεκτό κριτήριο, στη βάση του οποίου μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο μια πράξη είναι «πράξη κυβερνήσεως». Για το χαρακτηρισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη συνταγματικές και άλλες αρχές, όπως αρχές της νομιμότητας, της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της κατοχύρωσης του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.

Ο χαρακτηρισμός διοικητικής πράξεως ως «πράξεως κυβερνήσεως», όπως προκύπτει και από τη νομολογία, γίνεται με φειδώ και αφορά σε περιορισμένη κατηγορία. Αύξηση του αριθμού των «πράξεων κυβερνήσεως» θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, και του δικαιώματος  παροχής δικαστικής προστασίας - (Άρθρο 30 του Συντάγματος και Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων  Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών).

Μελέτη αριθμού αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας αποκαλύπτει ότι, στην κατηγορία των «κυβερνητικών πράξεων»,  ανήκουν, κυρίως, εκείνες που αφορούν: στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπως είναι: διάταγμα διάλυσης της βουλής και προκήρυξης εκλογών - (ΣτΕ 250/1930, ΣτΕ 1789/1951, ΣτΕ 1810/1961, ΣτΕ 1299/1986) - αποδοχή παραιτήσεως υπουργού της κυβερνήσεως ή της κυβέρνησης και εντολή σχηματισμού νέας - (ΣτΕ 1467/1967, ΣτΕ 1631/1975) - άσκηση νομοθετικής πρωτοβουλίας εκ μέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας - (ΣτΕ 347/1937 - Η εν λόγω απόφαση αφορούσε αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε από αξιωματικό εναντίον της παράλειψης εισήγησης από τη διοίκηση νομοθετικής διάταξης, που να επιτρέπει την εκ νέου κρίση της περίπτωσής του), πράξεις που αφορούν στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, όπως είναι η σύναψη και η εκτέλεση διεθνών συμβάσεων - (ΣτΕ 2389/1953, ΣτΕ 1317/1972, ΣτΕ 210/1933, ΣτΕ 678/1939, ΣτΕ 3235/1969). Ως «κυβερνητικές πράξεις» θεωρήθηκαν, επίσης, πράξεις που αφορούν στην εσωτερική και στην εξωτερική ασφάλεια του κράτους, όπως είναι η κήρυξη πολέμου και επιστράτευσης - (ΣτΕ 164/1940) - η απονομή χάριτος ή η απόρριψη τέτοιου αιτήματος - (ΣτΕ 2161-2163/1946) - η απόρριψη παραχώρησης άδειας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εναντίον του ιρακινού δημοσίου, με σκοπό την είσπραξη δικηγορικής αμοιβής - (ΣτΕ 22/2007).

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τη θεμελιώδη αρχή ότι, στη συνταγματική έννομη τάξη μας, αλλά και σε κάθε έννομη τάξη κράτους δικαίου, η δράση όλων των οργάνων, άρα και των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, υπόκειται στο Σύνταγμα, θεμέλιο του οποίου είναι η αρχή της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης, εκτός όπου υπάρχει θέμα καθαρά διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, θεωρώ ότι τα Διατάγματα δεν αποτελούν «πράξεις κυβερνήσεως».» 

Στις υπό κρίση υποθέσεις δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι το Σχέδιο αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο σύμφωνα με το Άρθρο 54 του Συντάγματος ασκεί την εκτελεστική εξουσία που δεν ασκείται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί κάποια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως πράξη κυβερνήσεως. Απαραίτητο είναι η πράξη να ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας στης οποίας τον έλεγχο ένα ακυρωτικό Δικαστήριο ανεπίτρεπτα θα υπεισήρχετο. Από πολύ νωρίς το Conseil dEtât δεχόταν ότι οι πράξεις της διοίκησης εκφεύγουν του ελέγχου του μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Στην απόφαση Prince Napoléon ημερομηνίας 19.2.1875[1] το Δικαστήριο έκρινε πως δεν αρκεί το γεγονός ότι μία πράξη έχει προέλθει από την κυβέρνηση ή ότι έχει ληφθεί για λόγους πολιτικού ενδιαφέροντος για να την αποκλείσει από την άσκηση ελέγχου νομιμότητας. Ούτε ενδιαφέρει το πολιτικό κίνητρο (mobile politique) που μπορεί η συγκεκριμένη πράξη να ενέχει.

Στη βάση των ως άνω δεν θεωρώ ότι η υπό κρίση απόφαση εμπίπτει στην κατηγορία της κυβερνητικής πράξης αφού δεν πρόκειται περί πράξης άσκησης ή διαχείρισης πολιτικής εξουσίας.

Από την άλλη, το Σχέδιο σκοπό έχει να παραχωρήσει αποζημίωση σε δικαιούχους που υπέστησαν ζημιά λόγω της λήψης μέτρων εξυγίανσης σε δύο συγκεκριμένες τράπεζες. Δηλαδή, ο δυσμενής επηρεασμός στα συμφέροντα και δικαιώματα των αιτητών επήλθε με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης και όχι από την απόφαση παραχώρησης αποζημίωσης σε αυτούς – όπως είναι η πρόθεση του Σχεδίου. Πρόκειται, δηλαδή, για ευμενή για τα συμφέροντα των αιτητών απόφαση κατά της οποίας δεν δύνανται να στρέφονται οι αιτητές αφού δεν είναι από αυτή καθαυτή την προσβαλλόμενη απόφαση που προκλήθηκε υλική ή ηθική βλάβη έτσι ώστε να ικανοποιείται το έννομο συμφέρον.

Το πιο πάνω εύρημα οδηγεί σε απόρριψη και των υπόλοιπων προσφυγών ως απαράδεκτες.

Ως προς τα έξοδα, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον όλων των αιτητών ως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο με εξαίρεση τις δικασίμους στις οποίες κλήθηκαν οι διάδικοι να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια επανανοίγματος από το Δικαστήριο ως προς τις οποίες δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ



[1] http://www.conseil-etat.fr/fr/presentation-des-grands-arrets/19-fevrier-1875-prince-napoleon.html


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο